Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΕΥΣΗ ΓΙΑ «ΑΛΩΣΗ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ (Β΄)

 

Ιστορικά

Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ

μεθόδευση γιά «ἅλωση» τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν

καὶ «Θετικὸς Χριστιανισμός»

 

    Σὲ διαφορετικὴ κατεύθυνση –ἀλλὰ στὴν ἴδια πάντα, βαθύτατα ἀντιχριστιανικὴ λογική– κινήθηκε ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς προσπάθησε νά «ἁλώσει» τὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες. Σὲ σύγκριση μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἐδῶ ὑπῆρχε μιὰ καίρια εἰδοποιὸς διαφορά: Ἔχοντας ἀπέναντί του τοὺς Καθολικούς, τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς κατανοοῦσε ὅτι δὲν μποροῦσε νά «παίξει» μὲ τὸ δόγμα· μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅμως, ὑπῆρχε μεγαλύτερη «ἐλευθερία κινήσεων»…

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κινήθηκε τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστώς, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε αὐτὸ ποὺ τονίσαμε καὶ σὲ ἄλλη εὐκαιρία: ὅτι ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμὸς ἦταν θεμελιωμένος σὲ βαθύτατα ἀντιχριστιανικὰ θεμέλια, πολλὰ δὲ ἀπὸ τὰ ἐντελῶς κορυφαῖα ἡγετικὰ στελέχη του –καὶ κατ’ ἐξοχὴν ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ– διαπνέονταν, χωρὶς καμμία ὑπερβολή, ἀπὸ ἀληθινὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος1.

Μὲ δεδομένο μάλιστα ὅτι πολλοὶ ἐπίσκοποι εἶχαν πρωτοστατήσει στὴν καταδίκη τοῦ ναζισμοῦ ὅλα τὰ προηγούμενα χρόνια, ἡ κατάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπὸ τοὺς Ναζὶ ἔθεσε τὶς Ἐκκλησίες σὲ συναγερμό, προοιωνιζόμενη τὴν ἔναρξη ἑνὸς ἀνοικτοῦ πλέον πολέμου, στὸν ὁποῖο τὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος τοῦ ἴδιου τῶν Χίτλερ καὶ τοῦ κινήματός του θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὴ θεωρία στὴν πράξη. Ὁ πόλεμος, πράγματι, δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἔλθει. Μὲ μία διαφορά: ὅτι ὁ πόλεμος αὐτὸς ἔπρεπε νὰ γίνει ἀπὸ τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς μὲ προσοχή, ἀκόμη καὶ μὲ κάποια «διπλωματία», ὥστε νὰ μὴν προκαλέσει τὶς εὐαισθησίες καὶ τὴ χριστιανικὴ πίστη τῆς γερμανικῆς κοινωνίας. Εἴδαμε στὸ προηγούμενο, Α΄ μέρος τῆς μελέτης μας πῶς δρομολογήθηκε αὐτὸς ὁ ὕπουλος πόλεμος ἐνάντια στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴ Γερμανία.

Καὶ εἶναι καιρὸς νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρον: τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο προωθήθηκε αὐτὸς ὁ πόλεμος ἐνάντια στὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες.

Ἡ ἰδιοποίηση τοῦ Λούθηρου

Μιὰ εὐκαιρία νὰ διασκεδάσει τοὺς φόβους στοὺς κόλπους τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν ἔδωσε στὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς ὁ ἑορτασμὸς τῆς 450ῆς ἐπετείου ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Μαρτίνου Λούθηρου. Ὁ Λούθηρος εἶχε γεννηθεῖ στὶς 10 Νοεμβρίου τοῦ 1483, καὶ ἔτσι ἡ ἐπέτειος τῶν 450 ἐτῶν ἀπὸ τὴ γέννησή του ἔπεσε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1933, λίγους μόλις μῆνες μετὰ τὴν αὐτοκατάργηση τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης καὶ τὴν παραχώρηση δικτατορικῶν ἐξουσιῶν στὸν Χίτλερ στὶς 23 Μαρτίου τοῦ 1933.

Ἡ ἐπέτειος εἶχε βεβαίως βαρύνουσα σημασία γιὰ τοὺς Προτεστάντες. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἀποτέλεσε μιὰ κάποια ἔκπληξη ἦταν ἡ στάση τοῦ καθεστῶτος: Ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι θὰ ἀνέμενε ἐνδεχομένως κανεὶς μὲ δεδομένο τὸν ἐγγενῶς ἀντιχριστιανικὸ χαρακτῆρα τοῦ Ναζισμοῦ, τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς ὄχι μόνο δὲν πολέμησε, δὲν περιφρόνησε ἢ δέν «σνόμπαρε», ἔστω, τὶς ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ καὶ ἐπέλεξε νὰ τὶς προωθήσει, καὶ περαιτέρω, ὅσο ἦταν δυνατόν,… νὰ τὶς ἰδιοποιηθεῖ!

Στὸ πλαίσιο τῆς ἐπετείου τῶν 450 ἐτῶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Μαρτίνου Λούθηρου, ἄρχισε ἡ οἰκοδόμηση μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τοῦ Μαρτίνου Λούθηρου στὸ Βερολῖνο (Martin-Luther-Gedächtniskirche), ὁ ὁποῖος τελικὰ ὁλοκληρώθηκε τὸ 1935.

 

Στὸν ναὸ αὐτὸν ἀξιοποιεῖτο κάθε δυνατὴ εὐκαιρία γιὰ μιὰ εὐθεῖα συσχέτιση τοῦ ἔργου τοῦ Λούθηρου μὲ τὸν Ἐθνικοσοσιαλισμὸ τοῦ Χίτλερ: Στὸν ἄμβωνα, ὅπου εἰκονιζόταν ἡ ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου, μποροῦσε νὰ διακρίνει κανεὶς ἕνα στρατιώτη τῆς Βέρμαχτ μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ γερμανικὸ κράνος Stahlhelm νὰ ἀκούει τὸν Ἰησοῦ· ἡ κολυμβήθρα τοῦ ναοῦ ἔφερε ἀνάγλυφη παράσταση ἑνὸς μέλους τῶν ναζιστικῶν Ταγμάτων Ἐφόδου (SA)· ὑπῆρχε ἐπίσης διακόσμηση μὲ σβάστικες (οἱ ὁποῖες βεβαίως ἀφαιρέθηκαν μετὰ τὸν πόλεμο).

Ὅλη αὐτὴ ἡ σπουδὴ τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος νὰ τιμήσει τὸν Λούθηρο γίνεται πιὸ εὔκολα κατανοητή, ἂν θυμηθοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε μεταξὺ ἄλλων ὁ «μέντορας» τοῦ Χίτλερ ἀντισημίτης διανοητὴς Houston Stewart Chamberlain (στὸν ὁποῖο θὰ βροῦμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ παρακάτω). Συγκεκριμένα, ὁ Houston Stewart Chamberlain ἔλεγε ὅτι τὸν 16ο αἰῶνα οἱ Ἄριοι Γερμανοί, ἀντιδρώντας στὴν ἑβραιοκινούμενη Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, εἶχαν ἀποτινάξει ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Μαρτίνου Λούθηρου τὴ διεφθαρμένη ἐξουσία τῆς Ρώμης, θέτοντας ἔτσι τὰ θεμέλια ἑνός «γερμανικοῦ Χριστιανισμοῦ»2.

Σὲ ἕνα τέτοιο πλαίσιο, οἱ Ἐθνικοσοσιαλιστὲς διέκριναν μιὰ εὐκαιρία νὰ συνδέσουν τὴν καταξιωμένη καὶ ἰδιαίτερα δημοφιλῆ στὴ Γερμανία μορφὴ τοῦ Λούθηρου μὲ τὸν Χίτλερ καὶ τὸ κίνημά του. Σὲ μία μάλιστα ἀπὸ τὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις στὸ πλαίσιο τῶν πανηγυρικῶν ἑορτασμῶν τῆς 450ῆς ἐπετείου ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Λούθηρου, συγκεκριμένα σὲ μιὰ ἐκδήλωση στὸ Königsberg, ὁ Erich Koch, τότε γκαουλάιτερ τῆς Ἀνατολικῆς Πρωσσίας, συνέκρινε σὲ ἐπίσημη ὁμιλία του τὸν Ἀδόλφο Χίτλερ μὲ τὸν Λούθηρο, λέγοντας χαρακτηριστικὰ ὅτι οἱ Ἐθνικοσοσιαλιστὲς πολέμησαν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Λούθηρου.

Βεβαίως, αὐτὴ ἡ προσπάθεια τοῦ Ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος νὰ ἰδιοποιηθεῖ τὴ μορφὴ τοῦ Λούθηρου ἦταν ἕνας ἐξόφθαλμος ἑλιγμός, ὁ ὁποῖος σαφῶς καὶ δὲν ἔπεισε τοὺς πάντες. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ἐπιφανοῦς Προτεστάντη θεολόγου Karl Barth, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὁρκισθεῖ πίστη στὸν Χίτλερ καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ καθηγητῆ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βόννης καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Γερμανία μεταβαίνοντας στὴν πατρίδα του Ἑλβετία, κατήγγειλε τὸ 19393 καὶ ἐκ νέου τὸ 19404 αὐτὴ τὴν προσπάθεια ἰδιοποίησης τοῦ Λούθηρου ἀπὸ τοὺς Ναζὶ πρὸς ἐξύμνηση τοῦ κράτους καὶ νομιμοποίηση τοῦ κρατικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Ὡστόσο, ὁ ἑλιγμὸς τῶν Ἐθνικοσοσιαλιστῶν ἐπέτυχε ἐν μέρει τὸν στόχο του, «ρίχνοντας στάχτη» στὰ μάτια πολλῶν καὶ κάνοντάς τους νὰ λησμονήσουν ἢ νὰ παραβλέψουν, ἔστω γιὰ λίγο, τὸν ἐγγενῶς ἀντιχριστιανικὸ χαρακτῆρα τοῦ κινήματος τῶν Ναζί.

Ἡ παγίδα τῆς ἑνοποίησης τῶν Ἐκκλησιῶν

 

Ἕνας δεύτερος, ἀκόμη πιὸ ὕπουλος ἑλιγμὸς τοῦ Ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος γιὰ τήν «ἅλωση» τοῦ Προτεσταντισμοῦ στὴ Γερμανία ἐκδηλώθηκε μὲ τὴ μορφὴ τῆς »Gleichschaltung«, ποὺ προωθήθηκε ἀπὸ τὸ καθεστὼς καὶ τὸ ἐλεγχόμενο ἀπὸ αὐτοὺς κίνημα τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν» (Deutsche Christen), τὸν προτεσταντικὸ βραχίονα τοῦ Κόμματος τοῦ Χίτλερ, ποὺ λειτουργοῦσε ὡς «δούρειος ἵππος» τοῦ καθεστῶτος γιὰ τὴν ἅλωση τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν. »Gleichschaltung« ὀνομάσθηκε μιὰ συντονισμένη κίνηση γιὰ τὴν ἑνοποίηση τῶν Περιφερειακῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν σὲ μία καὶ ἑνιαία, ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὸ κράτος «Γερμανικὴ Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία» (Deutsche Evangelische Kirche).

ν θελήσουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὴν ἱστορικὴ ἐξήγηση τῆς πολυδιάσπασης τοῦ Προτεσταντισμοῦ στὴ Γερμανία, θὰ τὴ βροῦμε ἀσφαλῶς στὴν πολιτικὴ πολυδιάσπαση τοῦ γερμανικοῦ χώρου: Μέχρι τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνα ὑπῆρχε μιὰ πληθώρα γερμανικῶν κρατῶν καὶ κρατιδίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ξεχώριζαν δύο ἰσχυρὰ κράτη, ἡ Πρωσσία καὶ ἡ Αὐστρία – καὶ βεβαίως, σὲ κάθε κρατίδιο ὑπῆρχε ξεχωριστὴ Ἐκκλησία. Ἡ πολιτικὴ ἑνοποίηση τοῦ γερμανικοῦ χώρου –ἐκτὸς τῆς Αὐστριακῆς Αὐτοκρατορίας– ἔγινε μετὰ τὸν γερμανικὸ θρίαμβο στὸν Γαλλοπρωσσικὸ πόλεμο τοῦ 1870-71, ὅταν στὶς 18 Ἰανουαρίου 1871 οἱ πρίγκιπες τῶν γερμανικῶν κρατιδίων συγκεντρώθηκαν στὴν Αἴθουσα τῶν Καθρεπτῶν στὸ Παλάτι τῶν Βερσαλλιῶν καὶ ἀνακήρυξαν τὸν Γουλιέλμο Α΄ τῆς Πρωσσίας αὐτοκράτορα τῆς ἑνιαίας Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ὡς κληρονομιὰ ὅμως τῆς πολιτικῆς πολυδιάσπασης τοῦ γερμανικοῦ χώρου παρέμεινε ἡ πολυδιάσπαση τοῦ Προτεσταντισμοῦ: τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνόδου τοῦ Χίτλερ στὴν ἐξουσία, στὴ Γερμανία ὑπῆρχαν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, 28 Περιφερειακὲς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες.

Ἡ ἰδέα τῆς ἑνοποίησης τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν εἶχε ἤδη ἀπὸ τὸ 1927 συζητηθεῖ ἀπὸ τὸν Χίτλερ μὲ τὸν Ludwig Müller5, τότε στρατιωτικὸ ἱερέα, τὸν ὁποῖο ἀργότερα οἱ Ναζὶ θὰ τοποθετοῦσαν –ἂν καὶ ἐν μέσῳ ἀπροσδόκητης γι’ αὐτοὺς ἀντίδρασης– ἐπικεφαλῆς τῆς ἐλεγχόμενης ἀπὸ αὐτοὺς Γερμανικῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας.

Φυσικά, ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ νέα, καλοστημένη παγίδα. Ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὡστόσο, τὰ πράγματα δὲν ἐξελίχθηκαν ὅπως τὰ φαντάζονταν οἱ Ναζί. Ἡ διαδικασία τῆς »Gleichschaltung« προέβλεπε τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς Ἐπισκόπου τοῦ Ράιχ (Reichsbischof).

Γιὰ αὐτὴ τὴ θέση ὁ Χίτλερ προόριζε τὸν ἐκλεκτό του Ludwig Müller, ἐπικεφαλῆς τῶν ἐλεγχόμενων ἀπὸ τὸ Ἐθνικοσοσιαλιστικὸ κόμμα «Γερμανῶν Χριστιανῶν», ὅσο καὶ ἂν αὐτὸς δὲν εἶχε πολλὲς συμπάθειες στὴν Ἐκκλησία, καὶ θὰ λέγαμε ὅτι δὲν εἶχε ἄλλα προσόντα πέραν τῆς τυφλῆς ἀφοσίωσής του στὸν Ἐθνικοσοσιαλισμό. Ὅμως οἱ ἐκπρόσωποι τῶν 28 Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν αἰφνιδίασαν τὸ καθεστὼς καὶ ψήφισαν ἐνάντια στὶς ναζιστικὲς μεθοδεύσεις. Ὅταν συγκεντρώθηκαν τὸν Μάιο τοῦ 1933, γιὰ νὰ ἐγκρίνουν τὴ σύσταση μιᾶς ἑνιαίας Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας, ψήφισαν καὶ ἀνέδειξαν μὲ μεγάλη πλειοψηφία Ἐπίσκοπο τοῦ Ράιχ τὸν Friedrich von Bodelschwingh.

Αὐτὸ βέβαια δὲν ἦταν ἀρκετὸ νὰ πτοήσει τοὺς Ναζί, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν καμμία ἀναστολὴ νὰ μετέλθουν κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὸν σκοπό τους. Ἔτσι, δὲν δίστασαν νὰ κατηγορήσουν τοὺς ἐκπροσώπους ποὺ εἶχαν ἐκλέξει τὸν μὴ ἀρεστὸ σὲ αὐτοὺς von Bodelschwingh ὅτι, ψηφίζοντας γιὰ Ἐπίσκοπο τοῦ Ράιχ, εἶχαν ὑπερβεῖ τὴν ἐξουσιοδότηση ποὺ εἶχαν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ von Bodelschwingh νὰ ἐξαναγκασθεῖ σὲ παραίτηση, καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα ὄργιο πιέσεων καὶ μεθοδεύσεων, μὲ ἀποτέλεσμα τελικὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἄνοδος τοῦ ἐκλεκτοῦ τοῦ Χίτλερ Ludwig Müller στὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ράιχ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1933.

Ἡ «Γερμανικὴ Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία» ἱδρύθηκε τελικὰ καὶ ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸ κράτος ὡς νομικὸ πρόσωπο στὶς 14 Ἰουλίου 1933, μὲ διακηρυγμένο στόχο «τὴν ἕνωση τοῦ κράτους, τοῦ λαοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἕνα σῶμα»6.

Θετικὸς Χριστιανισμὸς καί «Γερμανοὶ Χριστιανοί»

Ἡ προώθηση τῆς ἑνοποίησης τῶν Ἐκκλησιῶν (ἔστω, ἐν προκειμένῳ, τῶν 28 Περιφερειακῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ εἶχε κληροδοτήσει στὴ Γερμανία τὸ παρελθὸν τῆς πολιτικῆς πολυδιάσπασης τοῦ γερμανικοῦ χώρου) εἶναι φυσικὸ νὰ ἀκούγεται ἐξαιρετικὰ ἑλκυστικὴ στὰ αὐτιὰ ἑνὸς χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»7 καὶ τό «καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν»8, ποὺ διαβάζουμε στὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον.

Ἀλλὰ βεβαίως αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μᾶς κάνει νὰ παραβλέπουμε τὸ πραγματικὰ καίριο, ἀληθινὰ κρίσιμο ἐρώτημα: Σὲ ποιὰ βάση θὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἑνοποίηση; Στὸ πλαίσιο τῆς ἐθνικοσοσιαλιστικῆς μεθόδευσης τῆς »Gleichschaltung«, ὑπῆρχε ἐν προκειμένῳ μιὰ ἐντελῶς σαφὴς ἀντίληψη: Ἡ βάση πάνω στὸν ὁποῖο θὰ προωθεῖτο ἡ ἑνοποίηση τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν ἦταν τὸ κίνημα ποὺ αὐτοπροσδιοριζόταν ὡς «Θετικὸς Χριστιανισμός» (Positives Christentum), κατ’ ἀντιδιαστολὴ κυρίως μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ δευτερευόντως μὲ τὴν Προτεσταντικὴ Ἐκκλησία, τῶν ὁποίων τὰ δόγματα ἀπορρίπτονταν ὡς «Ἀρνητικὸς Χριστιανισμός».

Ὁ «Θετικὸς Χριστιανισμός» αὐτοπροβαλλόταν ὡς μιά «νέα ματιά» στὸν Χριστιανισμό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ», ὁ παραδοσιακὸς Χριστιανισμός, ποὺ προωθοῦσαν οἱ Ἐκκλησίες, ἔδινε ἔμφαση στήν «παθητική» πλευρὰ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τονίζοντας τὴν ὑπερφυσική Του Γέννηση, τὴν ὑπομονή, τὴν προσευχή, τὰ Πάθη, τὴ σταυρικὴ Του θυσία. Ἀντίθετα, οἱ ἴδιοι ἔρχονταν νὰ φέρουν στὸ φῶς μιὰ πιό «θετική» πλευρὰ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, θυμίζοντας ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ δυναμικὸς κήρυκας, ὁ ὀργανωτὴς καὶ ὁ μαχητὴς ποὺ ἀντιτάχθηκε στὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς, τὸν ὁποῖο ἀντιπροσώπευαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι.

 

Τὸ κίνημα τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ» δὲν προέκυψε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ἀλλὰ εἶχε προετοιμασθεῖ μεθοδικὰ ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα. Ὁ Steigmann-Gall πολὺ σωστὰ συνδυάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ» μὲ τὴν τάση πολλῶν μελετητῶν τοῦ 19ου αἰῶνα νὰ διακρίνουν ἀνάμεσα στὸν Ἰησοῦ τῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἱστορικὸ Ἰησοῦ9. Ἡ λογικὴ ἦταν, σὲ πολὺ ἁδρὲς γραμμές, ἡ ἑξῆς: Γνωρίζουμε, ἀσφαλῶς, τὸν Ἰησοῦ ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία. Πόση ὅμως σχέση ἔχει ὁ Ἰησοῦς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν πραγματικό, τὸν ἱστορικὸ Ἰησοῦ, ποὺ ἔζησε καὶ κήρυξε στὴν Παλαιστίνη;

Στὸ πλαίσιο τῆς προσπάθειας ἀνακάλυψης τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ» ἐλέχθησαν καὶ ἐγράφησαν τότε ἀπίστευτες ἀνοησίες, ποὺ σήμερα κατανοοῦμε πλήρως τὸν βαθμὸ τῆς ἀνοησίας τους, τότε ὅμως πολλοὶ τὶς ἔπαιρναν ἐντελῶς στὰ σοβαρά. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, στὰ γραπτὰ ἀντισημιτῶν διανοητῶν ὅπως οἱ Emile Burnouf, Houston Stewart Chamberlain καὶ Paul de Lagarde προβαλλόταν ἕνας Χριστὸς ποὺ ἦταν στὴν πραγματικότητα ἕνας Ἄριος ἥρωας ποὺ ἀγωνίσθηκε ἐνάντια στοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν Ἰουδαϊσμό.

Ἰδιαίτερα ἀξίζει νὰ σταθοῦμε στὴν ἐπίδραση τοῦ βρετανογερμανοῦ διανοητῆ Houston Stewart Chamberlain (1855-1927), τοῦ ὁποίου τὸ βιβλίο Τὰ θεμέλια τοῦ 19ου αἰῶνα10, σύγγραμμα διαπνεόμενο ἀπὸ ἕναν ἀπίστευτο ἀντισημιτισμό, ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση σὲ ὅλο τὸν γερμανικὸ κόσμο στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα καὶ ἀποτέλεσε πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ τὸν ναζιστικὸ ἀντισημιτισμό. Χαρακτηριστικὸ τοῦ βαθμοῦ αὐτῆς τῆς ἐπίδρασης εἶναι ὅτι ὁ Chamberlain ἔχει περιγραφεῖ ὡς… «ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς τοῦ Χίτλερ»11. Βασικὴ θέση τοῦ Chamberlain ἦταν ὅτι, στὸ πλαίσιο τῶν σχεδίων τους γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ἀρίων, οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν ἱδρύσει τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κήρυττε μόνο ἕναν «ἰουδαιοποιημένο» Χριστιανισμό, ποὺ δὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ τὴ θρησκεία ποὺ εἶχε κηρύξει ὁ Ἄριος Χριστός12. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ βιβλίο τοῦ Chamberlain ἔφθασε στὶς 23 ἐκδόσεις στὴ Γερμανία μέχρι τὸ 1938.

Ἐξάλλου, ἤδη λίγα χρόνια πρὶν τὸ βιβλίο τοῦ Chamberlain, ἀπὸ τὸ 1896, ὁ Προτεστάντης πάστορας καὶ θεολόγος Arthur Bonus (1864-1941) ἔκανε λόγο γιὰ ἀνάγκη «γερμανοποίησης τοῦ Χριστιανισμοῦ» (»Germanisierung des Christentums«) γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λουθηρανικῆς Μεταρρύθμισης13. Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ συναιρέθηκαν στόν «Θετικὸ Χριστιανισμό», θέτοντας τὰ θεμέλια, ὅπως θὰ δοῦμε, γιὰ μιὰ ἀπίστευτη παραχάραξη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, μπροστὰ στὴν ὁποία ὠχριοῦν ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ἀκραῖες ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες αἱρέσεις.

Τὸ κίνημα τῶν Ναζὶ συντάχθηκε ἀπὸ νωρὶς μὲ τόν «Θετικὸ Χριστιανισμό», ὅπως σημειωνόταν ρητῶς στὸ ἄρθρο 24 τοῦ προγράμματος τοῦ 1920 τοῦ Γερμανικοῦ Ἐργατικοῦ Κόμματος14, ποὺ μετεξελίχθηκε στὸ Ἐθνικοσοσιαλιστικὸ Γερμανικὸ Ἐργατικὸ Κόμμα (NSDAP: Nationalsozialistische Deutsche Arbeitspartei), τὸ ναζιστικὸ κόμμα τοῦ Χίτλερ. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ σημειωνόταν: «Τὸ Κόμμα ὡς τέτοιο συντάσσεται μὲ τὸν Θετικὸ Χριστιανισμό, ἀλλὰ δὲν δεσμεύεται σὲ καμμία συγκεκριμένη ὁμολογία».

Ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ ἀναμένει κανείς, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ» ἀπέρριπταν συλλήβδην τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν ὁποία ἀντιλαμβάνονταν ὡς ἑβραϊκὴ προπαγάνδα. Ὡς πρόδρομό τους οἱ ὀπαδοὶ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ» ἀναγνώριζαν ἐν προκειμένῳ τὸν Μαρκίωνα, ἕναν αἱρετικὸ τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. ποὺ ἐντάσσεται στὸν Γνωστικισμό. Ὁ Μαρκίων ἀπέρριπτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὸ σύνολό της, ἐνῷ ἔκανε λόγο καὶ γιά «ἐξιουδαϊσμό» τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ἡ διαφορὰ ἦταν ὅτι ὁ Μαρκίων ἐξαιροῦσε ἀπὸ τοὺς διαστρεβλωτὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ τὸν Παῦλο, τὸν ὁποῖο ἀποδεχόταν ὡς μοναδικὸ γνήσιο Ἀπόστολο· ἀντίθετα, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ» ἐνοχοποιοῦσαν κατ’ ἐξοχὴν τὸν Παῦλο γιὰ τὴ διαστροφὴ καὶ τὸν «ἐξιουδαϊσμό» τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Πάντως, ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπόρριψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς Ναζὶ καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ» ἔχει ἀσφαλῶς τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ γιὰ τὴν ἐποχή μας, διότι καὶ σήμερα ἀκοῦμε δυστυχῶς φωνὲς ποὺ καλοῦν σὲ μιὰ ἀπόρριψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, φωνὲς μάλιστα ἀνθρώπων ποὺ αὐτάρεσκα αὐτοπροσδιορίζονται ὡς «ἑλληνολάτρες». Αὐτὸ ποὺ κάνουν, κατ’ οὐσίαν, εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἔκαναν οἱ Ναζὶ καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ».

Ἐννοεῖται ὅτι, γιὰ ἀνθρώπους ποὺ διαπνέονταν ἀπὸ τέτοιο ἀντιχριστιανικὸ μένος ὅπως εἴδαμε στὶς δύο μελέτες μας μὲ τὸν τίτλο «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση»15, ὁ λεγόμενος «Θετικὸς Χριστιανισμός» δὲν ἀντιπροσώπευε παρὰ ἕναν ἑλιγμὸ στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐκριζώσουν πλήρως τὸν Χριστιανισμό. Ὅπως σχολιάζει ὁ Βρετανὸς ἱστορικὸς Laurence Rees, ὁ «Θετικὸς Χριστιανισμός» καθησύχαζε τοὺς φόβους τῆς χριστιανικῆς πλειοψηφίας στὴ Γερμανία, ἀφήνοντας νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ κίνημα δὲν ἦταν ἀντιχριστιανικό16 – ἁπλῶς, συντασσόταν μὲ μιὰ νέα, πιό «φρέσκια» ματιὰ στὸν Χριστιανισμό… Ὁ πόλεμος κατὰ τῆς πίστης ἦταν ὕπουλος. Ὁ ὀπαδὸς τοῦ Ναζισμοῦ μποροῦσε νὰ κρύβει τὸ ἀντιχριστιανικό του μένος λέγοντας: «Δὲν ἀρνούμαστε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἰησοῦ. Ὄχι! Αὐτὸ ποὺ ἀρνούμαστε εἶναι ἡ διαστρεβλωμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία».

Ἐξυπακούεται, βεβαίως, ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἄνοιγε ἀφ’ ἑαυτῆς τὸν ἀσκὸ τοῦ Αἰόλου. Ἂν προσθέσει κανεὶς σὲ αὐτὸ τὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος τῆς ἡγεσίας τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κινήματος, τότε θὰ μποροῦσε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ πόλεμος ποὺ φοβόταν ἡ Ἐκκλησία τὴ στιγμὴ τῆς ἀνόδου τοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ στὴν ἐξουσία ἦταν κάτι πολὺ μικρὸ μπροστὰ στὴν καταιγίδα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ ξεσπάσει.

Ὁ θεωρούμενος ὡς «ἰδεολόγος» τοῦ Ναζισμοῦ Alfred Rosenberg (1893-1946), ὁ διορισμένος ἀπὸ τὸν Χίτλερ τὸ 1934 ὡς ὑπεύθυνος τῶν πολιτιστικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν θεμάτων, στὸ περίφημο βιβλίο του Ὁ μῦθος τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἀπορρίπτει μετὰ βδελυγμίας τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς ἕνα συνονθύλευμα ἀπὸ ἀνόητες καὶ ἐπι- κίνδυνες διηγήσεις ποὺ δὲν ἀξίζουν παρὰ σὲ Ἑβραίους17, ἀλλὰ καὶ ἐγκαλεῖ ἀνοικτὰ καὶ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία γιὰ διαστρέβλωση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ πρὸς θεμελίωση καὶ ἐξυπηρέτηση τῆς δικῆς της ἐξουσίας: «Εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Χριστιανισμοῦ ὅτι, ὅπου εἶναι δυνατόν, ἐξαλείφει τὴν προσωπικότητα τοῦ ἱδρυτῆ του, γιὰ νὰ βάλει στὴ θέση της τὸ ἐκκλησιαστικὸ οἰκοδόμημα μιᾶς ἐξουσίας τῶν ἱερέων»18.

Ὅσον δὲ ἀφορᾷ τόν «πραγματικό» Ἰησοῦ, ὁ Rosenberg υἱοθετεῖ ἀκριβῶς τὴ λογικὴ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ», διανθισμένη ἀπὸ ἕνα ἀπροκάλυπτο μένος κατὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας: «Ἦταν πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴ δίψα της γιὰ τὴν ἐξουσία, νὰ ἐμφανίζει τὴν ὑποτελῆ ταπεινοφροσύνη ὡς τὴν οὐσία τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νὰ φτιάξει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους ὑπηρέτες αὐτοῦ τοῦ κατασκευασμένου “ἰδανικοῦ”. Ἡ διόρθωση αὐτῆς τῆς παρουσίασης τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ περαιτέρω ἀπαράγραπτη ἀπαίτηση τοῦ γερμανικοῦ κινήματος γιὰ ἀνανέωση. Ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται σὲ μᾶς σήμερα ὡς ἕνας γεμᾶτος αὐτοπεποίθηση ἄρχοντας, μὲ τὴν καλύτερη καὶ ὑψηλότερη ἔννοια τῆς λέξης»19.

Περιττὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ παρουσίαση αὐτοῦ τοῦ ἥρωα-ἀγωνιστῆ κατὰ τοῦ Ἑβραϊσμοῦ ξεχείλιζε ἀπὸ ἀπροκάλυπτο ἀντιεβραϊσμό. Ὁ Rosenberg θεωροῦσε ἀδιανόητο νὰ φαντασθοῦμε τὸν Ἰησοῦ ὡς Ἑβραῖο. Ἐδῶ πιὰ ὁ χυδαῖος ρατσισμός του ξεχειλίζει: «Τὸ νὰ δοῦμε ἀντὶ τοῦ ξανθοῦ καὶ ἀνοιχτόχρωμου στὸ δέρμα μικροῦ Ἰησοῦ ἕνα μαυριδερὸ Ἑβραιόπουλο μὲ μαῦρα σγουρὰ μαλλιὰ θὰ ἦταν ἀδύνατον. Ὁμοίως, δὲν μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε μιὰ Ἑβραία μητέρα τοῦ Θεοῦ δίπλα στὸ ἅγιο βρέφος, ἀκόμα καὶ ἂν τὸ τελευταῖο εἶχε τό “εὐγενὲς πρόσωπο” ἑνὸς Offenbach ἢ ἑνὸς Disraeli»20.

Τὸ σκηνικὸ εἶχε πιὰ στηθεῖ γιὰ τὴν πιὸ εὐθεῖα καὶ ἀπροκάλυπτη ἐπίθεση ἐνάντια στὸν ἴδιο τὸν πυρῆνα τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ «ἱστορικός» Ἰησοῦς τῶν Ναζὶ δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἡρωικὸς ἐπαναστάτης κατὰ τοῦ Ἑβραϊσμοῦ. Ἦταν ἐπίσης γνήσιος Ἄριος! Ἦταν, ἀκριβέστερα, γόνος ἑνὸς ἰνδοευρωπαϊκοῦ θύλακα ποὺ κατοικοῦσε στὴν ἀρχαία Γαλιλαία καὶ ποὺ ἀγωνίσθηκε ἐνάντια στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἦταν μέλος τῆς ἀρίας φυλῆς, «Σκανδιναυὸς Ἀμορίτης».

Ἐν προκειμένῳ, ἀνατρέχοντας στὶς πηγὲς τῆς ναζιστικῆς ματιᾶς στὸν Χριστιανισμὸ καὶ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ», δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα βιβλίο ποὺ εἶχε ἐκδώσει τὸ 1907 ὁ συγγραφέας καὶ ποιητὴς Max Bewer (1861-1921), μὲ τίτλο Ὁ Γερμανὸς Χριστός21. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὁ Max Bewer ὑποστήριζε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν στὴν πραγματικότητα γιὸς ἑνὸς Γερμανοῦ στρατιώτη τῆς ρωμαϊκῆς φρουρᾶς τῆς Γαλιλαίας, καὶ τὸ κήρυγμά του ἔφερε τὴ σφραγῖδα τοῦ γερμανικοῦ αἵματος. Ἀνάλογη θέση υἱοθέτησε ἀργότερα, στὴν ἐθνικοσοσιαλιστικὴ Γερμανία, ὁ Ἰνδολόγος καὶ θρησκειολόγος Jakob Wilhelm Hauer, μέλος τῶν SS καὶ τοῦ ναζιστικοῦ κόμματος, θεωρητικὸς ἑνὸς κινήματος νεοειδωλολατρίας ποὺ ὀνομάσθηκε «Κίνημα Γερμανικῆς Πίστεως», μὲ πιὸ χαρακτηριστικὸ ἐν προκειμένῳ τὸ σύγγραμμά του ποὺ ἐπιγράφεται: Ἕνας Ἄριος Χριστός; Ἕνας προβληματισμὸς γιὰ τὴ Γερμανικότητα καὶ τὸν Χριστιανισμό22.

Τὴν ἐναργέστερη εἰκόνα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο «χωνεύονταν» ὅλα τὰ παραπάνω σὲ ἕνα τερατῶδες συνονθύλευμα τὴ βρίσκουμε στὸν ἴδιο τὸν Χίτλερ. Πραγματικά, χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ ὅσα εἶπε ὁ Χίτλερ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς συνήθεις παραληρηματικοὺς μονολόγους του, συγκεκριμένα τὸ μεσημέρι τῆς 21ης Ὀκτωβρίου 1941: Ἡ διδασκαλία καὶ ἡ δράση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ αὐτὸ στὸ ὁποῖο κατόπιν ἐξελίχθηκε ὁ Χριστιανισμός, διαστρεβλωμένος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦταν «ἕνας λαϊκὸς ἡγέτης ποὺ ὕψωσε τὸ ἀνάστημά του ἐνάντια στὸν Ἑβραϊσμό». Σκοπός Του ἦταν «νὰ ἀπελευθερώσει τὴ χώρα του ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ καταπίεση». Μὲ αὐτὸν τὸν σκοπό, ὁ Χριστός «ὕψωσε τὸ ἀνάστημα του ἐνάντια στὸν ἑβραϊκὸ καπιταλισμό, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Ἑβραῖοι τὸν καθάρισαν».

Καὶ βεβαίως, στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν Ἑβραῖος, ἀλλὰ Ἄριος… Ἔλεγε συγκεκριμένα ὁ Χίτλερ: «Ἀρχικά, ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἁπλῶς μιὰ ἐνσάρκωση τοῦ καταστροφέα Μπολσεβικισμοῦ. Ὡστόσο, ὁ Γαλιλαῖος, ποὺ ἀργότερα ὀνομάσθηκε Χριστός, ἀποσκοποῦσε σὲ κάτι ἐντελῶς διαφορετικό. Πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνας λαϊκὸς ἡγέτης ποὺ ὕψωσε τὸ ἀνάστημά του ἐνάντια στὸν Ἑβραϊσμό. Ἡ Γαλιλαία ἦταν μιὰ ἀποικία, ὅπου οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν πιθανῶς ἐγκαταστήσει Γαλάτες λεγεωναρίους, καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν Ἑβραῖος. Οἱ Ἑβραῖοι, παρεμπιπτόντως, τὸν θεωροῦσαν γιὸ μιᾶς πόρνης – μιᾶς πόρνης καὶ ἑνὸς Ρωμαίου στρατιώτη. Ἡ ἀποφασιστικὴ παραποίηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἔργο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Αὐτὸς ἀφοσιώθηκε σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο μὲ λεπτότητα καὶ γιὰ λόγους προσωπικῆς ἐκμετάλλευσης. Διότι σκοπὸς τοῦ Γαλιλαίου ἦταν νὰ ἀπελευθερώσει τὴ χώρα του ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ καταπίεση. Ὕψωσε τὸ ἀνάστημα του ἐνάντια στὸν ἑβραϊκὸ καπιταλισμό, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Ἑβραῖοι τὸν καθάρισαν»23.

Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διαστρεβλώθηκε τὸ ἀρχικὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ Χίτλερ προσέθετε, τὴν ἴδια ἡμέρα καὶ στὸν ἴδιο παραληρηματικό του μονόλογο, ὅτι ὁ Παῦλος πῆρε «ἕνα τοπικὸ κίνημα Ἀρίας ἀντίστασης στὸν Ἑβραϊσμό» καὶ τὸ μετέτρεψε σὲ θρησκεία μὲ μιὰ διαβρωτικὴ διδασκαλία περὶ ἰσότητας ὅλων τῶν ἀνθρώπων (κάτι ποὺ ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμὸς ἔβλεπε ὡς ἄντικρυς ἀντίθετο πρὸς τὴ φύση καὶ ἀνάλογο τοῦ μπολσεβικισμοῦ), ἡ ὁποία καί «προκάλεσε τὸν θάνατο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας». Ἔτσι, «ὁ Ἑβραῖος κατάφερε νὰ καταστρέψει τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία». Συγκεκριμένα, ὁ Χίτλερ ἔλεγε: «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ συνεκτίμησε τὰ πιθανὰ πλεονεκτήματα τῆς χρησιμοποίησης μιᾶς θρησκείας ὡς μέσου προπαγάνδας. Ἂν ὁ Ἑβραῖος κατάφερε νὰ καταστρέψει τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, αὐτὸ συνέβη, ἐπειδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μετέτρεψε ἕνα τοπικὸ κίνημα Ἀρίας ἀντίστασης στὸν Ἑβραϊσμὸ σὲ μιὰ ὑπερχρονικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία προϋποθέτει τὴν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους καὶ τὴν ὑπακοή τους σὲ ἕνα μοναδικὸ Θεό. Αὐτὸ εἶναι ποὺ προκάλεσε τὸν θάνατο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας»24.

Καὶ ἂν ἴσως τὰ παραπάνω δὲν λέγονταν ἀπὸ τὸν Χίτλερ παρὰ σὲ ἕνα στενὸ κύκλο συνδαιτυμόνων του, δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ γερμανὸς δικτάτορας εἶχε ἐκφράσει ἀνάλογες ἀπόψεις ἐντελῶς ἀνοικτά. Γιὰ παράδειγμα, στὸ περιώνυμο βιβλίο του Ὁ Ἀγών μου, ποὺ τὰ χρόνια τοῦ ναζισμοῦ εἶχε ἀναχθεῖ περίπου σὲ νέο εὐαγγέλιο, ὁ Χίτλερ ἔγραφε: «Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔκρυψε τὴ στάση του ἀπέναντι στὸν ἑβραϊκὸ λαό, καὶ ὅταν χρειάσθηκε, πῆρε ἀκόμα καὶ τὸ μαστίγιο, γιὰ νὰ διώξει ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ αὐτὸν τὸν ἀντίπαλο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ τότε ὅπως πάντα δὲν ἔβλεπε στὴ θρησκεία παρὰ ἕνα ὄργανο γιὰ τὴν ἐπιχειρηματική του ὕπαρξη. Σὲ ἀντίποινα, ὁ Χριστὸς καρφώθηκε στὸν σταυρό»25.

Ἔτσι, χωρὶς ὑπερβολή, ὁ προβαλλόμενος ὡς «πραγματικὸς Χριστός» τῶν Ναζὶ κατέληγε νὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο τοῦ ὁποίου τὸ πλησιέστερο ἀνάλογο μποροῦσε νὰ δεῖ κανεὶς στούς… ἄνδρες τῶν SA, τῶν Ταγμάτων Ἐφόδου τοῦ Χίτλερ, ἕνας γνήσιος Ἄριος πρωταγωνιστὴς τοῦ ἀγῶνα ἐνάντια στὸν παγκόσμιο Ἑβραϊσμό, γιὸς ἑνὸς γερμανικῆς καταγωγῆς στρατιώτη τῶν ρωμαϊκῶν λεγεώνων. Τὸ πόσο… χριστιανικὰ εἶναι ὅλα αὐτὰ ἀφήνεται βεβαίως στὴν κρίση τοῦ ἀναγνώστη.

Ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων

Ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων δὲν ἦταν αὐτὴ ποὺ προσδοκοῦσαν οἱ Ναζί. Ἴσως αὐτὸ νὰ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι τὰ θεμέλια τοῦ Ναζισμοῦ ἦταν πολὺ βαθιὰ ἀντιχριστιανικά, γιὰ νὰ περάσουν ἀπαρατήρητα. Ἴσως πάλι ἡ μέθη τῆς παντοδυναμίας καὶ ἡ ἀλαζονεία νὰ τοὺς ἔκανε νὰ εἶναι στὴν πράξη πολὺ λιγώτερο «διπλωμάτες» ἀπ’ ὅ,τι σχεδίαζαν νὰ φανοῦν. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ προσπάθεια διείσδυσής τους στὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες ἀπέτυχε παταγωδῶς.

Τὸν μῆνα τῶν πανηγυρικῶν ἐκδηλώσεων γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν 450 ἐτῶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Λούθηρου, συγκεκριμένα στὶς 13 Νοεμβρίου 1933, ἔγινε μιὰ μαζικὴ δημόσια ἐκδήλωση τῶν ἐλεγχόμενων ἀπὸ τοὺς Ναζί «Γερμανῶν Χριστιανῶν» στὸ Sportpalast τοῦ Βερολίνου, μὲ τὴ συμμετοχὴ περίπου 20.000 λαοῦ. Ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς ἐκδηλώσεως ἀκούσθηκαν πράγματα τόσο ἐξωφρενικά, ποὺ δὲν μποροῦσαν παρὰ νὰ προκαλέσουν τὸ αἴσθημα κάθε χριστιανοῦ.

Στὸ τέλος ψηφίσθηκαν τρία ψηφίσματα, τὸ ἕνα πιὸ ἐξωφρενικὸ ἀπὸ τὸ ἄλλο:

Ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς Μεταρρύθμισης.

– Οἱ βαπτισμένοι Ἑβραῖοι πρέπει νὰ ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

– Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη πρέπει νὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὶς Γραφές26.

Ἡ ἀκρότητα αὐτῶν τῶν θέσεων ἦταν τόσο ἐξόφθαλμη, ὥστε δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ξενίζει. Δὲν εἶναι σύμπτωση ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συγκέντρωση πολλοὶ ἐγκατέλειψαν τὶς τάξεις τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν»27, συνειδητοποιώντας ὅτι οἱ Ἐθνικοσοσιαλιστὲς δὲν εἶχαν τὴν πρόθεση νὰ παρέμβουν μόνο σὲ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς ὀργάνωσης, ἀλλὰ καὶ σὲ καίρια θεολογικὰ θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἀνεκτό.

Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν οἱ ἀκραῖες καὶ προκλητικὲς θέσεις, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Χίτλερ Ludwig Müller (ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴδαμε, εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπικεφαλῆς τῆς «Γερμανικῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας», ποὺ προοριζόταν νὰ συνενώσει τὶς ἐπιμέρους Περιφερειακὲς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες) ἐπέδειξε τέτοια προκλητικότητα, τέτοια ἔλλειψη διάκρισης καὶ διπλωματίας, ὥστε ξεσήκωσε τοὺς πάντες ἐναντίον του. Τελικά, οἱ ἀκραῖες θέσεις καὶ ἡ προκλητικὴ πολιτικὴ τοῦ Müller ἀποξένωσαν ἀπὸ τὸ ἐλεγχόμενο ἀπὸ τοὺς Ναζὶ κίνημα τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν» μεγάλα τμήματα τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν.

Ἡ ἀντίδραση πῆρε συγκεκριμένη μορφή. Ἤδη ἀπὸ τὶς 21 Σεπτεμβρίου τοῦ 1933 εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν πάστορα Martin Niemöller ἡ «Ἕνωση Ἐκτάκτου Ἀνάγκης Κληρικῶν» (Pfarrernotbund). Τὸν Μάιο τοῦ 1934 ἡ περίφημη Διακήρυξη τοῦ Barmen, πίσω ἀπὸ τὴν ὁποία βρισκόταν ὁ ἐξέχων Προτεστάντης θεολόγος Karl Barth, καταδίκασε τὴ μεθόδευση τῆς ὑπαγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὸ Κράτος. Ἀκολούθησε ἡ ἵδρυση τὸ ἴδιο ἔτος τῆς «Ὁμολογιακῆς Ἐκκλησίας» (Bekennende Kirche), μὲ ἐξέχοντα μέλη τοὺς Martin Niemöller καὶ Dietrich Bonhoeffer, ὡς ἀντίδραση στὴ σχεδιαζόμενη ὑπαγωγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ Κράτος, στὴν προκλητικὴ πολιτικὴ τοῦ Ludwig Müller καὶ στὶς αἱρετικὲς θέσεις τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν». Ἡ «Ὁμολογιακὴ Ἐκκλησία» ἐμφανιζόταν ὡς ἡ νόμιμη Προτεσταντικὴ Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας, ἀπέναντι στὴν ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὸ καθεστώς «Γερμανικὴ Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία» τοῦ Müller. Μὲ ὅλα αὐτά, ἡ ἀποτυχία τοῦ Müller νὰ ἑνώσει τοὺς Προτεστάντες σὲ μιὰ ἑνιαία Ἐκκλησία τοῦ Ράιχ ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ προφανής.

Ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι, παρὰ τὶς ἀδιαμφισβήτητες ἐπιτυχίες του σὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέτωπα, ἡ πολιτική του ἔναντι τῶν Ἐκκλησιῶν εἶχε στεφθεῖ ἀπὸ παταγώδη ἀποτυχία. Ὁ ἑπόμενος ἑλιγμὸς τοῦ Χίτλερ ἦταν νὰ ἱδρύσει τὸν Ἰούλιο τοῦ 1935 ἕνα Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν Ὑποθέσεων, στὸ ὁποῖο τοποθέτησε ἐπικεφαλῆς τὸν πιὸ μετριοπαθῆ φίλο του Hanns Kerrl, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι αὐτὸς θὰ τὰ κατάφερνε καλύτερα ἀπὸ τὸν Müller.

Ὁ Müller ἐτέθη στὸ περιθώριο. Στὰ τέλη τοῦ 1935 παραιτήθηκε ἀπὸ τὴ θέση του, ἀλλὰ παρέμεινε ἀφοσιωμένος στὸν Ἐθνικοσοσιαλισμὸ μέχρι τὸ τέλος. Ἐπέζησε τοῦ πολέμου, ἀλλὰ αὐτοκτόνησε στὸ Βερολῖνο τὸν Ἰούλιο τοῦ 1945, λίγο μετὰ τὴ συνθηκολόγηση τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας.

Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Hanns Kerrl, ποὺ ἀνέλαβε ἐπικεφαλῆς τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν Ὑποθέσεων, θέλησε νὰ φανεῖ πιὸ διαλλακτικός. Θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πιὸ μετριοπαθεῖς Ναζί, φαίνεται δὲ ὅτι πίστευε εἰλικρινὰ ὅτι Χριστιανισμὸς καὶ Ναζισμὸς ἦταν συμβατὰ μεταξύ τους. Ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του ἦταν καταδικασμένες νὰ ναυαγήσουν, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ μεθοδεύσεις τοῦ καθεστῶτος καὶ οἱ ἀκρότητες τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν» εἶχαν πιὰ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐξάλλου, δὲν πρέπει νὰ νομισθεῖ ὅτι ἡ διαλλακτικότητα ποὺ φρόντιζε νὰ ἐπιδεικνύει εἶχε κάποια σημασία ἐπὶ τῆς οὐσίας. Διότι, ἐπὶ τῆς οὐσίας, δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ κανεὶς κάτι πιὸ ἀκραῖο καὶ πιὸ βαθιὰ αἱρετικὸ ἀπὸ τὰ ὅσα εἶπε αὐτὸς ὁ ὑποτίθεται διαλλακτικὸς Hans Kerrl σὲ ὁμιλία του στὶς 13 Φεβρουαρίου 1937, σὲ συγκέντρωση κομματικῶν κληρικῶν: «Τὸ Κόμμα συντάσσεται μὲ τὸν Θετικὸ Χριστιανισμό, καὶ ὁ Θετικὸς Χριστιανισμὸς εἶναι Ἐθνικοσοσιαλισμός. (…) Ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμὸς εἶναι ἡ ἐκτέλεση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. (…) Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται στὸ γερμανικὸ αἷμα. (…)

Ὁ Δρ Zoellner28 καὶ ὁ κόμης Galen29 προσπάθησαν νὰ μοῦ καταστήσουν σαφὲς ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς συνίσταται στὴν πίστη στὸν Χριστὸ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ μὲ κάνει νὰ γελάω. (sic!) (…) Ὄχι, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. (sic!) (…) Ὁ ἀληθινὸς Χριστιανισμὸς ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὸ Κόμμα, καὶ ὁ γερμανικὸς λαὸς καλεῖται τώρα ἀπὸ τὸ Κόμμα καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὸν Φύρερ σὲ ἕναν πραγματικὸ Χριστιανισμό. (sic!) (…) Ὁ Φύρερ εἶναι ὁ προάγγελος μιᾶς νέας Ἀποκάλυψης (sic!)»30.

Τὰ παραπάνω λόγια εἶναι, χωρὶς καμμία ἀπολύτως ὑπερβολή, ἀνατριχιαστικά!

Δείχνουν σὲ ποιὸν ἀδιανόητο κατήφορο ὁδηγοῦσε στὴν πράξη ἡ ἐθνικοσοσιαλιστικὴ ἐπιδρομὴ στὸν πυρῆνα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἀκόμη καὶ ἐκκινώντας ἀπὸ μικρές «πινελιές», ποὺ ἀρχικὰ μποροῦσαν νὰ φανοῦν ἀκόμα καὶ ἀνώδυνες!

Ἦταν ὅμως φανερὸ ὅτι τὰ σχέδια τοῦ καθεστῶτος γιά «ἅλωση» τῶν Ἐκκλησιῶν εἶχαν ναυαγήσει, καὶ οἱ φιλοδοξίες τῶν Ναζὶ εἶχαν ἀναγκαστικὰ μπεῖ στὸ περιθώριο. Ἄλλωστε, πολὺ σύντομα ἡ ἔκρηξη τοῦ πολέμου στὴν Εὐρώπη θὰ ἄλλαζε ἄρδην τὶς προτεραιότητες. Οἱ «Γερμανοὶ Χριστιανοί» ἐξακολούθησαν νὰ ὑπάρχουν, νὰ ἀποτελοῦν μιὰ ὑπολογίσιμη δύναμη, ἀλλὰ δὲν ἔπαυαν νὰ εἶναι μειοψηφία ἐντὸς τοῦ προτεσταντικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Γερμανίας31. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χίτλερ ἀπολάμβανε μιᾶς πρωτοφανοῦς δημοφιλίας καὶ σχεδὸν ὁμόφωνης ἀποδοχῆς στὴ Γερμανία, ἡ ὁποία ἔφθανε μέχρι τῆς «θεοποιήσεώς» του, ἡ ἐπιρροὴ τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν» δὲν ὑπερέβη καμμία στιγμὴ τὸ ἕνα τέταρτο μὲ ἕνα τρίτο τῶν 40 ἑκατομμυρίων Προτεσταντῶν στὴ Γερμανία32, ἐνῷ, ἀκόμα χειρότερα, ἡ διείσδυση τοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ στὴν καθολικὴ κοινότητα τῆς Γερμανίας ἦταν σχεδὸν μηδαμινή. Ὅπως ἀποδείχθηκε, καμμία ἄλλη πληθυσμιακὴ ὁμάδα στὴ ναζιστικὴ Γερμανία δὲν εἶχε τόσο ἰσχυρά «ἀντισώματα» ἀπέναντι στὴ ναζιστικὴ ἰδεολογία, ὅσο εἶχαν οἱ Χριστιανοί!

Οἱ ἐλεγχόμενοι ἀπὸ τὸ καθεστώς «Γερμανοὶ Χριστιανοί», βεβαίως, ἐξακολούθησαν νὰ προωθοῦν τήν «ἀτζέντα» τους, τήν «ἀτζέντα» τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ», ὅσο καὶ ἂν αὐτὴ δὲν ἀνῆκε πλέον στὶς προτεραιότητες τοῦ Κόμματος. Καὶ μάλιστα, πολὺ γρήγορα δὲν περιορίζονταν πιὰ στὴν ἀπόρριψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· ἔφθαναν μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἐπιχειρήσουν… νὰ ἀλλάξουν καὶ τὴν Καινή!

Συγκεκριμένα, τὸ 1939, μὲ τὴν ὑποκίνηση τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν» μέσῳ τῶν ἐλεγχόμενων ἀπὸ αὐτοὺς Περιφερειακῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γερμανίας, ἱδρύθηκε τό «Ἰνστιτοῦτο Eisenach γιὰ τὴ Μελέτη καὶ τὴν Ἐξάλειψη τῆς Ἑβραϊκῆς Ἐπίδρασης στὴ Γερμανικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ζωή» (Eisenacher Institut zur Erforschung und Beseitigung des jüdischen Einflusses auf das deutsche kirchliche Leben), τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖτο καί «Ἰνστιτοῦτο Ἀποϊουδαιοποίησης» (Entjudundsinstitut), διευθυνόμενο ἀπὸ τοὺς Siegfried Leffler καὶ Walter Grundmann. Στὸ πλαίσιό του λειτούργησε ὁ «Κύκλος Ἐργασίας γιὰ τὴ Διαθήκη τοῦ Λαοῦ» (Arbeitskreis Volkstestament), γιὰ τὴ σύνθεση καὶ ἔκδοση ἑνός… νέου Εὐαγγελίου, ἀπηλλαγμένου ἀπὸ ἑβραϊκὲς ἐπιρροές, ποὺ θὰ προέβαλλε τὸν Ἄριο Ἰησοῦ

Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ τὸν ἐμφάνιζε ὡς καταγόμενο ἀπὸ τὸν Δαβίδ. Ἀφαιρέθηκαν ἐπίσης τὰ ἑβραϊκὰ ὀνόματα καὶ ἑβραϊκὰ τοπωνύμια, καθὼς καὶ τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη – ἐκτὸς βέβαια ἂν ἦταν μειωτικὰ γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Καὶ βεβαίως ἀφαιρέ- θηκαν καὶ ὅλες οἱ ἀναφορὲς σὲ ἐκπληρωμένες προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης33.

Τὸ ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἐργασίας δημοσιεύθηκε τὸ 1940 ὑπὸ τὸν τίτλο Τὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ (Die Botschaft Gottes)34.

Ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ εἶναι γενικὰ ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸ 1994, τὸ κείμενο αὐτοῦ τοῦ «Εὐαγγελίου» τῶν Ναζὶ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὴν ποιήτρια Lulu von Strauß und Torney (1873-1956), γνωστὴ κυρίως γιὰ τὶς μπαλάντες της35. Ὡστόσο, ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες ἔβρισκαν πλέον μόνο πολὺ περιορισμένη ἀπήχηση.

Ὁ Χίτλερ ὅμως εἶχε ἀγανακτήσει μὲ τὴ μικρὴ πρόοδο τῶν σχεδίων του. Τελικά, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν προσπάθειά του νά «ἁλώσει» τὶς Ἐκκλησίες μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο «δούρειο ἵππο». Ὅπως σημειώνει ἡ Βρετανίδα ἱστορικὸς Mary Fulbrook, «οἱ Ναζὶ τελικὰ ἐγκατέλειψαν τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀφομοιώσουν τὸν Χριστιανισμό, καὶ δὲν ἔκρυβαν καθόλου τὴν περιφρόνησή τους γιὰ τὶς χριστιανικὲς πεποιθήσεις καὶ τὴ χριστιανικὴ ἠθική»36. Ὁ Χίτλερ ἔφθασε, καθὼς φαίνεται, νὰ νιώθει ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄλλος δρόμος ἀπὸ τὴν ἀνοικτὴ καὶ ἀπροκάλυπτη σύγκρουση μὲ τὶς Ἐκκλησίες, ὅσο καὶ ἂν αὐτὴ ἡ σύγκρουση ἔπρεπε νὰ ἀναβληθεῖ γιὰ τὸ μέλλον, καθὼς ὁ ἐν ἐξελίξει πόλεμος ἔθετε ἀναγκαστικὰ ἄλλες προτεραιότητες.

Συμπεράσματα

Οὕτως ἢ ἄλλως, ὁ ἐναγκαλισμὸς τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ» ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοσοσιαλιστὲς καὶ τὸν Χίτλερ δὲν ἦταν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς παρὰ ἕνας ἑλιγμός, μιὰ κίνηση τακτικῆς στὸν πόλεμό τους κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καὶ αὐτὸ τὸ δηλώνει μὲ τὸν πιὸ εὐθὺ καὶ ἀπροκάλυπτο τρόπο ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ στενοὺς συνεργάτες τοῦ Χίτλερ, ὁ διαβόητος ὑπουργὸς Προπαγάνδας Joseph Goebbels. Αὐτός, σὲ μιὰ σημείωσή του τοῦ 1939 ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιό του, παρατηρεῖ ὅτι ὁ Χίτλερ γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι στὸ τέλος «θὰ πρέπει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα τῆς σύγκρουσης μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κράτους», ἀλλὰ πίστευε ὅτι, μέχρι τότε, « καλύτερος τρόπος νὰ ἀντιμετωπίσεις τὶς Ἐκκλησίες εἶναι νὰ ἰσχυρισθεῖς ὅτι εἶσαι θετικὸς χριστιανός»37.

Βέβαια, ἀκόμα καὶ μέσῳ τοῦ ἑλιγμοῦ τοῦ «Θετικοῦ Χριστιανισμοῦ», ὁ στόχος παρέμενε ἡ ἐξουδετέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν ὁποῖο ὁ Χίτλερ καὶ οἱ Ναζὶ ἀντιλαμβάνονταν ὡς θανάσιμο ἀντίπαλο. Ὁ Jack R. Fischel, στὸ Ἱστορικὸ Λεξικὸ τοῦ Ὁλοκαυτώματος, προσδιορίζει πολὺ εὔστοχα τὸν στόχο τῆς πολιτικῆς τοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ ποὺ ἐκφράσθηκε ἀπὸ τόν «Θετικὸ Χριστιανισμὀ» καὶ τούς «Γερμανοὺς Χριστιανούς»: «Ὁ στόχος ἦταν εἴτε νὰ καταστρέψουν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ νὰ ἀναβιώσουν τοὺς Γερμανοὺς θεοὺς τῆς Ἀρχαιότητας, εἴτε νὰ μετατρέψουν τὸν Ἰησοῦ σὲ Ἄριο»38.

Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, δὲν πρόκειται παρὰ γιὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ποὺ γράφει μὲ ἄλλα λόγια ὁ Ἀμερικανὸς ἱστορικὸς Marshall Dill: «Δὲν φαίνεται ὑπερβολὴ νὰ ἐπιμείνουμε ὅτι οἱ μεγαλύτερη πρόκληση ποὺ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ Ναζὶ ἦταν ἡ προσπάθειά τους νὰ ἐξαλείψουν τὸν Χριστιανισμὸ στὴ Γερμανία, ἢ τοὐλάχιστον νὰ τὸν ὑποτάξουν στὴ γενική τους κοσμοθεωρία»39.

Σὲ κάθε περίπτωση, εἶναι ἀπολύτως σαφὲς ὅτι, ἐὰν οἱ Ναζὶ δὲν εἶχαν χάσει τὸν πόλεμο, τὰ χειρότερα γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἕπονταν.

Ὁ Gerhard “George” Lachmann Mosse, ὁ ἑβραϊκῆς καταγωγῆς ἱστορικὸς ποὺ διέφυγε ἔγκαιρα ἀπὸ τὴ ναζιστικὴ Γερμανία καὶ σταδιοδρόμησε στὶς ΗΠΑ, εἶναι ἐν προκειμένῳ ἀπολύτως σαφής: «Ἐὰν οἱ Ναζὶ εἶχαν κερδίσει τὸν πόλεμο, οἱ ἐκκλησιαστικές τους πολιτικὲς θὰ εἶχαν ξεπεράσει αὐτὲς τῶν Γερμανῶν Χριστιανῶν, φθάνοντας μέχρι τὴν ἀπόλυτη καταστροφὴ τόσο τῆς Καθολικῆς ὅσο καὶ τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας»40. Ὁτιδήποτε ἄλλο ἦταν ἑλιγμός.

Ὁ Βρετανὸς ἱστορικὸς Roger Griffin γράφει: «Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι μακροπρόθεσμα οἱ ἡγέτες τῶν Ναζί, ὅπως ὁ Χίτλερ καὶ ὁ Χίμμλερ, σκόπευαν νὰ ἐξαλείψουν τὸν Χριστιανισμὸ ἐξίσου ἀνελέητα μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀντίπαλη ἰδεολογία, ἀκόμα καὶ ἂν βραχυπρόθεσμα ἔπρεπε νὰ ἀρκεσθοῦν σὲ ἕναν συμβιβασμὸ μὲ αὐτόν»41.

Σύμφωνα μὲ τὸν βασικὸ βιογράφο τοῦ Χίτλερ, τὸν Alan Bullock, «μόλις τελείωνε ὁ πόλεμος, ὁ Χίτλερ ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του ὅτι θὰ ξερρίζωνε καὶ θὰ κατέστρεφε τὴν ἐπιρροὴ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν»42.

Ὁ Βρετανὸς ἱστορικὸς Anton Gill βεβαιώνει ὅτι «οἱ Ναζὶ σχεδίαζαν νὰ ἀποχριστιανίσουν τὴ Γερμανία μετὰ τὴν τελικὴ νίκη»43, ἐνῷ ὁ Ἀμερικανὸς ἱστορικὸς Joseph W. Bendersky κάνει λόγο γιὰ ἀποχριστιανισμὸ ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης: «Συνεπῶς, ὁ ἀπώτερος στόχος τοῦ Χίτλερ ἦταν νὰ ἐξαλείψει τὶς Ἐκκλησίες, μόλις θὰ εἶχε ἑδραιώσει τὸν ἔλεγχο ἐπὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς του αὐτοκρατορίας»44.

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Ναζὶ προσπάθησαν νά «ἁλώσουν» τὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες στὴ Γερμανία προσφέρει πολλὰ διδάγματα καὶ γιὰ τὴ σημερινὴ ἐποχή:

Μᾶς δείχνει, γιὰ μία ἀκόμη φορά, πῶς ἀκόμη καὶ οἱ πλέον «ἅρπαγες λύκοι» συνηθίζουν νὰ ἐμφανίζονται ἀρχικὰ μπροστά μας «ἐν ἐνδύμασι προβάτων»45.

Μᾶς δείχνει, ἐπίσης, σὲ ποιὸ βαθμὸ ἀκόμη καὶ ἡ ἐλάχιστη ἀμφισβήτηση τῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκόμη καὶ ὁ ἐλάχιστος καὶ φαινομενικὰ ἀθῶος «ἀναθεωρητισμός», μπορεῖ νὰ ἀνοίξει τὸν ἀσκὸ τοῦ Αἰόλου, ὁδηγώντας σὲ ἕναν κατήφορο χωρὶς τέρμα.

Μᾶς δείχνει, τέλος, πόσο δηλητήριο μπορεῖ νὰ κρύβεται ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ πράγματα ποὺ κατ’ ἀρχὴν φαίνονται ὄχι ἁπλῶς ἀθῶα, ἀλλὰ καὶ θετικὰ καὶ ἑλκυστικά, ὅπως ἡ συνένωση τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ εὐαγγελίσθηκαν οἱ Ναζί, γιὰ νὰ δελεάσουν τοὺς Προτεστάντες Χριστιανούς.

Ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴ ναζιστικὴ Γερμανία εἶναι ἕνα θέμα ποὺ παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον, ὅπως ἀσφαλῶς ὁ ἀναγνώστης θὰ ἔχει ἤδη βρεῖ τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσει. Μέχρι στιγμῆς, ἔχουμε σταθεῖ σὲ δύο κεφάλαια αὐτοῦ τοῦ τόσο ἐνδιαφέροντος θέματος: Πρῶτον, βρήκαμε τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε τὸν βαθμὸ στὸν ὁποῖο ὁ Ναζισμὸς ἦταν θεμελιωμένος πάνω στὴν Ἄρνηση. Δεύτερον, εἴδαμε τοὺς δόλιους τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Ναζισμὸς προσπάθησε νά «ἁλώσει» τὶς Ἐκκλησίες στὴ Γερμανία, δελεάζοντας τὴ μὲν καθολικὴ κοινότητα μὲ τὸ Κονκορδάτο, τὴ δὲ προτεσταντικὴ μὲ τὴν προβολὴ καὶ ἰδιοποίηση τοῦ Λούθηρου καὶ μὲ τὴν προώθηση τῆς ἑνοποίησης τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν.

Μένει νὰ δοῦμε δύο ἀκόμη κεφάλαια, ἐξίσου, ἂν ὄχι περισσότερο ἐνδιαφέροντα: Πρῶτον, τὸν ἀνοικτὸ διωγμὸ ποὺ ἐξαπέλυσε τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἔνιωσε ὅτι μποροῦσε πιὰ νὰ ἀφήσει στὴν ἄκρη τὰ προσχήματα. Δεύτερον, τὴν ἀντίσταση τῶν Χριστιανῶν στὸ ναζιστικὸ καθεστὼς μέσα στὴν ἴδια τὴ ναζιστοκρατούμενη Γερμανία, μιὰ ἀντίσταση ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ διδάσκεται καὶ νὰ μᾶς διδάσκει, ὥστε νὰ γνωρίζουμε καλὰ ὄχι μόνο ποῦ ἦταν θεμελιωμένος ὁ Ναζισμός, ἀλλὰ καὶ ποιὰ πνευματικὰ θεμέλια εἶχαν αὐτοὶ ποὺ τόλμησαν νὰ ὑψώσουν τὸ ἀνάστημά τους ἀπέναντί του. Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε προσεχῶς.

ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ

1  Γιάννη Κ. Τσέντου, «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση. Μέρος Α΄», Ἀκτῖνες 795 (Σεπτέμβριος- Ὀκτώβριος 2022), σελ. 175-189· «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση. Μέρος Β΄», Ἀκτῖνες 796 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2022), σελ. 226-248.

2 Geoffrey G. Field, Evangelist of Race. The Germanic Vision of Houston Stewart Chamberlain,Columbia University Press, 1981, σελ. 192.

3 Karl Barth, Eine Schweizer Stimme, Zürich 1939, σελ. 113.

4 Karl Barth, ὅ.π., σελ. 122.

5 Richard Steigmann-Gall, The Holy Reich. Nazi Conceptions of Christianity, 1919–1945, Cambridge University Press 2003, σελ. 156.

6 Reichsgesetzblatt des deutschen Reiches 1933, I, 1, σελ. 47.

7 Ἰω., ιζ΄ 21.

8 Ἰω., ι΄ 16.

9 Richard Steigmann-Gall, The Holy Reich.Nazi Conceptions of Christianity, 1919–1945, Cambridge University Press 2003, σελ. 8, 33.

10 Houston Stewart Chamberlain, Die Grundlagen des neunzehnten Jahrhunderts, F. Bruckmann, München 1899.

11 Samuel W. Jr. Mitcham, Why Hitler? The Genesis of the Nazi Reich, Praeger, Westport, Connecticut 1996, σελ.82.

12 Geoffrey G. Field, Evangelist of Race.The Germanic Vision of Houston Stewart Chamberlain,Columbia University Press, 1981, σελ. 192.

13 Charlene Welpinghus, »Arthur Bonus – der “Germanisierer des Christentums”«, ἐν Rolf Düsterberg (ed.),Dichter für das »Dritte Reich«, Band 4. Biografische Studien zum Verhältnis von Literatur und Ideologie, Aisthesis, Bielefeld 2018, σελ. 129.

14 Ernst Deuerlein,Der Aufstieg der NSDAP in Augenzeugenberichten, Deutscher Taschenbuch Verlag, München 1974, σελ. 108-112.

15 Βλ. σημ. 1.

16 Laurence Rees, The Dark Charisma of Adolf Hitler, Ebury Press, London 2012, σελ. 135.

17 Alfred Rosenberg, Der Mythus des 20.

Jahrhunderts. Eine Wertung der seelisch-geistigen Gestaltenkämpfe unserer Zeit, Hoheneichen, München 1930, σελ. 601-602.

18 Alfred Rosenberg, ὅ.π., σελ. 160.

19 Alfred Rosenberg, ὅ.π., σελ. 604.

20 Alfred Rosenberg, ὅ.π., σελ. 297.

21 Max Bewer, Der deutsche Christus, Goethe Verlag, Dresden 1907.

22 Jakob Wilhelm Hauer, Ein Arischer Christus? Eine Besinnung über deutsches Wesen und Christendum, Karlsruhe, Leipzig, Boltze 1939.

23 H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, transl. Norman Cameron and R. H.Stevens, Enigma Books, New York 20003 (ed. pr.Weidenfeld & Nicolson London 1953), μεσημέρι 21 Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 76: “Originally, Christianity was merely an incarnation of Bolshevism the destroyer. Nevertheless, the Galilean, who later was called the Christ, intended something quite different. He must be regarded as a popular leader who took up His position against Jewry. Galilee was a colony where the Romans had probably installed Gallic legionaries, and it’s certain that Jesus was not a Jew. The Jews, by the way, regarded Him as the son of a whore – of a whore and a Roman soldier. The decisive falsification of Jesus’s doctrine was the work of St. Paul. He gave himself to this work with subtlety and for purposes of personal exploitation. For the Galilean’s object was to liberate His country from Jewish oppression. He set Himself against Jewish capitalism, and that’s why the Jews liquidated Him”.

24 ὅ.π., σελ. σελ. 78: “St. Paul was the first man to take account of the possible advantages of using a religion as a means of propaganda. If the Jew has succeeded in destroying the Roman Empire, that’s because St. Paul transformed a local movement of Aryan opposition to Jewry into a supra-temporal religion, which postulates the equality of all men amongst themselves, and their obedience to an only god. This is what caused the death of the Roman Empire”.

25 Adolf Hitler, Mein Kampf, transl. Ralph Manheim, Houghton Mifflin, New York 1998, σελ. 307.

26 Hans Buchheim, Glaubenskrise im Dritten Reich, Deutsche Verlagsanstalt, Stuttgart 1953, σελ. 124-136.

27 Doris L. Bergen, Twisted Cross. The German Christian movement in the Third Reich,University of North Carolina Press,Chapel Hill 1996, σελ. 17.

28 Ὁ Wilhelm Zoellner εἶχε διαδεχθεῖ τὸν Ludwig Müller στὴ θέση τοῦ «Ἐπισκόπου τοῦ Ράιχ».

29 Ὁ Καθολικὸς ἐπίσκοπος τοῦ Münster, περίφημος γιὰ τὴν ἀντίστασή του στὸ ναζιστικὸ καθεστώς.

30 William L. Shirer, Rise and Fall of the Third Reich. A History of Nazi Germany, Simon and Schuster, New York 1990 (ed. pr. 1960), σελ. 238-239.

31 Michael Berenbaum, Abraham J. Peck, The Holocaust and History. The known, the unknown, the disputed and the re-examined, Indiana University Press, 2002, σελ.567.

32 Susannah Heschel, The Aryan Jesus. Christian theologians and the Bible in Nazi Germany, Princeton University Press, Princeton & Oxford 2008, σελ. 3.

33 Βλ. Alon Confino, “Why did the Nazis burn the Hebrew Bible? Nazi Germany, Representations of the past and the Holocaust”, The Journal of Modern History 84/2 (1 June 2012).

34 Institut zur Erforschung und Beseitigung des jüdischen Einflusses auf das deutsche kirchliche Leben (ed.), Die Botschaft Gottes, Verlag Deutsche Christen, Weimar 1940.

35 Hans Sarkowicz, Alfred Mentzer,Schriftsteller im Nationalsozialismus. Ein Lexikon, Insel, Berlin 2011,σελ. 578. 36 Mary Fulbrook, The Fontana History of Germany, 1918–1990. The Divided Nation, Fontana Press, London 1991, σελ. 81.

37 The Goebbels Diaries 1939-41, transl. Fred Taylor, Hamish Hamilton Ltd, London 1982, σελ. 76: “I put forward my complaints about the church.

The Führer shares them completely, but does not believe that the churches will try anything in the middle of a war. But he knows that he will have to get around to dealing with the conflict between church and state. At the moment, however, our own extremists are making things too easy for the churches. They are presenting them with cheap ammunition. The Führer passionately rejects any thought of founding a religion. He has no intention of becoming a priest. His sole, exclusive role is that of a politician. The best way to deal with the churches is to claim to be a ‘positive Christian’”.

38 Jack R. Fischel, Historical Dictionary of the Holocaust, Scarecrow Press, 2010, σελ. 123: “The objective was to either destroy Christianity and restore the German gods of antiquity or to turn Jesus into an Aryan”.

39 Marshall Dill, Germany. A modern history, University of Michigan Press, 1970 (ed. pr. 1961), σελ. 365: “It seems no exaggeration to insist that the greatest challenge the Nazis had to face was their effort to eradicate Christianity in Germany or at least to subjugate it to their general world outlook”.

40 Gerhard “George” Lachmann Mosse, Nazi Culture. Intellectual, Cultural and Social Life in the Third Reich, University of Wisconsin Press, 2003 (ed. pr. 1966, edited by G. L. Mosse), σελ. 240.

41 Roger Griffin, “Fascism’s relation to religion”, ἐν Cyprian P. Blamires (ed.), World Fascism. A historical encyclopedia, vol. 1, ABC-CLIO 2006, σελ. 10: “There is no doubt that in the long run Nazi leaders such as Hitler and Himmler intended to eradicate Christianity just as ruthlessly as any other rival ideology, even if in the short term they had to be content to make compromises with it”.

42 Alan Bullock, Hitler. A Study in Tyranny, Harper & Row, New York 1964 (ed. pr. Odhams Press, London 1952), σελ. 389: “Once the war was over, he (Hitler) promised himself, he would root out and destroy the influence of the Christian Churches”.

43 Anton Gill, An Honourable Defeat. A History of the German Resistance to Hitler, Random House, 1994, σελ. 14-15: “(the Nazis planned to) de-Christianise Germany after the final victory”.

44 Joseph W. Bendersky, A concise history of Nazi Germany, Rowman & Littlefield, 2007, σελ. 147: “Consequently, it was Hitler’s long range goal to eliminate the churches once he had consolidated control over his European empire”.

45 Ματθ., ζ΄ 15.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΚΤΙΝΕΣ» ΕΤΟΣ 86ο  |  IOYΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  2023  |  800

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/%ce%b7-%ce%bd%ce%b1%ce%b6%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%ce%bc%ce%b5%ce%b8%ce%bf%ce%b4%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%b1%ce%bb%cf%89%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-2/