Φοβάμαι ότι αν σε μια οικογένεια έχει ήδη προκύψει το ερώτημα πώς να μιλήσει στα παιδιά για το θάνατο, είναι πλέον αργά. Το θέμα είναι ότι οι ενήλικες δεν πρέπει να μιλάνε για τον θάνατο στα παιδιά, αλλά να το συζητάνε μεταξύ τους, και αυτό πρέπει να γίνεται τακτικά, συχνά και όσο το δυνατόν ουδέτερα.
Είναι παράλογος ο φόβος του αναπόφευκτου
Αν έχετε παρατηρήσει, ο θάνατος που είναι προφανής και αναπόφευκτος, όπως και η ζωή, έχει παραδόξως εκτοπιστεί εντελώς από την καθημερινότητά μας. Συμφωνώ, ως ένα βαθμό ο φόβος του θανάτου είναι φυσικός: κανείς δεν θέλει να πεθάνει, και όποιος λέει ότι δεν φοβάται τον θάνατο λέει ψέματα. Ωστόσο, φόβος από φόβο διαφέρει. Κάθε φόβος είναι καταδικαστέος, όταν αρχίζει να επηρεάζει την καθημερινή συμπεριφορά, και όταν μάλιστα είναι φόβος μπροστά στο αναπόφευκτο, αυτός είναι και παράλογος.
Λοιπόν, ο σύγχρονος άνθρωπος όχι μόνο προτιμά να ζει μέσα στον παραλογισμό, αλλά προσκολλάται με κάθε τρόπο σε αυτόν τον παραλογισμό και φοβάται σχεδόν παθολογικά να αντικρίζει την πραγματικότητα πέρα από τον παραλογισμό.
Κρίνετε μόνοι σας: παρά το αναπόφευκτο του θανάτου, τον φοβόμαστε τόσο πολύ που προσπαθούμε να μην τον θυμόμαστε, να μην μιλάμε γι' αυτόν, να μην τον σκεφτόμαστε. Θυμάμαι μια ιστορία που μου συνέβη και που δε στερείται κωμικότητας. Αυτό έγινε, όταν ήμουν ακόμα νέος ιερέας, δεν είχα μεταφορικό μέσο και για να τελώ τις ιεροπραξίες έπρεπε να ταξιδεύω ως επιβάτης με οχήματα των ενοριτών. Και να που μια μέρα, καθ' οδόν προς μια ιεροπραξία, οι επιβάτες άρχισαν μια συζήτηση με το θέμα «νηστεία και παιδιά». Δεν απέφυγα και εγώ την ερώτηση για το πώς στην οικογένειά μου διδάσκουμε στα παιδιά μας να νηστεύουν. Εμείς αυτό το κάνουμε, παρεμπιπτόντως, πολύ απλά: από την ηλικία των επτά ετών τα παιδιά μας δεν έτρωγαν κρέας στις νηστείες και Τετάρτη-Παρασκευή, ώσπου στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών άρχιζαν να νηστεύουν ισότιμα με τους ενήλικες. Οπότε, μιλώντας για τη δυσκολία της διακοπής της συνηθισμένης διατροφής τις πρώτες μέρες των νηστειών, πέταξα στη συζήτηση τη συνηθισμένη για την οικογένειά μας φράση ότι την πρώτη εβδομάδα κάθε νηστείας τα παιδιά μας οργάνωναν «κηδεία αλλαντικών», δηλαδή θρηνούσαν και θλίβονταν για την απροσδόκητη εξαφάνιση της κρεατικής λιχουδιάς από τη διατροφή τους. Έπρεπε να δείτε πώς αντέδρασαν οι τέσσερις ενήλικες που κάθονταν στο αυτοκίνητο, όταν άκουσαν τη λέξη «κηδεία» – στράβωσαν!
Στη συνέχεια, παρατήρησα επανειλημμένα κάτι παρόμοιο. Μάλιστα, επειδή μιλάω πάντα εύκολα για το θάνατο με όλους και δεν αναζητώ κάποια ιδιαίτερη αφορμή γι' αυτό, το σημείωνα ιδιαίτερα.
Ελπίζω να καταλαβαίνετε την ουσία: στην κοινωνία μας, ο θάνατος και τα σχετικά θέματα είναι σχεδόν ταμπού. Δεν είναι αποδεκτό να μιλάμε γι' αυτό έτσι απλά. Θεωρείται παράξενο, λάθος, σχεδόν αγένεια. Αν και, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, γιατί; Έχει ξεφύγει ποτέ κανείς από τον θάνατο; Μήπως το να μιλάμε γι' αυτόν συντομεύει κατά κάποιο τρόπο τη ζωή; Είναι δυνατόν να προκαλέσουμε κακό στη ζωή μας, επειδή μιλάμε για τον θάνατο, τις κηδείες και τους νεκρούς; Γιατί λοιπόν σιωπούμε για τον θάνατο; Γιατί προτιμούμε να μην τον σκεφτόμαστε και πολύ; Και μάλιστα ειδικά εμείς οι χριστιανοί, αυτοί στους οποίους η μνήμη του θανάτου συστήνεται από τη μακραίωνη εμπειρία της Εκκλησίας ως αρετή που μας προστατεύει από την αμαρτία;
Για τον θάνατο πρέπει να μιλάμε
Λοιπόν, πρέπει να μιλάμε για τον θάνατο. Και μεταξύ μας, και χωρίς παιδιά, και μπροστά στα παιδιά. Ήρεμα, φυσικά, μέσα στην καθημερινότητά μας. Για το θάνατο των άλλων ανθρώπων, για το θάνατο των οικείων, για το δικό μας θάνατο. Για παράδειγμα, δεν βλέπω τίποτα κακό στο να συζητάμε τη δική μας μελλοντική κηδεία.
Μόνο που είναι πολύ σημαντικό να μην περιορίζουμε το θέμα του θανάτου αποκλειστικά στο θάνατο. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τίποτα δεν τελειώνει με τον θάνατο. Στην πραγματικότητα, εμείς, οι πιστοί, σε αντίθεση με τους άλλους, δεν φοβόμαστε τόσο τον θάνατο όσο αυτό που θα τον ακολουθήσει. Δηλαδή, όπως και να έχει, η συζήτηση για το θάνατο είναι πάντα μια αφορμή να μιλήσουμε για την αιωνιότητα.
Και αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό σημείο: όταν μιλάμε για το θάνατο, μην ξεχνάμε να μιλάμε για την αιωνιότητα. Η αιωνιότητα πρέπει να είναι παρούσα στην καθημερινή μας ζωή σε επίπεδο σκέψεων, λόγων και πράξεων. Ουσιαστικά, ό,τι κι αν κάνει ένας άνθρωπος δεν έχει νόημα, αν δεν συσχετίζεται με την αιωνιότητα. Φυσικά, ένας τέτοιος τρόπος σκέψης δεν διαμορφώνεται από μόνος του. Είναι το αποτέλεσμα προσπάθειας, μόχθου και βίας πάνω στον εαυτό μας. Όμως, για τον χριστιανό όλα αυτά είναι κανόνας ζωής, και επομένως ο αντίστοιχος τρόπος σκέψης είναι ο πιο φυσιολογικός.
Να τονίσουμε επίσης και το γεγονός ότι τα παιδιά στην προσχολική και την πρωτοσχολική ηλικία εμπιστεύονται εξαιρετικά τους γονείς. Αν οι γονείς δεν έχουν προκατειλημμένη στάση απέναντι στο θάνατο, αν μιλούν ελεύθερα γι' αυτόν στην καθημερινή ζωή, αν ο θάνατος δεν είναι γι' αυτούς ένα τρομακτικό τέλος της πορείας της ζωής, αλλά μια πόρτα προς την αιωνιότητα, στην οποία αναφέρεται όλη η ζωή, από την προσευχή και τον εκκλησιασμό μέχρι τις ώρες εργασίας και τις οικογενειακές διακοπές, τότε δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε στα παιδιά ξεχωριστά για το θάνατο. Θα έχουν ξεκάθαρη απάντηση στο θέμα και αυτό θα αφομοιωθεί χωρίς προβλήματα μέσα από τη σωστή στάση των ενηλίκων και τις ήρεμες απαντήσεις τους στις φυσιολογικές ερωτήσεις των παιδιών. Αντίθετα, αν το θέμα του θανάτου είναι ταμπού στην οικογένεια, αν προτιμάται η σιωπή παρά η συζήτηση γι' αυτό, τότε οι αποσπασματικές σοβαρές συζητήσεις με τα παιδιά δεν έχουν κανένα νόημα, γιατί τα παιδιά αναπόφευκτα θα απορροφήσουν τη στάση των γονέων απέναντι στο θάνατο. Και τότε ούτε η ανάγνωση της Αγίας Γραφής, ούτε τα κηρύγματα, ούτε οι προσευχές θα επηρεάσουν το σιωπηλό φόβο που έχουν αφομοιώσει τα παιδιά στην οικογένεια.