Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλός - Διδαχαί

ΔΙΔΑΧΗ Ε´
Ἡ Χριστιανικὴ Μόρφωσις τῆς Νέας Γενεᾶς

Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς κ.λπ., λέγει ὁ προφήτης Μωϋσῆς πεφωτισμένος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν.

Τὸν παλαιὸν καιρόν, χριστιανοί μου, ἐγίνοντο καλοὶ ἄνθρωποι. Μεταξὺ εἰς τοὺς πολλοὺς ἔχομεν καὶ ἕνα ὀνομαζόμενον Μωϋσῆν. Ὁ Μωϋσῆς, ἀδελφοί μου, ἀπὸ μικρὸν παιδίον ἔλαβε δυὸ πράγματα εἰς τὴν καρδίαν του· ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας νὰ ἔχετε, χαράν, δόξαν, ἀγαλλίασιν, πλοῦτον, θησαυρόν· νὰ χαιρώμεθα μὲ αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας πάντοτε. Σαράντα χρόνους ἐσπούδασεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς νὰ μάθῃ τὰ γράμματα, διὰ νὰ καταλάβῃ ποῦ περιπατεῖ. Νὰ σπουδάζετε καὶ ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ μανθάνετε γράμματα ὅσον ἠμπορεῖτε. Καὶ ἂν δὲν ἐμάθετε οἱ πατέρες, νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας, νὰ μανθάνουν τὰ ἑλληνικά, διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τὴν ἑλληνικήν. Καὶ ἂν δὲν σπουδάσῃς τὰ ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δὲν ἠμπορεῖς νὰ καταλάβης ἐκεῖνα ὁποὺ ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νὰ ἔχῃς ἑλληνικὸν σχολεῖον εἰς τὴν χῶραν σου, παρὰ νὰ ἔχῃς βρύσες καὶ ποτάμια· καὶ ὡσὰν μάθης τὸ παιδί σου γράμματα, τότε λέγετε ἄνθρωπος. Τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰς ἐκκλησίας· τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὰ μοναστήρια (59).

Σαράντα χρόνους παρεκάλει ὁ Μωϋσῆς τὸν Θεὸν διὰ νὰ ξεσκλαβώση τοὺς ἀδελφούς του τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. Πρέπει καὶ σύ, ἀδελφέ μου, νὰ παρακαλῆς τὸν Θεὸν ὅσον ἠμπορεῖς διὰ τὸ καλὸν τοῦ ἀδελφοῦ σου· ὄχι, ἀδελφέ μου, νὰ τὸν κλέπτης καὶ νὰ τὸν φονεύης καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὸ κακόν του. Σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας ἐνήστευσεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς, ὡσὰν ὁποὺ ἐκαθαρίσθη ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἀπὸ πάσαν ἁμαρτίαν. Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου, τί καλὰ ποὺ ἔκαμεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς, νὰ ἰδῆτε καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς τί μεγάλο καλὸν ὁποὺ τοῦ ἐχάρισε. Τὸν ἐχειροτόνησε βασιλέα καὶ ἐβασίλευσε σαράντα χρόνους· τὸν ἔκαμε καὶ προφήτην εἰς ὅλον τὸν κόσμον, νὰ ἠξεύρη ὅλα τὰ μέλλοντα καὶ τὰ παρελθόντα· τὸν ἔκαμεν ὡσὰν τὸν ἑαυτόν του ὁ Θεός. Ἔζησεν ὁ προφήτης Μωϋσῆς ἑκατὸν εἴκοσι ὀκτὼ χρόνους καὶ ἐπέρασε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγε καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Ἔτσι πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ παιδευώμεθα καὶ ἡμεῖς, νὰ πιστεύωμεν ὅσον εἶνε δυνατόν, νὰ καθαριζώμεθα ἀπὸ πάσαν ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν, καὶ νὰ γινώμεθα ὡσὰν Ἄγγελοι. Καὶ ἂν δὲν παιδευώμεθα, ἀδελφοί μου, παρὰ τρώγωμεν καὶ πίνωμεν, καὶ χαιρώμεθα, καὶ χορεύωμεν, δὲν πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλὰ ζῶα ἄλογα.

Οἱ Πρωτόπλαστοι καὶ ἡ Πτῶσις των

Ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἐφώτισε τὸν προφήτην Μωϋσῆν καὶ μᾶς ἔγραψε πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα. Ἐκεῖνα ὁποὺ εἴπομεν ἐψές, εἶνε ἀπὸ τὸν προφήτην Μωϋσῆν. Εἴπομεν ἐψές, ἀδελφοί μου, πὼς ὁ πανάγαθος Θεὸς εἶνε ἕνας, ἀκατάληπτος, ἀνερμήνευτος, παντοδύναμος· πὼς εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα· πὼς ἔκαμε δέκα τάγματα Ἀγγέλους πρῶτον· πὼς τὸ ἕνα τάγμα ἔγιναν δαίμονες διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των, καὶ τότε ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ μᾶς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὸ πρῶτον τάγμα τῶν Ἀγγέλων.

Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα. Καθὼς ζυμώνομεν ἡμεῖς τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ νερὸν καὶ κάμνομεν ἕνα ψωμί, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ἐπῆρε χῶμα καὶ τὸ ἐζύμωσε καὶ ἔκαμεν ἕνα ἄνδρα, καὶ ἐνεφύσησε καὶ τοῦ ἔδωσε ψυχὴν ἀγγελικὴν ἀθάνατον. Γυναίκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦτο, καὶ ἔβγαλεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα μίαν πλευρὰν καὶ τὴν ἐχρεωστοῦσε. Γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον ἦσαν χίλιες χιλιάδες, ἀλλὰ καμμία δὲν εὑρέθη νὰ πληρώση τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁποὺ ἠξιώθη καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ Θεόν, διὰ τὴν καθαρότητά της. Παρθένος ἦτο καὶ παρθένος ἔμεινε, καὶ ἔγινε Βασίλισσα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως.

Ἔκαμε δὲ ὁ πανάγαθος Θεὸς ἕνα παράδεισον κατὰ τὸ μέρος τῆς Ἀνατολῆς ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνην. Ἔβαλε δὲ ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναίκα μέσα εἰς τὸν παράδεισον, καὶ τοὺς ἐχάρισε καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου, καὶ τοὺς παρήγγειλεν ὁ πανάγαθος Κύριος, διὰ νὰ γνωρίζουν Θεόν, διὰ νὰ γνωρίζουν Ποιητήν, μίαν μικρὰν παραγγελίαν, λέγων εἰς αὐτούς, ὅτι ἀπὸ μίαν συκῆν νὰ μὴ φάγητε σύκα, καὶ ἂν δὲν φυλάξετε τὴν ἐντολήν μου καὶ φάγετε σύκα, ἐγὼ θὰ σᾶς θανατώσω. Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον. Νὰ ἀπέχετε λοιπόν, ἀδελφοί μου· νὰ μὴ κάμνετε ὡσὰν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, νὰ καταφρονῆτε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ (60), διότι, ἀδελφοί μου, ὁ πανάγαθος Θεὸς εἶνε εὔσπλαχνος ἀλλὰ εἶναι καὶ δίκαιος. Ἔχει καὶ ράβδον σιδηρὰν εἰς τὰς χεῖρας του. Ἐξόχως σεῖς αἱ γυναῖκες νὰ προσέχετε νὰ μὴ τὸ πάθετε ὡσὰν τὴν Εὔα.

Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα κατεφρόνησαν τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον· τοὺς ἐξώρισεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἦλθον εἰς τὸν κατηραμένον τοῦτον τόπον. Λέγουσι δὲ πὼς ἔκαμαν τριαντατρία παιδιὰ ἀρσενικά, καὶ εἴκοσι ἑπτὰ θυγατέρας, καὶ ἔζησαν ἐννεακοσίους τριάκοντα χρόνους καὶ ὑπῆγον εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο καὶ ἐφλογίζοντο πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνια.

Γάμος καὶ Παιδοποιΐα

Ἕως ἐδῶ τὸ ἐφέραμεν ἐψές. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναίκα ἐγεννήθημεν, καὶ ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί. Ὁ διάβολος, ἀδελφοί μου, ὁ μισόκαλος (61) ἐχθρός μας, βλέποντας τὸν κόσμον πῶς πληθαίνει, ἐφθόνησε καὶ ἐβουλήθη εἰς τὴν καρδίαν του νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸν κόσμον καὶ ἔβαλε μίσος εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων νὰ μισοῦν ἀλλήλους καὶ νὰ μὴ ὑπανδρεύωνται καὶ γεννῶσι τέκνα καὶ αὐξάνη ὁ κόσμος. Καὶ ἔριψε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀρσενοκοιτίας, κτηνοβασίας καὶ ἄλλα αἰσχρά, ὁποὺ δὲν τὰ ἔκαμνον οὔτε τὰ ἄλογα ζῶα. Βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς πὼς ὁ μισόκαλος διάβολος ἔβαλε σκοπὸν εἰς τὴν καρδίαν του νὰ τελειώση τὸν κόσμον, παρήγγειλεν ὅτι ὅποιος δὲν κάμνει παιδιὰ νὰ εἶνε κατηραμένος. Καὶ ἀπὸ τότε ὑπανδρεύοντο καὶ ἔπαιρνον γυναίκας. Ἄκουσε καὶ σύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ δὲν κάμνεις παιδιά· λοιπὸν ἔχεις κατάρα; Λοιπὸν κακὰ κάμνεις νὰ λυπᾶσαι. Ὁ πανάγαθος Θεὸς διὰ νὰ κόψη ἐκεῖνο τὸ κακὸν τὸ ἔκαμε. Σύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ λυπᾶσαι πὼς δὲν κάμνεις παιδιά, γογγύζεις πὼς ἔχεις κατάρα; Δὲν ἔχεις κατάρα.

Ἡ Ἀξία τῆς Παρθενίας

Χιλιάδες, μυριάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον, ὁποὺ ἐφύλαξαν τὴν παρθενίαν καὶ δὲν ἔκαμον παιδιά. Καὶ ἂν ἔχῃς σὺ τὴν κατάραν, τὴν ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι· τὴν ἔχω καὶ ἐγὼ ὁποὺ εἶμαι καλόγηρος. Καὶ τί σὲ βλάπτει νὰ γεννήσῃς ὅλους τούτους τοὺς ἀνθρώπους τέκνα πνευματικά; Πάρε, ἀδελφέ μου, δυὸ πτωχὰ εἰς τὸ σπίτι σου νὰ τὰ κάμης τέκνα σου πνευματικά, νὰ ἔχῃς μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τιμὴν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· νὰ γεννήσῃς τὴν ταπείνωσιν, νηστείαν, προσευχήν, ἐλεημοσύνην, ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, καὶ τότε σώζεσαι. Ἐσὺ πάλιν, ἀδελφέ μου, ὁποὺ κάμνεις τὰ παιδιά, νὰ κλαίης καὶ νὰ λυπᾶσαι, διότι ὅσας ἁμαρτίας κάμνουν τὰ παιδιά σου ἀναφέρονται καὶ εἰς τὴν ψυχήν σου. Μένεις ἀνύπανδρος; Ἕνα χρέος χρωστᾶς. Ὑπανδρεύθης; Ἔχεις χρέος νὰ σώσῃς καὶ τὴν γυναίκα σου, δυὸ παιδιά, τρία, πέντε ἢ δέκα ἔκαμες. Ὅσα παιδιὰ καὶ ἂν κάμης, τόσα χρέη χρεωστεῖς. Δὲν ἀκούεις ὁποὺ λέγουν τὰ παιδιά σου: Ἀνάθεμα τὸν πατέρα ὁποὺ τὰ ἔσπερνε; Ἐγὼ ἀγροικῶ πολλοὺς ὁποὺ τὸ λέγουν. Διὰ τοῦτο, ἀδελφέ μου, ἐσὺ ὁποὺ κάμνεις τὰ παιδιά, νὰ τὰ παιδεύης καὶ νὰ τὰ μανθάνης γράμματα καὶ ἐξόχως ἑλληνικά, διότι ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλώσσαν. Δὲν σᾶς λέγω περισσσότερα, διότι εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοί.

Ἡ Οἰκογένεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰωακείμ, εἶχε δὲ καὶ μίαν γυναίκα ὀνομαζομένην Ἄνναν. Καλὸς καὶ ὁ ἄνδρας καλὴ καὶ ἡ γυναίκα, καὶ ἀπὸ γένος βασιλικὸν καὶ οἱ δυό, ἀλλὰ ἡ γυναίκα ἦτο καλυτέρα. Πολλὲς γυναῖκες εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον ὁποὺ εἶνε καλύτερες ἀπὸ τοὺς ἄνδρας. Τί σὲ ὠφελεῖ νὰ καυχᾶσαι πὼς εἶσαι ἄνδρας, καὶ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τὴν γυναίκα καὶ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίεσαι πάντοτε, καὶ ἡ γυναίκα σου πηγαίνη εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε; Ἦσαν δέ, ἀδελφοί μου, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἄνθρωποι εὐλαβεῖς, σώφρονες, ἐνάρετοι, ταπεινοί. Εἶχαν τὸν οἶκον των ξενοδοχεῖον, ἀλλὰ παιδιὰ δὲν ἔκαμνον. Γνωρίζοντες πὼς ὁ πανάγαθος Θεὸς δίδει ὅλα τὰ ἀγαθά, τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς δώσῃ ἕνα τέκνον, ἀρσενικὸν ἢ θηλυκόν, καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουν εἰς τὸν Ναόν. Βλέπων ὁ πανάγαθος τὴν καλήν των γνώμην καὶ τῶν δυό, εὐθὺς ἐγγαστρώθη ἡ γυναίκα τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ ἐγέννησε τὴν Δέσποιναν Θεοτόκον, τὴν Βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ τὴν ὠνόμασε Μαρίαν, καὶ θέλει εἰπῆ Κυρία -Βασίλισσα. Ἀκούετε ἀδελφοί μου, πῶς ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα εἶχον τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἔδωκεν τὴν χάριν ὁποὺ τοῦ ἐζήτησαν. Οἱ μάρτυρες ἠγόρασαν τὸν παράδεισον μὲ τὸ αἷμα των, οἱ ἀσκηταὶ μὲ τὴν ἀσκητικήν των ζωήν, καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, ὁποὺ κάμνομεν τὰ παιδιά, μὲ τί θὰ ἀγοράσωμεν τὸν παράδεισον; Μὲ τὴν φιλοξενίαν· νὰ φιλεύωμεν τοὺς πτωχούς, τοὺς τυφλοὺς καὶ χωλοὺς ἀδελφούς μας, ὡσὰν τὸν Ἰωακείμ, καὶ ὄχι τοὺς πλουσίους, διότι ἔχουν ἐκεῖνοι ἐδῶ, καὶ μᾶς ἐξαγοράζουν εἰς ταύτην τὴν ζωὴν τὴν ματαίαν· μὰ οἱ πτωχοὶ δὲν ἔχουν νὰ μᾶς ἐξαγοράσουν ἐδῶ, καὶ μᾶς τὸ δίδει ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰς τὸν παράδεισον ἑκατονταπλασίως. Σεῖς, ἀδελφοί μου, ὁποὺ δὲν κάμνετε παιδιά, νὰ ἔχετε τὴν ἐλπίδα σας εἰς τὸν Θεόν, ὡσὰν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὄχι νὰ κάμνετε γοητείας καὶ μαγικὰ καὶ ἄλλα διαβολικά, νὰ βλέπετε τὴν τύχην σας, τὴν μοίραν σας μὲ μαγείας. Ἐγὼ νομίζω πὼς βγαίνουν μερικὰ τέκνα τοῦ διαβόλου καὶ περιπατοῦν εἰς τὸν κόσμον καὶ λέγουν: Δῶσε μου ἕνα γρόσι, καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δώσω φυλακτὸν νὰ κάμης παιδίον ἀρσενικόν. Ἐν τούτοις νὰ μὴ τοὺς πιστεύετε, διότι πράττουν ἔργα διαβολικὰ καὶ βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ Θεοτόκος εἰς τὸν Ναόν

Ὅταν ἐπῆγεν ἡ Δέσποινα Θεοτόκος τριῶν χρόνων, ἐθυμήθηκε τὸ χρέος του ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὁποὺ τὴν εἶχον ἀφιερωμένην εἰς τὸν Ναόν, καὶ ἐπῆραν τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὁποὺ ἦτο ὁ προφήτης Ζαχαρίας ὁ ἀρχιερεύς, ὁ πατέρας τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ εὐθὺς ἐγνώρισεν ὁ ἀρχιερεὺς πὼς ἐκείνη μέλλει νὰ γεννήση τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα· παρθένος νὰ γεννήση, καὶ πάλιν μετὰ τὴν γέννησιν παρθένος ν᾿ ἀπομείνη. Καὶ τὴν ἐπῆρε καὶ τὴν ἐφίλησεν ὁ Ζαχαρίας, καὶ τὴν ἔβαλε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, διότι ἐγνώρισε πὼς μέλλει νὰ γίνῃ ἡ Δέσποινα θρόνος τοῦ Κυρίου μας. Καὶ ἔκαμε δώδεκα χρόνους ἡ Θεοτόκος μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα καὶ κανεὶς ἐκεῖ δὲν ἐπήγαινε παρὰ ὁ ἀρχιερεὺς μίαν φορὰν τὸν χρόνον καὶ τὴν ἔβλεπε. Καὶ ἐτρέφετο μὲ οὐράνιον ἄρτον καὶ ἐγένετο πλέον καλυτέρα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.

Ὁ Ναὸς Κέντρον Ἁγιασμοῦ

Λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὸ ἅγιον Βῆμα φανερώνει τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, τὸ καθολικὸν φανερώνει τὸν παράδεισον καὶ ὁ νάρθηκας φανερώνει τὴν θύραν τοῦ παραδείσου. Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε καὶ ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸ ἅγιον Βῆμα, ὁποὺ εἶνε ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἀπέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴ ἐμβαίνετε μέσα εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα. Δὲν πρέπει νὰ ἐμβαίνη κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τὸν παπὰ ὁποὺ λειτουργεῖ καὶ ὁ διάκονος. Νὰ χαίρεσθε, ἀδελφοί μου, καὶ σεῖς οἱ κοσμικοί, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸ καθολικόν, ὁποὺ φανερώνει τὸν παράδεισον. Νὰ χαίρεσθε καὶ σεῖς αἱ γυναῖκες, ἀδελφαί μου, ὁποὺ σᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὸν νάρθηκα, ὁποὺ φανερώνει τὴν θύραν τοῦ παραδείσου.

Καὶ ἐμβαίνετε, ἀδελφοί μου, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ νὰ μὴ κάμνετε κουβέντες· καὶ νὰ μὴ ἐμβαίνετε μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ βλέπετε οἱ ἄνδρες τὰς γυναῖκας καὶ αἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρας, ἀλλὰ νὰ κάμνετε τὸν σταυρόν σας μὲ φόβον καὶ τρόμον, νὰ ἀκούετε τὴν θείαν Λειτουργίαν, νὰ φωτίζεσθε καὶ νὰ καθαρίζεσθε ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σας.

Ἡ Ἱεροκατηγορία

Νὰ προσέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ μὴ κατηγορῆτε τοὺς παπάδες σας, νὰ μὴ τοὺς ὑβρίζετε καὶ νὰ μὴ τοὺς παραμελῆτε, διότι βάνετε φωτιὰ καὶ καίεσθε· διότι οἱ παπάδες εἶνε ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς (62). Ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἡ γνώμη μου ἔτσι μὲ λέγει νὰ κάμω. Ἐὰν ἀπαντῶ ἕνα παπὰ καὶ ἕνα βασιλέα, μὲ φαίνεται εὔλογον τὸν παπὰ νὰ βάλω νὰ καθήση ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν βασιλέα· καὶ ἐὰν ἀπαντήσω ἕνα παπὰ καὶ ἕνα ἄγγελον, πρῶτα θὰ χαιτερήσω τὸν παπὰ καὶ ἔπειτα τὸν ἄγγελον. Διότι, ἀδελφοί μου, εἶνε ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιον Ποτήριον· διότι τὸ ἅγιον Ποτήριον εἶνε ἄψυχον, μὰ ὁ ἱερεὺς μεταλαμβάνει τὰ ἄχραντα Μυστήρια καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, τὸ τίμιον σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Ἐγώ, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχω καμμίαν κατηγορίαν νὰ κάμω τῶν παπάδων, διότι εἶνε παπάδες καὶ ἔχουν τὸν Χριστὸν ὁποὺ τοὺς παιδεύει καὶ ὅ,τι σφάλμα κάμουν οἱ παπάδες, ἔχει ὁ ὁ Χριστός μας ράβδον σιδηρᾶν δι᾿ αὐτούς.

Τὰ Προσόντα τῶν Ἱερέων

Ἔχω νὰ ὁμιλήσω τώρα δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἔχουν νὰ γίνου παπάδες. Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ ἔχεις νὰ γίνης παπάς, δεκαοκτὼ χρονῶν πρέπει νὰ γίνης ἀναγνώστης, εἴκοσι ὑποδιάκονος, εἰκοσιπέντε ἱεροδιάκονος καὶ τριάντα ἱερεύς. Καὶ νὰ μανθάνης ἑλληνικὰ γράμματα, νὰ ἠξεύρης νὰ ἐξηγῆς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον· νὰ τὸ κλείης καὶ ἔπειτα νὰ τὸ ἐξηγῆς εἰς τοὺς χριστιανοὺς (63), καὶ τότε νὰ γίνεσαι, ἀδελφέ μου, παπάς· εἰ δὲ καὶ γίνεσαι παπὰς δι᾿ ἀνάπαυσιν ἢ γίνεσαι διὰ δόξαν ἢ γίνεσαι παρανόμως, σοῦ κόβει ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν παράκαιρα καὶ πηγαίνει ἡ ψυχή σου εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεται πάντοτε. Καὶ νὰ σὲ παρακαλέσουν, ἀδελφέ μου, οἱ κοσμικοὶ νὰ γίνης παπάς, χωρὶς ἄσπρα, τότε εἶσαι μακάριος καὶ τρισμακάριος, τότε εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.

Παρθενία καὶ Γάμος Τιμῶνται ἐν τῷ Προσώπῳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Εἰς τοὺς δώδεκα χρόνους ἐφώτισεν ὁ Θεὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν διὰ πολλὰς οἰκονομίας. Ἔστειλε κατόπιν ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει τῆς Θεοτόκου: Μαρία, ἐσὺ πρέπει νὰ χαίρεσαι περισσότερον ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· ἐσὺ μέλλει νὰ γεννήσῃς τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρίας ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν παρθένος νὰ μείνης, διὰ νὰ σώσῃ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀποκρίνεται ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ λέγει: Κύριέ μου, ἀπορῶ καὶ σὲ δοξάζω, σὲ προσκυνῶ, σὲ λατρεύω, ὁποὺ κατεδέχθης νὰ γεννηθῆς ἀπὸ ἐμένα τὴν δούλην σου. Ἑτοίμη εἶμαι λοιπὸν καὶ ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου. Καὶ εὐθὺς ἔμεινεν ἔγκυος ἡ Θεοτόκος καὶ ἐγέννησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν μας, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν παρθένος ἔμεινεν. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος μας ἀπὸ γυναίκα, διὰ νὰ εὐλογήση τὴν γυναίκα· διότι ἡ γυναίκα ἔλαβεν τὴν κατάραν πρώτη καὶ μᾶς ἐδίωξεν ἀπὸ τὸν παράδεισον, ἡ γυναίκα πάλιν ἔπρεπε νὰ λάβη τὴν εὐλογίαν νὰ μᾶς βάλῃ πάλιν εἰς τὸν παράδεισον. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος μας ἀπὸ παρθένον, διὰ νὰ προτιμήσῃ τὴν παρθενίαν. Ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὁποὺ θέλεις νὰ φυλάξῃς παρθενίαν, νὰ μισήσῃς τὸν κόσμον· τότε εἶσαι καλὸς νὰ γίνης τρισμακάριος καὶ τότε φυλάγεις παρθενίαν, τότε γίνεσαι ὡσὰν ἄγγελος. Ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἀπὸ ἀρραβωνιασμένην, διὰ νὰ εὐλογήση τὸν γάμον.

Ὁ Εὐλογημένος Γάμος - Ὁ Κατηραμένος Γάμος

Νὰ χαιρώμεθα, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ εὐφραινώμεθα ὁποὺ μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριός μας εὐλογημένον γάμον. Καὶ παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ παίρνη ὁ ἄνδρας μίαν γυναίκα· ὁμοίως καὶ ἡ γυναίκα ἕνα ἄνδρα. Καὶ ἀφοῦ ἀρραβωνιασθοῦν, νὰ ἐξομολογηθοῦν τὸ ἀνδρόγυνον μὲ πίστιν καθαράν, μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ μὲ εὐλάβειαν, καὶ νὰ μεταλαμβάνουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν. Καὶ ἀφοῦ μεταλάβουν, νὰ στεφανώνωνται μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας νὰ σμίγουνε. Καὶ ἂν θέλετε, ἀδελφοί μου, νὰ κάμνετε χαράς, νὰ παίρνετε ψαλτάδες νὰ ψάλλουν ὅλην τὴν ἡμέραν, νὰ δοξάζουν τὸν Κύριόν μας. Τότε, ἀδελφοί μου, λέγεται εὐλογημένος ὁ γάμος· τότε, ἀδελφοί μου, χιλιάδες, μυριάδες ἀμποδέματα καὶ μαγικὰ νὰ σᾶς κάμουν, δὲν σᾶς κολλᾶ τίποτε· τότε, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο τὸ ἀνδρόγυνον κάμνει παιδιὰ εὐλογημένα, τὸ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἀφήνει ἐδῶ εἰς ταύτην τὴν ματαίαν ζωὴν καὶ περνᾶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ πηγαίνει καὶ εἰς τὸν παράδεισον. Εἰ δὲ καὶ παίρνετε οἱ ἄνδρες δυὸ ἢ τρεῖς γυναίκας, ὁμοίως καὶ αἱ γυναῖκες ἀπὸ δυὸ ἢ τρεῖς ἄνδρας, δὲν εἶνε εὐλογημένος ὁ γάμος, ἀλλὰ λέγεται ἐκεῖνος ὁ γάμος πορνεία καὶ μοιχεία. Ἕναν ἄνδρα ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ μίαν γυναίκα νὰ παίρνωνται νὰ κάμνωσι παιδιά. Ἐπανδρεύθης, ἀδελφέ μου, ἔκαμες παιδιά; Δὲν ἔκαμες, ἀπέθανεν ἡ γυναίκα σου; Μὴ παίρνης ἄλλην γυναίκα· ἀμὴ γίνου καλόγηρος νὰ δουλεύης διὰ τὴν ψυχήν σου, νὰ ὑπάγης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ παίρνης πολλὰς γυναίκας καὶ νὰ κερδήσῃς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν. Ὡσὰν πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν, τί ὄφελος κάμνεις; ἄλλο ὄφελος δὲν κάμνεις, ἀδελφέ μου, παρὰ ποὺ καίεσαι πάντοτε εἰς τὴν κόλασιν.

Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία

Καὶ δὲν παρατηρεῖς εἰς τὸ μηνολόγιον τὰς ἐννέα Ὀκτωβρίου νὰ ἰδῆς τὸν βίον τοῦ ἁγίου Ἀνδρονίκου καὶ τῆς ἁγίας Ἀθανασίας, νὰ ἰδῆς τί ἀγώνα ἔκαμον; Καλότυχοι!

Ἦσαν ἀνδρόγυνον καὶ εἶχον δυὸ παιδία. Καὶ ὁ πανάγαθος Θεὸς ἐθέλησε νὰ τοὺς δοκιμάση καὶ ἐπῆρε καὶ τὰ δυὸ τὰ παιδία μίαν ἡμέραν. Τί ἔκαμεν, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένον ἀνδρόγυνον; Εὐθὺς ἐμοίρασαν τὰ πράγματά των καὶ ἔγιναν καὶ οἱ δυὸ καλόγηροι εἰς μοναστήρια καὶ ἐπέρασαν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικὰ καὶ ὑπῆγαν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται πάντοτε μὲ τὰ καλότυχα παιδιά των.

Ἀλλὰ ἂν κάμνετε τοὺς γάμους σας μὲ τραγούδια καὶ βαρῆτε τύμπανα καὶ βιολιὰ καὶ κάμνετε ἐκεῖνα ὁποὺ ἀγαπᾶ ὁ διάβολος, τὸ καταρᾶται ἐκεῖνο τὸ ἀνδρόγυνον ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ δὲν προκόπτει. Ἢ ὁ ἄνδρας ἀποθνήσκει ἢ ἡ γυναίκα παράκαιρα, καὶ τὰ παιδιὰ κάμνουν, καὶ ἐκεῖνα ὅλα κορίτσια, στραβά, κουτσά, λωλά, ἀναποδιασμένα. Δὲν σᾶς λέγω περισσότερα.

Μέγα Πράγμα ὁ Ἄνθρωπος

Μᾶς ἔκαμεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκαμε ζῶα· μᾶς ἔκαμε τιμιωτέρους ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· μᾶς ἔδωκεν ὁ πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, τὰ μάτια, νὰ βλέπωμεν τὸν οὐρανόν, τὴν σελήνην καὶ τὰ ἄστρα καὶ νὰ λέγωμεν: Ὦ Θεέ μου, ἐὰν ὁ ἥλιος, ὁποὺ εἶνε πλάσμα σου, εἶνε τόσον λαμπρός, ἀμὴ τὸ ἅγιόν σου ὄνομα, ὁποὺ εἶσαι ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποιητὴς καὶ πλάστης, πόσον εἶσαι λαμπρότερος (64); Ὦ Θεέ μου, ἀξίωσόν με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Μᾶς ἔδωσεν, ἀδελφοί μου, τὸν νοῦν εἰς τὴν κεφαλήν μας, καὶ εἶνε ὁ νοῦς μας ὡσὰν μέσα εἰς ἕνα πιάτο, νὰ βάνωμεν ὅλα τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ βάνωμεν μύθους καὶ φλυαρίσματα τῆς τέχνης τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδωσε τὸ στόμα, νὰ δοξάζωμεν τὸν Κύριόν μας, νὰ λέγωμεν τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν μας καὶ συγχώρησόν μας τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου», καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα μὲ πίστιν καθαράν, καὶ νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ πίστιν καθαρὰν καὶ φόβον καὶ τρόμον. Ἔτσι μας θέλει, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς καὶ ὄχι νὰ βλασφημοῦμεν, ὄχι νὰ προδίδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι νὰ κάμνωμεν ὅρκους καὶ νὰ λέγωμεν ψεύματα, ὄχι νὰ κλέπτη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ παίρνη τὸ πράγμα τοῦ ἄλλου, ὄχι νὰ ὀμνύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ παραμικρόν.

Ὁ Ὅρκος

Θέλεις, ἀδελφέ μου, νὰ εἰπῆς, μὰ τὸν Θεόν; Δὲν λέγεις, μὰ τὴν ἀλήθειαν; Ἐκεῖ ὁποὺ θὰ κάμης ὅρκον τοῦ ἀδελφοῦ σου, πές του ἐπ᾿ ἀληθείας, καὶ ἂν δὲν σοῦ πιστεύση, τράβα τὸ δρόμο σου. Νὰ ἀπέχωμεν, ἀδελφέ μου, νὰ ὁρκιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἢ νὰ κάμνωμεν ὅρκους καὶ νὰ ὀνομάζωμεν τοὺς Ἁγίους μας· ἢ ὁποὺ ὀμνύουν κάποιοι ἄγνωστοι τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους· φωτιὰ πύρινη τοὺς καίει καὶ τοὺς φλογίζει.

Μὲ τὸν Θεόν, ὄχι μὲ τὸν διάβολον

Ἠξεύρεις, ἀδελφέ μου, πῶς σὲ θέλει ὁ Θεός; Καθὼς δὲν θέλης ἐσὺ νὰ ἔχῃ ἡ γυναίκα σου καμμίαν συναναστροφὴν μὲ ἄλλον, ἔτσι σὲ θέλει καὶ ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἔχῃς καμμίαν μερίδα μὲ τὸν διάβολον. Εὐχαριστεῖσαι ἡ γυναίκα σου νὰ πορνεύη μὲ ἄλλον; Ὄχι. Νὰ τὴν φιλήση ἄλλος τὴν γυναῖκα σου; Μήτε καὶ αὐτὸ δὲν θέλεις. Ἔτσι θέλει καὶ σένα ὁ Θεός, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ ἔχῃς καμμίαν συναναστροφὴν μὲ τὸν διάβολον.

Καὶ μὲ τί στόμα, ἀνόητε καὶ πονηρὲ ἄνθρωπε, ἀποτολμᾶς καὶ ὑβρίζεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ παραδίδεις; Ὁμοίως καὶ τοὺς Ἁγίους; Δὲν φοβᾶσαι, τρισάθλιε, μήπως ἀνοίξη ἡ γῆ καὶ σὲ καταπίη; Ὁ διάβολος δὲν ἀποτολμᾶ νὰ ὑβρίζη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι φοβεῖται μήπως πέση ἀστραπὴ καὶ τὸν κατακαύση· καὶ σύ, ἄγνωστε ἄνθρωπε, ἀνοίγεις αὐτὸ τὸ κατηραμμένον σου στόμα καὶ παραδίδεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὁποὺ ὑβρίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ τοὺς καίη ὁ πύρινος ποταμὸς πάντοτε.

Μᾶς ἔδωκε τὰ χέρια νὰ κάμνωμεν τὸν σταυρόν μας μὲ πίστιν καθαράν, μὲ φόβον, τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ ὄχι νὰ πιάνωμεν τὸ τουφέκι καὶ νὰ σκοτώνωμεν τὸν ἀδελφόν μας καὶ νὰ τὸν κλέπτωμεν καὶ νὰ τὸν κατατρέχωμεν καὶ νὰ τὸν θανατώνωμεν καὶ νὰ τὸν ὀνειδίζωμεν. Μᾶς ἔδωκε τὰ πόδια νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν δρόμον τὸν καλόν, καὶ ὄχι νὰ περιπατῶμεν καὶ νὰ κάμνωμεν κακὸν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας.

Ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, διὰ νὰ δείξη καὶ εἰς ἡμᾶς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Καὶ νὰ βαπτίζετε ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς ἐνορίας σας μὲ τὴν γνώμην καὶ σκοπὸν τῆς ἁγίας ἡμῶν ἀνατολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ τὰ βουτᾶτε μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν· νὰ ἔχετε μέσα πολὺ νερὸ καὶ νὰ κάμνετε τρεῖς ἀναδύσεις καὶ τρεῖς καταδύσεις λέγοντας τὰ ὀνόματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ Ε´ ΔΙΔΑΧΗΣ