λ΄. «Μέ καίει ἡ ταπείνωση»
Θά πήγαινα στό ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ μισή ὥρα ἀπό τό μοναστήρι. Καί μοῦ ᾽λεγε ὁ δαίμων: “Ποῦ θά μοῦ πᾶς, βρέ Ἰάκωβε, στό ἀ-σκητήριο τοῦ Δαυΐδ; Θά σέ θανατώσω, δέν θά γυρίσης. (Ἀλλά) δέν μπορῶ νά σοῦ κάνω τίποτε. (Προσπαθῶ) νά σέ ρίξω σέ μιά σοβαρή ἁμαρτία, νά σέ πεθάνω, ἀλλά δέν μπορῶ, διότι ἔχεις ταπείνωση. Καί ἡ ταπείνωσις μέ καίει. Ἡ ταπείνωσις καί ἡ πίστις στόν Χριστό”.
»Μετά τό Πάσχα ἀνέβηκα πάνω στό βουνό ἐκεῖ ψηλά πού ἔχουμε τό νερό, καί ἔχει ἕναν Σταυρό καί ἔλεγα τό “Ἀναστήτω ὁ Θεός”, τό “Ἀναστάσεως ἡμέρα”, τό “Χριστός Ἀνέστη”. Καί φώναξα μετά: “Δαῖμον, δαῖμον, εἶπες ὅτι ὅταν θά πάω στό ἀσκητήριο θά μέ σκοτώσης, ἔλα ἐδῶ ὅταν θέλης, ἔλα νά μέ σκοτώσης στόν βράχο πάνω βρίσκομαι, στά βουνά. Ἔλα, τοῦ λέω, ἅμα σέ βαστάη, ἔλα”. Καί ἔλεγα “Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί”. Ποῦ νά πλησιάση! Γι᾽ αὐτό, παιδιά μου, πάντα νά προσεύχεσθε, μά εἴτε τρώγετε, εἴτε πίνετε, εἴτε ὁ,τιδήποτε (κάνετε), νά προσεύχεσθε, γιατί ὅταν κάνωμε προσευχή, δέν μπορεῖ νά μπῆ ὁ διάβολος. Μοῦ ᾽λεγε ἡ μάννα μου ὅταν ἤμουν μικρό παιδί: “Ἄκουσε, παιδάκι μου, ὅποιος κάνη τόν σταυρό του, λόγχη ἔχει στό πλευρό του”».
λα΄. «Προσφέρω ὅ,τι μπορῶ»
Ήρθα ἐδῶ στό Μοναστήρι ὄχι γιά νά ὑψηλοφρονῶ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας πού εἶναι Θεὸς, ταπεινώθηκε πιό κάτω κι ἀπό τόν τελευταῖο ἄνθρωπο. Δέν ξέρω ψαλμωδίες. Προσευχή μόνο (κάνω) μέσ᾽ ἀπό τήν καρδιά μου αὐθόρμητα, μέ πίστη. Παρακαλῶ τόν Ὅσιο: ”Ὅσιέ μου, ὅποιοι πατοῦν τό πόδι στήν Μονή μας, νά τούς δίνης τό αἴτημά τους”. Ἔχω χαρά πού ὁ Θεός μέ ἔταξε ἐδῶ, νά προσφέρω ὅ,τι μπορῶ στούς ἀδελφούς μου. Ἕνα λόγο ἐνισχυτικό, τά πνευματικά, δηλαδή τήν προσευχή, τήν Λειτουργία μας, τήν ἐλεημοσύνη, τήν διακονία. Ὁ Κύριος μοῦ τά δίνει ἑκατονταπλάσια».
λβ΄. «Ὁ διάβολος μοῦ ἔσπασε τό χέρι»
Ο διάβολος δέν θέλει τήν προσευχή. Ἐμένα μοῦ ᾽σπασε τό χέρι, γιά νά μήν κάνω τόν σταυρό μου. Ὁ Σταυρός τόν καίει. Τό δαιμόνιο (κάποτε) φώναζε: ”Βγάλε αὐτό τό μέταλλο (δηλαδή τόν Σταυρό). Αὐτό μέ καίει”. Ὁ διάβολος συνεχῶς πειράζει. Αὐτή εἶναι ἡ δουλειά του. Τούς Ἁγίους πείραζε. Πόσα καί πόσα τράβηξαν ἀπ᾽ αὐτόν!».
λγ΄. «Ἀντέχω τόσο ξύλο;»
Πάτερ μου, ἐκεῖ πού πάω τό βράδυ στό κελλί μου νά κάνω τόν κανόνα μου, ἔρχονται αὐτοί οἱ πονηροί⋅ τί τραβάω ὅλη τήν νύχτα δέν περιγράφεται μέ λόγια! Εἶναι, πάτερ μου, 5–6 μαζί καί μέ τραβᾶνε ἀπ᾽ τά πόδια, μέ χτυπᾶνε μπουνιές μέ κάτι μαλλιαρά χέρια, μέ ἄσχημα πρόσωπα, μέ πόδια σάν κατσίκια καί βρωμᾶνε πολύ. Ἀντέχω ἐγώ, πάτερ μου, τόσο ξύλο πού μοῦ ρίχνουν αὐτοί κάθε βράδυ; Ἐγώ εἶμαι μισός ἄνθρωπος, ἔχω κάνει τόσες ἐπεμβάσεις, τόσα χειρουργεῖα! Ἄν, πάτερ μου, τούς δεῖ κάποιος πού δέν ξέρει γιά πρώτη φορά, μπορεῖ καί νά πεθάνη, τόσο κακοί καί ἀπαίσιοι πού εἶναι! Ἀλλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας θά τά ὑπομείνωμε ὅλα».