Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΕΥΣΗ ΓΙΑ «ΑΛΩΣΗ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ (Α΄)

 

Ιστορικά

Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ

Εἰσαγωγή

Σὲ προηγούμενη μελέτη μας ποὺ δημοσιεύθηκε στὶς σελίδες τῶν Ἀκτίνων μὲ τὸν τίτλο «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση», εἴδαμε ὅτι οἱ κορυφαῖοι ἐκ τῶν ἡγετῶν τοῦ Ναζισμοῦ –ἄνθρωποι σὰν τὸν Heinrich Himmler, τὸν Joseph Goebbels, τὸν Martin Bormann, τὸν Alfred Rosenberg– εἶχαν τὴν Ἄρνηση καὶ τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἰδεολογία καὶ σημαία τους1. Στὸ δὲ δεύτερο μέρος αὐτῆς τῆς μελέτης2, ἑστιάσαμε στὰ ξεσπάσματα τοῦ ἴδιου τοῦ Χίτλερ κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς παραληρηματικοὺς μονολόγους του ποὺ καταγράφονταν μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια στὸ Ἀρχηγεῖο του ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι πίστευαν εἰλικρινὰ ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Φύρερ ἦταν ἕνα «εὐαγγέλιο» ποὺ ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθεῖ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Τὰ ξεσπάσματα αὐτὰ εἶναι τόσα καὶ τέτοια, ὥστε ὅποιος τὰ διατρέξει θὰ δυσκολευόταν πολὺ νὰ σκεφθεῖ ἄλλη μορφὴ στὴν παγκόσμια ἱστορία ποὺ νὰ ἐνσαρκώνει τὴν Ἄρνηση καὶ τὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος στὸν βαθμὸ στὸν ὁποῖο τὰ ἐνσάρκωνε ὁ Χίτλερ.

Ὅταν λοιπὸν ὁ Χίτλερ ἀνῆλθε στὸ ἀξίωμα τοῦ Καγκελαρίου τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1933, πολὺ δὲ περισσότερο ὅταν τοῦ παραχωρήθηκαν δικτατορικὲς ἐξουσίες τὸν Μάρτιο τοῦ ἴδιου ἔτους, θὰ περίμενε κανεὶς λογικὰ αὐτὸ τὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος τοῦ ἴδιου τῶν Χίτλερ καὶ τῶν Ναζὶ νὰ περάσει ἀπὸ τὴ θεωρία στὴν πράξη – πολλῷ δὲ μᾶλλον δεδομένου ὅτι οἱ Ἐκκλησίες στὴ Γερμανία δὲν ἔχαναν εὐκαιρία νὰ ἀποδοκιμάζουν ἀνοικτὰ τὶς ναζιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές. Ἡ κατάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπὸ τοὺς Ναζὶ θὰ σήμαινε τὴν ἔναρξη ἑνὸς πολέμου ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἦταν τόσο ἁπλᾶ.

Πραγματικά, ὑπῆρχε ἕνα δεδομένο ποὺ οἱ Ναζὶ δὲν μποροῦσαν νὰ παραβλέπουν, μ’ ὅλο τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ ριζοσπαστικοῦ μαζικοῦ λαϊκοῦ κινήματος ποὺ εἶχε βρεθεῖ στὴν ἐξουσία μὲ τὴ φιλοδοξία νὰ ἀλλάξει τὰ πάντα. Τὸ δεδομένο αὐτὸ ἦταν ἡ εὐρύτατη ἀπήχηση τῆς χριστιανικῆς πίστης στὴ γερμανικὴ κοινωνία.

Ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ John Conway, «οἱ Ναζὶ ἔπρεπε νὰ συνεκτιμήσουν τὸ γεγονὸς ὅτι, παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειες τοῦ Rosenberg, μόνο τὸ 5% τοῦ πληθυσμοῦ δήλωσε στὴν ἀπογραφὴ τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 μὴ συνδεδεμένο πλέον μὲ τὶς χριστιανικὲς Ἐκκλησίες»3. Βεβαίως, μὲ δεδομένο τὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος τῶν Ναζί, πραγματικὰ ἡ ἄνοδός τους στὴν ἐξουσία δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ σημαίνει τὴν ἔναρξη ἑνὸς πολέμου ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία. Μὲ μία διαφορά: ὅτι ὁ πόλεμος αὐτὸς ἔπρεπε νὰ γίνει μὲ προσοχή, ὥστε νὰ μὴν προκαλέσει τὶς εὐαισθησίες καὶ τὴ χριστιανικὴ πίστη τῆς γερμανικῆς κοινωνίας.

Μὲ αὐτὴ τὴ λογική, δὲν εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς ποὺ μποροῦν νὰ βρεθοῦν ἀκόμη καὶ κάποιες –ἀσφαλῶς ἐλάχιστες καὶ μεμονωμένες– δημόσιες τοποθετήσεις τοῦ Χίτλερ στὶς ὁποῖες αὐτὸς δήλωνε… χριστιανός.

Γιὰ ὅποιον γνωρίζει τὸ ἐκπεφρασμένο ἀντιχριστιανικὸ μένος τοῦ Χίτλερ, κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἁπλῶς παράδοξο· μοιάζει… ἀνέκδοτο… Ἀλλὰ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε τί κρυβόταν πίσω ἀπὸ τίς –οὕτως ἢ ἄλλως ἐλάχιστες– τέτοιες δημόσιες τοποθετήσεις: Ἂν ὁ Χίτλερ ἐκφραζόταν δημόσια κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ θὰ ξένιζε τόσο πολύ, ὥστε θὰ περιόριζε δραματικὰ τὴν ὅποια ἀπήχηση θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὸ κίνημα τοῦ ὁποίου ἡγεῖτο στὸν γερμανικὸ λαό. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Βρετανοῦ ἱστορικοῦ Laurence Rees: «Ἡ πιὸ πειστικὴ ἐξήγηση αὐτῶν τῶν δηλώσεων εἶναι ὅτι ὁ Χίτλερ, ὡς πολιτικός, ἁπλῶς ἀναγνώριζε τὴν πρακτικὴ πραγματικότητα τοῦ κόσμου στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε. (…) Ἂν εἴτε ὁ Χίτλερ ὁ ἴδιος εἴτε τὸ κίνημά του εἶχε ἀπομακρυνθεῖ πολὺ ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, μποροῦμε νὰ δοῦμε πῶς δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ἔχει ἐπιτυχία σὲ ἐλεύθερες ἐκλογές»4.

Ἐπαναλαμβάνουμε βεβαίως ὅτι, μὲ δεδομένα ὅσα εἴδαμε διὰ μακρῶν στὶς δύο προαναφερθεῖσες μελέτες μας μὲ τὸν τίτλο «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση», ἡ ἄνοδος τῶν Ναζὶ στὴν ἐξουσία ἦταν βέβαιο ὅτι προμήνυε τὴν κήρυξη ἑνὸς πολέμου ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία. Ἁπλῶς, αὐτὸς δὲν θὰ ἦταν, τοὐλάχιστον σὲ μιὰ πρώτη φάση, ἕνας ἀνοικτὸς καὶ ἀπροκάλυπτος πόλεμος.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὸν τὸν πόλεμο, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ πῆρε τὴ μορφὴ μιᾶς ὕπουλης μεθόδευσης γιὰ τήν «ἅλωση» τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει κατὰ πρῶτον νὰ κατανοήσουμε τὴ σύνθεση τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Γερμανίας: Τὴ στιγμὴ τῆς ἀνόδου τοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ στὴν ἐξουσία τὸ 1933, οἱ Γερμανοὶ ἦταν περίπου κατὰ τὰ 2/3 Προτεστάντες καὶ κατὰ τὸ 1/3 Καθολικοί. Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τὸ ποσοστὸ τῶν Καθολικῶν εἶχε ἀνέβει, μετὰ τὴν προσάρτηση τῆς κατὰ τὸ πλεῖστον καθολικῆς Αὐστρίας καὶ τῆς κατὰ τὸ πλεῖστον καθολικῆς Τσεχοσλοβακίας. Σὲ μιὰ ἀπογραφὴ ποὺ διεξήχθη τὸν Μάιο τοῦ 1939, ἕνα 54% τοῦ πληθυσμοῦ αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς Προτεστάντες, ἕνα 40% ὡς Καθολικοί, ἕνα 4% ὡς »Gottgläubig« (πρόκειται γιὰ ἕναν ὅρο ποὺ προώθησε τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστώς, γιὰ νὰ χαρακτηρίσει αὐτοὺς ποὺ διατηροῦσαν μιὰ πίστη σὲ μιὰ Ἀνώτερη Δύναμη, ἀλλὰ δὲν ἐκφράζονταν ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες), καὶ μόλις ἕνα 1,5% δήλωναν ἄθεοι5.

Α. Ἡ μεθόδευση γιά «ἅλωση» τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ Reichskonkordat

Ὅταν οἱ Ναζὶ ἀνῆλθαν στὴν ἐξουσία, ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴ Γερμανία εἶχε κάθε λόγο νὰ σημάνει συναγερμό, καθὼς ὅλα τὰ προηγούμενα χρόνια ὁ καθολικὸς κλῆρος πρωταγωνιστοῦσε στὴν ἀνοικτὴ ἀποδοκιμασία καὶ καταδίκη τῶν ναζιστικῶν ἀντιλήψεων καὶ πρακτικῶν. Ἀλλὰ καὶ τὸ Βατικανὸ ἦταν σαφῶς θορυβημένο ἀπὸ εἰδήσεις ποὺ πιστοποιοῦσαν ὅτι τὰ συμφέροντα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία ἀπειλοῦνταν σοβαρά. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ἐν προκειμένῳ τὸ σχόλιο τοῦ σημαντικοῦ, πολωνικῆς καταγωγῆς, Ἀμερικανοῦ ἱστορικοῦ Theodore S. Hamerow:

«Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία (…) εἶχε γενικὰ δεῖ τὸ Ναζιστικὸ Κόμμα μὲ φόβο καὶ καχυποψία. Εἶχε νιώσει ὅτι ἀπειλεῖτο ἀπὸ μιὰ ριζοσπαστικὴ καὶ ἀκραῖα ἐθνικιστικὴ ἰδεολογία ἡ ὁποία θεωροῦσε τὸν παπισμὸ ὡς ἕνα ἀπαίσιο, ἐξωκοσμικὸ ἵδρυμα, ἡ ὁποία ἀντιτασσόταν στὴν ὁμολογιακὴ αὐτονομία στὴν ἐκπαίδευση καὶ τὸν πολιτισμό, καὶ κατὰ καιροὺς φαινόταν νὰ προωθεῖ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν σκανδιναυικὸ παγανισμό. Ἡ ἵδρυση τοῦ Γ΄ Ράιχ ἔμοιαζε νὰ προμηνύει τὴν ἔλευση μιᾶς πικρῆς σύγκρουσης ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Κράτος»6.

Σημειωτέον μάλιστα ὅτι, παρὰ τὴν ἰσχυρὴ παρουσία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία (εἴδαμε ὅτι περίπου τὸ 1/3 τοῦ γερμανικοῦ πληθυσμοῦ ἦταν Καθολικοί) –ἢ ἴσως, ἀπὸ μιὰ ἄποψη, ἀκριβῶς ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἰσχυρῆς παρουσίας– ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶχε καὶ παρελθὸν σύγκρουσης μὲ τὸ ἐπίσημο γερμανικὸ κράτος. Λίγο μόλις μετὰ τὴν ἑνοποίηση τῆς Γερμανίας τὸ 1871, ὁ «Σιδηροῦς Καγκελάριος» τῆς νεοσύστατης Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας Otto von Bismarck ἐγκαινίασε τὸ 1872 μιὰ προσπάθεια περιορισμοῦ τῆς ἐξουσίας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὀνόμασε «Πολιτιστικὸ Ἀγῶνα» (»Kulturkampf«).

Στὰ μάτια τοῦ Bismarck, ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀντιπροσώπευε ἕναν ἐξωγερμανικὸ θεσμὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ παταχθεῖ, μιά «πέμπτη φάλαγγα» μέσα στὴ νεοσυσταθεῖσα Γερμανικὴ Αὐτοκρατορία, τό «μακρὺ χέρι» τῆς Ρώμης, ἤ, ἀκόμα, τῶν παραδοσιακῶν καθολικῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης, τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Αὐστρίας.

Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴ Γερμανία εἶχε ἀντιτάξει σθεναρὴ ἀντίσταση στὸν Καγκελάριο καί, ἀξιοποιώντας τὸ καθολικὸ δικαίωμα ψήφου ποὺ προβλεπόταν γιὰ τὸν ἀνδρικὸ πληθυσμό, εἶχε ἐπιτύχει μιὰ συμπαγῆ ἐκπροσώπηση στὸ κοινοβούλιο μὲ τὸ Γερμανικὸ Κόμμα τοῦ Κέντρου (Deutsche Zetrumspartei), ὑποχρεώνοντας τὸν ἴδιο τὸν Bismarck νὰ τερματίσει ἡττημένος τόν »Kulturkampf« τὸ 1878.

Λίγα χρόνια μετὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεκριμένα τὸ 1922, εἶχε ἀνέλθει στὸν παπικὸ θρόνο ὁ Πάπας Πίος ΙΑ΄ (1857-1939). Ὁ Πίος ΙΑ΄, ἀντιμέτωπος μὲ τὶς ραγδαῖες ἀλλαγὲς ποὺ εἶχαν ἐπιφέρει στὸν κόσμο ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ ἡ Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση, ἑστίασε τὴν προσπάθειά του στὴν προάσπιση τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν συμφερόντων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας παγκοσμίως. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Πάπας προσπάθησε νὰ προασπίσει τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἡ ὑπογραφὴ Κονκορδάτων μὲ κράτη στὰ ὁποῖα ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶχε ἰσχυρὴ παρουσία. Γιὰ νὰ καταλάβουμε περὶ τίνος πρόκειται, τὰ Κονκορδάτα εἶναι τὸ ἀντίστοιχο μιᾶς διακρατικῆς συμφωνίας-συνθήκης, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι σὲ αὐτὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο συμβαλλόμενα μέρη δὲν εἶναι ἕνα κράτος, ἀλλὰ ἡ Ἁγία Ἕδρα.

Στὸ πλαίσιο αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν τοῦ Πάπα Πίου ΙΑ΄, ἰδιαίτερη αἴσθηση εἶχε προκαλέσει ἡ Συνθήκη τοῦ Λατερανοῦ καὶ τὸ Κονκορδάτο ποὺ εἶχε ὑπογράψει ἡ Ἁγία Ἕδρα μὲ τὴν Ἰταλία τοῦ Μουσσολίνι τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1929, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐπίλυση χρονίων καὶ δυσεπίλυτων προβλημάτων. Μὲ τὴ Συνθήκη αὐτὴ καὶ τὸ Κονκορδάτο, ἀναγνωριζόταν τὸ Βατικανὸ ὡς ἀνεξάρτητο κράτος ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῆς Ἁγίας Ἕδρας, ἐνῷ συμφωνήθηκε ἐπίσης ἡ χρηματικὴ ἀποζημίωση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν Παπικῶν Κρατῶν, τῶν ἐδαφῶν δηλαδὴ τῆς ἰταλικῆς χερσονήσου ποὺ βρίσκονταν ὑπὸ τὴν ἄμεση κυριαρχία τοῦ Πάπα ἕως τὸ 1870 καὶ εἶχαν ἐνσωματωθεῖ στὸ ἰταλικὸ βασίλειο. Μεταπολεμικά, τὸ 1947, ἡ Συνθήκη τοῦ Λατερανοῦ καὶ τὸ Κονκορδάτο ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸ Σύνταγμα τῆς Ἰταλίας ὡς ρυθμιστικὴ ἀρχὴ τῶν σχέσεων τοῦ ἰταλικοῦ κράτους καὶ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἀσφαλῶς, τὸ Βατικανὸ θὰ ἐπιθυμοῦσε ἕνα ἀντίστοιχο Κονκορδάτο γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν συμφερόντων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία. Ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν ἦταν ἐφικτό, γιατὶ οἱ ἀντικαθολικὲς πλειοψηφίες στὸ κοινοβούλιο (συγκεκριμένα, στὰ δύο νομοθετικὰ σώματα τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης, τὸ Reichtag καὶ τὸ Reichsrat) «μπλόκαραν», γιὰ διάφορους λόγους, τὴν προώθηση μιᾶς μείζονος διακρατικῆς συμφωνίας μὲ τὸ Βατικανό. Ὡστόσο, ὁ Πάπας εἶχε ἐπιτύχει τὴν ὑπογραφὴ Κονκορδάτων μὲ τρία γερμανικὰ κρατίδια στὰ ὁποῖα ὑπῆρχε ἰσχυρὸς καθολικὸς πληθυσμός, τὴ Βαυαρία (1924), τὴν Πρωσσία (1929) καὶ τὴ Βάδη (1932).

Ἡ πορεία πρὸς τὸ Κονκορδάτο

Αὐτὸ ἦταν τὸ πλαίσιο, ὅταν στὶς ἀρχὲς τοῦ 1933 οἱ Ἐθνικοσοσιαλιστὲς ἀνῆλθαν στὴν ἐξουσία, καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴ Γερμανία καὶ τὸ Βατικανὸ σήμαναν συναγερμό, ἀναμένοντας τὴν κλιμάκωση τῆς σύγκρουσης μὲ τὸ κατάδηλα ἀντιχριστιανικὸ Ἐθνικοσοσιαλιστικὸ Κόμμα τοῦ Χίτλερ. Καὶ τότε ὁ Χίτλερ, παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, ἔκανε μιὰ κίνηση-ἔκπληξη, δηλώνοντας ἕτοιμος νὰ προσφέρει στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία… ὅ,τι αὐτὴ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ κατορθώσει: τὴν ὑπογραφὴ ἑνὸς Κονκορδάτου μὲ τὸ γερμανικὸ κράτος, τὸ ὁποῖο θὰ διασφάλιζε τὰ δικαίωματα καὶ τὰ συμφέροντα –καὶ βεβαίως θὰ ἐγγυᾶτο τὴν περιουσία– τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία…

Συγκεκριμένα, μετὰ τὸν διορισμό του στὴ θέση τοῦ Καγκελαρίου στὶς 30 Ἰανουαρίου τοῦ 1933, τὸ δραματικὸ γεγονὸς τῆς πυρπόλησης τοῦ κτηρίου τοῦ κοινοβουλίου (τοῦ Reichstag) στὶς 27 Φεβρουαρίου καὶ τὶς ἐκλογὲς τῆς 5ης Μαρτίου, ὁ Χίτλερ ἐπέτυχε στὶς 23 Μαρτίου τὴν ψήφιση τοῦ «Ἐξουσιοδοτικοῦ Νόμου» (»Ermächtigungsgesetz«), τοῦ ἐπισήμως ὀνομαζόμενου «Νόμου γιὰ τὴν Ἄρση τῶν Δεινῶν τοῦ Λαοῦ καὶ τοῦ Ράιχ» (»Gesetz zur Behebung der Not von Volk und Reich«), μιᾶς συνταγματικῆς τροπολογίας ἡ ὁποία μετεβίβαζε γιὰ μιά –τεράστια– περίοδο τεσσάρων ἐτῶν τὴ νομοθετικὴ καὶ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία ἀπὸ τὸ γερμανικὸ κοινοβούλιο (τὸ Reichstag) στὴν κυβέρνηση καὶ τὸν Καγκελάριο. Ἐπρόκειτο οὐσιαστικὰ γιὰ τὴν ταφόπλακα τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς δικτατορικῆς διακυβέρνησης τῆς χώρας ἀπὸ τὸν Χίτλερ καὶ τὸ Ἐθνικοσοσιαλιστικὸ Κόμμα.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Χίτλερ ἀναφέρθηκε στὸ θέμα τῆς σχέσεως μὲ τὶς Ἐκκλησίες στὴν κρίσιμη ὁμιλία του τῆς 23ης Μαρτίου 1933 ἐνώπιον τοῦ Reichstag (ποὺ μετὰ τὴν καταστροφικὴ πυρκαγιὰ τοῦ Φεβρουαρίου στεγαζόταν στὸ κτήριο τῆς Ὄπερας Kroll τοῦ Βερολίνου, ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κατεστραμμένο κτήριο τοῦ Reichstag). Σὲ αὐτή του τὴν ὁμιλία, πρὶν τὴν καθοριστικὴ ψηφοφορία ποὺ τοῦ παραχώρησε οὐσιαστικὰ δικτατορικὲς ἐξουσίες, ὁ Χίτλερ ἔδωσε τὴν ὑπόσχεση ὅτι δὲν θὰ παρενέβαινε στὰ δικαιώματα τῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση, μαζὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση γιὰ προστασία τῶν Καθολικῶν τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Καθολικῆς ἐκπαίδευσης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διατήρηση καλῶν σχέσεων μὲ τὸ Βατικανό, ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῶν ἐντατικῶν διαπραγματεύσεων μὲ τὸν ἐπικεφαλῆς τοῦ ἰσχυροῦ Καθολικοῦ Κόμματος τοῦ Κέντρου, Καθολικὸ ἱερέα Ludwig Kaas. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ ἐξασφάλιση τῶν ψήφων τοῦ Καθολικοῦ Κόμματος τοῦ Κέντρου, ποὺ ἀθροιζόμενες μὲ τὶς ψήφους ὅλων τῶν ἄλλων κομμάτων ἐκτὸς τοῦ Σοσιαλδημοκρατικοῦ ἔδωσαν στὸν Χίτλερ τὴν αὐξημένη πλειοψηφία τῶν 2/3 ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὴν παραχώρηση σὲ αὐτὸν καὶ τὴν κυβέρνησή του ἐκτάκτων, κατ’ οὐσίαν δικτατορικῶν ἐξουσιῶν.

Βέβαια, οἱ Ναζὶ δὲν ἔδειχναν μόνο ἕνα «καλὸ πρόσωπο» μέσῳ τέτοιων ὑποσχέσεων. Ἡ μέθοδός τους ἦταν ἡ γνωστὴ μέθοδος τοῦ «μαστιγίου» καὶ τοῦ «καρότου». «Καρότο» ἦταν οἱ ὑποσχέσεις ποὺ εἴδαμε. «Μαστίγιο» οἱ εὐθεῖες ἀπειλὲς ἀπὸ τὰ Τάγματα Ἐφόδου (SA) καὶ τὰ SS ἀκόμη καὶ κατὰ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τοῦ Κοινοβουλίου. Τὸ 1948 ὁ Fritz Baade, ἐξέχων μέλος τοῦ Σοσιαλδημοκρατικοῦ Κόμματος, ἔγραψε: «Θυμᾶμαι κάποιους βουλευτὲς τοῦ Κέντρου νὰ κλαῖνε μετὰ τὴν ψηφοφορία καὶ νὰ μοῦ λένε ὅτι ἦταν πεπεισμένοι πὼς θὰ εἶχαν δολοφονηθεῖ, ἂν καταψήφιζαν…»7.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ παραχώρηση ἐκτάκτων ἐξουσιῶν στὸν Χίτλερ καὶ τὴν κυβέρνησή του εἶχε μιὰ ἐντελῶς πρακτικὴ συνέπεια: Σημειώσαμε παραπάνω ὅτι ἡ ὑπογραφὴ ἑνὸς Κονκορδάτου ἀνάμεσα στὴ Ἁγία Ἕδρα καὶ τὸ γερμανικὸ κράτος γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν συμφερόντων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία δὲν ἦταν ἐφικτή, γιατὶ οἱ ἀντικαθολικὲς πλειοψηφίες στὸ κοινοβούλιο «μπλόκαραν», γιὰ διάφορους λόγους, τὴν προώθηση μιᾶς μείζονος διακρατικῆς συμφωνίας μὲ τὸ Βατικανό. Μετὰ τὴν 23η Μαρτίου τοῦ 1933, μὲ τὴ μεταβίβαση τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὸ γερμανικὸ κοινοβούλιο (τὸ Reichstag) στὴν κυβέρνηση καὶ τὸν Καγκελάριο, τὸ ἐμπόδιο αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε πλέον.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἄρση τοῦ ἐμποδίου ποὺ ἀντιπροσώπευε τὸ κοινοβούλιο, ὁ ἀντικαγκελάριος Franz von Papen ἔλαβε ἐντολὴ νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ τὸ Βατικανὸ ἕνα Κονκορδάτο ἀνάμεσα στὴν Ἁγία Ἕδρα καὶ τὸ γερμανικὸ κράτος, τὸ λεγόμενο Reichskonkordat, ὡς ἐπέκταση τῶν ἤδη ὑφισταμένων Κονκορδάτων ποὺ εἴδαμε ὅτι εἶχε ὑπογράψει ἡ Ἁγία Ἕδρα μὲ τὴ Βαυαρία, τὴν Πρωσσία καὶ τὴ Βάδη. Οἱ διαπραγματεύσεις προχώρησαν μὲ ἐντυπωσιακὰ γρήγορους ρυθμούς.

Βεβαίως, δὲν πρέπει νὰ παρασυρθοῦμε νὰ πιστεύσουμε ὅτι τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς φρόντιζε μὲ τὶς διαπραγματεύσεις γιὰ τὴν ὑπογραφὴ Κονκορδάτου νὰ καθησυχάσει τοὺς φόβους τοῦ Βατικανοῦ περὶ ἐπικείμενου ἀνοικτοῦ πολέμου τοῦ φανερὰ ἀντιχριστιανικοῦ καθεστῶτος ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία, τὴν περιουσία, τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντά της στὴ Γερμανία. Τοὐναντίον! Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἐπιφανὴς Ἰσραηλινὸς θεολόγος, ἱστορικὸς καὶ διπλωμάτης Pinchas Lapide, ἐνῷ προχωροῦσαν οἱ διαπραγματεύσεις γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κονκορδάτου, τὸ ναζιστικὸ καθεστὼς εἶχε φροντίσει νὰ ἀσκήσει εὐθεῖα πίεση στὸ Βατικανὸ μὲ τὴ σύλληψη ἐνενῆντα δύο ἱερέων, τὴν ἔρευνα στοὺς χώρους τῶν Λεσχῶν Καθολικῶν Νέων καὶ τὸ κλείσιμο ἐννέα καθολικῶν ἐντύπων8.

Ὁ σκοπὸς ἦταν ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, νιώθοντας ὡς ἐπικείμενη τὴν καταιγίδα, νὰ σπεύσει νὰ ὑπογράψει τὸ Κονκορδάτο, γιὰ νὰ περισώσει ὅ,τι μποροῦσε νὰ περισώσει. Τὸ Κονκορδάτο πράγματι ὑπεγράφη σὲ χρόνο ρεκόρ, στὶς 20 Ἰουλίου 1933.

Ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Βατικανοῦ, τὸ ὑπέγραψε ἐξ ὀνόματος τοῦ Πάπα Πίου ΙΑ΄ ὁ Καρδινάλιος Eugenio Pacelli, οὐσια- στικὰ Ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τοῦ Βατικανοῦ, ὁ κατοπινὸς Πάπας Πίος ΙΒ΄. Ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ γερμανικοῦ κράτους, τὸ ὑπέγραψε ἐξ ὀνόματος τοῦ Προέδρου Paul von Hindenburg καὶ τῆς γερμανικῆς κυβερνήσεως ὁ Ἀντικαγκελάριος Franz von Papen. Μετὰ τὴν ὑπογραφή του, τὸ Κονκορδάτο ἐπικυρώθηκε ἐπισήμως στὶς 10 Σεπτεμβρίου 1933.

Ἀποτίμηση τοῦ Κονκορδάτου. Ἡ σκοπιμότητα τοῦ καθεστῶτος

Φαινομενικά, τὸ Κονκορδάτο ἦταν ἕνας διπλωματικὸς θρίαμβος γιὰ τὸ Βατικανό, ποὺ ἔμοιαζε νὰ ἐξασφαλίζει μὲ ἐπίσημη συμφωνία τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία. Πράγματι, τὸ Κονκορδάτο, πέρα ἀπὸ τὶς πιό «τεχνικές» διατάξεις του ποὺ ρύθμιζαν τὶς σχέσεις τοῦ Βατικανοῦ μὲ τὸ γερμανικὸ κράτος, εἶχε συγκεκριμένες διατάξεις-ἐγγυήσεις γιὰ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας: Σὲ ἐνορίες, ἐπισκοπικὲς ἕδρες, θρησκευτικὰ τάγματα κτλ. παραχωρεῖτο νομικὴ ὑπόσταση (ἄρθρο 13), κατοχυρωνόταν ἡ ἐλευθερία τῶν θρησκευτικῶν ταγμάτων γιὰ τὴν ἄσκηση ποιμαντικοῦ, φιλανθρωπικοῦ καὶ ἐκπαιδευτικοῦ ἔργου (ἄρθρο 15), δίδονταν ἐγγυήσεις γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία (ἄρθρο 17), προστατευόταν τὸ καθολικὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα, δηλαδὴ τὰ ἐλεγχόμενα ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία σχολεῖα (ἄρθρα 19-25), διασφαλιζόταν στὴν Ἐκκλησία τὸ δικαίωμα γιὰ προσφορὰ ποιμαντικοῦ ἔργου σὲ νοσοκομεῖα, φυλακὲς καὶ παρόμοια δημόσια ἱδρύματα (ἄρθρο 28) κτλ.

Φαινομενικά, ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶχε κάθε λόγο νὰ πανηγυρίζει. Καὶ πράγματι, στὶς 23 Ἰουλίου, τρεῖς ἡμέρες δηλαδὴ μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κονκορδάτου, ἕνας Βρετανὸς ὑπουργὸς συνάντησε τὸν Καρδινάλιο Pacelli, ποὺ εἶχε ὑπογράψει τὸ Κονκορδάτο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Βατικανοῦ, ὁ ὁποῖος δήλωσε πολὺ ἱκανοποιημένος μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κονκορδάτου, διατυπώνοντας μάλιστα τὴν ἐκτίμηση ὅτι αὐτό, μὲ τὶς ἐγγυήσεις ποὺ προσέφερε γιὰ τὴν καθολικὴ ἐκπαίδευση, ἀντιπροσώπευε μιὰ βελτίωση σὲ σχέση μὲ τὴ συμφωνία ποὺ εἶχε ὑπογραφεῖ τὸ 1929 μὲ τὴν Πρωσσία. Διετύπωσε βέβαια μιὰ εὔλογη ἐπιφύλαξη, παρατηρώντας ὅτι ἡ ἱκανοποίησή του βασιζόταν στὴν ὑπόθεση ὅτι ἡ γερμανικὴ κυβέρνηση θὰ τηροῦσε τὶς δεσμεύσεις της, ἀλλὰ παρατήρησε ἐπίσης ὅτι ὁ Χίτλερ γινόταν «ὅλο καὶ πιὸ μετριοπαθής»9. Προφανῶς ἐπλανᾶτο οἰκτρά

Ἡ Καθολικὴ κοινότητα στὴ Γερμανία, ποὺ εἶχε ἰδία καὶ ἄμεση πεῖρα τῶν ναζιστικῶν ἀντιλήψεων καὶ πρακτικῶν, δὲν συμμεριζόταν αὐτὴ τὴν αἰσιοδοξία. Πράγματι, οἱ Καθολικοὶ ἐπίσκοποι στὴ Γερμανία δὲν ἔτρεφαν πολλὲς αὐταπάτες γιὰ τὶς προθέσεις τῶν Ναζὶ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ πάντως ἔκριναν καὶ αὐτοὶ ὅτι, μὲ δεδομένες τὶς συνθῆκες, τὸ Κονκορδάτο ἦταν ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε νὰ γίνει, γιατὶ ἐξασφάλιζε τοὐλάχιστον ἕνα νομοθετικὸ πλαίσιο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βάλει κάποιον φραγμὸ στὶς αὐθαιρεσίες τοῦ καθεστῶτος ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ Κονκορδάτο ἦταν στὰ μάτια τους, θὰ ἔλεγε κανείς, τό «μὴ χεῖρον» κακό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ σχόλιο τοῦ Καρδινάλιου τοῦ Μονάχου Michael von Faulhaber: «Μὲ τὸ Κονκορδάτο εἴμαστε κρεμασμένοι. Χωρὶς τὸ Κονκορδάτο ἤμασταν κρεμασμένοι, πνιγμένοι καὶ διαμελισμένοι»10.

Ὅπως ἐπρόκειτο νὰ καταστεῖ πολὺ γρήγορα ἀπολύτως σαφές, παρὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κονκορδάτου, οἱ Ἐθνικοσοσιαλιστὲς ὄχι μόνο δὲν εἶχαν ἀποστεῖ οὔτε κατ’ ἐλάχιστον ἀπὸ τὸν βαθύτατα ἀντιχριστιανικὸ προσανατολισμό τους, ἀλλὰ καὶ δὲν εἶχαν κανένα ἀπολύτως κώλυμα νὰ προχωρήσουν τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καὶ κατὰ ὠμὴ παραβίαση τῶν φαινομενικὰ προστατευτικῶν διατάξεων τοῦ Κονκορδάτου. Οἱ παραβιάσεις τοῦ Κονκορδάτου ἀπὸ τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς ἄρχισαν σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴν ὑπογραφή του καὶ κλιμακώθηκαν τὰ ἑπόμενα χρόνια, προκαλώντας ὀξύτατες διαμαρτυρίες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἐγκύκλιο »Mit Brennender Sorge« τοῦ Πάπα Πίου ΙΑ΄.

Ὅπως σχολιάζει ὁ Paul O’Shea, ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ περιφρονοῦσε βαθύτατα τὸ Κονκορδάτο, καὶ ἡ ὑπογραφή του ἦταν στὰ μάτια του ἕνα πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν κατεύθυνση «τῆς σταδιακῆς καταστολῆς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία»11. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ὅμως, εὔλογα θὰ διερωτηθεῖ κανεὶς γιὰ ποιὸ λόγο τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς ἔδειξε τέτοια σπουδὴ νὰ προωθήσει ἕνα Κονκορδάτο μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, προσφέροντάς της ἐγγυήσεις ποὺ δὲν εἶχε τὴν πρόθεση νὰ τηρήσει.

Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ τὸ εὔλογο ἐρώτημα ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χίτλερ, ὁ ὁποῖος ἀποκάλυψε μὲ ἀπίστευτο κυνισμὸ τὴ λογικὴ ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κονκορδάτου σὲ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Hermann Rauschning στὶς ἀρχὲς τοῦ 1933, τὴν ὁποία ὁ τελευταῖος ἀποκάλυψε στὸ βιβλίο του ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1940. Σὲ αὐτὴ τὴ συνομιλία ὁ Χίτλερ δὲν δίστασε νὰ πεῖ ὅτι ὁ Bismarck ἦταν ἀνόητος, ποὺ προχώρησε σὲ μιὰ εὐθεῖα σύγκρουση μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ τόν «Πολιτιστικὸ Ἀγῶνα» (Kulturkampf). Ἡ δική του στρατηγικὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ κλήρου, ἐξήγησε ὁ Χίτλερ, θὰ εἶχε ἀρχικὰ τὴ μορφὴ μιᾶς πολιτικῆς ἀνεκτικότητας, ἡ ὁποία θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀποσπάσει ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε χωρὶς καμμία ἀπολύτως σύγκρουση. Πῶς; Ἐδῶ ὁ Χίτλερ γίνεται ἀνατριχιαστικὰ κυνικός: «Θὰ πρέπει νὰ παγιδεύσουμε τὸν κλῆρο μὲ τὴν παροιμιώδη ἀπληστία καὶ αὐταρέσκειά του. Θὰ μπορέσουμε ἔτσι νὰ τακτοποιήσουμε τὰ πάντα μαζί του μὲ ἀπόλυτη εἰρήνη καὶ ἁρμονία. Θὰ τοὺς δώσω παράταση χρόνου μερικῶν ἐτῶν. Γιατί νὰ μαλώνουμε; Θὰ καταπιοῦν ὁτιδήποτε, γιὰ νὰ διατηρήσουν τὰ ὑλικά τους πλεονεκτήματα. Τὰ ζητήματα δὲν θὰ φθάσουν ποτὲ σὲ κλιμάκωση. Θὰ ἀναγνωρίσουν μιὰ σταθερὴ βούληση, καὶ χρειάζεται μόνο νὰ τοὺς δείξουμε μία ἢ δύο φορὲς ποιὸς ἔχει τὸ πάνω χέρι. Θὰ ξέρουν ἀπὸ ποῦ φυσάει ὁ ἄνεμος»12.

Τὸ Κονκορδάτο ἦταν αὐτὸ ἀκριβῶς: μιὰ προσπάθεια νὰ «παγιδευθεῖ» ὁ Καθολικὸς κλῆρος μὲ ἐγγυήσεις ποὺ φαινομενικὰ ἐξασφάλιζαν τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴ Γερμανία (αὐτὸ ἀκριβῶς ἀντιλαμβανόταν ὁ Χίτλερ, ἐντελῶς κυνικά, ὡς παγίδευση τοῦ κλήρου «μὲ τὴν παροιμιώδη ἀπληστία καὶ αὐταρέσκειά του»).

Ὁ ἐξοβελισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ζωή

Τὸ ἄμεσο, ὁρατὸ κέρδος ποὺ ἀποκόμισε ὁ Χίτλερ ἀπὸ τὸ Κονκορδάτο ἦταν ὁ ἐξοβελισμὸς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς Γερμανίας. Τὸ Κονκορδάτο ἐπέβαλλε στοὺς κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμίδων νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ δράση ἐντὸς πολιτικῶν κομμάτων ἢ γιὰ λογαριασμό τους (ἄρθρο 32). Αὐτὸ ἔμοιαζε –καὶ μοιάζει– μιὰ ἀπολύτως λογικὴ ἀξίωση. Ὅμως ἡ Καθολικὴ κοινότητα στὴ Γερμανία ἐκπροσωπεῖτο στὸ Κοινοβούλιο ἀπὸ τὸ Γερμανικὸ Κόμμα Κέντρου (Deutsche Zentrumspartei), ἕνα σημαντικὸ καθολικὸ κόμμα ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ τὸ 1870, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν πόλεμο τοῦ Καγκελαρίου Otto von Bismarck κατὰ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Στὰ χρόνια τῆς Δημοκρατίας τῆς Βαϊμάρης τὸ κόμμα αὐτὸ ἦταν τὸ τρίτο σὲ δύναμη πολιτικὸ κόμμα στὴ Γερμανία, μὲ συμμετοχὴ σὲ ὅλες τὶς κυβερνήσεις μέχρι τὸ 1932. Χιλιάδες μέλη τοῦ κόμματος αὐτοῦ συνελήφθησαν ἤδη πρὶν τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Κονκορδάτου. Στὴ Βαυαρία, ὅπου ὁ καθολικὸς πληθυσμὸς ἦταν πολὺ μεγάλος, ἡ τοπικὴ κυβέρνηση τοῦ ἐπίσης καθολικοῦ Βαυαρικοῦ Λαϊκοῦ Κόμματος (Bayerische Volkspartei), ἑνὸς ἀποσχισθέντος κλάδου τοῦ Γερμανικοῦ Κόμματος τοῦ Κέντρου, ἀνατράπηκε ἀπὸ ναζιστικὸ πραξικόπημα στὶς 9 Μαρτίου τοῦ 1933, καὶ στὰ τέλη τοῦ Ἰουνίου τοῦ ἴδιου ἔτους δύο χιλιάδες μέλη τοῦ κόμματος συνελήφθησαν ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία. Καὶ τὰ δύο καθολικὰ κόμματα τελικὰ διαλύθηκαν στὶς 5 Ἰουλίου τοῦ 1933, λίγες ἡμέρες πρὶν τὴν ἐπίσημη ὑπογραφὴ τοῦ Κονκορδάτου, ἀφήνοντας γιὰ πρώτη φορὰ τὴ νεώτερη Γερμανία χωρὶς καθολικὸ κόμμα13.

Ἂν τὰ πράγματα ἔμεναν ἐκεῖ, τὸ κακὸ θὰ ἦταν μικρό. Ἀλλὰ βαθύτερη ἐπιδίωξη τοῦ Χίτλερ ἦταν νά «φιμώσει» τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀντιπροσώπευε τὴ μόνη πραγματικὰ ἐπικίνδυνη γιὰ τὸ καθεστώς «ἰδεολογικὴ ἀντιπολίτευση» στὸν Ναζισμό.

Καὶ γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, σὲ κάποιο βαθμὸ φάνηκε νὰ τὸ πετυχαίνει, τοὐλάχιστον γιὰ λίγο (ἄσχετα ἂν τελικά, ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία, ἡ Ἐκκλησία παρέμεινε πρακτικὰ ἡ μόνη ἀντιπολιτευτικὴ φωνὴ στὴ ναζιστικὴ Γερμανία). Παράδειγμα: Μετὰ τὴν ψήφιση τῶν ρατσιστικῶν νόμων τῆς Νυρεμβέργης τὸ 1935, ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴ Γερμανία, ποὺ δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ ἀποδοκιμάζει τὸν ρατσισμὸ τῶν Ναζί, κινήθηκε σὲ μιὰ λογικὴ μὴ παρέμβασης στὰ πολιτικὰ πράγματα.

Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του ἦταν τεράστιο κέρδος γιὰ τοὺς Ναζί. Καὶ δὲν ἦταν μόνον αὐτό. Οἱ Ναζί, πίσω ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πολιτική, ἀποσκοποῦσαν στὴν πλήρη ἐξάλειψη τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴ γερμανικὴ κοινωνία, περιορίζοντάς την σὲ καθαρὰ θρησκευτικὲς δραστηριότητες. Ὅπως σημειώνει ὁ Anton Gill, μετὰ τὸ Κονκορδάτο, «ὁ Χίτλερ, μὲ τὴ συνήθη ἀκαταμάχητη τεχνική του τοῦ ἐκφοβισμοῦ, προχώρησε νὰ διανύσει ἕνα μίλι, ἐκεῖ ὅπου τοῦ εἶχε παραχωρηθεῖ μία ἴντσα»14.

Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, στὰ ἑπόμενα χρόνια τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς θὰ ἔκλεινε τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη ὅλες τὶς πόρτες τῆς ἐπικοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ γερμανικὴ κοινωνία, ἀπὸ τὰ ἐλεγχόμενα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία σχολεῖα μέχρι τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, ὑπάγοντας τὰ πάντα ὑπὸ τὸν ἔλεγχο της πολιτείας (δηλαδή, πρακτικά, τοῦ καθεστῶτος), ὑπὸ τὴν πρόφαση τῆς συμφωνίας περὶ μὴ ἐμπλοκῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν πολιτικὴ ζωή. Καὶ ἐνῷ δὲν εἶχαν πρόβλημα νὰ δίνουν αὐθαίρετα τὴν πιὸ διασταλτικὴ ἑρμηνεία στὰ περὶ μὴ ἐμπλοκῆς τοῦ κλήρου στὴν πολιτική, ἑρμηνεύοντας ὡς «πολιτική» πρακτικά… τὰ πάντα, τὴν ἴδια στιγμὴ δὲν εἶχαν πρόβλημα νὰ βλέπουν ἄλλες διατάξεις τοῦ Κονκορδάτου στὴν πιὸ στενὴ ἑρμηνεία τους, ὅταν αὐτὸ τοὺς ἐξυπηρετοῦσε. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῷ τὸ ἄρθρο 4 τοῦ Κονκορδάτου ἐξασφάλιζε στοὺς Καθολικοὺς ἐπισκόπους ἐλευθερία ἐπικοινωνίας μὲ τὸ ποίμνιό τους «σὲ ὅλα τὰ θέματα τοῦ ποιμαντικοῦ τους ἀξιώματος», οἱ Ναζὶ δὲν εἶχαν πρόβλημα νὰ διαβάσουν αὐτὴ τὴ διάταξη στὴν πιὸ στενὴ ἑρμηνεία της, ὡς ἀφορῶσα μόνο τὴ λατρεία καὶ τὰ τελετουργικὰ θέματα, καὶ νὰ ἀπαγορεύσουν κάθε ἐπικοινωνία ἐπὶ ἄλλων θεμάτων.

Στὸ τέλος, ὁ Χίτλερ μποροῦσε νὰ ἐπιδεικνύει τὴ νίκη του. Τὸ μεσημέρι τῆς 4ης Ἀπριλίου 1942 εἶπε θριαμβευτικὰ στοὺς συνδαιτυμόνες του, στὸ πλαίσιο ἑνὸς ἀπὸ τοὺς παραληρηματικοὺς μονολόγους του, ποὺ καταγράφονταν μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια: «Σὲ ὅ,τι μᾶς ἀφορᾷ, καταφέραμε νὰ ἐκδιώξουμε τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ ἀνάμεσά μας καὶ νὰ ἀποκλείσουμε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν πολιτική μας ζωή»15. Τὸ ὅτι ὁ Χίτλερ βάζει ἐδῶ δίπλα δίπλα Ἑβραίους καὶ Χριστιανισμὸ θὰ ἐξέπληττε ἴσως κάποιον ἀδαῆ καὶ ἀνυποψίαστο, ἀλλὰ σίγουρα δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη γιὰ ὅποιον ἔχει ὑπ’ ὄψιν του τὰ ὅσα παρουσιάσαμε διὰ μακρῶν στὶς προαναφερθεῖσες δύο μελέτες μας γιὰ τὴ θεμελίωση τοῦ Ναζισμοῦ πάνω στὴν Ἄρνηση16.

Ἡ «νομιμοποίηση» τοῦ καθεστῶτος

Καὶ πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν περιθωριοποίηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ναζὶ μποροῦσαν νὰ ἐπιδεικνύουν καὶ ἄλλα, ὄχι λιγώτερο σημαντικὰ κέρδη ἀπὸ τὸ Κονκορδάτο. Κατ’ ἀρχάς, ἡ ἴδια ἡ ὑπογραφὴ μιᾶς συμφωνίας μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, τὸν μέχρι τότε σφοδρότερο πολέμιο τῆς ἐθνικοσοσιαλιστικῆς ἰδεολογίας, ἐξυπηρετοῦσε ἄριστα τὴν προπαγάνδα τῶν Ναζί, ποὺ ἀρέσκονταν νὰ ἐμφανίζουν ἑαυτοὺς ὡς μιὰ δυναμικὴ κυβέρνηση –τὴν κυβέρνηση ἄλλωστε μὲ τὸν χαμηλότερο μέσο ὅρο ἡλικίας στὰ χρονικά– γιὰ τὴν ὁποία κανένα πρόβλημα δὲν ἦταν ἄλυτο· ὡς μιὰ κυβέρνηση ποὺ εἶχε ἔλθει νὰ δώσει ρηξικέλευθες λύσεις, κόβοντας τούς «γόρδιους δεσμούς» ποὺ δὲν τολμοῦσαν νὰ ἀγγίξουν τὰ κόμματα καὶ οἱ βολεμένοι πολιτικάντηδες τοῦ κοινοβουλίου.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀποτίμησε τὸ Κονκορδάτο ἡ γαλλόφωνη ἑλβετικὴ ἐφημερίδα Le Temps, ἡ ὁποία ἔγραψε: «Εἶναι ἕνας θρίαμβος γιὰ τὴν Ἐθνικοσοσιαλιστικὴ κυβέρνηση. Ὁ Μουσσολίνι χρειάστηκε πέντε χρόνια γιὰ νὰ τὸ πετύχει· ἡ Γερμανία τὸ ἔκανε σὲ μία ἑβδομάδα»17. Τὰ περὶ μιᾶς ἑβδομάδας σαφῶς βέβαια δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα· ἀλλὰ κατὰ τὰ λοιπά, τὸ συμπέρασμα – καὶ ἡ ἐντύπωση– περὶ θριάμβου τῆς Ἐθνικοσοσιαλιστικῆς κυβέρνησης παραμένει.

Τὸ ἀκόμα χειρότερο ἦταν ὁ κίνδυνος, ποὺ προφανῶς ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἐκτίμησε σωστά, νὰ φανεῖ ὅτι ἡ συνομολόγηση ἐπίσημης συμφωνίας μὲ τὸ Ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς ἀποτελοῦσε ἔμμεσα πράξη ἀναγνώρισης τοῦ καθεστῶτος.

Ἀσφαλῶς ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἔβλεπε ἔτσι τὸ Κονκορδάτο τοῦ 1933, καὶ μάλιστα προσπάθησε νὰ μὴν ἀφήσει αὐτὴ τὴν ἐντύπωση. Στὶς 2 Ἀπριλίου, ἡ καθημερινὴ ἐφημερίδα τοῦ Βατικανοῦ L’Osservatore Romano τόνιζε μὲ ἔμφαση ὅτι τὸ Κονκορδάτο δὲν ἀποτελοῦσε ἐπιδοκιμασία τῶν ναζιστικῶν διδασκαλιῶν18.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ τὸ Κονκορδάτο ὑπεγράφη, οἱ Ναζὶ δὲν εἶχαν τὸν παραμικρὸ ἐνδοιασμὸ νὰ πανηγυρίσουν τὸν θρίαμβό τους, φέρνοντας σὲ δύσκολη θέση τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ ἐφημερίδα Völkischer Beobachter (Λαϊκὸς Παρατηρητής), τὸ ἐπίσημο ὄργανο τοῦ Ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κόμματος τοῦ Χίτλερ, ἔγραψε χαρακτηριστικά: «Μὲ τὴν ὑπογραφή της ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἔχει ἀναγνωρίσει τὸν Ἐθνικοσοσιαλισμὸ μὲ τὸν πιὸ ἐπίσημο τρόπο. Ὁ πολυετὴς προκλητικὸς σάλος κατὰ τοῦ Ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ Κόμματος λόγῳ τῆς ὑποτιθέμενης ἐχθρότητάς του πρὸς τὴ θρησκεία ἔχει πλέον διαψευσθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνιστᾷ τεράστια ἠθικὴ δικαίωση τῆς κυβέρνησής μας καὶ τοῦ κύρους της»19.

Τὸ Βατικανὸ προσπάθησε νὰ διαμαρτυρηθεῖ, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ ἄποψη ἡ ζημιὰ εἶχε γίνει. Παρὰ τὶς ἐκκλήσεις νὰ κρατηθοῦν, τοὐλάχιστον, χαμηλοὶ τόνοι, ὁ ἐλεγχόμενος ἀπὸ τοὺς Ναζὶ τύπος δὲν εἶχε καμμία ἀναστολὴ μὴν τυχὸν καὶ φέρει σὲ δύσκολη θέση τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ διατυμπανίζει ὅτι τὸ Κονκορδάτο ἀποτελοῦσε πράξη de facto καὶ de jure ἀναγνώρισης τοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ.

Συμπεράσματα

Ἂν ἐπισκοπήσει κανεὶς τὸ κείμενο τοῦ Κονκορδάτου καθ’ ἑαυτό, πιθανώτατα θὰ νιώσει ὅτι σὲ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ κακὸ γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ ἐναργέστατη ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὅτι τὸ Κονκορδάτο… ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει μέχρι σήμερα. Ἀσφαλῶς, μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ἠγέρθησαν ἀμφιβολίες γιὰ τὴ σκοπιμότητα τῆς διατήρησης μιᾶς συμφωνίας ποὺ τὸ ναζιστικὸ καθεστὼς εἶχε ἐπιδείξει τέτοια σπουδὴ νὰ ὑπογράψει. Κατόπιν ὅμως τῆς σθεναρῆς ἐπιμονῆς τοῦ Πάπα Πίου ΙΒ΄, τὸ Κονκορδάτο διατηρήθηκε, καὶ ἔτσι, μέχρι σήμερα, αὐτὸ εἶναι τὸ νομικὸ πλαίσιο ποὺ διέπει τὶς σχέσεις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ γερμανικὸ κράτος. Προφανῶς, τὸ Κονκορδάτο καθ’ ἑαυτὸ ἦταν γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μιά «καλὴ συμφωνία».

Αὐτὸ ὅμως ἀκριβῶς κάνει τὴν ἱστορία τοῦ Κονκορδάτου ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρουσα καί, θὰ λέγαμε, ἀκόμα πιὸ διδακτική. Ἡ ἱστορία τοῦ Κονκορδάτου εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ὁλωσδιόλου ἄθεου καὶ ἀπροκάλυπτα ἀντιχριστιανικοῦ καθεστῶτος, τὸ ὁποῖο ὅμως, ἀφοῦ πρῶτα προβλήθηκε ὡς ἕνα ἀνατρεπτικὸ μαζικὸ λαϊκὸ κίνημα, ὅταν τελικὰ ἦλθε στὴν ἐξουσία, αἰφνιδίασε τοὺς πάντες, προσφέροντας στὴν Ἐκκλησία… μιά «καλὴ συμφωνία». Μιὰ συμφωνία πού, κατὰ τὰ φαινόμενα, ἐξασφάλιζε τὰ δικαιώματα καὶ τὰ συμφέροντά της καὶ ἐγγυᾶτο τὴν περιουσία της στὴ Γερμανία.

Ἀλλὰ βέβαια αὐτὴ ἡ «καλὴ συμφωνία» δὲν ἦταν ὁ «κλάδος ἐλαίας» ποὺ κάποιοι φαντάσθηκαν. Ἔκρυβε μιὰ ἀπίστευτη δολιότητα. Διότι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἔβαλε τὴν ὑπογραφή της στὸ Κονκορδάτο, τὸ ὁλωσδιόλου ἄθεο καὶ ἀπροκάλυπτα ἀντιχριστιανικὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς ἄδραξε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐμφανίσει αὐτὴ τὴν ὑπογραφὴ ὡς ὑπέρτατη νομιμοποίηση τοῦ ἰδίου ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Καὶ πάντως, ἡ Καθολικὴ κοινότητα στὴ Γερμανία, ἡ ὁποία ὅλα τὰ προηγούμενα χρόνια εἶχε βρεῖ τὸ θάρρος νὰ καταγγέλλει ἀνοικτὰ τὶς ναζιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές, καὶ μάλιστα τὸν ρατσισμὸ καὶ τὴ βία τῶν Ναζί, βρέθηκε σὲ μεγάλη ἀμηχανία, διότι δὲν τῆς ἦταν πιὰ ἐξίσου εὔκολο νὰ καταγγέλλει τὸν ἀντιχριστιανικὸ προσανατολισμὸ ἑνὸς καθεστῶτος ποὺ εἶχε ἔλθει σὲ ἐπίσημη συμφωνία μὲ τὸ ἴδιο τὸ Βατικανό!

Καὶ βέβαια, ὅσοι μπῆκαν στὸν πειρασμὸ νὰ πιστεύσουν ὅτι τὸ Κονκορδάτο ἀποτελοῦσε μιὰ ἄμβλυνση τοῦ ἀντιχριστιανικοῦ προσανατολισμοῦ τῶν Ναζί… ἐπλανήθησαν πλάνην οἰκτράν. Ἀπὸ τὴν ἑπομένη κιόλας τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Κονκορδάτου, οἱ Ναζί, μέσα ἀπὸ τὶς πιὸ αὐθαίρετες καὶ καταχρηστικὲς ἑρμηνεῖες τῶν διατάξεών του, προώθησαν συστηματικὰ τὸ ἀρχικό τους σχέδιο, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν πλήρη περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἐξοβελισμό της ἀπὸ τὸν δημόσιο βίο. Καὶ ὅταν ἀκόμα καὶ οἱ αὐθαίρετες καὶ καταχρηστικὲς ἑρμηνεῖες δὲν ἀποδεικνύονταν ἀρκετές, οἱ Ναζί, χωρὶς κανέναν ἀπολύτως δισταγμό, περνοῦσαν ἀνενδοίαστα στὴν ἐν ψυχρῷ παραβίαση τοῦ Κονκορδάτου, ἀποδεικνύοντας ἐν τοῖς πράγμασι ὅτι ἡ συμφωνία μὲ τὴν ὁποία ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶχε ἐλπίσει νά «θωρακίσει» τὴν παρουσία της στὴ Γερμανία δὲν ἦταν στὰ μάτια τοῦ καθεστῶτος παρὰ ἕνα «κουρελόχαρτο». Καὶ τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι ἦταν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ὠμὴ παραβίαση τῶν συμφωνηθέντων σὲ ἕνα ἐντελῶς ἀνοικτὸ καὶ ἀπροκάλυπτο διωγμό, στὸν ὁποῖο θὰ βροῦμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία.

Ὅταν τὸ ποτήρι ξεχείλισε, ὁ ἴδιος ὁ Πάπας Πίος ΙΑ΄, μὲ τὴν περίφημη ἐγκύκλιό του »Mit brennender Sorge« (ποὺ σημαίνει, περίπου, «Μὲ φλογερὴ ἔγνοια») ποὺ διαβάσθηκε σὲ ὅλες τὶς Καθολικὲς ἐκκλησίες τῆς Γερμανίας ἐνόψει τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας τοῦ 1937, πλάι στὴν ἀνοικτὴ καταγγελία τῶν στρεβλῶν ἀντιλήψεων καὶ πρακτικῶν τῶν Ναζί, συμπεριέλαβε καὶ ἕναν ἀπολογισμὸ τοῦ Κονκορδάτου, στὸν ὁποῖο διακρίνεται ἕνας κάποιος «ἀπολογητικός» τόνος, ἀλλὰ καὶ ἡ ρητὴ καὶ εὐθεῖα ἐπίρριψη τῆς εὐθύνης στὸ καθεστώς: «Ὅταν τὸ 1933 συμφωνήσαμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, νὰ ξεκινήσουν οἱ διαπραγματεύσεις γιὰ ἕνα Κονκορδάτο, τὸ ὁποῖο πρότεινε ἡ κυβέρνηση τοῦ Ράιχ ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς σχεδίου πολλῶν ἐτῶν, καὶ ὅταν, πρὸς ὁμόθυμη ἱκανοποίησή σας, ὁλοκληρώσαμε τὶς διαπραγματεύσεις μὲ μιὰ ἐπίσημη συνθήκη, μᾶς ὤθησε σὲ αὐτὸ ἡ ἁρμόζουσα στὸ καθῆκόν μας σπουδὴ νὰ ἐξασφαλίσουμε στὴ Γερμανία τὴν ἐλευθερία τῆς εὐεργετικῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν ποὺ βρίσκονται στὴ φροντίδα της, παράλληλα ὅμως καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἐπιθυμία νὰ προσφέρουμε στὸν γερμανικὸ λαὸ μιὰ ὑπηρεσία ἀπαραίτητη γιὰ τὴν εἰρηνικὴ ἀνάπτυξη καὶ εὐημερία του.

Ὡς ἐκ τούτου, παρὰ τὶς πολλὲς καὶ σοβαρὲς ἀμφιβολίες, ἀποφασίσαμε νὰ μὴν ἀρνηθοῦμε τὴ συγκατάθεσή μας. Ἐπιθυμούσαμε νὰ γλιτώσουμε τοὺς ἀληθινοὺς υἱοὺς καὶ τὶς θυγατέρες μας στὴ Γερμανία, ὅσο ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατόν, ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀντιμετωπίσουν, δεδομένων τῶν συνθηκῶν. Ἐπιθυμούσαμε νὰ καταστήσουμε σαφὲς σὲ ὅλους μὲ τὶς πράξεις μας ὅτι ἐμεῖς, ἀναζητώντας μόνο τὸν Χριστὸ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, δὲν θὰ ἀρνούμασταν τὸ εἰρηνικὸ καὶ μητρικὸ χέρι τῆς Ἐκκλησίας σὲ κανέναν ποὺ δὲν θὰ τὸ ἀρνιόταν ὁ ἴδιος.

Ἐὰν τὸ δέντρο τῆς εἰρήνης ποὺ φυτέψαμε στὸ γερμανικὸ ἔδαφος μὲ τὴν πιὸ ἁγνὴ πρόθεση δὲν ἔφερε τὸν καρπὸ ποὺ γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ σας ἐλπίζαμε μὲ ἀγάπη, κανένας στὸν κόσμο ποὺ ἔχει μάτια νὰ βλέπει καὶ αὐτιὰ νὰ ἀκούει δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιρρίψει τὴν εὐθύνη στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κεφαλή της. Οἱ ἐμπειρίες αὐτῶν τῶν τελευταίων χρόνων καθιστοῦν σαφεῖς τὶς εὐθῦνες. Ἀποκαλύπτουν δολοπλοκίες ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν ἀποσκοποῦσαν παρὰ σὲ ἕναν πόλεμο ἐξοντώσεως. Στὰ αὐλάκια στὰ ὁποῖα προσπαθούσαμε νὰ σπείρουμε τὸν σπόρο μιᾶς εἰλικρινοῦς εἰρήνης, ἄλλοι ἄνθρωποι –ὅπως ὁ “ἐχθρός” τῆς Ἁγίας Γραφῆς20– ἔσπειραν τὰ ζιζάνια τῆς δυσπιστίας, τῆς ἀναταραχῆς, τοῦ μίσους, τῆς δυσφήμησης, μιᾶς προαποφασισμένης ἐχθρότητας, ἀνοικτῆς ἢ συγκεκαλυμμένης, ποὺ τροφοδοτεῖται ἀπὸ πολλὲς πηγὲς καὶ κάνει χρήση πολλῶν ἐργαλείων ἐνάντια στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτοὶ καὶ μόνο μὲ τοὺς συνεργούς τους, σιωπηροὺς ἢ ἐκδηλωμένους, εἶναι σήμερα ὑπεύθυνοι, ἄν, ἀντὶ γιὰ τὸ οὐράνιο τόξο τῆς εἰρήνης, ἡ καταιγίδα τοῦ θρησκευτικοῦ πολέμου φαίνεται στοὺς γερμανικοὺς οὐρανούς»21.

   Εἶναι φανερὸ πόσο διδακτικὴ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Κονκορδάτου, ὡς συνειδητῆς, τελικά, προσπάθειας τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος νά «ἁλώσει» τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία στὴ Γερμανία. Ἴσως ὅμως ἀκόμα πιὸ διδακτική –καὶ πάντως ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρουσα– εἶναι ἡ ἐπισκόπηση τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ καθεστὼς προσπάθησε νά «ἁλώσει» τὴν Προτεσταντικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ θέμα τοῦ ἑπόμενου, δεύτερου μέρους τῆς παρούσας μελέτης μας.

1  Γιάννη Κ. Τσέντου, «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση. Μέρος Α΄», Ἀκτῖνες 795 (Σεπτέμβριος- Ὀκτώβριος 2022), σελ. 175-189.

2  Γιάννη Κ. Τσέντου, «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση. Μέρος Β΄», Ἀκτῖνες 796 (Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2022), σελ. 226-248.

3 John S. Conway,The Nazi Persecution of the Churches, 1933-1945, Regent College Publishing, Vancouver 1997, σελ.232: “The Nazis had to reckon with the fact that, despite all of Rosenberg’s efforts, only 5 percent of the population registered themselves at the 1930 census as no longer connected with Christian Churches”.

4 Laurence Rees, The Dark Charisma of Adolf Hitler, Ebury Press, London 2012, σελ. 135.

5 Richard J. Evans, The Third Reich in Power, Penguin, New York 2009, σελ. 546.

6 Theodore S. Hamerow, On the Road to the Wolf’s Lair. German Resistance to Hitler, Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge 1997, σελ. 132.

7 Rudolf Morsey, Das »Ermächtigungsgesetz« vom 24. März 1933. Quellen zur Geschichte und Interpretation des »Gesetzes zur Behebung der Not von Volk und Reich«, Dusseldorf 1992 (ed. pr. Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 1968), σελ. 62.

8 Pinchas Lapide, Three Popes and the Jews, Hawthorn Books, New York 1967, σελ. 103.

9 Anthony Rhodes, The Vatican in the Age of the Dictators, Hodder & Stoughton, London 1973, σελ. 177.

10 https://www.catholicculture.org/culture/library/view.cfm?recnum1438, “The Record of Pius XII’s Opposition to Hitler”,Catholic Culture.

11 Paul O’Shea, A Cross Too Heavy. Politics and the Jews of Europe 1917-1943, Rosenberg Publishing, Kenthurst 2008, σελ.234-235

12 Guenter Lewy,The Catholic Church and Nazi Germany, Weidenfeld & Nicolson, London 1964, σελ. 26.

13 William L. Shirer, The Rise and Fall of the Third Reich, Secker & Warburg, London 1960, σελ. 201

14 Anton Gill, An Honourable Defeat. A History of the German Resistance to Hitler, Random House, 1994, σελ. 57: “With his usual irresistible, bullying technique, Hitler then proceeded to take a mile where he had been given an inch”.

15 H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, μεσημέρι 4ης Ἀπριλίου 1942, σελ. 394: “As far as we are concerned, we’ve succeeded in chasing the Jews from our midst and excluding Christianity from our political life”.

16 Βλ. ὑποσημειώσεις 1 καὶ 2 στὸ παρὸν ἄρθρο.

17 Anthony Rhodes,The Vatican in the Age of the Dictators, Hodder & Stoughton, London 1973, σελ. 177.

18 James Carroll,Constantine’s Sword. The Church and the Jews, Mariner Books, Wilmington, Massachusetts 2001, σελ. 505.

19 Pinchas Lapide,Three Popes and the Jews, Hawthorn Books, New York 1967, σελ. 102· Guenter Lewy,The Catholic Church and Nazi Germany, Weidenfeld & Nicolson, London 1964, σελ. 86.

20  Ματθ., ιγ΄ 25.

21  Πάπα Πίου ΙΑ΄, »Mit brennender Sorge«, § 3-5: »3. Als Wir, Ehrwürdige Brüder, im Sommer 1933 die Uns von der Reichsregierung in Anknüpfung an einen jahrealten früheren Entwurf angetragenen Konkordatsverhandlungen aufnahmen und zu Euer aller Befriedigung mit einer feierlichen Vereinbarung abschließen ließen, leitete Uns die pflichtgemäße Sorge um die Freiheit der kirchlichen Heilsmission in Deutschland und um das Heil der ihr anvertrauten Seelen – zugleich aber auch der aufrichtige Wunsch, der friedlichen Weiterentwicklung und Wohlfahrt des deutschen Volkes einen wesentlichen Dienst zu leisten. 4. Trotz mancher schwerer Bedenken haben Wir daher Uns damals den Entschluß abgerungen, Unsere Zustimmung nicht zu versagen. Wir wollten Unsern treuen Söhnen und Töchtern in Deutschland im Rahmen des Menschenmöglichen die Spannungen und Leiden ersparen, die andernfalls unter den damaligen Verhältnissen mit Gewißheit zu erwarten gewesen wären. Wir wollten allen durch die Tat beweisen, daß Wir, einzig Christus suchend und das, was Christi ist, niemandem die Friedenshand der Mutterkirche verweigern, der sie nicht selbst zurückstößt. 5. Wenn der von Uns in lauterer Absicht in die deutsche Erde gesenkte Friedensbaum nicht die Früchte gezeitigt hat, die Wir im Interesse Eures Volkes ersehnten, dann wird niemand in der weiten Welt, der Augen hat, zu sehen, und Ohren, zu hören, heute noch sagen können, die Schuld liege auf Seiten der Kirche und ihres Oberhauptes.

Der Anschauungsunterricht der vergangenen Jahre klärt die Verantwortlichkeiten. Er enthüllt Machenschaften, die von Anfang an kein anderes Ziel kannten als den Vernichtungskampf. In die Furchen, in die Wir den Samen aufrichtigen Friedens zu pflanzen bemüht waren, streuten andere – wie der „inimicus homo“ der Heiligen Schrift(3)– die Unkrautkeime des Mißtrauens, des Unfriedens, des Hasses, der Verunglimpfung, der heimlichen und offenen, aus tausend Quellen gespeisten und mit allen Mitteln arbeitenden grundsätzlichen Feindschaft gegen Christus und Seine Kirche.

Ihnen, und nur ihnen, sowie ihren stillen und lauten Schildhaltern fällt die Verantwortung dafür zu, daß statt des Regenbogens des Friedens am Horizont Deutschlands die Wetterwolke zersetzender Religionskämpfe sichtbar ist«.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΚΤΙΝΕΣ»  ΕΤΟΣ 86ο  |  ΜΑΪΟΣ – ΙΟΥΝΙΟΣ  2023  |  799

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/%ce%b7-%ce%bd%ce%b1%ce%b6%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%ce%bc%ce%b5%ce%b8%ce%bf%ce%b4%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%b1%ce%bb%cf%89%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85/