(Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)
Όλα, όσα λέγονται και πράττονται εις την θείαν λειτουργίαν, αρχικώς
είχον ένα πρακτικόν σκοπόν άλλα και ένα δεύτερον: να τυπούν τον Χριστόν·
δύο έργα δηλαδή μπορούν να επιτελούν. Η περιφορά, παραδείγματος χάριν,
του Ευαγγελίου είχε ένα πρακτικόν σκοπόν. Ταυτοχρόνως όμως είναι και μία
τύπωσις και μία δήλωσις και μία φανέρωσις του ιδίου του Χριστού.
Επίσης, όπως τα ενδύματα μας καλύπτουν μίαν πρακτικήν ανάγκην, καλύπτουν
την γυμνότητα μας και προφυλασσόμεθα από την θερμότητα ή από το κρύο,
αλλά συγχρόνως αποκαλύπτουν την ηλικίαν μας, το αξίωμά μας, τον
χαρακτήρα μας, υποδηλώνουν τον άνθρωπον, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και
με τα άμφια της θείας λειτουργίας. Υπάρχουν τέλος πράξεις και λόγοι, που
έχουν αποκλειστικώς και μόνον συμβολικόν χαρακτήρα, δηλωτικόν της ζωής
του Χριστού.
Δι' αυτό εις την λειτουργίαν πρέπει οι οφθαλμοί της διανοίας μας να
είναι συνεχώς εις τα νοούμενα και εις τα τελούμενα, ούτως ώστε,
συμμετέχοντες μυστικώς εις την ζωήν του Κυρίου, να γινώμεθα ικανοί να
συμμετέχωμεν και μυστηριακώς εις αυτήν. Δι' όλων λοιπόν των μέσων
«καλλίω... και θειοτέραν εργάζεται την ψυχήν» ή θεία λειτουργία και μας
καθιστά αξίους προς υποδοχήν του σώματος και του αίματος του Χριστού.