Δὲν θ᾽ ἀπαντοῦσα ἂν δὲν ἦταν ἕνα σύγχρονο θέμα. Ἀγγλικανικὴ «ἐκκλησία» αὐτὴν τὴν στιγμὴ ἔχει ἤδη εἰσαγάγει στὴν λατρεία ἱέρειες. Δηλαδὴ οἱ γυναῖκες τελοῦν τὴν «θεία λειτουργία»· πολὺ δὲ παραπάνω, ἀφοῦ εἶναι ἱερεῖς, μπαίνουν φυσικὰ καὶ στὸν χῶρο τοῦ ἱεροῦ.
Ὅπως θὰ ξέρετε, ἡ προσφορὰ θυσίας εἶναι μία ἱερατικὴ πρᾶξις. Ὁ Κάϊν, ὁ Ἄβελ, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἀαρών. Ὅλοι αὐτοὶ τί ἔκαναν; Προσέφεραν θυσίαν. Παρατηροῦμε ὅμως ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσέφεραν θυσίαν ἦταν ἄνδρες. Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ σὲ καμμία περίπτωσι, οὔτε μία, νὰ ἔχει προσφέρει θυσία, γυναῖκα. Αὐτὸ σήμαινε ὅτι τὸ ἱερατικὸ μέρος τὸ εἶχε πάντοτε ὁ ἄνδρας καὶ συγκεκριμένα ὁ κάθε οἰκογενειάρχης, ὁ ὁποῖος ἐξετέλεσε καὶ χρέη ἱερατικὰ θυσιάζοντας τόσο μέσα στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι οἱ Ἑβραῖοι, ὅσο καὶ εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας. Κάθε οἰκογενειάρχης ἦτο καὶ ἱερεὺς διότι μποροῦσε νὰ προσφέρῃ θυσία. Αὐτὸ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό.
Ἔτσι βλέπομε καὶ καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως, νὰ μὴ φαίνεται πουθενὰ γυναῖκα νὰ ἱερατεύῃ. Ὁ Χριστὸς εἶχε βεβαίως μαθητάς. Αὐτοὶ οἱ μαθηταί, οἱ Ἀπόστολοί Του, χειροτόνησαν ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους. Πουθενὰ δὲν βλέπομε ὅμως ἀνάθεση ἱερατείας σὲ γυναῖκα.
Βεβαίως, τὴν συντροφιὰ τοῦ Κυρίου ἀκολουθοῦν καὶ κάποιες γυναῖκες ποὺ εἴχανε εὐεργετηθῆ. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους ὑπηρετοῦσαν τὸν Κύριο καὶ τὴν συνοδεία Του. Δὲν βλέπομε ὅμως νὰ ἔγινε ἀνάθεση ἱερωσύνης. Πουθενά. Μπορεῖ οἱ γυναῖκες νὰ ἔγιναν ἱεραπόστολοι, νὰ κηρύξανε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ἱερωσύνη πουθενά.
Σᾶς κάνει ἐντύπωση, οὔτε αὐτὴ ἡ Θεοτόκος δὲν ἐμφανίζεται μὲ ἱερατικὴ ἰδιότητα. Οὔτε ἡ Θεοτόκος. Ἔτσι, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἄβελ μέχρι τὸν Κύριον τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν βλέπουμε πουθενὰ ἀνάθεση ἱερατικῶν καθηκόντων σὲ γυναῖκα.
Πῶς τώρα, ὕστερα ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμοῦ μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι μπορεῖ ἡ γυναῖκα νὰ ἱερατεύῃ;
Αὐτὸ παιδιὰ εἶναι πολὺ κακό. Εἶναι ἕνας νεωτερισμός. Εἶναι ἕνα ξένο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπινοοῦν μόνον οἱ αἱρετικοί, ὅπως εἶναι οἱ Ἀγγλικανοί. Γι᾽ αὐτὸ ἂς προσέξουμε. Μὴν νομίζετε· πράγματα, ποὺ γίνονται ἔξω στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, ὕστερα ἀπὸ δέκα, εἴκοσι, τριάντα χρόνια φτάνουν καὶ σὲ μᾶς. Δὲν ἔγινε τίποτα ἔξω ποὺ νὰ μὴν ἔφτασε καὶ σὲ μᾶς.
Κάποια μέρα λοιπὸν μπορεῖ νὰ ἀρχίσῃ νὰ τίθεται θέμα. Μπορεῖ κάποιες γυναῖκες νὰ ἀρχίσουν μαινόμενες νὰ βγαίνουν στοὺς δρόμους καὶ νὰ φωνάζουν ὅτι, πέρα ἀπὸ τὸν φεμινισμὸ ποὺ ἐπικαλοῦνται, ὅτι θέλουν ἰσότητα μὲ τοὺς ἄντρες καὶ νὰ εἶναι καὶ αὐτὲς ἱερεῖς. Γιατί τάχα, λέγει, ἐσεῖς μόνοι καὶ ὄχι καὶ ἐμεῖς νὰ ἱερατεύουμε;
Σᾶς λέγω, προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο. Αὐτὸ εἶναι διαβολικὸ διότι δὲν τὸ παρέδωκεν ὁ Κύριος οὔτε ὑπῆρξε εἰς τὴν ἱστορία. Δὲν πρέπει λοιπὸν ἔτσι νὰ σκέφτεται μία γυναῖκα, ὅτι μπορεῖ κάποτε νὰ γίνῃ ἱερεύς.
(†) π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος