Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Γιατί να μετανοώ, αφού ξέρω ότι θα αμαρτήσω ξανά

 

Για πολλούς πιστούς η μετάνοια είναι ένα φυσικό και αναγκαίο στοιχείο της πνευματικής ζωής, ουράνιο δώρο και θεραπευτικό φάρμακο, αναντικατάστατο στον πνευματικό πόλεμο. Όχι μόνο οι τακτικοί ενορίτες σπεύδουν στην Εξομολόγηση για μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά και οι «χριστιανοί του Πάσχα» αισθάνονται υποσυνείδητα την ανάγκη να προσέλθουν στο εξομολογητήριο μια φορά το χρόνο και να μιλήσουν στον ιερέα για αυτά που τους πονάνε. Ωστόσο, δεν κατανοούν όλοι σε τι ακριβώς συνίσταται η μετάνοια, ποιο είναι το μυστικό της, ο μηχανισμός λειτουργίας της, αν μου επιτρέπεται να το πω έτσι. Περνούν μήνες και χρόνια, οι άνθρωποι εξομολογούνται και πάλι εξομολογούνται, αλλά έρχονται ξανά με τις ίδιες αμαρτίες. Ο άνθρωπος έχει την αίσθηση ότι μένει ακίνητος ή ότι περιστρέφεται σε έναν τροχό: υπάρχει κίνηση, αλλά δεν υπάρχει πρόοδος. Στο τέλος έρχονται αμφιβολίες και σκέψεις του τύπου: γιατί να μετανοώ αφού θα αμαρτήσω ξανά; Ποιο είναι το νόημα, τότε. Άραγε, υπάρχει κάποιο νόημα;

Κατ΄ αρχάς, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο Θεός δεν εντέλλεται κάτι που δεν έχει νόημα. Θα ήταν γελοίο να ισχυριστούμε ότι ο Θεός θέσπισε «ανεφάρμοστα» μυστήρια χωρίς να επισυνάψει κάρτα εγγύησης. Δεν χρειάζεται την εργασία μας για χάρη της εργασίας. Επιθυμεί τη σωτηρία μας και την επιστροφή του ανθρώπου στην αρχική του αξιοπρέπεια τόσο πολύ που δεν λυπήθηκε τον Υιό Του προκειμένου να επιτύχει αυτόν τον στόχο. Η ίδια αυτή η πράξη δείχνει πόσο σοβαρό και σημαντικό είναι για τον Θεό το θέμα της σωτηρίας μας. Ως εκ τούτου, η κάθε εντολή Του έχει νόημα και σοφία. Και αν τελικά υπάρχει νόημα στις Θείες υποδείξεις, τότε το πρόβλημα βρίσκεται σε εμάς. Ίσως είμαστε εμείς που κάνουμε κάτι λάθος.

Πράγματι, εξομολογούμαστε συγκεκριμένες αμαρτίες, τις αναζητούμε και τις καταγράφουμε με επιμέλεια, αλλά ξεχνάμε τις αιτίες των αμαρτιών που είναι τα πάθη. Είναι ακριβώς τα πάθη, δηλαδή οι καθιερωμένες και αμαρτωλές συνήθειες που έχουν γίνει μέρος του είναι μας λόγω της συχνής χρήσης τους, που αποτελούν την ογκώδη βάση του παγόβουνου, την κορυφή του οποίου κουβαλάμε στην Εξομολόγηση. Η αμαρτία είναι μόνο μια εκδήλωση αυτού ή εκείνου του πάθους, η συνέπειά του, ο βλαστός που έχει βαθιά και διακλαδισμένη ρίζα – το πάθος. Στην ευσέβειά μας μοιάζουμε με τους ανειδίκευτους εργάτες που έχουν λάβει εντολή να καλλιεργήσουν ένα οικόπεδο πριν από τη δύση του ηλίου. Έχουμε μεν ξεριζώσει τις κορυφές των ζιζανίων, αλλά έχουμε παραμελήσει τις ρίζες τους, παρόλα αυτά κοιτάζουμε με ικανοποίηση την τακτοποιημένη έκταση και χαιρόμαστε για το έργο που εκτελέσαμε. Μπορούμε να ενημερώσουμε κανονικά για την εργασία που εκτελέσαμε και να κοιμηθούμε ήσυχοι. Αλλά σύντομα έρχεται η βροχή, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και τα ζιζάνιά μας αστραπιαία και με ακόμα μεγαλύτερο πλήθος καλύπτουν το χωράφι.

Για να είναι περισσότερο κατανοητό αυτό μπορούμε να αναφέρουμε ένα απλό παράδειγμα από την καθημερινή ζωή. Ας υποθέσουμε ότι ένας εργάζεται σε σούπερ μάρκετ. Γνωρίζει ότι σε ένα από τα ψυγεία της αποθήκης αποθηκεύουν «χτυπημένα» και «ληγμένα» γαλακτοκομικά προϊόντα. Γνωρίζει επίσης ότι κάποια από αυτά τα «χτυπημένα» θα επιστραφούν, κάποια θα χαθούν και κάποια θα τα πάρουν άλλοι υπάλληλοι. Ως εκ τούτου, όταν φεύγει, παίρνει συχνά μαζί του ένα μπουκάλι γάλα, ή τυρί, ή γιαούρτι, ή κάτι άλλο. Και επειδή πρέπει να κοινωνήσει την ημέρα της γιορτής, μαζί με τις άλλες αμαρτίες αναφέρει και αυτό το αμάρτημα στην Εξομολόγηση. Στη συνέχεια όμως επιστρέφει στο συνηθισμένο του περιβάλλον και συνεχίζει να κλέβει από την αποθήκη, ώστε να «εξομολογηθεί» ξανά στην επόμενη γιορτή. Ο άνθρωπος αισθάνεται μεν ότι κάνει λάθος, αλλά όχι τόσο λάθος όσο οι δολοφόνοι και οι βιαστές. Αποκαλύπτει μόνο την φανερή αμαρτία, αλλά δεν θέλει να κοιτάξει βαθιά μέσα στην καρδιά του για να συνειδητοποιήσει ότι ο λόγος, εξαιτίας του οποίου κλέβει, είναι η κρυφή και βαθιά ριζωμένη συνήθειά του να δικαιολογεί και να συγχωρεί συνεχώς τον εαυτό του. Αν έψαχνε βαθύτερα, θα έβλεπε ότι ο ίδιος δικαιολογεί και επιτρέπει στον εαυτό του να κλέβει. Ε, βέβαια, αφού εργάζεται ευσυνείδητα, αναπληρώνει τους άρρωστους συναδέλφους του, μένει υπερωρίες όταν το απαιτούν οι περιστάσεις και, γενικώς, δεν τον εκτιμούν και τον πληρώνουν όσο του αξίζει. Εδώ και καιρό έχει συμφωνήσει με τη συνείδησή του και έχει δικαιολογήσει ηθικά την συμπεριφορά του. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα απαριθμεί τα κλεμμένα μπουκάλια στην Εξομολόγηση, αλλά μέσα του θα θεωρεί ότι αξίζει αυτή τη μικρή αμοιβή.

Ή ένα άλλο παράδειγμα. Ένας άνθρωπος μετανοεί για τον θυμό του. Τον βασανίζει αυτό το πάθος και δεν τον αφήνει σε ησυχία. Από τον θυμό του υποφέρουν οι οικείοι του, οι υφιστάμενοί του και άλλοι άνθρωποι, αλλά πρώτα απ' όλα υποφέρει ο ίδιος. Εξομολογείται ξανά και ξανά αυτή την αμαρτία, αναφέρεται σε ποιον φώναξε και κάτω από ποιες συνθήκες, αλλά η κατάσταση δεν αλλάζει. Και δεν αλλάζει επειδή ο άνθρωπος χρειάζεται να παλέψει όχι με τα παράγωγα του πάθους, αλλά με το ίδιο το πάθος.

Δεδομένου ότι το πάθος είναι μια συνήθεια, πρέπει να την αντισταθμίσουμε με μια άλλη συνήθεια. Οι αιτίες της δυσαρέσκειάς μας από τους πλησίον μας είναι πολλές: η υπερηφάνεια και η αλαζονεία μας, ο φθόνος, η αδυναμία να χαρούμε πραγματικά με την επιτυχία του διπλανού μας, η έλλειψη υπομονής, η αδυναμία να σιωπήσουμε και γενικά η αδυναμία μας να αποδεχτούμε τους ανθρώπους όπως είναι, με τις ιδιαιτερότητες και με τις ελλείψεις τους. Ταυτόχρονα, περιμένουμε οι άλλοι να μας αποδέχονται όπως είμαστε ακριβώς, χωρίς να απαιτούνε να αλλάξουμε. Όσο ο άνθρωπος δεν μαθαίνει να προσεύχεται για τους συνανθρώπους του, να χαίρεται με αυτούς που χαίρονται, αν όχι έμπρακτα, τουλάχιστον συμπονετικά να στηρίζει τον πλησίον στη συμφορά του, η Εξομολόγησή του θα παραμένει απλώς ένας κατάλογος ανθρώπων, τους οποίους έχει πληγώσει με το θυμό του.

Κάποιος εξομολογείται τις αμαρτίες πορνείας, αλλά παραμελεί τις βρωμερές ονειροπολήσεις και παραβλέπει τη συνήθειά του να κοιτάζει «ακατάλληλες» απεικονίσεις στο Διαδίκτυο. Ένας άλλος εξομολογείται ορισμένες άλλες αμαρτίες, στις οποίες έχει πέσει εξαιτίας της συνήθειάς του να κατακρίνει ανεξέλεγκτα τους πλησίον. Όποια αμαρτία κι αν πάρουμε ως παράδειγμα, το νόημα είναι το ίδιο: η αμαρτία είναι μόνο η εξωτερική έκφανση των εσωτερικών αιτίων που έχουν τις ρίζες τους στην ανθρώπινη καρδιά. Με άλλα λόγια, η αμαρτία είναι πράξη και το πάθος είναι το κίνητρό της. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιος από τους πατέρες λέει ότι ο νους μολύνεται εύκολα, αλλά και καθαρίζεται εύκολα. Η καρδιά όμως θέλει πολύ χρόνο για να μολυνθεί και πολύ χρόνο για να καθαριστεί. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην αμαρτία (πράξη) και το πάθος (συνήθεια).

«Το πάθος που ενεργείται στην πράξη ή έστω έχει ριζώσει στην ψυχή, επειδή αυτή το συμπαθεί και το τρέφει για πολύν καιρό, αποκτά εξουσία πάνω στον άνθρωπο. Απαιτούνται τόσο μακροχρόνιος και αιματηρός αγώνας όσο και ιδιαίτερη ενίσχυση από το θείο έλεος, για ν’ αποτιναχθεί ο ζυγός ενός πάθους, που έγινε δεκτό αυτοπροαίρετα από τον άνθρωπο και απέκτησε εξουσία πάνω του» (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ).

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι είναι βαριά η πάλη με τα πάθη, αλλά και το ότι δεν μπορούν όλοι να δουν αυτή τη σύνδεση. Μπορεί ο άνθρωπος να εξομολογείται αμαρτίες του για δεκαετίες χωρίς να καταλαβαίνει από πού προέρχονται και γιατί δεν εξαλείφονται. Χρειάζεται μεγάλη εμπειρία και χαριτωμένη βοήθεια για να φτάσει κανείς στη ορθή κατανόηση της σχέσης αιτίας και αποτελέσματος. Βέβαια, οι όσιοι ασκητές ήδη πριν από πολλά χρόνια έχουν θέσει για μας τις αρχές του νόμιμου πνευματικού αγώνα και της σωστής μετάνοιας:

«Η ένδειξη ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες μας είναι το ότι οι κινήσεις και οι διαθέσεις της ψυχής, οι οποίες μας παρακίνησαν να διαπράξουμε αυτές τις αμαρτίες, έχουν εξαφανιστεί οριστικά από την καρδιά μας. Έτσι λοιπόν, κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι έχει πετύχει αυτό το αποτέλεσμα προτού να αποκόψει με όλη τη θέρμη της καρδιάς του αυτό που υπήρξε η αιτία ή η αφορμή των πτώσεών του. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι από μια επικίνδυνη οικειότητα με πρόσωπα του άλλου φύλου έπεσε κάποιος σε πορνεία ή μοιχεία. Αυτός πρέπει στο εξής να φροντίσει με κάθε μέσο να αποφύγει ακόμα και τη θέα του προσώπου, με το οποίο αμάρτησε. Ας υποθέσουμε επίσης ότι κάποιος έχει παρασυρθεί στο πάθος της μέθης και της γαστριμαργίας. Αυτός θα πρέπει στο εξής να καταπολεμήσει με αυστηρή λιτότητα την έλξη του προς το καλό φαγητό και το ποτό. Αν κάποιος άλλος εξαιτίας της φιλοχρηματίας του έχει παρασυρθεί και έχει πέσει σε επιορκία, σε κλοπή ή σε ανθρωποκτονία, αυτός θα πρέπει να απομακρύνει τα αντικείμενα που του έθρεψαν τη φιλαργυρία και τον παρέσυραν στην πτώση. Τέλος, αν κάποιος εξαιτίας της υπερηφάνειας οργίζεται, αυτός θα πρέπει να ξεριζώσει την υπερηφάνειά του με την αρετή της βαθιάς ταπείνωσης. Έτσι, για να μπορέσουμε να εξαλείψουμε κάθε αμαρτία, πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τις αιτίες και τις αφορμές, εξαιτίας των οποίων και δια μέσου των οποίων διαπράξαμε την αμαρτία. Με αυτή την θεραπευτική αγωγή θα φθάσουμε ασφαλώς να πετύχουμε τη λήθη των αμαρτιών μας» (Αββάς Πινούφριος)*.

Συνεπώς, ο υποθετικός μας υπάλληλος του σούπερ μάρκετ πρέπει να σταματήσει να είναι πονηρός και να δικαιώνει τον εαυτό του. Πρέπει να έλθει εις εαυτόν με τον ευαγγελικό τρόπο, να κάνει μια ανελέητη και απαθή ανάλυση των πράξεων και των κινήτρων του. Πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρέπει να το κάνει: «Αυτά τα προϊόντα δεν είναι ιδιοκτησία μου και δεν έχω κανένα δικαίωμα να τα παίρνω. Κανένας απολύτως λόγος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κλοπή που κάνω». Μόλις εδραιωθεί σε αυτή τη σκέψη, την νιώσει και συμφωνήσει πλήρως μαζί της, θα σταματήσει να κλέβει, καθώς θα έχει ξεριζωθεί η ρίζα (η αιτία της). Όμως, μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια για αυτήν την φώτιση. Και θα είναι μεγάλη ευτυχία αν ο άνθρωπος μπορέσει να συνειδητοποιήσει τους λόγους της αδικίας του, πριν τον πιάσουν επ΄ αυτοφώρω.

Το Μυστήριο της Μετανοίας είναι μεγάλο και πλουσιοπάροχο δώρο του Θεού. Μακάριος είναι εκείνος που το καταλαβαίνει και δυστυχισμένος εκείνος που το περιφρονεί.

Ωστόσο, πρέπει να προστρέχουμε σε αυτό με τιμιότητα, με ειλικρινή καρδιά, χωρίς ίχνος αυτολύπησης και αυτοδικαίωσης. Το εξομολογητήριο είναι ο Γολγοθάς μας, στον οποίο πρέπει να σταυρώσουμε την φιλαυτία μας και την αυτοδικαίωσή μας. Ο Θεός δέχεται τη μετάνοια κάθε ανθρώπου και δίνει σε αυτό το μυστήριο χαριτωμένες δυνάμεις για να καταπολεμήσουμε τα πάθη. Εμείς όμως δεν τις χρησιμοποιούμε. Αντιθέτως, στην καλύτερη περίπτωση μετατρέπουμε τη μετάνοια σε κατάθεση για το αμαρτωλό έργο που επιτελέσαμε και στη χειρότερη εφευρίσκουμε λόγους για να δικαιολογήσουμε τις πράξεις μας, και κατηγορούμε ακόμη και το ίδιο το μυστήριο της μετάνοιας ότι είναι αναποτελεσματικό. Από αυτήν την άποψη, το ερώτημα «Γιατί να μετανοώ αφού ξέρω ότι θα αμαρτήσω ξανά» είναι πολύ ενδεικτικό. Αποκαλύπτει την πνευματική άγνοια του ανθρώπου που δεν είναι εξοικειωμένος με την αληθινή μετάνοια, καταδεικνύει τη συγκαλυμμένη πονηριά του και την απροθυμία του να διορθωθεί. Αυτός ο άνθρωπος σαν να λέει: «Μετανοώ, αλλά η μετάνοια δεν λειτουργεί». Δεν είναι τυχαίο που έχει ειπωθεί: «Όποιος θέλει να πράξει αναζητά ευκαιρίες, όποιος δεν θέλει, αναζητά προφάσεις» (Σωκράτης).

Ο Θεός, για τον οποίο δεν υπάρχουν ασυγχώρητες αμαρτίες, είναι Αγαθός και Ελεήμων. Όμως, περιμένει από εμάς αυταπάρνηση, απόλυτη και ασυμβίβαστη ρήξη με θεομίσητες σκέψεις και πράξεις. Η αυτοδικαίωση και η ψεύτικη ντροπή απαξιώνουν τη μετάνοια και μας κάνουν να μοιάζουμε με τον Αδάμ, ο οποίος κατηγορούσε τον Θεό για την πτώση του. Η μετάνοια που είναι ευάρεστη στον Θεό δεν φοβάται την προσωρινή ντροπή. Αντιθέτως, την προτιμά παρά την αιώνια ντροπή, από την οποία δεν θα ξεφύγουμε στον αιώνα. Η ειλικρινής και τίμια μετάνοια είναι ικανή να κάνει το θαύμα, να θεραπεύσει τις παλιές πληγές της ψυχής, να κάνει τον άνθρωπο να ομοιάσει στον συνετό ληστή και να τον εισαγάγει στον παράδεισο μαζί με τους δικαίους που ευαρέστησαν τον Θεό με τη μετάνοια.

Ιερομόναχος Ρωμανός (Κρόποτοβ)
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

https://gr.pravoslavie.ru/163240.html