ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (δ΄ 7) μᾶς συμβουλεύει:
«Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ. Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰακ. δ΄, 7). (Δηλ: Ὑποταχθῆτε λοιπὸν ταπεινὰ εἰς τὸν Θεόν. Ἀντισταθῆτε εἰς τὸν διάβολον, ποὺ σᾶς πειράζει μὲ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, καὶ θὰ φύγῃ νικημένος, καὶ ἐντροπιασμένος μακρυὰ ἀπὸ σᾶς).
Μᾶς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος:
«Ὁ διάβολος εἶναι ἀδιάντροπος κι ἀχρεῖος, ἄν καὶ βέβαια ἀγωνίζεται ἀπὸ κάτω. Ἀλλ’ ὅμως κι ἔτσι νικάει. Καὶ ἡ αἰτία εἶναι ὅτι δὲν προσπαθοῦμε ἐμεῖς νὰ βρεθοῦμε πιὸ ψηλὰ ἀπ’ τὰ κτυπήματά του. Γιατὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σηκωθῆ πολύ, ἀλλὰ σέρνεται κάτω. Καὶ ὁ τύπος τοῦ διαβόλου εἶναι τὸ φίδι. Κι ἄν ἔτσι τὸν ὅρισε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὁ Θεός, πολὺ περισσότερο τώρα».
- Στὸ βίο τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἀναφέρεται πῶς μία νεαρὴ κοπέλλα (15 ἐτῶν) νίκησε τὸν διάβολον:
«Ἐνῶ ἡ Ἁγία βρισκόταν στὴν φυλακὴ ὁ μισάνθρωπος διάβολος μετασχηματίσθηκε σὲ ἄνθρωπο καὶ ἔγινε μαῦρος σὰν Αἰθίοπας. Μετὰ μεταβλήθηκε καὶ φαινόταν σὰν μαῦρο σκυλί. Τότε ἡ Ἁγία μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ πίστη τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς, πῆρε ἕνα σφυρί, τὸν κτύπησε στὸ κεφάλι καὶ στὴν ράχη καὶ ἔτσι τὸν ταπείνωσε τελείως».
Ἡ ἐρώτηση εἶναι ἔχει ὁ διάβολος ὑλικὴ ὑπόσταση;
- Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης παρατηρεῖ γιὰ τοὺς δαίμονες:
«Κάποτε καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὑπάρξεις πνευματικὲς (πλάσματα ποὺ μποροῦσαν νὰ σκέπτονται), καὶ ἀφοῦ ἐξέπεσαν ἀπὸ ἐκείνη τὴν πνευματικὴ κατάσταση, ὁ καθένας ἀπόκτησε κάποια ὑλικὴ (σωματική) ὑπόσταση, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση γιὰ τὸν ρόλο ποὺ ἀνελάμβανε. (παρουσιαζόμενος σὰν νὰ εἶχε ὑλικὴ φύση).
- Στὸ βιβλίο του, «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν θεία Λειτουργία», ὁ π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
«Ἕνας γέροντας Ἡσυχαστής, ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος, ἀγωνιζόταν μόνος, ἐρημικά, ἀσκητικά, σ’ ἕνα κελλί τῆς Μονῆς Φιλοθέου στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ κελλάκι ὠνομάζετο «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου».
Κάποτε, ὅπως διηγεῖτο ὁ ἴδιος, ἐνῶ ἔκανε ἕνα βράδυ συνεχῶς μετάνοιες καὶ σταυρωτὰ κομποσχοίνια, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ διάβολος μέσα στὸ φτωχικὸ κελλάκι του σὰν σκύλος φοβερός, ποὺ πετοῦσε φωτιὲς ἀπὸ τὸ στόμα του· ὅρμησε πάνω του, γιὰ νὰ τὸν πνίξη, οὐρλιάζοντας καὶ λέγοντας ὅτι καιγόταν ἀπὸ τὶς προσευχὲς καὶ τὰ καμποσχοίνια του. Ὁ Γερο-Αὐγουστῖνος τὸν ἅρπαξε, τὸν πέταξε στὸν τοῖχο καὶ τοῦ εἶπε:
– Κακὲ διάβολε, γιατὶ πολεμᾶς μὲ τόση μανία καὶ κακία καὶ σκληρότητα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ;
Ἀμέσως, λυσσασμένος ὁ διάβολος ἀπὸ τὴν ντροπή του, ἐξαφανίσθηκε ἀφήνοντας πίσω του καπνό, βρωμιὰ καὶ δυσωδία.
Καὶ συνέχισε νὰ διηγῆται ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος: «Ὁ διάβολος πολὺ δυνατός, ἀλλὰ κι ἐγώ -μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ· μπαμπάτσικος (πολύ δυνατός), τὸν πέταξα καὶ τὸν κόλλησα στὸν τοῖχο! Ὕστερα ὅμως, συνέχισε ὁ Γέροντας, ἄρχισα νὰ λυποῦμαι καὶ νὰ ἐλέγχωμαι ἀπὸ τὴν συνείδησιν, γιατὶ κτύπησα τὸν διάβολο. (Σκεφθεῖτε λεπτότητα ψυχῆς!). Περίμενα μὲ ἀγωνία πότε νὰ φωτίση, νὰ τρέξω, νὰ πάω στὸν Πνευματικό μου, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῶ, ποὺ κτύπησα τὸν διάβολο.
Ὅταν ξημέρωσε, πῆγα στὴν Προβάτα, (μιάμιση ὥρα δρόμο), βρῆκα τὸν Πνευματικό μου καὶ ἐξομολογήθηκα τί ἔγινε στὴν προσευχὴ καὶ πῶς κτύπησα τὸν διάβολο. Ὁ Πνευματικός μου ἦταν πολὺ συγκαταβατικός. Δὲν μοῦ ἔβαλε καθόλου κανόνα, ἀλλὰ μοῦ εἶπε νὰ κοινωνήσω τὸ ἄλλο πρωΐ.
Ἐγὼ ἀπὸ τὴ χαρά μου πετοῦσα. Ὅλη μέρα δουλειὰ καὶ ὅλη τὴν νύκτα ἄγρυπνος μὲ κομποσχοίνια καὶ μετάνοιες. Τὸ πρωΐ κατὰ τὶς 5 πῆγα στὴ Θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ κοινωνήσω.
Ὅταν ὁ ἱερεὺς ἔφερε τὴν Ἁγία Λαβίδα στὸ στόμα μου, εἶδα τὴν Ἁγία Κοινωνία νὰ εἶναι ἕνα μεγάλο κομμάτι Κρέας καὶ Αἷμα! Καὶ τὴν μασοῦσα, καὶ τὴν μασοῦσα… γιὰ νὰ τὴν καταπιῶ…
Ὤ, τὶ εὐφροσύνη ἦταν αὐτή! Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀκατάληπτη ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὴν ἀντέξω. Ἀπὸ τὰ μάτια μου ποτάμι ἔτρεχαν γλυκὰ δάκρυα. Καρδιὰ καὶ σῶμα ἐδονοῦντο ἀπὸ ἀνέκφραστη εὐτυχία καὶ τὸ κεφάλι μου φώτιζε σὰν λάμπα!!! Ἔφυγα γρήγορα γρήγορα, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν οἱ πατέρες, γιὰ νὰ μὴ δοῦν τὶς θεϊκὲς ἀλλοιώσεις, ποὺ εἶχα ὑποστῆ ἀναξίως ἀπὸ τὸν Θεό!».
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος στὸν Ἅγιο Παΐσιο».
- Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο, ὅτι, ὅταν ἔμενε σὲ Σκήτη, ἦλθε σ’ αὐτὸν ὁ δαίμων, θέλοντας νὰ μπῆ στὸ κελλί του. Καὶ τὸν ἔδεσε ἔξω. Καὶ πάλι ἄλλος δαίμων ἦλθε γιὰ νὰ μπῆ. Καὶ αὐτὸν τὸν ἔδεσε. Ἔρχεται κατόπιν καὶ ἕνας τρίτος καὶ βρίσκει δεμένους τοὺς ἄλλους δυό. Καὶ τοὺς λέγει: «Τί μένετε ἐδῶ ἔξω;». Καὶ τοῦ ἀπαντοῦν: «Κάποιος κάθεται μέσα καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ μποῦμε». Προσπαθεῖ τότε καὶ ὁ τρίτος νὰ εἰσέλθη. Ἀλλὰ ὁ γέρων τὸν ἔδεσε καὶ αὐτόν. Φοβισμένοι λοιπὸν ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν του, παρακαλοῦσαν τὸν γέροντα, λέγοντας: «Λύσε μας καὶ ἄφησέ μας νὰ φύγουμε». Καὶ τοὺς λέγει ὁ γέρων: «Πηγαίνετε». Καὶ ἔτσι, καταντροπιασμένοι, πῆραν δρόμο».