Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ Η ΑΡΝΗΣΗ (Β΄)

 

Ιστορικά

Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ

    Στὸ προηγούμενο, πρῶτο μέρος τῆς μελέτης μας, θέσαμε ὡς στόχο νὰ δοῦμε ἐὰν καὶ κατὰ πόσον εὐσταθεῖ αὐτὸ ποὺ ὑποστηριζόταν στὴ Διακήρυξη τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων τὸ 1946, μὲ ὁρατὰ γύρω τὰ ἐρείπια ποὺ εἶχε ἀφήσει ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: ὅτι τὸ βαθύτερο αἴτιο τοῦ κακοῦ, «ἡ δύναμις ποὺ ἐκίνησε τὴν μπόταν»1, ἦταν ἡ Ἄρνηση, ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Πραγματικά, εὔλογα θὰ μποροῦσε νὰ διερωτηθεῖ κανεὶς μήπως αὐτὸ ἦταν ἁπλῶς ἕνα «βολικὸ ἀφήγημα» τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων. Στὴν πορεία, ὅμως, εἴδαμε τὰ ἐντελῶς κορυφαῖα στελέχη τοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ νὰ ἀντιπροσωπεύουν πράγματι καὶ νὰ ἐκφράζουν ἀνοικτὰ καὶ ἀπροκάλυπτα ὄχι ἁπλῶς μιὰ ἀντιχριστιανικὴ τοποθέτηση, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἀντιχριστιανικὸ μένος.

Κλείνοντας τὸ πρῶτο μέρος τῆς μελέτης μας, σταθήκαμε στὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Χίτλερ, παραθέτοντας τὶς κρίσεις ἔγκριτων ἱστορικῶν μελετητῶν ἀλλὰ καὶ συνεργατῶν του, ποὺ ὅλες συγκλίνουν στὸ συμπέρασμα ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ ἦταν σφοδρὸς πολέμιος τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἄθεος2. Βεβαίως, ὅπως εἶναι λογικὸ καὶ ἑπόμενο, ὁ Χίτλερ ἦταν πολὺ προσεκτικὸς στὶς δημόσιες τοποθετήσεις του ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Καὶ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε τὸ γιατί: Ἂν ὁ Χίτλερ ἐκφραζόταν δημόσια κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ θὰ ξένιζε τόσο πολύ, ὥστε θὰ περιόριζε δραματικὰ τὴν ὅποια ἀπήχηση θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τὸ κίνημα τοῦ ὁποίου ἡγεῖτο στὸν γερμανικὸ λαό.

Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ Χίτλερ ὑπάρχει μιὰ καίρια διαφορὰ σὲ σχέση μὲ τὴν περίπτωση ἄλλων Ναζὶ ἡγετῶν: Γιὰ τοὺς ἄλλους, εἴμαστε κατὰ κανόνα καταδικασμένοι νὰ ἀναζητοῦμε τὶς ἀπόψεις τους στὶς δημόσιες τοποθετήσεις τους, στὰ ὅσα ἔχουν γράψει ἢ δηλώσει· δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τί ἔλεγαν πίσω ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες, μακριὰ ἀπὸ τὰ μικρόφωνα καὶ τὶς κάμερες. Γιὰ τὸν Χίτλερ ὅμως μποροῦμε, καὶ μάλιστα κατὰ λέξη. Στὸ Ἀρχηγεῖο του ὁ Χίτλερ συνήθιζε νὰ καθηλώνει τοὺς συνδαιτυμόνες καὶ συνεργάτες του μὲ ἐξαντλητικοὺς μονολόγους ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ – ἐννοεῖται ὅτι, ὅσο μιλοῦσε, ὅλοι οἱ παρόντες ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀκοῦνε σιωπηλοί.

Αὐτοὶ οἱ μονόλογοι τοῦ Χίτλερ καταγράφονταν μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἀπὸ τὸν γραμματέα του Martin Bormann, τὸν Heinrich Heim καὶ τὸν Henry Picker, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἔβλεπαν ὡς λόγους σοφίας ποὺ θὰ ἀποτελοῦσαν ἕνα «εὐαγγέλιο» γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Οἱ μονόλογοι αὐτοὶ τοῦ Χίτλερ ἐκδόθηκαν μεταπολεμικά (ἐκδεδομένοι μάλιστα ἀπὸ ἕναν ἐξ αὐτῶν ποὺ τοὺς εἶχαν καταγράψει, τὸν δικηγόρο, στενογράφο καὶ συγγραφέα Henry Picker) μὲ τὸν τίτλο Tischgespräche im Führerhauptquartier (Λόγοι Τραπέζης στὸ Ἀρχηγεῖο τοῦ Φύρερ)3, μεταφράσθηκαν στὴ συνέχεια πρῶτα στὴ γαλλικὴ4 καὶ κατόπιν στὴν ἀγγλική5, καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ αὐθεντικότητά τους ΔΕΝ ἀμφισβητεῖται.

Τὰ ὅσα ἐξωφρενικὰ ἔλεγε ὁ Χίτλερ στὰ ξεσπάσματά του πίσω ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ἀληθινὰ μιὰ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, καθὼς μαρτυροῦν ἀψευδῶς ποιὸ ἦταν τὸ ἔδαφος πάνω στὸ ὁποῖο βλάστησε ὁ Ναζισμός. Τὰ συγκεντρώσαμε ἐδῶ, γιὰ πρώτη φορά, μεταφρασμένα ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση6, παραθέτοντας παράλληλα στὶς ὑποσημειώσεις καὶ τὸ πρωτότυπο κείμενο… γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Διότι σὲ πολλὰ σημεῖα εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ ἀναγνώστης θὰ δυσκολεύεται νὰ πιστεύσει τὰ ὅσα θὰ διαβάζει…

Ἡ πρόοδος τῆς Ἐπιστήμης καὶ τὸ τέλος τοῦ Χριστιανισμοῦ

Χίτλερ ἦταν γνήσιο τέκνο τῆς ἐποχῆς τῆς Ἄρνησης καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς ἐποχῆς τῆς ἁλματώδους προόδου τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Τεχνολογίας. Αὐτὴ ἡ ἁλματώδης πρόοδος γεννοῦσε μιὰ ἀσυγκράτητη αἰσιοδοξία γιὰ τὸ μέλλον, ἡ ὁποία ὅμως ἐκτροχιαζόταν συχνὰ σὲ ἀπροκάλυπτη «ὕβριν». Τυφλωμένη ἀπὸ τὸν φανταχτερὸ κόσμο τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου, ἡ γενιὰ τῆς Ἄρνησης καὶ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔβλεπε τὴ θρησκεία ὄχι μόνο ὡς περιττή, ἀλλὰ ὡς θλιβερὸ κατάλοιπο ἑνὸς σκοτεινοῦ παρελθόντος, ὡς ἐμπόδιο ποὺ ἔπρεπε νὰ παραμερισθεῖ.

Ὁ χονδροειδὴς αὐτὸς ὑλισμὸς τῆς Ἄρνησης, τὸν ὁποῖο ἦλθε νὰ καταγγείλει ἡ Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, νομίζουμε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ γνησιώτερο ἐκφραστὴ ἀπὸ τὸν Ἀδόλφο Χίτλερ.

Πραγματικά, στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ ὁ θάνατος τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν προδιαγεγραμμένος – καὶ δὲν μποροῦσε ἄλλωστε νὰ συμβαίνει διαφορετικά, στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς ἀσυγκράτητης τεχνολογικῆς προόδου. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ Χριστιανισμὸς μπορεῖ νὰ συγκινοῦσε τοὺς ἀνοήτους καὶ τοὺς ἀφελεῖς, ἀλλὰ στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπιστήμης, πολὺ ἁπλᾶ, δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ πλέον.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1941 ὁ Χίτλερ ἔλεγε ὀρθά-κοφτά: «Ἕνα σύστημα μεταφυσικῆς ἀντλημένο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ βασισμένο σὲ ξεπερασμένες ἀντιλήψεις δὲν ἀντιστοιχεῖ στὸ ἐπίπεδο τῆς σύγχρονης γνώσης»7.

Βεβαίως, μπορεῖ νὰ χρειαζόταν πολὺς χρόνος, γιὰ νὰ σβήσει ἐντελῶς ὁ Χριστιανισμός. Ἀλλὰ τὸ τέλος του εἶχε ἤδη δρομολογηθεῖ, καὶ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀποτρέψει: «Οἱ θρησκεῖες ἔχουν περάσει τὴν κλιμακτήριο· βρίσκονται πιὰ σὲ παρακμή. Μποροῦν νὰ παραμείνουν ἔτσι γιὰ μερικοὺς αἰῶνες ἀκόμα. Ὅ,τι δὲν θὰ κάνουν οἱ ἐπαναστάσεις θὰ τὸ κάνει ἡ ἐξέλιξη»8.

Εἶναι σημαντικὸ μάλιστα νὰ διευκρινίσουμε καὶ νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ λογικὴ τοῦ Χίτλερ ἦταν ἡ λογικὴ ἑνὸς στεγνοῦ καὶ στυγνοῦ ὀρθολογιστῆ. Αὐτὴ ἡ διευκρίνιση πρέπει νὰ γίνει, διότι εἶναι πασιφανὲς ὅτι τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ κίνημα εἶχε ἕναν ἔντονα μυστικιστικὸ χαρακτῆρα.

Δὲν ὑπάρχει ὅμως καμμία ἔνδειξη ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ συμφωνοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα, ὅσο καὶ ἂν ἀσφαλῶς κολακευόταν νὰ βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο μιᾶς σχεδὸν μυστικιστικῆς λατρείας. Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀθεΐας ἀλλὰ καὶ τοῦ ὀρθολογισμοῦ τοῦ Χίτλερ εἶναι τὸ σχόλιο ποὺ ὁ Albert Speer παραδίδει ὅτι ἔκανε γιὰ τὴν προσπάθεια τοῦ Himmler νὰ οἰκοδομήσει ἕνα νέο μυστικισμὸ τῶν SS: «Τί ἀνοησίες! Ἐδῶ ἔχουμε ἐπιτέλους φθάσει σὲ μιὰ ἡλικία ποὺ ἔχει ἀφήσει ὅλο τὸν μυστικισμὸ πίσω της, καὶ τώρα αὐτὸς θέλει νὰ τὸ ξαναρχίσει αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Θὰ μπορούσαμε ἐξίσου καλὰ νὰ εἴχαμε παραμείνει μὲ τὴν Ἐκκλησία. Τοὐλάχιστον αὐτὴ εἶχε παράδοση. Νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι μιὰ μέρα μπορεῖ νὰ γίνω ἕνας Ἅγιος τῶν SS! Μπορεῖτε νὰ τὸ φαντασθεῖτε αὐτό; Θὰ σηκωνόμουν ἀπὸ τὸν τάφο μου…»9.

Πολὺ περισσότερο, ἦταν ἀπολύτως ἀποκρυσταλλωμένος ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Χίτλερ ἔβλεπε τὸν Χριστιανισμό: Στὰ μάτια του, ἡ νέα ἐποχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου σκόρπιζε ἤδη τὴν πλάνη τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου σκορπίζει τὸ σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία μοιραῖα θὰ ἔμπαινε σὲ ἕνα κύκλο ἐσωστρέφειας, προσκολλώμενη ὅλο καὶ περισσότερο στὰ ἀνόητα δόγματα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὅμως ὅσοι τὴν ἀκολουθοῦσαν, ὅλο καὶ περισσότερο, θὰ ἔμοιαζαν νὰ ζοῦν σὲ ἕνα «παράλληλο σύμπαν», ἀρνούμενοι τὴν ἴδια τὴν πραγματικότητα. Καὶ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κρατήσει ἐπὶ μακρόν.

Ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν λοιπὸν καταδικασμένος νὰ σβήσει καὶ νὰ χαθεῖ. Ὁ Χίτλερ ἔλεγε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1941: «Ὁ Χριστιανισμός, φυσικά, ἔχει φθάσει στὸ ἀπόγειο τοῦ παραλογισμοῦ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη. Καὶ γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα τὸ οἰκοδόμημά του θὰ καταρρεύσει. Ἡ Ἐπιστήμη ἔχει ἤδη ἐμποτίσει τὴν ἀνθρωπότητα. Κατὰ συνέπεια, ὅσο περισσότερο προσκολλᾶται ὁ Χριστιανισμὸς στὰ δόγματά του, τόσο πιὸ γρήγορα θὰ παρακμάζει»10.

Ἀξίζει νὰ προσέξουμε αὐτὸ ποὺ λέει ἐδῶ ὁ Χίτλερ, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἔχει ἁπλῶς στοιχεῖα ἀνορθολογικὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου, ἀλλὰ βρίσκεται «στὸ ἀπόγειο τοῦ παραλογισμοῦ».

Σὲ μιὰ ἄλλη μάλιστα περίσταση, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1941, ὁ Χίτλερ ξεσπάει ἐνάντια στόν «παραλογισμό» τῆς πίστης στὴ μετουσίωση, δηλαδὴ στὴ μετατροπὴ κατὰ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μιὰ ἐφεύρεση ἄρρωστων ἐγκεφάλων: Κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ τίποτα πιὸ ἀνόητο, οὔτε πιὸ ἄσεμνο τρόπο νὰ μετατρέψει τὴν ἰδέα τῆς Θεότητας σὲ κοροϊδία. Ἕνας νέγρος μὲ τὰ ταμπού του εἶναι συντριπτικὰ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὰ σοβαρὰ στὴ μετουσίωση»11.

Ἡ ἀπόλυτη πεποίθηση τοῦ Χίτλερ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι παρὰ ἕνα συνονθύλευμα μυθευμάτων, καὶ τίποτε πέραν τούτου, ἔριχνε αὐτομάτως κάθε γέφυρα ἐπικοινωνίας μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν ἐπρόκειτο νὰ ὑψωθεῖ παρά «γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου». Ἐν ὀλίγοις, δὲν ἦταν νοητὸ γιὰ τὸν Χίτλερ νὰ θεμελιώσει τὸν νέο κόσμο, ποὺ φαντασιωνόταν ὅτι ἔκτιζε, πάνω σὲ ψεύδη καὶ μυθεύματα ποὺ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ κατέρρεαν μὲ τὴν πρόοδο τῆς Ἐπιστήμης.

Ὅταν τέθηκε τὸ ἐρώτημα γιατί δὲν ἐπεδίωκε νὰ τὰ βρεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἂν αὐτὸ ἐπρόκειτο νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει κάποια –ἔστω βραχυπρόθεσμα– ὀφέλη, ἡ ἀπάντησή του ἦταν ξεκάθαρη, ἀπολύτως συνεπὴς μὲ τὶς πεποιθήσεις του καὶ τὴ βαθιὰ περιφρόνησή του γιὰ τὸν Χριστιανισμό: «Προσπαθώντας νὰ δοῦμε τὰ πράγματα μὲ μιὰ πιὸ μακροπρόθεσμη προοπτική, εἶναι νοητὸ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ στηρίξει κανεὶς ὁτιδήποτε ἀνθεκτικὸ στὸ ψέμμα; Ὅταν σκέπτομαι τὸ μέλλον τῶν ἀνθρώπων μας, πρέπει νὰ κοιτάξω πέρα ἀπὸ τὰ ἄμεσα πλεονεκτήματα, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα ἐπρόκειτο νὰ διαρκέσουν τριακόσια, πεντακόσια χρόνια ἢ καὶ περισσότερα. Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι κάθε συμφωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ προσφέρει μόνο ἕνα προσωρινὸ ὄφελος, γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα τὸ ἐπιστημονικὸ πνεῦμα θὰ ἀποκαλύψει τὸν ἐπιβλαβῆ χαρακτῆρα ἑνὸς τέτοιου συμβιβασμοῦ. Ἔτσι, τὸ κράτος θὰ ἔχει βασίσει τὴν ὕπαρξή του σὲ ἕνα θεμέλιο ποὺ κάποτε θὰ καταρρεύσει»12.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἴδια ἀκριβῶς βαθιὰ περιφρόνηση τοῦ Χίτλερ γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ τὸν ἔπειθε ὅτι δὲν συνέτρεχε λόγος νὰ ἔλθει σὲ εὐθεῖα σύγκρουση μαζί του.

Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ ὁμολογοῦσε ὅτι εἶχε ὡριμάσει μὲ τὰ χρόνια. Ἔλεγε τὴ νύκτα τῆς 20ῆς πρὸς τὴν 21η Φεβρουαρίου τοῦ 1942: «Ἀπὸ τὰ δεκατέσσερά μου νιώθω ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὴ δεισιδαιμονία ποὺ συνήθιζαν νὰ διδάσκουν οἱ ἱερεῖς. Ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὺς τοῦ Κατηχητικοῦ, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς συνομηλίκους μου δὲν συνέχισε νὰ πιστεύει στὸ θαῦμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ μόνη διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ τότε καὶ στὸ τώρα εἶναι ὅτι ἐκεῖνες τὶς μέρες ἤμουν πεπεισμένος ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ τινάξει στὸν ἀέρα ὅλο τὸ σόου μὲ δυναμίτη»13.

πάροδος τῶν χρόνων τὸν εἶχε ὅμως ὁδηγήσει σὲ πιὸ ὥριμες σκέψεις. Ἐνῷ μέσα στὸν ζῆλο τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας τὸ ἀντιχριστιανικό του μένος ἔκανε τὸν Χίτλερ νὰ θέλει νὰ πάρει μιὰ βόμβα καὶ νὰ τινάξει τὰ πάντα στὸν ἀέρα, τώρα εἶχε πλέον πεισθεῖ ὅτι δὲν ἄξιζε νὰ ἀναλωθεῖ σὲ ἕνα πόλεμο κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτός… ἔσβηνε ἀπὸ μόνος του – ἔτσι, τοὐλάχιστον, ἤθελε νὰ πιστεύει ὁ Χίτλερ. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ κίνημα ἔσφυζε ἀπὸ τὸν δυναμισμὸ τῆς νεότητας, ὁ Χριστιανισμὸς μαράζωνε ἀπὸ τὰ γηρατειά, καὶ τὸ τέλος του πλησίαζε. Στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, τὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου ποὺ εἶχε ἀνατείλει, ὁ Χριστιανισμὸς ἔπνεε ἤδη τὰ λοίσθια. Μὴ ἀφιστάμενος λοιπόν, οὔτε κατ’ ἐλάχιστον, ἀπὸ τὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος τῆς ἐφηβικῆς του ἡλικίας, εἶχε ἀναθεωρήσει τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴν τακτικὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ἔλεγε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1941: «Δὲν εἶναι λοιπὸν τῆς ὥρας νὰ ριχθοῦμε τώρα σὲ ἕναν πόλεμο μὲ τὶς Ἐκκλησίες. Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ ἀφήσουμε τὸν Χριστιανισμὸ νὰ πεθάνει μὲ φυσικὸ θάνατο. Ἕνας ἀργὸς θάνατος ἔχει κάτι τὸ παρήγορο. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ ξεφτίζει μπροστὰ στὴν πρόοδο τῆς Ἐπιστήμης. Ἡ θρησκεία θὰ πρέπει νὰ κάνει ὅλο καὶ περισσότερες παραχωρήσεις. Σταδιακὰ οἱ μῦθοι καταρρέουν. Ὅ,τι μένει εἶναι νὰ ἀποδείξουμε ὅτι στὴ φύση δὲν ὑπάρχουν σύνορα ἀνάμεσα στὸ ὀργανικὸ καὶ τὸ ἀνόργανο. Ὅταν ἡ κατανόηση τοῦ σύμπαντος διαδοθεῖ εὐρέως, ὅταν ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων γνωρίζει ὅτι τὰ ἀστέρια δὲν εἶναι πηγὲς φωτὸς ἀλλὰ κόσμοι, ἴσως κατοικημένοι κόσμοι σὰν τὸν δικό μας, τότε ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία θὰ καταδικασθεῖ γιὰ παραλογισμό»14.

Καὶ παρακάτω, στὸν ἴδιο ἐξαντλητικό του μονόλογο, ὁ Χίτλερ ἐπανερχόταν μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα: «Ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ εἶναι νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ πεθάνει σιγὰ σιγά. Ἕνα κίνημα σὰν τὸ δικό μας δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του νὰ παρασυρθεῖ σὲ μεταφυσικὲς παρεκκλίσεις. Πρέπει νὰ ἐμμείνει στὸ πνεῦμα τῆς ἀκριβοῦς Ἐπιστήμης»15.

Τὸ μόνο γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἀμφέβαλλε ὁ Χίτλερ εἶναι ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τήν «ἀρρώστια τοῦ Χριστιανισμοῦ». Χαιρέκακα μάλιστα ἐξέφραζε τὴ λύπη του, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε, σὰν ἄλλος Μωυσῆς, νὰ δεῖ ἀπὸ μακριὰ τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας (ἔτσι φάνταζε στὰ μάτια του ἕνας κόσμος ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό).

Ἔλεγε τὸ μεσημέρι τῆς 27ης Φεβρουαρίου τοῦ 1942: «Ἡ ἐποχή μας θὰ δεῖ σίγουρα τὸ τέλος τῆς ἀρρώστιας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Θὰ κρατήσει ἄλλα ἑκατὸ χρόνια, διακόσια χρόνια ἴσως. Λυπᾶμαι ποὺ δὲν θὰ μποροῦσα, ὅπως ὁ Προφήτης, ὅποιος ἦταν αὐτός, νὰ δῶ τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ἀπὸ μακριά»16.

   Ἐπισκοπώντας τὰ ὅσα εἴδαμε μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι χρήσιμο νὰ ἀναλογισθοῦμε τὸν δρόμο ποὺ ἔχουμε διανύσει μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο: Στὸ προηγούμενο, πρῶτο μέρος τῆς μελέτης μας, εἴδαμε τὰ ἐντελῶς κορυφαῖα στελέχη τοῦ Ἐθνικοσοσιαλισμοῦ νὰ ἀντιπροσωπεύουν καὶ νὰ ἐκφράζουν ἀνοικτὰ καὶ ἀπροκάλυπτα ὄχι ἁπλῶς μιὰ ἀντιχριστιανικὴ τοποθέτηση, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἀντιχριστιανικὸ μένος. Ἐδῶ πιὰ εἴδαμε τὸν ἴδιο τὸν Χίτλερ νὰ ἐνσαρκώνει ἀκριβῶς τὴν Ἄρνηση ἐν ὀνόματι τῆς Ἐπιστήμης (καλύτερα, τὴν προσπάθεια τεθεῖ ἡ Ἐπιστήμη στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἄρνησης), τὴν ὁποία ἦλθε νὰ καταγγείλει ἡ Διακήρυξις. Καὶ ὑπάρχει καὶ συνέχεια…

Ἡ νοσηρότητα καὶ ἡ ἐκφυλιστικὴ δύναμη τοῦ Χριστιανισμοῦ

Στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ παρῳχημένη διδασκαλία, ποὺ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ σταθεῖ στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀντιπροσώπευε κατὰ τὸν Χίτλερ μιὰ νοσηρότητα, μιὰ ἐκφυλιστικὴ δύναμη, ποὺ ἔστρεφε τὸν ἄνθρωπο ἐνάντια στὴν ἴδια τὴ φύση. Μὲ δυὸ λόγια, δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα παραμύθι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ πλέον· ἦταν δηλητήριο.

Ὁ Alan Bullock, ὁ συγγραφέας τῆς πιὸ ἐπιδραστικῆς βιογραφίας τοῦ Χίτλερ, γράφει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ Χίτλερ ἔδειχνε τὴν πιὸ μεγάλη ἐχθρότητα γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ προσθέτει: «Στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν μιὰ θρησκεία κατάλληλη μόνο γιὰ σκλάβους. Ἀποστρεφόταν ἰδιαίτερα τὴν ἠθική του»17.

Πραγματικά, στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, ὁ Χριστιανισμὸς κηρύσσει τὸν πόλεμο σὲ ὅ,τι εὐγενὲς καὶ ὑψηλὸ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο: τὴ φυσική του αἰσιοδοξία, τὴ δύναμη, τὴν ἀγωνιστικότητα. Θυμίζουμε ἐδῶ τὰ ὅσα σημείωνε ὁ διαβόητος ὑπουργὸς Προπαγάνδας τῆς ναζιστικῆς Γερμανίας καὶ ἐκ τῶν στενώτερων συνεργατῶν τοῦ Χίτλερ Goebbels στὸ ἡμερολόγιό του στὶς 8 Ἀπριλίου 1941: «Ὁ Χίτλερ μισεῖ τὸν Χριστιανισμό, γιατὶ αὐτὸς ἔχει σακατέψει ὅ,τι εὐγενὲς ὑπάρχει στὴν ἀνθρωπότητα»18.

Καὶ μάλιστα, κατὰ τὸν Χίτλερ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν περιορίζεται νὰ κηρύσσει τὸν πόλεμο σὲ ὅ,τι τὸ εὐγενὲς ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ καλλιεργεῖ συστηματικὰ ὅ,τι βρίσκεται στὸν ἀντίποδα: Κατατρομοκρατεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει ἀπαισιόδοξο καὶ ἡττοπαθῆ, ἐνδεδυμένο τὸν μανδύα τῆς ταπείνωσης. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πρωτίστως ἀντίθετα στὴ φύση, στὸν βαθμὸ ποὺ στὴ φύση ἐπικρατεῖ ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ καὶ ἡ ἐξέλιξη, κυριαρχεῖ καὶ ἐπιβιώνει τὸ ἰσχυρὸ καὶ λειτουργικό, ἐνῷ τὸ ἀδύναμο καὶ μὴ λειτουργικὸ ὑποτάσσεται καὶ ἐξαφανίζεται.

Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς τοῦ Χίτλερ ἦταν ἀπολύτως ἀποκρυσταλλωμένες στὴ σκέψη του, καὶ μάλιστα διατυπώνονταν μὲ τὸν πιὸ ὠμὸ καὶ ἀπερίφραστο τρόπο.

Τὸ μεσημέρι τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1941 ὁ Χίτλερ ἔλεγε: «Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μιὰ ἐπανάσταση ἐνάντια στὸν φυσικὸ νόμο, μιὰ ἐξέγερση ἐνάντια στὴ φύση. Στὴ λογική του προέκταση, ὁ Χριστιανισμὸς θὰ σήμαινε τὴ συστηματικὴ καλλιέργεια τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας»19.

Μιὰ πρώτης τάξεως λαβὴ νὰ ξεσπάσει κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ βρίσκει ὁ Χίτλερ στὶς θεαματικὲς ἐπιτυχίες τῶν Ἰαπώνων στὸ μέτωπο τοῦ Εἰρηνικοῦ. Τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ξεσπάσματός του ἔρχεται στὸ δεῖπνο τῆς 8ης Ἀπριλίου 1942.

Μὲ μιὰ χονδροειδῆ εἰρωνεία, ὁ Χίτλερ ἀναρωτιέται γιατί ὁ Θεὸς κωφεύει στὶς προσευχὲς τῶν χριστιανῶν Ἄγγλων καὶ Ἀμερικανῶν καὶ χαρίζει ἀφειδῶς τὶς νῖκες στοὺς παγανιστὲς Ἰάπωνες. Ὅπως σπεύδει νὰ ἀπαντήσει ὁ ἴδιος, εἶναι ἀπολύτως φυσικὸ νὰ συμβαίνει ἔτσι, διότι ἡ ἰαπωνικὴ θρησκεία εἶναι μιὰ λατρεία τοῦ ἡρωισμοῦ, τῆς αἰσιοδοξίας καὶ τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς, ἐνῷ ὁ Χριστιανισμὸς μαθαίνει τοὺς πιστοὺς νὰ περιφρονοῦν τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς καὶ νὰ λατρεύουν τοὺς ἁγίους τους, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν μιὰ διαστροφὴ τῆς ζωῆς. Ὁ Χίτλερ φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ καταλογίζει στὸν Χριστιανισμὸ μιὰ ἀπίστευτη νοσηρότητα.

Καὶ βεβαίως δὲν παραλείπει νὰ ξεσπάσει γιὰ τὴν κατατρομοκράτηση τῶν πιστῶν μέσῳ τοῦ φόβητρου τῆς κόλασης, ποὺ τοὺς κάνει ἀπαισιόδοξους, ἡττοπαθεῖς καὶ παραιτημένους, γιὰ νὰ κλείσει μὲ ἕνα κρεσέντο εἰρωνείας ἐνάντια στὸν χριστιανικὸ Παράδεισο, ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς ἀποτυχημένους τῆς ζωῆς.

Εἶναι πραγματικὰ ἐνδιαφέρον, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἀποκαλυπτικό, νὰ παρακολουθήσουμε αὐτὸ τὸ ξέσπασμα τοῦ Χίτλερ, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα ἀντιπροσωπευτικότατο δεῖγμα τοῦ παραληρηματικοῦ χαρακτῆρα ποὺ εἶχαν οἱ μονόλογοί του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀντιχριστιανικοῦ μένους του:

«Εἶναι πολὺ περίεργο ὅτι πιστοὶ Χριστιανοὶ σὰν τοὺς Βρετανοὺς καὶ τοὺς Ἀμερικανοὺς ἔπρεπε, παρὰ τὶς συνεχεῖς καὶ ἔνθερμες προσευχές τους, νὰ τρῶνε τόσο ξύλο ἀπὸ τοὺς παγανιστὲς Ἰάπωνες! Μᾶλλον μοιάζει σὰν ὁ πραγματικὸς Θεὸς νὰ μὴν προσέχει τὶς προσευχὲς ποὺ ἀναπέμπουν μέρα καὶ νύκτα οἱ Βρετανοὶ καὶ οἱ Ἀμερικανοί, ἀλλὰ νὰ ἐπιφυλάσσει τὸ ἔλεός του γιὰ τοὺς ἥρωες τῆς Ἰαπωνίας. Δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἔτσι, γιατὶ ἡ θρησκεία τῶν Ἰαπώνων εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ λατρεία τοῦ ἡρωισμοῦ, καὶ οἱ ἥρωές της εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν διστάζουν νὰ θυσιάσουν τὴ ζωή τους γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς χώρας τους.

Οἱ Χριστιανοί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, προτιμοῦν νὰ τιμᾶνε τοὺς Ἁγίους, μὲ ἄλλα λόγια, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κατορθώνει κάποια στιγμὴ νὰ στέκεται στὸ ἕνα πόδι γιὰ χρόνια ἢ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ προτιμᾷ νὰ ξαπλώνει σὲ ἕνα στρῶμα ἀπὸ ἀγκάθια παρὰ νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ χαμόγελα κοριτσιῶν ποὺ τὸν προσκαλοῦν. Ὑπάρχει κάτι πολὺ νοσηρὸ στὸν Χριστιανισμό.

Μιὰ ἄλλη ἰδιαιτερότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὅπως αὐτὴ διδάσκεται ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι ὅτι εἶναι ἕνα σχολεῖο ἀπαισιοδοξίας μᾶλλον παρὰ αἰσιοδοξίας.

Ἡ ἰαπωνικὴ θρησκεία, ἀντίθετα, ξεσηκώνει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ δίνει γιὰ τὶς ἀνταμοιβὲς στὴν αἰωνιότητα, ἐνῷ ὁ δυστυχισμένος χριστιανὸς δὲν ἔχει ἄλλη προοπτικὴ μπροστά του ἀπὸ τὰ βασανιστήρια τῆς Κόλασης. Μιὰ τέτοια ἀπαισιοδοξία ἔχει ἕνα ἔντονο ἀποτέλεσμα. Ἀκόμη καὶ ἕνα παιδὶ τριῶν ἐτῶν μπορεῖ νὰ ἀναγκασθεῖ νὰ ἀποκτήσει ἕναν περιδεῆ νοῦ ποὺ θὰ μείνει μαζί του γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Ξέρουμε ὅλοι πολλοὺς ἐνήλικες ποὺ φοβοῦνται τὸ σκοτάδι, ἐπειδὴ τοὺς εἶχαν πεῖ στὴν παιδική τους ἡλικία ὅτι ἕνας μπαμπούλας, ἕνας λῃστὴς ἢ κάτι παρόμοιο κρυβόταν στὶς σκιές. Δὲν εἶναι λιγώτερο δύσκολο νὰ ἐξαλειφθοῦν αὐτὲς οἱ παιδιάστικες ἀναστολὲς ἀπὸ τὸ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ αὐτὸν τὸν τρόμο ποὺ τὴ στοιχειώνει γιὰ τὴν Κόλαση, ποὺ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τῆς ἐντυπώνει μὲ τέτοια δύναμη στὰ πιὸ τρυφερά της χρόνια.

Ἕνας ἄνθρωπος μὲ μιὰ ἐλάχιστη εὐφυΐα ποὺ κάνει τὸν κόπο νὰ προβληματισθεῖ πάνω σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα δὲν ἔχει καμμία δυσκολία νὰ συνειδητοποιήσει πόσο ἀνόητες εἶναι αὐτὲς οἱ διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας. Διότι πῶς, πρέπει νὰ ἀναρωτηθεῖ, μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ σουβλισθεῖ, νὰ ψηθεῖ καὶ νὰ βασανισθεῖ μὲ ἑκατὸ ἄλλους τρόπους, ὅταν, ἀπὸ τὴ φύση τῶν πραγμάτων, τὸ σῶμά του δὲν συμμετέχει στὴν ἀνάσταση; Καὶ τί ἀνοησία εἶναι νὰ ἐπιδιώκεις ἕναν Παράδεισο στὸν ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦν νὰ μποῦν μόνο ὅσοι ἔχουν ἀποτύχει πλήρως στὴ ζωὴ στὴ γῆ!

Δὲν θὰ εἶναι πολὺ διασκεδαστικό, σίγουρα, νὰ χρειασθεῖ νὰ συναντήσει κανεὶς ξανὰ ἐκεῖ ὅλους ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ βλακεία, παρὰ τὸ βιβλικὸ ρητό “μακάριοι οἱ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ”, ἔχει ἤδη ἐξοργίσει κάποιον πέρα ἀπ’ ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτὴ τὴ γῆ! Φαντασθεῖτε, ἐπίσης, πόσο τρομερὰ ἑλκυστικὸς θὰ εἶναι γιὰ ἕναν ἄνδρα ἕνας Παράδεισος ποὺ περιέχει μόνο γυναῖκες μὲ ἀδιάφορη ἐμφάνιση καὶ ξέθωρο πνεῦμα!»20.

Λίγες μόλις ἡμέρες πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ παραληρηματικὸ ξέσπασμα, τὸ μεσημέρι τῆς 4ης Ἀπριλίου 1942, ὁ Χίτλερ εἶχε βρεῖ μία ἀκόμα εὐκαιρία νὰ ἀναφερθεῖ στὶς ἰαπωνικὲς ἐπιτυχίες στὸ μέτωπο τοῦ Εἰρηνικοῦ, τὶς ὁποῖες ἀπέδιδε, πολὺ χαρακτηριστικά, «στὸ ὅτι σώθηκαν ἔγκαιρα ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Χριστιανισμοῦ»: «Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἰάπωνες διατήρησαν τὴν πολιτική τους φιλοσοφία, ποὺ εἶναι ἕνας βασικὸς λόγος γιὰ τὶς ἐπιτυχίες τους, ὀφείλεται στὸ ὅτι σώθηκαν ἔγκαιρα ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅπως καὶ στὸ Ἰσλάμ, δὲν ὑπάρχει κανένα εἶδος κατατρομοκράτησης στὴν ἰαπωνικὴ κρατικὴ θρησκεία, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἡ ὑπόσχεση μιᾶς εὐτυχίας.

Αὐτὴ ἡ κατατρομοκράτηση στὴ θρησκεία εἶναι προϊόν, γιὰ νὰ τὸ θέσω ἐν συντομίᾳ, μιᾶς ἑβραϊκῆς διδασκαλίας, τὴν ὁποία ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει παγκοσμιοποιήσει καὶ τῆς ὁποίας τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ σπέρνει προβλήματα καὶ σύγχυση στὸ μυαλὸ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι προφανὲς ὅτι, στὸν χῶρο τῶν πίστεων, οἱ διδασκαλίες κατατρομοκράτησης δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ ἀποσπάσουν τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ φυσική τους αἰσιοδοξία καὶ νὰ κάνουν νὰ ἀναπτυχθεῖ μέσα τους τὸ ἔνστικτο τῆς δειλίας. Σὲ ὅ,τι μᾶς ἀφορᾷ, καταφέραμε νὰ ἐκδιώξουμε τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ ἀνάμεσά μας καὶ νὰ ἀποκλείσουμε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν πολιτική μας ζωή»21.

Πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀξίζει νὰ προσέξουμε στὰ παραπάνω λόγια τοῦ Χίτλερ:

Πρῶτον, τὰ τελευταῖα λόγια του, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτουν ὅτι οἱ Ναζὶ δὲν ἔμειναν ἁπλῶς σὲ μιὰ ἀντιχριστιανικὴ πώρωση, ἀλλὰ προώθησαν καὶ μιὰ συνεπῆ πολιτικὴ δίωξης τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Αὐτὸ τὸ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον θέμα θὰ ἀποτελέσει τὸ ἀντικείμενο προσεχοῦς μελέτης μας.

Δεύτερον, πάλι στὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Χίτλερ, εἶναι φανερὴ ἡ σύνδεση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τοὺς Ἑβραίους, στὴν ὁποία θὰ ἐπανέλθουμε παρακάτω – τώρα, τὸ τί σήμαινε στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ καὶ τῶν Ναζὶ ἡ σύνδεση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τοὺς Ἑβραίους, αὐτὸ πιὰ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ κατανοήσουμε.

Τρίτον, προκαλεῖ αἴσθηση καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ Ἰσλάμ, στὸ ὁποῖο, στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὴν ἰαπωνικὴ κρατικὴ θρησκεία, «δὲν ὑπάρχει κανένα εἶδος κατατρομοκράτησης (…), ἀλλά, ἀντιθέτως, ἡ ὑπόσχεση μιᾶς εὐτυχίας». Κατὰ τὸν Χίτλερ, ἡ μεγάλη ἀτυχία τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους ἦταν ὅτι βρέθηκε στὰ νύχια τοῦ Χριστιανισμοῦ – διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ Rosenberg, «πραγματικά, ἡ υἱοθέτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀποδυναμώνει ἕνα λαό»22.

Ὁποιαδήποτε σχεδὸν ἄλλη θρησκεία, φρονεῖ ὁ Χίτλερ, θὰ ταίριαζε στοὺς Γερμανοὺς περισσότερο. Ἔλεγε: «Βλέπετε, ἦταν ἀτυχία μας νὰ ἔχουμε τὴ λάθος θρησκεία. Γιατί νὰ μὴν εἴχαμε τὴ θρησκεία τῶν Ἰαπώνων, ποὺ θεωροῦν τὴ θυσία γιὰ τὴν πατρίδα ὡς τὸ ὕψιστο ἀγαθό; Ἡ μωαμεθανικὴ θρησκεία θὰ μᾶς ταίριαζε ἐπίσης πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Γιατί ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ Χριστιανισμός, μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν πλαδαρότητά του;»23

Ὅλα αὐτὰ βέβαια δὲν σημαίνουν ὅτι ὁ Χίτλερ εἶχε κάποια ἰδιαίτερη «πρεμούρα» νὰ ἡγηθεῖ ἑνὸς παγκόσμιου πολέμου ἐνάντια στὸν Χριστιανισμό. Ἀλλά, πάλι, ἂς μὴ βιασθεῖ κανεὶς νὰ συμπεράνει ὅτι αὐτὸ σημαίνει κάτι σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπέχθεια ποὺ ἔτρεφε γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Τὸ μεσημέρι τῆς 13ης Δεκεμβρίου 1941 ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Δὲν ἔχουμε κανένα λόγο νὰ εὐχόμαστε νὰ ἀπελευθερωθοῦν οἱ Ἰταλοὶ καὶ οἱ Ἱσπανοὶ ἀπὸ τὸ ναρκωτικὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἂς εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς ποὺ ἔχει ἀνοσία στὴν ἀρρώστια»24.

Ὅλα τὰ παραπάνω δείχνουν ἄνθρωπο ποὺ δὲν τρέφει ἁπλῶς ἀντιχριστιανικὲς ἀπόψεις, ἀλλά, κυριολεκτικὰ καὶ χωρὶς ὑπερβολή, ἀντιχριστιανικὸ μένος.

Μιάαἱρετικὴ θεώρηση τῆς ἱστορίας

Τὸ ἀντιχριστιανικὸ μένος τοῦ Χίτλερ δὲν χρωμάτιζε μόνο τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ἔβλεπε τὸν κόσμο γύρω του. Χρωμάτιζε ἐπίσης τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο «διάβαζε» τὴν ἱστορία.

Βεβαίως, παρενθετικὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Χίτλερ εἶχε τὴ μοναδικὴ ἱκανότητα νὰ ἀποκρύπτει τὸ ἀντιχριστιανικό του μένος, ὅποτε ἔκρινε ὅτι αὐτὸ τὸν συνέφερε. Μποροῦσε νὰ ρίχνει στάχτη στὰ μάτια καὶ νὰ κάνει ἀκόμα καὶ ἐπικριτές του νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται τὸν βαθύτατο ἀντιχριστιανισμό του.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μονάχου καὶ Καρδινάλιος Michael von Faulhaber, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε διστάσει νὰ ὑψώσει τὸ ἀνάστημά του ἐνάντια σὲ πολλὲς ναζιστικὲς πρακτικὲς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, μετὰ ἀπὸ μιὰ τρίωρη συνάντηση μὲ τὸν Χίτλερ στὸ Berghof στὶς βαυαρικὲς Ἄλπεις ἔφυγε πεπεισμένος ὅτι ὁ Χίτλερ ἦταν… βαθιὰ θρησκευόμενος, καὶ μάλιστα ἔγραψε: «Ὁ Καγκελάριος τοῦ Ράιχ ἀναμφίβολα ζεῖ μὲ πίστη στὸν Θεό. Ἀναγνωρίζει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὸν οἰκοδόμο τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ»25.

Ἂς δώσουμε ὅμως τὸν λόγο στὸν ἴδιο τὸν Χίτλερ, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς καὶ σὲ ποιὸ βαθμὸ αὐτὸς ἀναγνώριζε τὸν Χριστιανισμὸ ὡς… «οἰκοδόμο τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ». Βεβαίως, ὀφείλουμε νὰ προειδοποιήσουμε ὅτι, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Χίτλερ ἑρμήνευε τὴν ἱστο- ρία, πρέπει νά… ξεχάσουμε ὅσα ξέρουμε…

Λοιπόν, ἔχουμε καὶ λέμε: Ὁ ἀρχαῖος κόσμος, στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, ἦταν ἁγνὸς καὶ γαλήνιος, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι… δὲν γνώριζε τὸν Χριστιανισμό. Ἔλεγε τὴ νύκτα τῆς 19ης Ὀκτωβρίου 1941: «Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἦταν τόσο ἁγνός, ἀνάλαφρος καὶ γαλήνιος ἦταν ὅτι δὲν γνώριζε τίποτα γιὰ τὶς δύο μεγάλες μάστιγες: τὴν εὐλογιὰ καὶ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἕνα πρωτότυπο τοῦ Μπολσεβικισμοῦ: ἡ κινητοποίηση ἀπὸ τὸν Ἑβραῖο τῶν μαζῶν τῶν σκλάβων μὲ σκοπὸ τὴν ὑπονόμευση τῆς κοινωνίας»26.

Ἡ σύνδεση τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Μπολσεβικισμό, καὶ τῶν δύο αὐτῶν μὲ τοὺς Ἑβραίους, εἶναι ἕνα θέμα στὸ ὁποῖο ὁ Χίτλερ δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ ἐπανέρχεται. Γιὰ παράδειγμα, τὴ νύκτα τῆς 29ης πρὸς τὴν 30ὴ Νοεμβρίου 1944, ὁ Χίτλερ ἔλεγε: «Ἡ θρησκεία ποὺ κατασκευάσθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο τῆς Ταρσοῦ, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε Χριστιανισμός, δὲν εἶναι παρὰ ὁ Κομμουνισμὸς τοῦ σήμερα»27.

Ὁ Χριστιανισμός, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Χίτλερ, ἦταν ὁ «Δούρειος Ἵππος» μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ ἑβραϊσμὸς ἐπέτυχε νὰ ἁλώσει τὴ Ρώμη καὶ νὰ σωριάσει σὲ ἐρείπια τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία: «Ἐνῷ ἡ ρωμαϊκὴ κοινωνία ἀποδείχθηκε ἐχθρικὴ πρὸς τὴ νέα διδασκαλία, ὁ Χριστιανισμὸς στὴν καθαρή του κατάσταση ξεσήκωσε τὸν λαὸ σὲ ἐξέγερση. Ἡ Ρώμη μπολσεβικοποιήθηκε, καὶ ὁ Μπολσεβικισμὸς ἔφερε ἀκριβῶς τὰ ἴδια ἀποτελέσματα στὴ Ρώμη, ὅπως ἀργότερα στὴ Ρωσία»28.

Σωριάζοντας σὲ ἐρείπια τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ ἐπιφέροντας τὸν θάνατο τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὁ Χριστιανισμὸς ὑπῆρξε κατὰ τὸν Χίτλερ «ἡ χειρότερη ἀπὸ τὶς ὀπισθοδρομήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὑποστεῖ ποτὲ ἡ ἀνθρωπότητα», ὅπως ὁ ἴδιος τὸ διετύπωνε κατὰ λέξη τὴ νύκτα τῆς 20ῆς πρὸς τὴν 21η Φεβρουαρίου 1942:

«Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ τὶς ὀπισθοδρομήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ὑποστεῖ ποτὲ ἡ ἀνθρωπότητα, καὶ ὁ Ἑβραῖος εἶναι αὐτὸς πού, χάρη σὲ αὐτὴ τὴ διαβολικὴ ἐπινόηση, τὴν ἔριξε δεκαπέντε αἰῶνες πίσω. Τὸ μόνο ποὺ θὰ ἦταν ἀκόμα χειρότερο θὰ ἦταν ἡ νίκη γιὰ τὸν Ἑβραῖο μέσῳ τοῦ μπολσεβικισμοῦ»29.

Σὲ ἕνα ἄλλο παραληρηματικὸ ξέσπασμα τοῦ Χίτλερ, τὴ νύκτα τῆς 5ης πρὸς τὴν 6η Ἰουλίου 1941, ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀξιολογεῖται ὡς «τὸ πιὸ βαρὺ πλῆγμα ποὺ ἔπληξε ποτὲ τὴν ἀνθρωπότητα». Ἀλλὰ στὸ συγκεκριμένο παραληρηματικὸ ξέσπασμα ἀξίζει νὰ προσέξουμε καὶ μία ἀκόμα «αἱρετική» ἀνάγνωση τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸν Χίτλερ: ὅτι, ἂν ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶχε γκρεμίσει τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, θὰ εἶχαν κυριαρχήσει σὲ αὐτὴν τὰ γερμανικὰ φῦλα καὶ θὰ τὴν εἶχαν ὁδηγήσει στὴν παγκόσμια κυριαρχία. Ἂν αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη ἀνατράπηκε, αὐτὸ ὀφείλεται στοὺς Ἑβραίους καὶ τὸ κατασκεύασμά τους, τὸν Χριστιανισμό: «Τὸ πιὸ βαρὺ πλῆγμα ποὺ ἔπληξε ποτὲ τὴν ἀνθρωπότητα ἦταν ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Μπολσεβικισμὸς εἶναι τὸ νόθο τέκνο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καὶ τὰ δύο εἶναι ἐπινοήσεις τῶν Ἑβραίων.

Τὸ ἐσκεμμένο ψέμμα στὸν χῶρο τῆς θρησκείας εἰσήχθη στὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ Μπολσεβικισμὸς λέει ἕνα ψέμμα τῆς αὐτῆς φύσης, ὅταν ἰσχυρίζεται ὅτι φέρνει τὴν ἐλευθερία στοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα γυρεύει μόνο νὰ τοὺς ὑποδουλώσει. Στὸν ἀρχαῖο κόσμο, οἱ σχέσεις μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ θεῶν βασίζονταν σὲ ἕναν ἐνστικτώδη σεβασμό. Ἦταν ἕνας κόσμος φωτισμένος ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς ἀνεκτικότητας. Ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἡ πρώτη διδασκαλία στὸν κόσμο ποὺ ἐξόντωσε τοὺς ἀντιπάλους της στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Τὸ βασικό του σημεῖο εἶναι ἡ μισαλλοδοξία. Χωρὶς τὸν Χριστιανισμό, δὲν θὰ εἴχαμε τὸ Ἰσλάμ. Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ὑπὸ τὴ γερμανικὴ ἐπιρροή, θὰ εἶχε ἀναπτυχθεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς παγκόσμιας κυριαρχίας, καὶ ἡ ἀνθρωπότητα δὲν θὰ εἶχε σβήσει δεκαπέντε αἰῶνες πολιτισμοῦ μὲ ἕνα μόνο κτύπημα»30.

Ἐντελῶς ἀνάλογες εἶναι οἱ σκέψεις καὶ τὰ συμπεράσματα τοῦ Χίτλερ καὶ σὲ μιὰ ἄλλη περίσταση, τὸ μεσημέρι τῆς 29ης Ἰανουαρίου 1942: «Ἀλλὰ ἂν δὲν εἶχε ἔλθει ὁ Χριστιανισμός, ποιὸς ξέρει πῶς θὰ εἶχε ἐξελιχθεῖ ἡ ἱστορία τῆς Εὐρώπης; Ἡ Ρώμη θὰ εἶχε κατακτήσει ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη, καὶ ἡ ὁρμὴ τῶν Οὕννων θὰ εἶχε συντριβεῖ πάνω στὶς λεγεῶνες. Ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ προκάλεσε τὴν πτώση τῆς Ρώμης – ὄχι οἱ Γερμανοὶ ἢ οἱ Οὗννοι. Αὐτὸ ποὺ ἐπιτυγχάνει σήμερα ὁ Μπολσεβικισμὸς σὲ ὑλιστικὸ καὶ τεχνικὸ ἐπίπεδο, ὁ Χριστιανισμὸς τὸ εἶχε ἐπιτύχει στὸ μεταφυσικὸ ἐπίπεδο»31.

Μὲ τέτοια… μυαλά, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ φαντασθεῖ κανεὶς ποιὰ εἶναι ἡ ἱστορικὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ἔνιωθε νὰ ταὐτίζεται ὁ Χίτλερ. Ὁ συνήθως δηκτικὸς λόγος του ξεχειλίζει ἀπὸ ἀνυπόκριτο θαυμασμὸ καὶ ἀπὸ μεγαλόστομα ἐγκώμια, ὅταν ἀναφέρεται στόν… Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη… Τὸ βράδυ τῆς 25ης Ὀκτωβρίου 1941 ἔλεγε: «Τὸ βιβλίο ποὺ περιέχει τὶς σκέψεις τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ κυκλοφορεῖ σὲ ἑκατομμύρια. Τί ὑπέροχη εὐφυΐα, τί διάκριση, ὅλη ἡ σοφία τῆς Ἀρχαιότητας! Εἶναι ἐκπληκτικό»32.

Καὶ λίγο καιρὸ ἀργότερα, τὸ μεσημέρι τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1942, ξεσποῦσε: «Θὰ ἦταν καλύτερο νὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Προδότη καὶ γιὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Πιστό, παρὰ γιὰ Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ γιὰ Ἰουλιανὸ Παραβάτη.

Αὐτὰ ποὺ ἔγραψαν οἱ χριστιανοὶ ἐνάντια στὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ εἶναι περίπου τοῦ ἴδιου βεληνεκοῦς μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχουν γράψει οἱ Ἑβραῖοι ἐναντίον μας. Τὰ γραπτὰ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι προϊόντα τῆς πιὸ μεγάλης σοφίας. Ἐὰν ἡ ἀνθρωπότητα ἔκανε τὸν κόπο νὰ μελετήσει καὶ νὰ κατανοήσει τὴν ἱστορία, οἱ συνέπειες ποὺ θὰ προέκυπταν θὰ εἶχαν ἀνυπολόγιστες ὑποδηλώσεις. Μιὰ μέρα θὰ διοργανώνονται τελετὲς εὐχαριστιῶν πρὸς τὸν Φασισμὸ καὶ τὸν Ἐθνικοσοσιαλισμό, ποὺ θὰ ἔχουν προφυλάξει τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ἐπανάληψη τοῦ θριάμβου τοῦ ὑποκόσμου»33.

Τὰ τελευταῖα λόγια του, παρεμπιπτόντως, ἀποκαλύπτουν ὅτι ὁ Χίτλερ δὲν θαύμαζε ἁπλῶς τὸν Ἰουλιανὸ ὡς ἱστορικὴ μορφή, ἀλλὰ καὶ ταὐτιζόταν μαζί του, ἀντιλαμβανόμενος τὸν ἑαυτό του ὡς νέο Ἰουλιανό, ποὺ οἱ μελλοντικὲς γενιὲς θὰ δόξαζαν καὶ θὰ ἀνυμνοῦσαν, γιατὶ θὰ εἶχε λυτρώσει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἂς μᾶς συγχωρεθεῖ ἡ διατύπωση, ἀλλά… κούνια ποὺ τὸν κούναγε…

   Ἂς ἐπανέλθουμε ὅμως στήν… αἱρετικὴ ἱστορικὴ ματιὰ τοῦ Χίτλερ. Στὴν παγκόσμια ἱστορία, μία ἀπὸ τὶς χρονολογίες- ὁρόσημα εἶναι τὸ 732, ὅταν στὴ μάχη τοῦ Πουατιὲ στὴ δυτικὴ Γαλλία (γνωστὴ καὶ ὡς μάχη τῆς Τούρ) οἱ ἑνωμένες δυνά- μεις τῶν Φράγκων καὶ τῶν Βουργουνδῶν ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Καρόλου Μαρτέλου ἀναχαίτισαν τοὺς Ἄραβες, ἐμποδίζοντας τὴν ἐξάπλωσή τους στὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Ἡ μάχη τοῦ Πουατιὲ θεωρεῖται ὡς ἡ μάχη ποὺ ἔσωσε τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὸν μουσουλμανικὸ κίνδυνο. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπε τὰ πράγματα ὁ Χίτλερ. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, ἂν ὁ Κάρολος Μαρτέλος δὲν εἶχε νικήσει στὸ Πουατιέ, στὴν Εὐρώπη θὰ εἶχε κυριαρχήσει ὁ μουσουλμανισμός, ἡ θρησκεία ποὺ ἐξυμνεῖ τὸν ἡρωισμό, καὶ τότε οἱ γερμανικὲς φυλές, ὡς «πρωταθλήτριες» τοῦ ἡρωισμοῦ, θὰ εἶχαν κυριαρχήσει στὸν κόσμο, κάτι ποὺ μόνο ὁ Χριστιανισμὸς τὶς ἐμπόδισε νὰ ἐπιτύχουν… Αὐτὲς οἱ παραληρηματικὲς σκέψεις διατυπώθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο “expressis verbis” τὸ μεσημέρι τῆς 28ης Αὐγούστου 1942: «Ἂν ὁ Κάρολος Μαρτέλλος δὲν εἶχε νικήσει στὸ Πουατιέ –ἤδη, βλέπετε, ὁ κόσμος εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν Ἑβραίων, τόσο ψόφιο πρᾶγμα ἦταν ὁ Χριστιανισμός!–, τότε κατὰ πᾶσα πιθανότητα θὰ ἔπρεπε ὅλοι νὰ εἴχαμε προσηλυτισθεῖ στὸν Μωαμεθανισμό, αὐτὴ τὴ λατρεία ποὺ ἐξυμνεῖ τὸν ἡρωισμὸ καὶ ποὺ ἀνοίγει τὸν Ἕβδομο Οὐρανὸ μόνο στὸν πιὸ τολμηρὸ πολεμιστή. Τότε οἱ γερμανικὲς φυλὲς θὰ εἶχαν κατακτήσει τὸν κόσμο. Μόνο ὁ Χριστιανισμὸς τὶς ἐμπόδισε νὰ τὸ κάνουν»34.

Καὶ ὅσο γιὰ τὴ νεώτερη ἐποχή; Κατὰ τὸν Χίτλερ, … ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται: Οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἐχθροὶ τοῦ πολιτισμοῦ, οἱ ὁποῖοι στὴν Ἀρχαιότητα σώριασαν σὲ ἐρείπια τὸν πολιτισμὸ καὶ ἀνέστειλαν τὴν πρόοδο μὲ ὅπλο τὸ κατασκεύασμά τους, τὸν Χριστιανισμό, σήμερα προσπαθοῦν νὰ ἐπιτύχουν τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μὲ ἕνα ἀκόμη

κατασκεύασμά τους, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ὁ Χριστιανισμὸς τοῦ σήμερα: τὸν Μπολσεβικισμό. Τότε ἦταν ὁ Ἑβραῖος Σαούλ, ποὺ ἔγινε Παῦλος, σήμερα εἶναι ὁ ἐπίσης Ἑβραῖος Μαρδοχαῖος, ποὺ ἔγινε Κὰρλ Μάρξ. Καὶ ὁ Μπολσεβικισμός, ὅπως καὶ ὁ Χριστιανισμός, ἔρχονται νὰ ἀνατρέψουν τὴ φυσικὴ τάξη, ποὺ θέλει τὸ κατώτερο νὰ ὑποτάσσεται στὸ ἀνώτερο:

«Ὁ Ἑβραῖος ποὺ εἰσήγαγε δόλια τὸν Χριστιανισμὸ στὸν ἀρχαῖο κόσμο –γιὰ νὰ τὸν καταστρέψει– ἄνοιξε ξανὰ τὸ ἴδιο ρῆγμα στὴ σύγχρονη ἐποχή, παίρνοντας αὐτὴ τὴ φορὰ ὡς πρόσχημα τὸ κοινωνικὸ ζήτημα. Εἶναι τὸ ἴδιο πονηρὸς ὅπως παλιά. Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Σαοὺλ ἔγινε Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Μαρδοχαῖος ἔγινε Κὰρλ Μάρξ. Ἡ εἰρήνη μπορεῖ νὰ προκύψει μόνο ἀπὸ τὴ φυσικὴ τάξη. Ἡ προϋπόθεση αὐτῆς τῆς τάξης εἶναι νὰ ὑπάρχει μιὰ ἱεραρχία μεταξὺ τῶν ἐθνῶν. Τὰ πιὸ ἱκανὰ ἔθνη πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ ἔχουν τὴν πρωτοκαθεδρία. Σὲ αὐτὴ τὴν τάξη, τὰ ὑποδεέστερα ἔθνη ἀπολαμβάνουν τὸ μεγαλύτερο κέρδος, προστατευόμενα ἀπὸ τὰ πιὸ ἱκανὰ ἔθνη. Ὁ Ἑβραῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ καταστρέφει πάντα αὐτὴ τὴν τάξη. Προκαλεῖ συνεχῶς τὴν ἐξέγερση τῶν ἀδύνατων ἐνάντια στοὺς δυνατούς, τῆς κτηνωδίας ἐνάντια στὴ νοημοσύνη, τῆς ποσότητας ἐνάντια στὴν ποιότητα. Χρειάσθηκαν δεκατέσσερις αἰῶνες, γιὰ νὰ φθάσει ὁ Χριστιανισμὸς στὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀγριότητας καὶ τῆς βλακείας»35.

Αὐτὰ λέγονταν ἀπὸ τὸν Χίτλερ τὸ μεσημέρι τῆς 17ης Φεβρουαρίου 1942. Λίγους μῆνες νωρίτερα, τὸ μεσημέρι τῆς 21ης Ὀκτωβρίου 1941, ὁ Χίτλερ ἔλεγε σὲ ἕνα ἄλλο παραλήρημά του: «Παλιά, αὐτὰ γίνονταν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σήμερα, στὸ ὄνομα τοῦ Μπολσεβικισμοῦ. Χθές, ὁ ὑποκινητὴς ἦταν ὁ Σαούλ. Ὁ ὑποκινητὴς σήμερα εἶναι ὁ Μαρδοχαῖος. Ὁ Σαοὺλ ἔγινε Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ὁ Μαρδοχαῖος Κὰρλ Μάρξ. Ἐξολοθρεύοντας αὐτὴ τὴ μάστιγα, θὰ προσφέρουμε στὴν ἀνθρωπότητα μιὰ ὑπηρεσία γιὰ τὴν ὁποία οἱ στρατιῶτές μας δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν ἰδέα»36.

Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἔρχονται νὰ μᾶς θυμίσουν, γιὰ μία ἀκόμη φορά, τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ὁ Χίτλερ ἀντιλαμβανόταν ὡς ἀποστολή του.

Ἀντικληρικαλισμὸς καὶ ἀνοικτὰ μέτωπα μὲ τὸν Χριστιανισμό

πως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθεῖ ἀπὸ τὰ παραπάνω, πέρα ἀπὸ μένος του ἐνάντια στὸν Χριστιανισμὸ καὶ παράλληλα πρὸς αὐτό, ὁ Χίτλερ ἔτρεφε καὶ ἕνα βαθύτατο ἀντικληρικαλισμό. Μάλιστα, δὲν ἀποστρεφόταν μόνο αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσώπευαν οἱ ἱερεῖς, ἀλλὰ χωρὶς ὑπερβολή, καὶ μόνο στὴ θέα ἑνὸς ἱερέα, κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον, «χαλιόταν».

Ὁ ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικὰ τὴ νύκτα τῆς 21ης πρὸς τὴν 22α Ὀκτωβρίου 1941 (γιὰ νὰ καταλάβουμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ Μόναχο ἦταν μιὰ καθολικὴ πόλη, ὅπου ἡ παρουσία τῶν ἱερέων ἦταν ἔντονη): «Στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δύο φορὲς πῆρα δεκαήμερη ἄδεια. Ποτὲ δὲν ὀνειρεύθηκα νὰ περάσω αὐτὲς τὶς ἄδειες στὸ Μόναχο. Θὰ μοῦ εἶχε χαλάσει εὐχαρίστηση ἀπὸ τὴ θέα ὅλων αὐτῶν τῶν ἱερέων»37.

Βέβαια, ὁ Χίτλερ ἰδεολογικοποιοῦσε κιόλας αὐτὴ τὴν ἀποστροφή, βλέποντας τοὺς ἱερεῖς ὡς μιὰ κλίκα ποὺ ζοῦσε σὲ βάρος τῆς κοινωνίας, μὴ ἐνδιαφερόμενη γιὰ τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὴ διατήρηση τῆς ἐξουσίας της: «Ἀρχικὰ θρησκεία ἦταν ἁπλῶς ἕνα στήριγμα γιὰ τὶς ἀνθρώπινες κοινότητες. Ἦταν μέσο, ὄχι αὐτοσκοπός. Μόνο σταδιακὰ μεταμορφώθηκε πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, μὲ ἀντικείμενο τὴ διατήρηση τῆς κυριαρχίας τῶν ἱερέων, ποὺ μποροῦν νὰ ζοῦν μόνον εἰς βάρος τῆς κοινωνίας συλλογικά»38.

Καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ κλήρου στηρίζεται, στὰ μάτια τοῦ Χίτλερ, πάνω στὸ ψέμμα καὶ τὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ ψέμματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χίτλερ κατανοοῦσε ὅτι δὲν θὰ εἶχε νόημα νὰ προσπαθήσει νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἀλήθεια, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν θεμελιώσει τὴν ὕπαρξή τους πάνω στὸ ψέμμα καὶ κερδίζουν ἀπὸ αὐτό. Ἔλεγε τὸ βράδυ τῆς 25ης Ὀκτωβρίου 1941: «Μέθοδοι πειθοῦς ἠθικῆς τάξεως δὲν εἶναι ἀποτελεσματικὸ ὅπλο ἐνάντια σὲ ὅσους περιφρονοῦν τὴν ἀλήθεια – γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἱερεῖς μιᾶς Ἐκκλησίας ποὺ γνωρίζουν ὅτι τὰ πάντα γύρω ἀπὸ αὐτὴν στηρίζονται σὲ ψέμματα καὶ ποὺ ζοῦν ἀπὸ αὐτό. Μὲ βλέπουν σὰν κάποιον ποὺ τοὺς χαλάει τὸ παιχνίδι, ὅταν σηκώνομαι καὶ παίρνω τὸν λόγο ἀνάμεσά τους. Πραγματικά, θὰ τοὺς χαλάσω τὰ παιχνιδάκια. (…) Στὶς μέρες μας μεγάλος ἀριθμὸς ἱερέων ἐγκαταλείπουν τὴν Ἐκκλησία. Προφανῶς ὑπάρχει ἕνας σκληρὸς πυρήνας, καὶ δὲν θὰ τοὺς πάρω ποτὲ ὅλους. Δὲν φαντάζεσθε ὅτι μπορῶ νὰ προσηλυτίσω τὸν Ἅγιο Πατέρα (τὸν Πάπα). Δὲν πείθει κανεὶς ἕναν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται ἐπικεφαλῆς μιᾶς τόσο γιγάντιας ἐπιχείρησης νὰ τὴν ἐγκαταλείψει. Εἶναι ὁ βιοπορισμός του!»39.

Τέτοια ἦταν ἡ ἀποστροφὴ ποὺ ἔνιωθε ὁ Χίτλερ γιὰ τὸν κλῆρο, ὥστε τὴ νύκτα τῆς 19ης πρὸς τὴν 20ὴ Φεβρουαρίου 1942 ἔλεγε, ἀναφερόμενος στὴν καθοριστικὴ παρέμβασή του στὸν Ἱσπανικὸ Ἐμφύλιο στὸ πλευρὸ τῶν δυνάμεων τοῦ Φράνκο: «Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἡ Κόκκινη ἀπειλὴ νὰ κατακλύσει τὴν Εὐρώπη, δὲν θὰ εἶχα παρέμβει στὴν ἐπανάσταση τὴν Ἱσπανία. Ὁ κλῆρος θὰ εἶχε ἐξοντωθεῖ. Ἂν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀνακτοῦσαν τὴν ἐξουσία στὴ Γερμανία, ἡ Εὐρώπη θὰ βυθιζόταν ξανὰ στὸ σκοτάδι τοῦ Μεσαίωνα»40.

Εἰδικὰ γιὰ τὸν προτεσταντικὸ κλῆρο, ὅπως σχολιάζει ὁ βιογράφος του Alan Bullock, ὁ Χίτλερ ἔνιωθε μόνο περιφρόνηση41. Ὁ Hermann Rauschning μεταφέρει ὅτι ὁ Χίτλερ τοῦ εἶπε χαρακτηριστικὰ σὲ συνομιλία ποὺ εἶχε μαζί του στὶς 7 Ἀπριλίου 1933 γιὰ τοὺς προτεστάντες ἱερεῖς: «Εἶναι ἀσήμαντα ἀνθρωπάκια, ὑποτακτικοὶ σὰν σκυλάκια, καὶ κοκκινίζουν ἀπὸ ντροπή, ὅταν τοὺς μιλᾷς. Δὲν ἔχουν οὔτε μιὰ θρησκεία ποὺ μποροῦν νὰ πάρουν στὰ σοβαρά, οὔτε μιὰ μεγάλη θέση νὰ ὑπερασπισθοῦν, ὅπως ἡ Ρώμη»42.

Στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Χίτλερ ἔβλεπε ἕνα ἐντυπωσιακὸ οἰκοδόμημα, θεμελιωμένο ὅμως πάνω στὸ ψέμμα καὶ τὴ διαφθορά. Καὶ παρότι ὁ ἴδιος, γιὰ λόγους πολιτικῆς σκοπιμότητας, ἔνιωθε ὅτι δὲν εἶχε προχωρήσει σὲ ἕναν ἐντελῶς ἀνοικτὸ πόλεμο ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία, ἤξερε ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἐρχόταν ἡ στιγμὴ αὐτοῦ τοῦ πολέμου, καὶ μάλιστα ἦταν πεπεισμένος ὅτι καὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας τὸ γνώριζαν αὐτό. Στὶς 4 Ἰουλίου 1942 ἔλεγε: «Τὸ γεγονὸς ὅτι παραμένω σιωπηλὸς δημόσια γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις δὲν παρεξηγεῖται καθόλου ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἀλεποῦδες τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ὁ ἐπίσκοπος von Galen43 γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι μετὰ τὸν πόλεμο θὰ πάρω ἐκδίκηση, μέχρι καὶ γιὰ τὸ ἐλάχιστο»44.

Λίγους μῆνες νωρίτερα, τὸ μεσημέρι τῆς 8ης Φεβρουαρίου 1942, ἔλεγε γιὰ τοὺς ἀνοικτοὺς λογαριασμοὺς ποὺ εἶχε μὲ τὴν Ἐκκλησία: «Τὸ κακὸ ποὺ ροκανίζει τὰ ζωτικά μας στοιχεῖα εἶναι οἱ ἱερεῖς μας, καὶ τῶν δύο δογμάτων. Δὲν μπορῶ πρὸς τὸ παρὸν νὰ τοὺς δώσω τὴν ἀπάντηση γιὰ τὴν ὁποία πᾶνε γυρεύοντας, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς κοστίσει τίποτα νὰ περιμένουν. Εἶναι ὅλα γραμμένα στὸ μεγάλο μου βιβλίο. Θὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ τακτοποιήσω τὸν λογαριασμό μου μαζί τους καὶ θὰ πάω κατ’ εὐθεῖαν στὸν θέμα. (…) Σὲ λιγώτερο ἀπὸ δέκα χρόνια ἀπὸ τώρα, τὰ πράγματα θὰ ἔχουν μιὰ ἐντελῶς ἄλλη ὄψη, μπορῶ νὰ τοὺς τὸ ὑποσχεθῶ. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ συνεχίσουμε νὰ ἀποφεύγουμε τὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόβλημα γιὰ πολὺ ἀκόμη. Ἂν κάποιος πιστεύει ὅτι εἶναι πραγματικὰ ἀπαραίτητο νὰ οἰκοδομοῦμε τὴ ζωὴ τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας πάνω σὲ ἕνα θεμέλιο ἀπὸ ψέμματα, ἐντάξει, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μου, μιὰ τέτοια κοινωνία δὲν ἀξίζει νὰ διατηρηθεῖ. Ἄν, ἀπὸ τὴν ἄλλη, πιστεύει κανεὶς ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι τὸ ἀπαραίτητο θεμέλιο, τότε ἡ συνείδηση ὠθεῖ κάποιον νὰ παρέμβει στὸ ὄνομα τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ ἐξοντώσει τὸ ψέμμα»45.

ξίζει νὰ κλείσουμε μὲ ἕνα ἀκόμη παραλήρημα τοῦ Χίτλερ, αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς 9ης Αὐγούστου 1942.

Σὲ αὐτό, πραγματικὰ δὲν ξέρει κανεὶς τί νὰ πρωτοπροσέξει: τὴν πεποίθησή του ὅτι ἡ «κλίκα τῶν κληρικῶν» δὲν ἔχει ἄλλη φιλοδοξία ἀπὸ τὸ νὰ ὑπονομεύσει τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους; τὴν πεποίθησή του, πάλι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μόνο μία ἐπιθυμία ἔχει, νὰ δεῖ τὸ ἐθνικοσοσιαλιστικὸ κίνημα νὰ καταστρέφεται; τὸ ἀκατάσχετο ὑβρεολόγιό του ἐνάντια στὸν κλῆρο καὶ τοὺς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, δεῖγμα τῆς βαθύτατης ἀποστροφῆς του πρὸς αὐτούς; ἢ μήπως τὴ δέσμευσή του ὅτι, ὅταν ἔλθει ἡ κατάλληλη στιγμή, θὰ συντρίψει, θὰ ἰσοπεδώσει τὴν Ἐκκλησία; Ἀξίζει πραγματικὰ νὰ προσέξουμε τὸ παραλήρημά του: «Ἡ μεγάλη φιλοδοξία τῆς κλίκας τῶν κληρικῶν εἶναι καὶ ἦταν πάντα νὰ ὑπονομεύσει τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους.

Καὶ γιὰ ὅσο καιρὸ ὑποφέρουμε αὐτοὺς τοὺς κληρικοὺς ἀνάμεσά μας, παθαίνουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀξίζει! Κάθε χώρα ἔχει τὸν τύπο τοῦ κληρικοῦ ποὺ τῆς ἀξίζει, ἐπὶ τοῦ παρόντος δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα γι’ αὐτό, καὶ ἔτσι ἐξακολουθῶ νὰ τοὺς κρατάω εὐχαριστημένους. Ἀλλὰ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες θὰ φέρω αὐτὴ τὴ σύγκρουση, τὴν τόσο παλιὰ ὅσο καὶ ἡ ἴδια ἡ γερμανικὴ ἱστορία, σὲ ἕνα ἀπότομο καὶ ἀποφασιστικὸ τέλος. Θὰ κάνω αὐτοὺς τοὺς ἀναθεματισμένους κληρικοὺς νὰ νιώσουν τὴ δύναμη τοῦ κράτους μὲ τρόπο ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ φαντασθοῦν οὔτε στὰ ὄνειρά τους! Πρὸς τὸ παρόν, ἁπλῶς τοὺς προσέχω. Ἂν ἔχω ποτὲ τὴν παραμικρὴ ὑποψία ὅτι γίνονται ἐπικίνδυνοι, θὰ τοὺς κανονίσω ἐγώ! Αὐτὸ τὸ βρωμερὸ ἑρπετὸ σηκώνει τὸ κεφάλι του ὅπου ὑπάρχει σημάδι ἀδυναμίας στὸ κράτος, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ στιγματίζεται κάθε φορὰ ποὺ ἐνεργεῖ ἔτσι. Δὲν ἔχουμε καμμία ἀνάγκη ἕνα παραμύθι ποὺ ἐπινοήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Δὲν ἀξίζει νὰ ἀσχολεῖται κανεὶς μὲ τὴ μοῖρα λίγων βρωμερῶν, ἄθλιων Ἑβραίων καὶ ἐπιληπτικῶν. Τὰ πιὸ σιχαμένα ψοφίμια εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔρχονται ντυμένα μὲ τὸν μανδύα τῆς ταπεινοφροσύνης, καὶ ὁ πιὸ σιχαμένος εἶναι ὁ κόμης Preysing46. Τί ζῷο! Ὁ παπικὸς Ἱεροεξεταστὴς εἶναι ἀνθρωπιστὴς μπροστά του. Ἡ κακία καὶ ἡ ὑποκρισία περπατοῦν χέρι χέρι. Καὶ τὰ δύο πρέπει νὰ ἐξαλειφθοῦν. Ἡ ἀχρηστία τοῦ κληρικοῦ δὲν φαίνεται πουθενὰ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι ἐδῶ, στὸ μέτωπο. Ἐδῶ ἔχουμε ἐχθροὺς ποὺ πεθαίνουν κατὰ ἑκατομμύρια – καὶ χωρὶς οὔτε ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ψεῦτες. Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἔχει μόνο μία ἐπιθυμία, καὶ αὐτὴ εἶναι νὰ μᾶς δεῖ νὰ καταστρεφόμαστε»47.

*  *  *

   Στὸ προηγούμενο τεῦχος, στὸ πρῶτο μέρος τῆς μελέτης μας, παραθέσαμε τὴν ἐκτίμηση πλήθους ἔγκριτων ἱστορικῶν μελετητῶν ὅτι μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ὁ Χίτλερ εἶχε τὴν πρόθεση νὰ ξεκαθαρίσει τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸν Χριστιανισμό, κηρύσσοντας τὸν πόλεμο στὴν Ἐκκλησία καὶ συντρίβοντάς την48. Ἐδῶ πιὰ βλέπουμε ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐκτίμηση κάποιων ἐγκρίτων ἱστορικῶν μελετητῶν· εἶναι ἡ ρητὰ καὶ ἀπερίφραστα ἐκπεφρασμένη πρόθεση –καὶ ὑπόσχεση– τοῦ ἴδιου τοῦ Χίτλερ.

Ἐπίμετρον

Τὰ ἐρείπια ποὺ ἄφησε πίσω του ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τὰ γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ἐπίσης τὴ φρίκη τῶν ναζιστικῶν ἐγκλημάτων κατὰ τῆς ἀνθρωπότητας, τὴ φρίκη τῶν ἄπειρων γερμανικῶν ἐγκλημάτων πολέμου, τὴ φρίκη τοῦ ρατσισμοῦ τῶν Ναζί, τὴ φρίκη τοῦ Ὁλοκαυτώματος, τὴ φρίκη τῶν στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ὅσα εἴδαμε παραπάνω μᾶς ἀποκαλύπτουν ποιὸ εἶναι τὸ ἔδαφος πάνω στὸ ὁποῖο βλάστησε αὐτὴ ἡ φρίκη. Τὸ ἔδαφος αὐτὸ εἶναι ἡ Ἄρνηση, ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό.

Εὔλογη ἡ ἀπορία: Πόσο συνετὸ εἶναι νὰ στρώνουμε σήμερα ἴδιο ἔδαφος; Δὲν μᾶς ἔχει διδάξει, ἆραγε, ἡ Ἱστορία τί βλασταίνει πάνω σὲ αὐτό;

 

 

 

*  *  *

1  Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, Ἀθῆναι 1946, σελ. 5.

2  Γιάννη Κ. Τσέντου, «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση», Ἀκτῖνες 795 (Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 2022), σελ. 186-187.

3  Henry Picker καὶ Gerhard Ritter (eds), Tischgespräche im Führerhauptquartier, Athenäum, Bonn 1951.

4  François Genoud (ed.), Adolf Hitler. Libres Propos sur la Guerre et la Paix, Flammation, Paris 1952.

5  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, transl. Norman Cameron and R. H. Stevens, Weidenfeld & Nicolson London 1953.

6  Σίγουρα, θὰ ἦταν καλύτερο νὰ εἴχαμε πρόσβαση στὴ γερμανικὴ ἔκδοση, καθὼς θὰ εἴχαμε ἔτσι τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Χίτλερ. Γιὰ τὴν ἀγγλικὴ ἔκδοση ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἀποτελεῖ μετάφραση τῆς γαλλικῆς μετάφρασης τοῦ πρωτότυπου γερμανικοῦ κειμένου. Ἀκόμα κι ἔτσι, ὅμως, εἶναι σημαντικὸ νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι ἡ γνησιότητα καὶ ἡ αὐθεντικότητα τῶν συγκεκριμένων λόγων τοῦ Χίτλερ ΔΕΝ ἀμφισβητεῖται.

7  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, βράδυ 9ης Νοεμβρίου 1941, σελ. 123: “A system of metaphysics that is drawn from Christianity and founded on outmoded notions does not correspond to the level of modern knowledge”.

8  ὅ.π., βράδυ 9ης Νοεμβρίου 1941, σελ. 125: “The religions have passed the climacteric; they’re now decadent. They can remain like that for a few centuries yet. What revolutions won’t do, will be done by evolution”.

9  Albert Speer, Inside the Third Reich, Avon, New York 1971, σελ. 94: “What nonsense! Here we have at last reached an age that has left all mysticism behind it, and now he wants to start that all over again. We might just as well have stayed with the church. At least it had tradition. To think that I may some day be turned into an SS saint! Can you imagine it? I would turn over in my grave”.

10  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, μεσημέρι 14ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 60: “Christianity, of course, has reached the peak of absurdity in this respect. And that’s why one day its structure will collapse. Science has already impregnated humanity. Consequently, the more Christianity clings to its dogmas, the quicker it will decline”.

11  ὅ.π., μεσημέρι 13ης Δεκεμβρίου 1941, σελ. 142: “But Christianity is an invention of sick brains: one could imagine nothing more senseless, nor any more indecent way of turning the idea of the Godhead into a mockery. A negro with his tabus is crushingly superior to the human being who seriously believes in Transubstantiation”.

12  ὅ.π., μεσημέρι 14ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 58- 59: “Trying to take a long view of things, is it conceivable that one could found anything durable on falsehood? When I think of our people’s future, I must look further than immediate advantages, even if these advantages were to last three hundred, five hundred years or more. I’m convinced that any pact with the Church can offer only a provisional benefit, for sooner or later the scientific spirit will disclose the harmful character of such a compromise. Thus the State will have based its existence on a foundation that one day will collapse”.

13  ὅ.π., νύκτα 20ης-21η Φεβρουαρίου 1942, σελ. 325: “Since my fourteenth year I have felt liberated from the superstition that the priests used to teach. Apart from a few Holy Joes, I can say that none of my comrades went on believing in the miracle of the eucharist. The only difference between then and now is that in those days I was convinced one must blow up the whole show with dynamite”

14  ὅ.π., μεσημέρι 14ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 59-60: “So it’s not opportune to hurl ourselves now into a struggle with the Churches. The best thing is to let Christianity die a natural death. A slow death has something comforting about it. The dogma of Christianity gets worn away before the advances of Science. Religion will have to make more and more concessions. Gradually the myths crumble. All that’s left is to prove that in nature there is no frontier between the organic and the inorganic. When understanding of the universe has become widespread, when the majority of men know that the stars are not sources of light but worlds, perhaps inhabited worlds like ours, then the Christian doctrine will be convicted of absurdity”.

15  ὅ.π., μεσημέρι 14ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 61: “The only way of getting rid of Christianity is to allow it to die little by little. A movement like ours mustn’t let itself be drawn into metaphysical digressions. It must stick to the spirit of exact Science”.

16  ὅ.π., μεσημέρι 27ης Φεβρουαρίου 1942, σελ. 343: “Our epoch will certainly see the end of the disease of Christianity. It will last another hundred years, two hundred years perhaps. My regret will have been that I couldn’t, like whoever the prophet was, behold the promised land from afar”.

17  Alan Bullock, Hitler. A Study in Tyranny, Harper & Row, New York 1964 (ed. pr. Odhams Press, London 1952), σελ. 389.

18  The Goebbels Diaries 1939-41, transl. Fred Taylor, Hamish Hamilton Ltd, London 1982, σελ. 304-305.

19  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, μεσημέρι 10ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 51: “Christianity is a rebellion against natural law, a protest against nature. Taken to its logical extreme, Christianity would mean the systematic cultivation of the human failure”.

20  ὅ.π., δεῖπνο 8ης Ἀπριλίου 1942, σελ. 418-419: “It is very curious that devout Christians like the British and the Americans should, despite their constant and fervent prayers, receive such a series of hidings from the pagan Japanese! It rather looks as if the real God takes no notice of the prayers offered day and night by the British and the Americans, but reserves His mercies for the heroes of Japan. It is not surprising that this should be so, for the religion of the Japanese is above all a cult of heroism, and its heroes are those who do not hesitate to sacrifice their lives for the glory and safety of their country.

The Christians, on the other hand, prefer to honour the Saints, that is to say, a man who succeeds in standing on one leg for years at a time, or one who prefers to lie on a bed of thorns rather than to respond to the smiles of inviting maidens. There is something very unhealthy about Christianity. Another peculiarity of the Christian faith, as it is taught by the Catholic Church, is that it is a school of pessimism rather than of optimism. The Japanese religion, on the contrary, rouses men to enthusiasm by the promise it holds of the rewards in the Hereafter, while the unfortunate Christian has no prospect before him but the torments of Hell. Such pessimism has a marked effect. Even a child of three can be made to acquire a terror of mind which will remain with him for the whole of his life. We all know many grown-up people who are nervous in the dark, simply because they had been told in their childhood that a bogey-man, a robber or the like lurked in the shadows. It is no less difficult to eradicate these childish inhibitions than it is to free the human soul of that haunting terror of Hell which the Catholic Church impresses on it with such vigour during its most tender years. A man possessed of a minimum of intelligence who takes the trouble to ponder over these questions has no difficulty in realising how nonsensical these doctrines of the Church are. For how, he must ask himself, can a man possibly be put on a spit, be roasted and tortured in a hundred other ways when, in the nature of things, his body has no part in the resurrection? And what nonsense it is to aspire to a Heaven to which, according to the Church’s own teaching, only those have entry who have made a complete failure of life on earth!

It won’t be much fun, surely, to have to meet again there all those whose stupidity, in spite of the biblical tag ‘blessed are the humble of heart’, has already infuriated one beyond endurance on this earth! Imagine, too, how tremendously attractive a Heaven will be to a man, which contains only women of indifferent appearance and faded intellect!”.

21  ὅ.π., μεσημέρι 4ης Ἀπριλίου 1942, σελ. 393-394: “The fact that the Japanese have retained their political philosophy, which is one of the essential reasons for their successes, is due to their having been saved in time from the views of Christianity.

Just as in Islam, there is no kind of terrorism in the Japanese State religion, but, on the contrary, a promise of happiness. This terrorism in religion is the product, to put it briefly, of a Jewish dogma, which Christianity has universalised and whose effect is to sow trouble and confusion in men’s minds. It’s obvious that, in the realm of belief terrorist teachings have no other object but to distract men from their natural optimism and to develop in them the instinct of cowardice.

As far as we are concerned, we’ve succeeded in chasing the Jews from our midst and excluding Christianity from our political life”.

22  Robert Cecil, The Myth of the Master Race. Alfred Rosenberg and Nazi Ideology, Dodd Mead & Co. 1972, σελ. 92.

23  Albert Speer, Inside the Third Reich, Avon, New York 1971, σελ. 96: “You see, it’s been our misfortune to have the wrong religion. Why didn’t we have the religion of the Japanese, who regard sacrifice for the Fatherland as the highest good?

The Mohammedan religion too would have been much more compatible to us than Christianity.

Why did it have to be Christianity with its meekness and flabbiness?”.

24  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941- 1944, μεσημέρι 13ης Δεκεμβρίου 1941, σελ. 145: “When all is said, we have no reason to wish that the Italians and Spaniards should free themselves from the drug of Christianity. Let’s be the only people who are immunised against the disease”.

25  Ian Kershaw, Hitler. A Biography, W.W. Norton & Co, London 2008, σελ. 373.

26  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, νύκτα 19ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 75-76: “The reason why the ancient world was so pure, light and serene was that it knew nothing of the two great scourges: the pox and Christianity.

Christianity is a prototype of Bolshevism: the mobilisation by the Jew of the masses of slaves with the object of undermining society”.

27  ὅ.π., νύκτα 29ης-30η Νοεμβρίου 1944, σελ. 722: “The religion fabricated by Paul of Tarsus, which was later called Christianity, is nothing but the Communism of today”.

28  ὅ.π., μεσημέρι 21ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 78: “Whilst Roman society proved hostile to the new doctrine, Christianity in its pure State stirred the population to revolt. Rome was Bolshevised, and Bolshevism produced exactly the same results in Rome as later in Russia”.

29  ὅ.π., νύκτα 20ης-21η Φεβρουαρίου 1942, σελ. 322: “Christianity is the worst of the regressions that mankind can ever have undergone, and it’s the Jew who, thanks to this diabolic invention, has thrown him back fifteen centuries. The only thing that would be still worse would be victory for the Jew through Bolshevism”.

30  ὅ.π., νύκτα 5ης-6η Ἰουλίου 1941, σελ. 7: “The heaviest blow that ever struck humanity was the coming of Christianity. Bolshevism is Christianity’s illegitimate child. Both are inventions of the Jew. The deliberate lie in the matter of religion was introduced into the world by Christianity. Bolshevism practises a lie of the same nature, when it claims to bring liberty to men, whereas in reality it seeks only to enslave them. In the ancient world, the relations between men and gods were founded on an instinctive respect. It was a world enlightened by the idea of tolerance. Christianity was the first creed in the world to exterminate its adversaries in the name of love. Its key-note is intolerance.

Without Christianity, we should not have had Islam. The Roman Empire, under Germanic influence, would have developed in the direction of world-domination, and humanity would not have extinguished fifteen centuries of civilisation at a single stroke”.

31  ὅ.π., μεσημέρι 29ης Ἰανουαρίου 1942, σελ. 253: “But for the coming of Christianity, who knows how the history of Europe would have developed?

Rome would have conquered all Europe, and the onrush of the Huns would have been broken on the legions. It was Christianity that brought about the fall of Rome – not the Germans or the Huns. What Bolshevism is achieving today on the materialist and technical level, Christianity had achieved on the metaphysical level”.  

32  ὅ.π., βράδυ 25ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 87: “The book that contains the reflections of the Emperor Julian should be circulated in millions.

What wonderful intelligence, what discernment, all the wisdom of antiquity! It’s extraordinary”.

33  ὅ.π., μεσημέρι 2ας Ἰανουαρίου 1942, σελ. 254: “It would be better to speak of Constantine the traitor and Julian the Loyal than of Constantine the Great and Julian the Apostate. What the Christians wrote against the Emperor Julian is approximately of the same calibre as what the Jews have written against us. The writings of the Emperor Julian, on the other hand, are products of the highest wisdom. If humanity took the trouble to study and understand history, the resulting consequences would have incalculable implications. One day ceremonies of thanksgiving will be sung to Fascism and National Socialism for having preserved Europe from a repetition of the triumph of the Underworld”.

34  ὅ.π., μεσημέρι 28ης Αὐγούστου 1942, σελ. 667: “Had Charles Martel not been victorious at Poitiers –already, you see, the world had fallen into the hands of the Jews, so gutless a thing was Christianity! – then we should in all probability have been converted to Mohammedanism, that cult which glorifies heroism and which opens the seventh Heaven to the bold warrior alone. Then the Germanic races would have conquered the world. Christianity alone prevented them from doing so”.

35  ὅ.π., μεσημέρι 17ης Φεβρουαρίου 1942, σελ. 314: “The Jew who fraudulently introduced Christianity into the ancient world –in order to ruin it– reopened the same breach in modern times, this time taking as his pretext the social question.

It’s the same sleight-of-hand as before. Just as Saul was changed into St. Paul, Mardochai became Karl Marx. Peace can result only from a natural order. The condition of this order is that there is a hierarchy amongst nations. The most capable nations must necessarily take the lead. In this order, the subordinate nations get the greater profit, being protected by the more capable nations. It is Jewry that always destroys this order. It constantly provokes the revolt of the weak against the strong, of bestiality against intelligence, of quantity against quality. It took fourteen centuries for Christianity to reach the peak of savagery and stupidity”.

36  ὅ.π., μεσημέρι 21ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 79: “Of old, it was in the name of Christianity.

Today, it’s in the name of Bolshevism. Yesterday, the instigator was Saul; the instigator today, Mardochai. Saul has changed into St. Paul, and Mardochai into Karl Marx. By exterminating this pest, we shall do humanity a Service of which our soldiers can have no idea”.

37  ὅ.π., νύκτα 21ης-22α Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 81: “During the first World War, I twice had ten days’ leave. I never dreamt of spending these leaves in Munich. My pleasure would have been spoilt by the sight of all those priests”.

38  ὅ.π., μεσημέρι 14ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 60: “Originally, religion was merely a prop for human communities. It was a means, not an end in itself.

It’s only gradually that it became transformed in this direction, with the object of maintaining the rule of the priests, who can live only to the detriment of society collectively”.

39  ὅ.π., βράδυ 25ης Ὀκτωβρίου 1941, σελ. 90-91: “Methods of persuasion of a moral order are not an effective weapon against those who despise the truth – when we have to do with priests, for example, of a Church who know that everything about it is based on lies, and who live by it. They think me a spoil-sport when I rise up in their midst; indeed, I am going to spoil their little games. (…) Nowadays great numbers of priests are forsaking the Church. Obviously, there’s a hard core, and I shall never get them all. You don’t imagine I can convert the Holy Father. One does not persuade a man who’s at the head of such a gigantic concern to give it up. It’s his livelihood!”.

40  ὅ.π., νύκτα 19ης-20η Φεβρουαρίου 1942, σελ. 320: “If there hadn’t been the danger of the Red peril’s overwhelming Europe, I’d not have intervened in the revolution in Spain. The clergy would have been exterminated. If these people regained power in Germany, Europe would founder again in the darkness of the Middle Ages”.

41  Alan Bullock, Hitler. A Study in Tyranny, Harper & Row, New York 1964 (ed. pr. Odhams Press, London 1952), σελ. 388-389.

42  Hermann Rauschning, Hitler Speaks. A Series of Political Conversations with Adolf Hitler on his Real Aims, Thornton Butterworth, 1940, σελ. 62.

43  Ὁ Clemens August Graf von Galen ἦταν ὁ Καθολικὸς ἐπίσκοπος τοῦ Münster, μία ἀπὸ τὶς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους ἐνάντια στὸν Ναζισμό, ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία.

44  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, 4 Ἰουλίου 1942, σελ. 555: “The fact that I remain silent in public over Church affairs is not in the least misunderstood by the sly foxes of the Catholic Church, and I am quite sure that a man like the Bishop von Galen knows full well that after the war I shall extract retribution to the last farthing”.

45  ὅ.π., μεσημέρι 8ης Φεβρουαρίου 1942, σελ. 304: “The evil that’s gnawing our vitals is our priests, of both creeds. I can’t at present give them the answer they’ve been asking for, but it will cost them nothing to wait. It’s all written down in my big book. The time will come when I’ll settle my account with them, and I’ll go straight to the point. (…) I In less than ten years from now, things will have quite another look, I can promise them.

We shan’t be able to go on evading the religious problem much longer. If anyone thinks it’s really essential to build the life of human society on a foundation of lies, well, in my estimation, such a society is not worth preserving. If, on the other hand, one believes that truth is the indispensable foundation, then conscience bids one intervene in the name of truth, and exterminate the lie”.

46  Ὁ Konrad von Preysing ἦταν ὁ Καθολικὸς ἐπίσκοπος τοῦ Βερολίνου.

47  H. R. Trevor-Roper (ed.), Hitler’s Table Talk 1941-1944, transl. Norman Cameron and R. H. Stevens, Enigma Books, New York 20003 (ed. pr. Weidenfeld & Nicolson London 1953), βράδυ 9ης Αὐγούστου 1942, σελ. 625-626: “The great ambition of the parson clique is, and always has been, to undermine the power of the State.

And for as long as we suffer these parsons in our midst, it serves us right! Every country gets the type of parson it deserves, at the moment I can do nothing about it, and so I continue to keep them happy. But one of these days I shall bring this conflict, as old as German history itself, to an abrupt and decisive conclusion. I’ll make these damned parsons feel the power of the State in a way they would never have dreamed possible!

For the moment I am just keeping my eye on them; if I ever have the slightest suspicion that they are getting dangerous, I will shoot the lot of them. This filthy reptile raises its head wherever there is a sign of weakness in the State, and therefore it must be stamped on whenever it does so. We have no sort of use for a fairy story invented by the Jews. The fate of a few filthy, lousy Jews and epileptics is not worth bothering about. The foulest of the carrion are those who come clothed in the cloak of humility, and the foulest of the foul is Count Preysing! What a beast! the Popish inquisitor is a humane being in comparison. Vileness and hypocrisy walk arm in arm; both must be extirpated. The uselessness of the parson is novvhere better illustrated than here at the front. Here we have enemies who are dying by the million – and without a single one of these liars. The Catholic Church has but one desire, and that is to see us destroyed”.

48  Βλ. Γιάννη Κ. Τσέντου, «Θεμέλιο τοῦ Ναζισμοῦ ἡ Ἄρνηση», Ἀκτῖνες 795 (Σεπτέμβριος- Ὀκτώβριος 2022), σελ. 179-180.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΚΤΙΝΕΣ» ΕΤΟΣ 85ο  |  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ   2022  |  795

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/%ce%b8%ce%b5%ce%bc%ce%b5%ce%bb%ce%b9%ce%bf-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bd%ce%b1%ce%b6%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%85-%ce%b7-%ce%b1%cf%81%ce%bd%ce%b7%cf%83%ce%b7-%ce%b2%ce%84/