Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ


 ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἀνδρέου ἀρχιεπισκόπου Κρήτης

τοῦ Ἱεροσολυμίτου

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ

Ἀρχὴ ἑορτῶν μὲν εἶναι γιὰ μᾶς ἡ παροῦσα πανήγυρη, πρώτη δὲ μετὰ τὸν νόμο καὶ τὶς σκιές, καὶ ἀσφαλῶς καὶ εἴσοδος τῶν ὁδηγούντων πρὸς τὴν χάρη καὶ τὴν ἀλήθεια. Εἶναι δὲ αὐτὴ καὶ μέση καὶ τελευταία ἔχοντας ἀρχὴ μὲν τὴν τελευτὴ τοῦ νόμου, με­σό­τητα δὲ τὴν σύνδεση πρὸς τὰ ἄκρα, τέλος δὲ τὴν φανέρωση τῆς ἀληθείας. Διότι τέλος τοῦ νόμου εἶναι ὁ Χριστός, ὄχι τόσο ἀπο­μα­κρύ­νο­ντάς μας ἀπὸ τὸ γράμμα, ὅσο ἐπαναφέροντάς μας στὸ πνεῦμα.

Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ τελείωση, ὅπου αὐτὸς ὁ νομοδότης ἀπο­τε­λει­ώ­νον­τας ὅλα, ὁδήγησε τὸ γράμμα πρὸς τὸ πνεῦμα, ἀνακεφα­λαιώνοντας στὸν ἑαυτό του τὰ σύμπαντα, καὶ διατρεφόμενος στὸν νόμο καὶ στὴν χάρη. Καὶ κάνοντας τὸν μὲν νόμο ὑποζύγιο, συνά­πτον­τας δὲ τὴν χάρη ἐναρ­μο­νίως, χωρὶς καθόλου νὰ ἀναμίξει τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, καθοδήγησε ἔτσι τὸ γένος μας ἀπὸ τὸ δυσβά­στα­κτο καὶ δουλικὸ καὶ ὑποχείριο φορτίο πολὺ θεοπρεπῶς πρὸς τὸν ἐλαφρὸ καὶ ἐλεύθερο δρόμο, γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε «ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου δεδου­λωμένοι», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, οὔτε νὰ εἴ­μα­στε αἰχμάλωτοι στὸν ζυγὸ τῆς δουλείας τοῦ νομικοῦ γράμ­μα­τος. Τοῦτο λοιπὸν εἶναι τὸ κεφάλαιο τῶν πρὸς ἡμᾶς εὐεργετη­μά­των τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ μυστηρίου. Τοῦτο εἶναι ἡ φύση ποὺ ἐκένωσε ἑαυτόν, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, καὶ ἡ θέωση τοῦ προσ­λήμ­μα­τος.

Ἀλλὰ στὴν τόσο λαμπρὴ καὶ περιφανεστάτη ἐπιδημία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, πρέπει νὰ προϋπάρχει ὁπωσδήποτε κάποιο γε­γο­νὸς χαρᾶς διὰ τοῦ ὁποίου νὰ εἰσέρχεται πρὸς ἐμᾶς τὸ μεγάλο δῶρο τῆς σωτηρίας μας. Τοῦτο δὲ εἶναι ἡ παροῦσα πανήγυρη, ἔχοντας προμήνυμα τὴν γέννηση τῆς Θεοτόκου, ἀποτέλεσμα δὲ τὸ γέννημα τῆς παχύνσεως τοῦ Λόγου σὲ σάρκα, κατὰ τὴν ὁποία τὸ καινούργιο ἄκουσμα ἀπὸ ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ ἐξαγγέλθηκε στὰ σύμπαντα, παραμένει ἀκατάληπτο καὶ ἀκατανόητο, φανερωμένο ὅσο κρύβεται, καὶ κρυμμένο ὅσο φα­νε­ρώ­νε­ται. Συνεπῶς ἀπὸ ἐδῶ ἡ θεοχαρίτωτη αὐτὴ ἡμέρα καὶ πρώτη τῶν ἑορ­τῶν, φέροντας γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τὸ φῶς τῆς παρθενίας, καὶ σὰν νὰ συμμαζεύει καὶ νὰ πλέκει τὸν στέφανο ἀπὸ τὰ ὁλοκάθαρα ἄνθη τῶν πνευματικῶν λειβαδειῶν τῆς γραφῆς, προβάλλει κοινὴ τὴν εὐφροσύνη στὴν κτίση λέγοντας «Θαρσεῖτε», γενέθλιος εἶναι ἡ πανήγυρη καὶ τοῦ γένους ἡ ἀνάπλαση.

Διότι Παρθένος τώρα γεννᾶται, καὶ σπαργανώνεται, καὶ πλά­θε­ται, καὶ ἑτοιμάζεται ἀπειρόγαμος Μήτηρ τοῦ παμβασιλέως τῶν αἰ­ώ­νων, Θεοῦ. Καὶ τοῦτο τὸ πνευματικὸ θέατρο ἔχει συγκροτηθεῖ γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν Δα­βὶδ μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ. Ἡ μὲν, προβάλλοντας τὴν θεοδώρητη γέννησή της ὡς Θεομήτωρ, ὁ δὲ, ἐμφανίζοντας τὴν κληρονομία τοῦ γένους μας, καὶ τὴν νεοπρεπεστάτη συγγένεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Ὤ τοῦ θαύματος! Ἡ μὲν μεσιτεύει πρὸς τὸ ὕψος τῆς Θεό­τη­τος, καὶ πρὸς τὴν ταπεινότητα τῆς σαρκός, καὶ γίνεται Μήτηρ τοῦ Πλαστουργοῦ χάριν ὅλου τοῦ πλαστουργήματος. Ὁ δὲ προφητεύει τὸ μέλλον σὰν νὰ εἶναι παρόν, καὶ λαμβάνει ἐνόρκως ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἔνδοξη διαμονὴ καὶ συντήρηση τοῦ γένους ἀπὸ τὴν κοιλία. Πρέπει λοιπὸν εὔλογα νὰ πα­νη­γυ­ρί­σουμε τὸ μυστήριο τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δωρίσουμε τοὺς λόγους αὐ­τοὺς στὴν Μητέρα τοῦ Λόγου, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ προσφιλὲς ἀπὸ τὰ ἄλλα πρὸς αὐτὴν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν λόγο καὶ τὴν τιμὴ ἐκ τοῦ λό­γου. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἀποκομίζουμε διπλὸ τὸ κέρδος ἐμεῖς ποὺ θὰ τὴν τιμήσουμε, τὸν μὲν ἕνα, αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπαναφέρει πρὸς τὴν ἀλήθεια, τὸ δὲ δεύ­τερο, αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ γράμμα τῆς νομικῆς δου­λείας καὶ πολιτείας. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο; Ὑποχωρώντας δη­λαδὴ ἡ σκιὰ διὰ τῆς παρουσίας τοῦ φωτός, καὶ ἀνταλλάσσοντας τοῦτο ἡ χάρη μὲ τὴν ἐλευθερία τοῦ γράμματος. Ἐκ τούτων ἡ πα­ροῦσα πανήγυρη στέ­κε­ται μεθόριο, ἀντιπαραβάλλοντας τὴν ἀλή­θεια τῶν τυπικῶν συμβόλων, καὶ ἀνταλλάσσοντας τὰ παλαιὰ διὰ τῶν νέων. Τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος, ἡ θεία σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, ἀνα­φώ­νησε λέγοντας: «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις. Ἀνα­και­νί­ζε­σθε. Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν. Ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά». Διότι, ἐφ᾿ ὅσον τελείωσε ὁ νόμος, καὶ μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς κα­λύ­τε­ρης ἐλ­πί­δας, διὰ τῆς ὁποίας ἀγγίζουμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, φα­νε­ρώ­θηκε τρανῶς ἡ ἀλήθεια, αὐτὸς ὁ δοτήρας τοῦ νόμου, ὑφιστάμενος τὴν ἄφραστη κένωση οἰκονομικῶς, ἔφθασε ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀνα­πλη­ρώ­σει τὶς ἐλλείψεις καὶ νὰ ἀντιδώσει ἀντὶ γιὰ τὰ χείριστα τὰ καλύτερα καὶ τε­λει­ώ­τερα.

Τοῦτο λοιπὸν θὰ διακηρύξει σαφέστατα καὶ ὁ ὑψηλὸς Ἰωάν­νης, ὁ Θεολόγος, ἡ βροντὴ τοῦ Λόγου, λέγοντας ὅτι «ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος». Διότι διὰ τῆς κε­νώ­σεως αὐτοῦ, καὶ κατόπιν διὰ τῆς ὑπερφυοῦς μορφώσεως τοῦ δικοῦ μας φυράματος ἐμεῖς ἐλάβαμε τὴν πλη­ρό­τητα καὶ ἐπλουτίσαμε διὰ τῆς ἀν­τα­πο­δώ­σεως τῆς θεώσεως στὸ πρόσλημμα. Συνεπῶς «ἀγαλλιάσθω τὰ σύμ­παντα σήμερον, καὶ ἡ φύσις σκιρτάτω. Εὐφραινέσθω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι ρανάτωσαν δικαιοσύνην. Σταλαξάτω τὰ ὄρη γλυκασμὸν, καὶ οἱ βουνοὶ ἀγαλλίασιν, ὅτι ἠλέησε Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἐγείρας κέρας σωτηρίας ἡμῖν ἐν οἴκῳ Δαβὶδ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ», τὴν ὑπε­ρά­μωμο αὐτὴ καὶ ἄνανδρο ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ὁ Χριστός, ἡ σωτηρία καὶ ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Ἂς χορεύσει λοιπὸν τώρα κάθε εὐγνώμων ψυχή, καὶ ἂς συγκαλέσει τὴν κτίση ἡ φύση γιὰ τὸν ἀνακαινισμὸ καὶ τὴν ἀνά­πλασή της. Οἱ στεῖρες ἂς συντρέξουν πρό­θυμα, διότι ἡ ἄτεκνη καὶ στεῖρα ἐπαιδοποίησε τὴν θεόπαιδα Παρ­θένο. Οἱ παρθένοι ἂς χαροῦν, δι­ότι ἡ ἄκαρπη γῆ γέννησε τὴν ἄσπορη γῆ, ἀπ᾿ ὅπου θὰ γεννηθεῖ ὁ ἀγε­ώρ­γη­τος καρπός. Οἱ μητέ­ρες ἂς σκιρτήσουν, διότι ἡ ἄγονη μητέρα τὴν ἄφθορη Μητέρα καὶ Παρθένο ἐγέννησε. Οἱ γυναῖκες ἂς κροτήσουν τὰ χέρια, διότι ἡ γυνὴ ἡ ὁποία πραγματοποίησε κατὰ τὸ παρελθὸν τὴν ἀφορμὴ τῆς ἁμαρτίας, τώρα πλέον προσφέρει τὴν ἀπαρχὴ τῆς σωτηρίας. Καὶ ἡ πρὸ πολλοῦ κατάκριτη ἀναδείχθηκε θεόκριτη, διαλεγμένη ὡς Μη­τέρα τοῦ Πλάστη ἄνανδρος, καὶ ἀνόρθωση τοῦ γένους. Ὡς ἐκ τού­του ἂς τὴν ὑμνήσει ὅλη ἡ κτίση καὶ ἂς χορεύσει καὶ ἂς συνει­σφέ­ρει κάτι ἐπάξιο τῆς ἡμέρας. Ἂς γίνει μιὰ κοινὴ πανήγυρη σήμερα τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων. Καὶ ἂς συνεορτάσει τὸ κάθε τι, τόσο ἐγκόσμιο ὅσο καὶ ὑπερ­κό­σμιο σῶμα. Διότι σήμερα οἰκο­δο­μεῖ­ται ὁ κτιστὸς ναὸς τοῦ Κτίστου πάν­των, καὶ τὸ κτίσμα ἐτοιμάζεται καινοπρεπῶς, ὡς θεῖο κατοικητήριο τοῦ κτίστου. Σήμερα ἡ πρὶν χοϊκὴ φύση λαμβάνει ἀρ­χὴ θεώσεως, καὶ τὸ χῶμα σπεύδει νὰ ἀνέλθει μετάρσιο πρὸς τὴν ἀνώτατη δόξα. Σήμερα ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ μᾶς, πρὸς χάρη μας, ἀρχίζει νὰ προσφέρει τὴν Μαρία ὡς πρω­το­γέν­νημα πρὸς τὸν Θεό, καὶ ἡ ζύμη προζυμωμένη μὲ τὸ ὅλο φύ­ραμα, ἀρτοποιεῖται δι᾿ αὐτῆς τὴν ἀνάπλαση τοῦ γένους. Σήμερα ὁ μέγας κόλπος τῆς παρθενίας ἀπο­κα­λύπτεται καὶ τὸν ἀμόλυντο μαργαρίτη τῆς ἀληθινῆς ἀφθαρσίας ἡ Ἐκκλησία νυφικῶς περι­βάλ­λε­ται. Σήμερα ἡ κα­θαρὴ εὐγένεια τῶν ἀνθρώπων ἀπολαμβάνει τὸ χάρισμα τῆς πρώτης θε­ο­πλα­στίας, καὶ ἐπανέρχεται στὸ ἀρχαῖο κάλλος της. Καὶ τὴν εὐγένεια τοῦ κάλλους ποὺ ἀμαύρωσε ἡ κακὴ καταγωγὴ τῆς φαυλότητος, αὐτὴν πλέον ἡ φύση μας, προσφέροντας στὴν νεογέννητη μητέρα τοῦ ὡραίου, δέχεται ἀνάπλαση ἄριστη καὶ θεοπρεπεστάτη. Καὶ γίνεται ἡ πλάση κυρίως ἀνά­κληση καὶ ἡ ἀνά­κληση θέωση καὶ ἡ θέωση ὁμοίωση πρὸς τὸ ἀρχέτυπο. Σήμερα ἀνέλπιστα ἡ στεῖρα βρίσκεται Μητέρα καὶ ἡ Μητέρα ἀπάτορος τέ­κνου, βλαστάνοντας ἐξ ἀγόνων λαγόνων ἁγιά­ζει τὰ σπέρματα τῆς φύ­σεως. Σήμερον χρωματίστηκε ἡ εὐπρεπὴς βαφὴ τῆς θείας ἁλουρ­γί­δας καὶ ἡ πτωχὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, ἐνδύεται τὴν βασι­λικὴ ἀξία. Σήμερον ἀναβλάστησε προφητικῶς ὁ Δαβιτικὸς βλαστός, λαμ­βά­νον­τας τὴν προ­σω­νυ­μία ἀειθαλὴς ράβδος Ἀαρὼν, καὶ ἀνθί­ζον­τας γιὰ μᾶς ράβδο δυνάμεως τὸν Χριστό. Σήμερα ἀπὸ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν Δαβὶδ προέρχεται Παρθένος Κόρη, προσχεδιάζοντας τὸ πρό­σωπο τῆς Βασιλείας καὶ τῆς Ἱερατείας ἐκείνου ποὺ ἔρχεται «κατὰ τὴν τάξη Μελχισεδέκ», ἀλλὰ ποὺ δὲν ἱε­ρα­τεύει κατὰ τὴν τάξη Ἀαρών. Σήμερα ἡ χάρη, λευκαίνοντας τὸ μυστικὸ ὕφασμα τῆς θείας ἱερατείας, προέρραψε τοῦτο τυπικῶς στὸ λευϊτικὸ σπέρμα, καὶ ὁ Θεός, βάφοντας τὴν βασιλική του πορφύρα, τὴν ἐπορ­φύ­ρωσε μὲ βασιλικὸ αἷμα. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσω, σήμερα ἀρχίζει ἡ ἀνα­μόρ­φωση τῆς φύσεώς μας, καὶ ὁ γερασμένος κόσμος λαμβάνοντας θε­ο­ει­δέ­στατη δομή, δέχεται τὰ προμηνύματα τῆς δεύτερης θεοπλασίας. Διότι ἐνῶ ἡ πρώτη διάπλαση τῶν ἀνθρώπων δημιουργήθηκε ἀπὸ καθαρὴ καὶ ἄσπιλο γῆ, ἐν τούτοις ἡ φύση μας ἐξαφάνισε τὸ συγ­γε­νές της ἀξίωμα, καταστρέφονταςτὴν χάρη διὰ τοῦ ὀλισθήματος τῆς παρακοῆς, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐξοριστήκαμε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ζωῆς, καὶ τῆς παραδείσιας τρυ­φῆς. Ἔτσι ἡ φύση μας ἀντάλλαξε ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν θνητὴ ζωή, κλη­ρο­νο­μών­τας αὐτὴ σὰν πατρικὴ δι­α­θήκη, ἀπ᾿ ὅπου προῆλθε ὁ θάνατος καὶ ἡ παροῦσα φθορὰ τοῦ γένους. Κατόπιν, ἐνῶ ὅλα σύρονταν ἀπὸ τὴν ἄνω πρὸς τὴν κάτω χώρα, χάθηκε μὲν κάθε ἐλπίδα σωτηρίας, χρειαζόταν δὲ ἡ φύση μας τὴν ἀνώτατη βοήθεια, καὶ δὲν ὑπῆρχε κανένας νόμος γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀρρωστήματος, οὔτε ὁ ἐν γράμματι νόμος, οὔτε ὁ πυ­ρί­πνοος προφητικὸς καὶ διαλλακτικὸς λόγος, οὔτε ὅσα προ­σπά­θη­σαν νὰ ἐπανορθώσουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, οὔτε πάλι ὅσα δῆθεν μποροῦσαν νὰ μᾶς ἐπαναφέρουν στὴν προτέρα εὐγένεια, εὐδόκησε πλέον ὁ ἀρι­στο­τέ­χνης Θεὸς τῶν ὅλων νὰ ἀναδείξει τρόπον τινά, κάποιον ἄλλο πα­ναρ­μό­νιο καὶ νεοσύστατο κόσμο ἀρτιώτερο καὶ νὰ ἀναχαιτίσει τὴν πρὸ πολλοῦ ἕως τώρα ἐπερχόμενη συμφορὰ τῆς ἁμαρτίας, διὰ τῆς ὁποίας προῆλθε ὁ θάνατος, καὶ τοιουτοτρόπως νὰ παρουσιάσει κάποια ἄγνωστη καὶ ἀδού­λωτη καὶ ὄντως ἀπαθῆ ζωὴ πρὸς ἐμᾶς ποὺ ἀναγεννιώμαστε ὁπωσδήποτε διὰ τοῦ βαπτί­σμα­τος τῆς θεογενέσεως.

Πῶς λοιπὸν ἔπρεπε νὰ ἔλθει πρὸς ἐμᾶς αὐτὴν ἡ εὐεργεσία, ἐφ᾿ ὅσον ἦταν τόσο μεγάλη καὶ παραδοξότατη καὶ ταίριαζε μόνο στοὺς θεί­ους νόμους; Μήπως ἔπρεπε νὰ ἔλθει χωρὶς τῆς διὰ σαρ­κὸς θεοφάνειας τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς τὸν παραμερισμὸ τῶν νόμων τῆς φύσεως, καὶ χωρὶς τὴν παραίνεση τοῦ Θεοῦ νὰ ἐμπο­λι­τευ­ό­μα­στε καινοπρεπῶς κατὰ τὸν λόγο του; Τοῦτο δέ, μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἐπερατοῦτο, παρὰ μέσῳ Παρ­θέ­νου καθαρῆς, ἡ ὁποία θὰ ἔμενε προηγουμένως ἀνέπαφη, γιὰ νὰ δι­α­κο­νή­σει τὸ μυστήριο, καὶ κατό­πιν θὰ ἐκυοφοροῦσε τὸν ὑπερούσιο ποὺ θὰ ὑπερνικήσει διὰ νόμου τοὺς νόμους τῆς φύσεως;

Τέτοια λοιπὸν ποιὰ ἄλλη θὰ ὑπονοεῖτο, πλὴν μόνης ἐκείνης ποὺ εἶχε ἐκλεγεῖ πρὶν ἀπὸ ὅλες τὶς γενεὲς γιὰ τὸν Πανδημιουργὸ τῆς κτί­σεως; Αὐτὴ εἶναι ἡ Θεοτόκος Μαρία, τὸ θεόκλητο ὄνομα ἀπὸ τῆς ὁποίας τὴν μήτρα προῆλθε ὁ ὑπέρθεος μετὰ σαρκὸς, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἔκτισε ναὸ ὑπερουσίως γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἐφ᾿ ὅσον δὲν διέφθειρε τὴν μήτρα της ἡ μητέρα, οὔτε χρειαζόταν σπορὰ τὸ τέκνο της, Διότι ἦταν Θεός, παρ᾿ ὅλο ποὺ προτίμησε νὰ γεννηθεῖ σαρκικῶς, ἄνευ λοχείας καὶ χωρὶς ὠδῖνες, ὥστε καὶ ἡ Μητέρα νὰ διαφύγει τὰ τῶν μητέρων, ἐκτρέ­φον­τας παραδόξως μὲ τὸ γάλα ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο χωρὶς ἄνδρα ἐπαι­δο­ποί­ησε καὶ ἡ Παρθένος, γεν­νών­τας ἄσπορο γέννημα, νὰ μείνει Παρθένος ἁγνή, διατηρώντας καὶ μετὰ τὸν τοκετὸ σῶα τὰ σήμαντρα τῆς παρ­θε­νίας.

Μὲ τέτοιο τρόπο λοιπὸν καὶ Θεοτόκος εὔλογα κηρύσσεται, καὶ ἡ παρθενία σεμνύνεται, καὶ ἡ γέννηση προσκυνεῖται, καὶ ὁ Θεὸς ἑνωμένος μὲ ἀνθρώπους καὶ κατόπιν φανερωμένος ἐν σαρκί, χαρί­ζει τὸ ἀξίωμα τῆς δικῆς του δόξας. Καὶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη κα­τάρα ἀμέσως ἡ γυναικεία φύση δέχεται τὴν διόρθωση, καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἄρχισε τὴν ἁμαρτία, ἔγινε ἀρχὴ καὶ τῆς σωτηρίας. Ὁ Λόγος πλέον ἦλθε πρὸς ἐμᾶς μὲ σκοπὸ τοῦτο τὸ κεφάλαιο. Καὶ σήμερα ἦρθα κι ἐγὼ ἐδῶ ὡς πανηγυριστὴς καὶ λαμπρὸς ἑστιάτορας τῆς ἱερῆς αὐτῆς πανδαισίας, προβάλλοντας τὴν κοινὴ εὐφροσύνη. Διότι θέλοντας ὁ Λυτρωτής, ὅπως σᾶς εἶπα, νὰ ἀνα­δεί­ξει νέα γέν­νηση καὶ ἀνάπλαση τοῦ γένους, ἔναντι τῆς προηγουμένης, ὅπως ἀκριβῶς τότε πρωτίστως, προτιμώντας νὰ πάρει τὸν πηλὸ τῆς γῆς ἀπὸ παρθενικὴ καὶ ἀνέπαφη γῆ, ἐπλαστούργησε τὸν πρῶτο Ἀδάμ, ἔτσι κι ἐδῶ τώρα, δημιουργώντας τὴν δική του σάρκωση, ἀντὶ ἄλλης, ὅπως εἴ­παμε, ἐκλέγοντας ἐκ τῆς γῆς τὴν καθαρὴ καὶ ὑπε­ρά­μωμη αὐτὴ παρθένο ἀπὸ ὅλη τὴν φύση, ἀνακαινουργώντας τὸ ἐξ ἡμῶν πρὸς ἡμᾶς δι᾿ αὐτῆς, ἀναδείχθηκε νέος Ἀδὰμ ὁ πλαστουργὸς τοῦ Ἀδάμ, γιὰ νὰ σώσει τὸν πα­λαιὸ ὁ πρόσφατος ὑπέρχρονος Ἀδάμ.

Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν καὶ ἀπὸ ποιοὺς γονεῖς γεννήθηκε, θὰ τὸ ποῦμε τα­χέως, τρέχοντας γρήγορα ἐντὸς τῆς Ἱστορίας. Αὐτὴ λοι­πὸν, τὸ ἐξαίρετο καύχημα ὅλων τῶν καυχημάτων, ὑπῆρξε μὲν θυ­γα­τέρα τοῦ Δαβίδ, σπέρμα δὲ τοῦ Ἰωακεὶμ, ἀπόγονος μὲν τῆς Εὔας, γέννημα δὲ τῆς Ἄννας. Διότι ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν ἄνδρας πρᾶος, ἐπιεικής, ἀναθρεμμένος μὲ τοὺς θείους νόμους, ζώντας μὲν σωφρό­νως, προσκαρτερώντας δὲ τὸν Θεό. Ἔτσι λοιπὸν ἐγερνοῦσε ζώντας ἄτεκνος, καὶ ἐνῶ προχωροῦσε στὴν ἡλι­κία, δὲν ἀπέκτησε τὸ ἀντί­δωρο τοῦ γένους. Ἡ Ἄννα, ἦταν κι αὐτὴ φι­λό­θεος, σώφρων μὲν, ἀλλὰ στεῖρα, φίλανδρος, ἀλλὰ ἄτεκνη, καὶ τίποτα δὲν εἶχε, εἰ μὴ μόνον ἔχοντας μελέτημα τὸν νόμο τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ λοι­πὸν περι­στρε­φο­μένη ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς στειρώσεως καθημερινῶς, καὶ πά­σχον­τας εὔλογα ὅπως πάσχουν οἱ ἄτεκνοι, ἐδυσφοροῦσε, αἰσθα­νό­ταν ἀνία, πενθοῦσε, μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξει τὴν ἀπαιδία. Ἐνῶ δὲ κα­τέ­χον­ταν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀπὸ τέτοια λύπη, διότι δὲν ὑπῆρχε τέκνο κληρονόμος τοῦ γένους τους, μέχρι τοῦδε μὲν δὲν σβήστηκε τελείως τὸ φυτίλι τῆς ἐλπίδας τους, προσευχὴ δὲ καὶ τῶν δύο ἦταν νὰ τοὺς δοθεῖ ἕνα παιδὶ γιὰ νὰ ἀναστήσουν σπέρμα. Καὶ μερικοὶ ποὺ ἀγαποῦσαν τὴν ξακουστὴ Ἄννα, τὴν ὁδηγοῦσαν στὸ ναὸ καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ μὲ ἱκεσίες νὰ δώσει λύση στὴν ἀτεκνία, καὶ καρπὸ στὴν στειρότητα. Αὐτοὶ λοιπὸν πρὶν ἐπιτύχουν τὸ ποθούμενο, δὲν εἶχαν φτάσει στὴν ἀπόκτηση, ἐνῶ τώρα τὸ ἐπέ­τυ­χαν. Διότι δὲν παρέβλεψε τὸ δῶρο τῆς ἐλπίδας ὁ δο­τή­ρας τοῦ λόγου. Ἐνῶ λοιπὸν θρηνοῦσαν καὶ ἐκλιπαροῦσαν τὸ θεῖον, τοὺς ἐπεσκίασε γρήγορα ἡ δύναμη ποὺ δὲν βραδύνει καθόλου, καὶ τὸν μὲν ἐνεύρωσε πρὸς καρπογονία, τὴν δὲ πρὸς παιδοποιΐα. Καὶ πο­τί­ζον­τας μὲ δύναμη σπερμογονίας τοὺς μέχρι τοῦδε ξηραμένους πόρους τῶν γεν­νη­τι­κῶν ὀργάνων, τοὺς κατέστησε ἀπὸ ἄγονους γό­νι­μους. Καὶ ἔτσι πλέον ἀναβλάστησε ἡ πανάμωμος Παρθένος αὐτῆς πρὸς ἐμᾶς ὡς ἔνδοξος καρ­πὸς ἀπὸ ἄκαρπο καὶ ξηρὸ δένδρο σὰν νὰ ἦταν ἔνυδρο. Καὶ ἐλύθηκαν τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεως, καὶ ἀνα­δεί­χθηκε γόνιμη ἡ προσευχὴ ἀνελ­πί­στως, καὶ ἡ ἄγονη τεκνο­ποιός, καὶ ἡ ἄτεκνη καλλίπαις. Ἐφ᾿ ὅσον δὲ προῆλθε ἀπὸ ἄγονη μήτρα ἐκείνη ποὺ γέννησε ἐκ μήτρας τὸν στάχυ τῆς ἀφθαρσίας, οἱ γεν­νή­το­ρές της ὁδηγώντας την, τὴν ἀνέθεσαν στὸν ναό, ἐνῶ ἐκείνη ζοῦσε ἀκόμα τὸ πρῶτο ἄνθος τῆς ἡλικίας της. Καὶ ὁ τότε ἐφη­μέ­ριος Ἱε­ρεὺς τῆς ἱερατείας, βλέποντας τὶς παρθενικὲς χορεῖες νὰ προ­πο­ρεύ­ον­ται καὶ νὰ ἀκολουθοῦν, εὐχαριστήθηκε καὶ ἐχάρηκε, βλέ­πον­τας πλέον ὁλοκάθαρα τὶς θεῖες ἐκβάσεις, καὶ σὰν κάποια σεπτὴ προ­σφορά, ἀφιέρωσε τὸ θεῖο δῶρο στὸν Θεό, τοποθετώντας τοῦτο τὸ μέγα θησαύρισμα τῆς σωτηρίας στὰ ἄδυτα τῶν Ἁγίων. Ἐκεῖ πλέον τρεφόταν ἡ κόρη μὲ λόγο Θεοῦ, σὰν νὰ περπατοῦσε σὲ νυφικοὺς θαλάμους, ἕως ὅτου ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς μνηστείας, ὁ ὁποῖος πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καθορίστηκε γι᾿ αὐτὴν ἐκ μέρους τοῦ τέκνου της, ἐξαιτίας τῆς ἄρ­ρη­της θείας εὐσπλαχνίας, καὶ ἐκ μέρους Αὐτοῦ ποὺ τὸν ἐγέννησε θεϊκῶς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, πρὸ πάσης κτί­σεως καὶ διαστήματος, καὶ ἐκ μέρους τοῦ συμφυοῦς καὶ συνθρόνου καὶ προσκυνητοῦ αὐτοῦ Πνεύ­μα­τος.

Τούτων μία εἶναι ἡ θεότης, ὁμοίως καὶ ἡ φύση καὶ ἡ βασιλεία, χω­ρὶς νὰ μερίζεται, οὔτε νὰ ἀπαλλοτριοῦται, οὔτε νὰ διαφέρει σὲ ὁ,τιδήποτε μεταξὺ της, παρὰ μόνο στὴν ἰδιότητα καθενὸς ἀπὸ τὰ θε­αρ­χικὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸ πανηγυρίζω καὶ εὐφραίνομαι χορεύ­ον­τας, καὶ προσφέρω ἑορταστικὸ δῶρο στὴν Μητέρα τοῦ Λόγου, διότι τὸ τέκνο της μοῦ ἐγνώρισε τὸ κεφάλαιο τῆς Τριαδικῆς πί­στεως. Διότι ὅταν ὁ ἄναρχος Λόγος καὶ Υἱὸς κατεργαζόταν τὴν δική του σάρκωση, φαίνεται νὰ συ­νευ­δο­κεῖ καὶ ὁ γεννήτωρ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ συμμετέχει καὶ νὰ ἁγιάζει τὴν μήτρα ἐκείνης ποὺ συλλαμβάνει τὸν ἀκατάληπτο.

Ἀλλὰ ἦρθε τώρα ἡ ὥρα γιὰ νὰ ρωτήσουμε τὸν Δαβὶδ, τί εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐνόρκως. Ἔλα λοιπὸν ὑμνογράφε, ἔλα προ­φῆτα, τίναξε τὴν κιννύρα σου, κίνησε τὶς χορδές, λέγε τρανῶς, τί σοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος; -Τί μοῦ ὑποσχέθηκε; «ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τοῦ θρόνου σου». Μοῦ τὸ ὑποσχέθηκε καὶ δὲν τὸ ἀθέτησε. Ὑποσχέθηκε καὶ σφράγισε τοὺς λόγους του διὰ τῶν ἔργων. «Ἅπαξ γὰρ ὤμοσα», λέγει «ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ Δαβὶδ ψεύσομαι. Τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰ­ῶνα μένει, καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον μου, καὶ ὡς ἡ σε­λήνη κατηρ­τι­σμένη εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός». Αὐτὰ ἀφοῦ μοῦ τὰ ὑποσχέθηκε τὰ ξεπλήρωσε ἔντεχνα. Αὐτὰ θε­σπί­ζον­τας, τὰ ἐπικύρωσε. Διότι ἀδύνατον νὰ ψεύδεται ὁ Θεὸς. Ἰδοὺ λοι­πὸν φαίνεται κατὰ σάρκα ὁ Χριστὸς, ποὺ κηρύσσεται Υἱός μου, καὶ Κύριός μου, καὶ ὑμνεῖται προσκυνούμενος Υἱὸς Θεοῦ, καὶ ὅλα τὰ ἔθνη τὸν προ­σκυ­νοῦν. Διότι τὸν βλέπουν νὰ ἐνθρονίζεται στοὺς παρθενικοὺς κόλπους, σὰν νὰ καθόταν στοὺς δικούς μου θρόνους. Ἰδού, καὶ ἡ Παρθένος αὐτὴ μόλις τώρα ἐξεβλάστησε ἀπὸ τοὺς μη­ρούς μου. Ἀπὸ τὴν κοιλία της προ­έρ­χε­ται ὁ πρὸ αἰώνων στοὺς ὕστατους χρόνους σαρκωμένος, καὶ ἀνα­καί­νισε τὸ ἀνθρώπινο σύμ­παν. Καὶ αὐτὸς λοιπὸν ταῦτα ἔπραξε.

Ἐμεῖς δὲ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος δῆμος, τὸ ἱερὸ σύστημα, ἂς χο­ρεύ­σουμε κατὰ τὰ ἔθιμά μας. Ἂς τιμήσουμε τὴν δύναμη τοῦ μυστηρίου. Καθένας ἂς συνεισφέρει δῶρο ἐπάξιο πρὸς τὴν πανή­γυρη, κατὰ τὸ χά­ρι­σμα ποὺ τοῦ δόθηκε. Οἱ πατέρες τὴν κλη­ρο­νο­μία τοῦ γένους, οἱ μητέρες τὴν εὐτεκνία, οἱ στεῖρες τὸ ἄγονο τῆς ἁμαρτίας, οἱ Παρθένοι τὴν διπλὴ ἀφθαρσία, ἐννοῶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, οἱ σύζυγοι τὴν ἐπαινετὴ συμμετρία. Ἐὰν εἶναι κά­ποιος πατὴρ ἀνάμεσά μας, ἂς μιμηθεῖ τὸν πα­τέρα τῆς Παρ­θέ­νου. Κι ἂν εἶναι ἄτεκνος, ἂς τρυγήσει τὴν γόνιμη προ­σευχή, ὠφε­λη­μέ­νος ἀπὸ αὐτὴν ἕνεκα τοῦ φιλοθέου βίου του. Ἐὰν εἶναι κάποια μη­τέρα ποὺ θηλάζει, ἂς συγχαρεῖ τὴν Ἄννα ποὺ θηλάζει τὸ παιδί, σύμφωνα μὲ τὶς προσευχές της μετὰ τὴν στείρωση. Ἐὰν εἶναι κά­ποια στεῖρα καὶ ἄγονη μὴ ἔχοντας καρπὸ εὐλογίας, ἂς προσέλθει πιστῶς στὸν θεόδοτο βλαστὸ τῆς Ἄννας καὶ ἂς διαλύσει τὴν στεί­ρωση. Ἐὰν εἶ­ναι κάποια παρθένος ποὺ ἐγκρατεύεται, ἂς γίνει μήτηρ τοῦ Λόγου, κο­σμών­τας διὰ τοῦ λόγου τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς της. Ἐὰν κάποια εἶναι σύζυγος, ἂς προσφέρει στὸν Θεὸ λο­γικὸ κάρπωμα, ὅσα ἐκέρδισε διὰ τῆς προσευχῆς. Ἂς ἔρθουν ἐπὶ τὸ αὐτὸ «πλούσιος καὶ πένης, νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων», ἱερεῖς καὶ Λευΐται, Βασιλεῖς καὶ Στρατηγοί, Βασί­λισ­σες καὶ Ἀρχόντισες, ὅλοι καὶ ὅλες μαζί, ἂς λαμ­προ­φο­ρέ­σουμε ἐνώπιον τῆς Νεάνιδος καὶ Μητρὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Προφήτιδος, ἀπὸ ὅπου προῆλθε ὁ Προφήτης, τὸν ὁποῖον ἔγραψε Μωϋσῆς, Χριστὸς ὁ Θεὸς, ἡ ἀλήθεια. Ἂς προφθάσουμε στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ, ἂς συν­τρέ­ξουμε μὲ τὶς παρθένους ποὺ προπορεύνται, ἂς εἰσέλθουμε μαζὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ ἅγια τῶν Ἁγίων. Διότι ἐκεῖ εἶναι τὰ σπάργανα, μετὰ ἀπὸ τὴν γέννηση, μετὰ ἀπὸ τὸν θηλασμό, μετὰ τὴν νηπιακὴ ἡλικία, ὅταν ἔγινε ἀκμαῖα ἡ κόρη.

Σὰν νυφικὸ θάλαμο τὴν προετοίμασε ὁ Θεός, φυλάσσοντας τὸ σε­βά­σμιο θρέμμα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτὸ παρθένοι χορεύουν, ὅσες εἶ­ναι πλησίον της, προετοιμάζοντας τὰ μέλλοντα. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ προ­ε­ξάρ­χουν οἱ θυγατέρες τῆς Σιών, προτρέχοντας ὡς Βασιλίδος, εἰς ὀσμὴ τῶν μύρων της. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ναὸς ἀνα­πετώντας τὶς ἱερές του πῦλες τὶς διάνοιξε, γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖ τὴν βασιλικὴ δόξα τοῦ παντός. Τότε πλέον, τότε ανοίχθηκαν καὶ τὰ ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐγκολπώνοντας ἐντὸς τῶν ἀδύτων τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Ἁγίου. Προσφέρεται δὲ πρό­σφο­ρος τροφὴ πρὸς αὐτή, καὶ τρέφει ἕως τώρα χωρὶς χέρι τὴν τροφὸ μη­τέρα του Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τραφεῖ μὲ τὸ γάλα της, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο. Καὶ γίνεται τροφέας τῆς Παρθένου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, μέχρις ἀνα­δεί­ξεώς της στὸν Ἰσραήλ, ὅταν πλέον ἔφθασε καὶ ὁ καιρὸς τῆς μνηστείας, καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ Δαβὶδ ὁ Ἰωσὴφ μνηστεύθηκε, καὶ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὴν φωνὴ τοῦ Γαβριήλ. Καὶ ἔγινε ἔγκυος χωρὶς νὰ γνω­ρί­σει κοίτη. Καὶ γέννησε Υἱό, τὸν ὁποῖο δὲν ἔσπειρε κανεὶς πατήρ. Καὶ πα­ρέ­μεινε ἁγνή, χωρὶς νὰ καταστρέψει τὴν μήτρα της, ἐφ᾿ ὅσον ἐφύλαξε σῶα τὰ σήμαντρα τῆς παρθενίας μετὰ τὸν τοκετό, Ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτὴν. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια.

Αὐτῷ ἡ δόξα, καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ