Κάποιος πανεπιστημιακός είχε κάνει προ καιρού σε τηλεοπτικό πάνελ μια αξιοσημείωτη διαπίστωση. Είχε πει «τα συνθήματα της εξεγερμένης σήμερα νεολαίας δεν είναι πολιτικά· είναι κραυγές οργής, μίσους και αντικοινωνικού μένους· ιαχές ανατροπής κάθε θεσμού». Το φαινόμενο, ευρέως διαδεδομένο στο δυτικό κόσμο, προβληματίζει πολλούς. Τι είναι αυτό, που γεμίζει μίσος τις καρδιές τόσων σημερινών νέων και παιδιών, που τώρα ωριμάζουν; Η ευαισθητοποιημένη χριστιανική συνείδηση έχει να προσφέρει ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Ας δούμε κάποιες από αυτές.
Από τα τέλη του περασμένου αιώνα έχει επικρατήσει στις δυτικές κοινωνίες ένας «επιθετικός αθεϊσμός». Στις περασμένες γενιές η άθεη ιντελιγκέντσια διακήρυττε τα «πιστεύω» της και άγρευε οπαδούς στον ελεύθερο στίβο των ιδεών. Οι άθεοι σήμερα θέλουν να επιβάλουν τον «αντι-ευαγγελισμό» του δυτικού κόσμου με εξαναγκασμό και απάτη. Έχοντας αλώσει τα κέντρα εξουσίας και τα media, επηρεάζουν μάζες λαού απληροφόρητου και ανοχύρωτου, με νόμους ανήθικους και άφθονη «πλύση εγκεφάλου». Θέλουν να κόψουν κάθε δεσμό με το χριστιανικό παρελθόν μας. Για να απαξιώσουν την χριστιανική παράδοση, υποθάλπουν πρωτοβουλίες τύπων περιθωριακών, όπως π.χ. αυτών, που φωνάζουν κατά του νηπιοβαπτισμού στην Ευρώπη, ως πράξεως, λένε, «μη πολιτικώς ορθής» που προσβάλει τα «ανθρώπινα δικαιώματα των βρεφών»!!
Η προβολή τέτοιων πρωτοβουλιών, που στρέφεται ευθέως κατά του χριστιανικού παρελθόντος της Ε.Ε., αποκαλύπτει συνάμα την ασύλληπτη υποκρισία της κουλτούρας, που χτίζεται, σε ό,τι αφορά τον πυρήνα της κοινωνίας, την οικογένεια. διαβάλλεται ο θεσμός της βαπτίσεως βρεφών στις Χριστιανικές κοινωνίες, με αιτιολογικό ότι ερήμην τους προδιαγράφουν άλλοι το μέλλον τους, παρά το ότι κανείς, ποτέ δεν δεσμεύεται να μείνει Χριστιανός μετά την βάπτισή του, αν δεν θέλει, ούτε εμποδίζεται να αλλάξει θρησκεία ή να γίνει άθρησκος, αν το προτιμά. Διατηρεί όλα τα δικαιώματα στο ακέραιο. Αντίθετα, οι άθεοι καταργούν κάθε δικαίωμα ζωής στο αγέννητο παιδί με την πρακτική των εκτρώσεων, την οποία έχουν καθιερώσει ως «νόμιμη» επιλογή των ενηλίκων. Καταπατούν με συνεχείς ρυθμίσεις του οικογενειακού «δικαίου», που εξυπηρετούν ατομικά ενδιαφέροντα των μεγάλων, το δικαίωμα του παιδιού να βλέπει τον πατέρα του και την μητέρα του να ζουν μαζί του και να ωριμάζει μέσα στην σιγουριά της αμοιβαίας αποδοχής τους. Με άλλα λόγια, σύγχρονα κοινοβούλια, που ελέγχουν άθεοι, θεσπίζουν ως «νόμιμη» τη θυσία στοιχειωδών δικαιωμάτων αδύναμων τάξεων ανθρώπων στους βωμούς του ατομικού ευδαιμονισμού ανεύθυνων μεγάλων και ισχυρών. Πώς να μην ανδρώνονται έτσι γενιές νεογενιτσάρων με κουκούλα, που, βιώνοντας, οι πιο πολλοί, την στέρηση οικογένειας, καίνε και καταστρέφουν περιουσίες; Πώς να μην ακμάζει ασύδοτος ο γκαγκστερισμός ανθρώπων της εξουσίας, που εκμεταλλεύονται κάθε προνόμιο της θέσεώς τους και ιδιοποιούνται ληστρικά το δημόσιο πλούτο προς χάρη της ατομικής τους ευμάρειας;
Η αντίδραση της Εκκλησίας σ’ όλα αυτά είναι λυμφατική.
Οι ηγέτες της δεν επιθυμούν να συγκρουσθούν με τους ισχυρούς της ημέρας,
με τους οποίους συνοδοιπορούν.
Ακολουθούν και αυτοί την αρχή του «πολιτικώς ορθού».
Η ποιμαντική δεν πρέπει, λένε, να ενοχλεί.
Έτσι η κατήχηση και η εμπεριστατωμένη ενημέρωση των πιστών, που θα τους θωράκιζε έναντι των κηρυγμάτων της αθεΐας, έχει εξοβελισθεί από τα ενδιαφέροντα τους. Η αμφισβήτηση της υπάρξεως απόλυτων Αληθειών, που καλλιεργήθηκε το 19ο αιώνα και σχετικοποιεί τα πάντα, έχει υιοθετηθεί από τη θεολογική σκέψη πολλών σύγχρονων διανοητών. Κόβει κάθε διάθεση για την υπεράσπιση αξιών. Οι περισσότεροι Χριστιανοί σήμερα είναι απρόθυμοι και ανέτοιμοι να αγωνιστούν για την πίστη τους. Στην Εκκλησία, παρά τις όποιες τιμητικές εξαιρέσεις, ο κόσμος δεν διδάσκεται υπεύθυνα και σοβαρά την Αλήθεια, ούτε πώς να την υπερασπίζεται. Ο απόηχος του κινήματος των Κολλυβάδων στην χώρα μας, ο οποίος επέζησε μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα με τη δράση φλογερών κηρύκων και κατηχητών, κληρικών και λαϊκών, έχει πια σβήσει. Στις τάξεις κλήρου και λαού κάνει θραύση η προπαγάνδα, ότι όλ’ αυτά ήταν «δυτικότροπες» δραστηριότητες! Φορτωμένες με πολύ προτεσταντικό «ευσεβισμό»!
Τις τελευταίες δεκαετίες υποβόσκει στο χώρο της Εκκλησίας μια τάση, που μαραίνει το δυναμισμό Της. Η τάση να βλέπουμε την εξαγιασμένη Ορθόδοξη νηπτική παράδοση υπό το πρίσμα μιας πνευματικότητας κατά τα στάνταρτ της συγκριτιστικής «νέας εποχής». Εξυμνείται, ως πορεία άμεσης μεθέξεως θείων χαρίτων, η υποβάθμιση της προσωπικότητας, η απόρριψη κάθε προσωπικής ευθύνης για τη ζωή της κοινότητας και η ανάθεσή της σε κάποιο «χαρισματούχο» ηγέτη-καθοδηγητή, κάτι μεταξύ αλάθητου πάπα και γκουρού. Πνευματικότητα σύμφωνα με τα στάνταρτ αυτά, σημαίνει ότι ζεις σε ένα χαλαρό θρησκευτικό κλίμα, πιστεύεις σε νεφελώδεις «θείες» δυνάμεις και ακολουθείς τους επί γης πράκτορές τους, αλάθητες αυθεντίες, οι διδαχές των οποίων αναφέρονται σε κόσμους πλασματικούς, έξω από την πραγματική ζωή, στη σφαίρα της οποίας αποδεικνύονται άσχετα ευσεβοφανή φληναφήματα.
Στις μέρες μας τα άθεα media για να αποδυναμώσουν το μήνυμα της Εκκλησίας, κάνουν πώς και πώς να βρουν και να προβάλουν εκκλησιαστικά σκάνδαλα. Αυτό υπαγορεύει ο ιδεολογικός στρατωνισμός τους. Το πρόβλημα είναι ότι βρίσκουν πλούσια ύλη στο βίο υψηλόβαθμων κληρικών. Η ρήση του Παύλου «το όνομα Θεού δι’ υμάς βλασφημείται εν τοις έθνεσι» (Ρωμ. β΄24) εφαρμόζεται πλήρως στα πρόσωπα πολλών ανθρώπων της Εκκλησίας. Σεξουαλική ασυδοσία και διαστροφή, καταπάτηση συζυγικών όρκων, αθέμιτος σκανδαλώδης πλουτισμός από νοσφισμό πλούτου της Εκκλησίας, έχουν αμαυρώσει το σώμα των λειτουργών Της. Στη συνείδηση του ακαταμάχητου λαού το μήνυμα της Εκκλησίας είναι πια αφερέγγυο. Είναι τραγικό! Πολλοί νέοι κατατάσσουν την Εκκλησία μεταξύ των μοχλών της διεφθαρμένης εξουσίας. Αυτά δεν διεμήνυσαν οι βάνδαλοι, που έβαλαν εκρηκτικούς μηχανισμούς σε ναούς, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή;
Η έλλειψη ενδιαφέροντος στους κόλπους της Εκκλησίας για τον ευαγγελισμό του σύγχρονου κόσμου, η απροθυμία για χρήση επίκαιρων τρόπων επικοινωνίας, που θα Την έφερνε κοντά σε κάθε άνθρωπο και θα τον καλούσε σε προσωπική αναγέννηση, όπως γινόταν στα ιεραποστολικά χρόνια των διωγμών, ευθύνεται όχι λίγο για την κατάντια της δήθεν χριστιανικής Δύσεως (και της Πατρίδας μας). Φωτεινά παραδείγματα υπάρχουν, όμως δεν είναι ικανά να αναστρέψουν το κλίμα. Οι πλειονότητα των ποιμένων είτε δεν ενδιαφέρονται για τον ευαγγελισμό του λαού είτε αντιγράφει μεθόδους της τουρκοκρατίας, απρόσφορους για τον 21ο αιώνα. Υπάρχουν κάποιες μεμονωμένες απόπειρες για προσέγγιση του σύγχρονου κόσμου, μένουν όμως κατ’ ουσίαν ατελέσφορες, παρά τις όποιες συσπειρώσεις νέων κυρίως, ανθρώπων, που πετυχαίνουν, γιατί αποφεύγουν να ξεκαθαρίσουν ότι άλλο είναι να πιστεύω και άλλο να ανήκω στο Θεό. Το πρώτο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη εσωτερική αναγέννηση, μετάνοια. το δεύτερο τη προϋποθέτει. Προϋπόθεση όντως σκληρή…Έτσι το μήνυμα πολλών τέτοιων προσπαθειών, αν και σωστό, πνίγεται και ατροφεί μέσα στους θορύβους της περιρρέουσας σύγχρονης κουλτούρας.
Αυτά είναι μερικά απ’ όσα Ορθόδοξες Χριστιανικές καρδιές και στην Πατρίδα μας και στο εξωτερικό με πόνο καταθέτουν. Υποβάλλονται ως προβληματισμός με την ελπίδα ότι κάποια ευήκοα αρμόδια ώτα θα υπάρξουν. Και θα κινηθούν. Κοινή είναι η αγωνία και η ευχή όλων μας να αναστραφεί για τις επόμενες γενιές η πορεία αποχριστιανισμού του κόσμου, που σήμερα με δέος παρακολουθούμε.
Ε.Χ. Οικονομάκος
«ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ» Ι ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010