Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος
Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἡ κατάδειξη ὁρισμένων δογματικῶν ἀσαφειῶν καὶ παρεκκλίσεων ἀπὸ τὴ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ π. Δ. Στανιλοάε, τὶς ὁποῖες μπορεῖ εὔκολα κάποιος νὰ ἐντοπίσει, διαβάζοντας τὸ φημισμένο ἔργο του: «Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία», ποὺ κυκλοφορεῖ σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἁρμός.
Στὶς πρῶτες κιόλας σελίδες τοῦ ἀνωτέρω ἀναφερθέντος ἔργου, ὁ π. Δ. Στανιλοάε ὑποστηρίζει ὅτι ἡ φύση ἢ οὐσία δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο ἢ ὑπόσταση [1], πρᾶγμα ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση σημαίνει τὴ σαβελλιανικὴ σύγχυση μεταξὺ τῶν κοινῶν καὶ τῶν ἀκοινώνητων ἤ, ἀλλιῶς, τῶν ἑνώσεων καὶ τῶν διακρίσεων ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας. Ὁ ἐπηρεασμὸς τοῦ π. Δημητρίου ἀπὸ τὸ γερμανικὸ ἰδεαλισμό, τουλάχιστο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ σύμπτωση ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμένου ἤ, κάλλιον εἰπεῖν, συγκεκριμένου καὶ καθολικοῦ, εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ προφανής. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἔγελο, τὸ Ἀπόλυτο Πνεῦμα δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ ὑποκείμενο [2].
Ἄλλη δογματικὴ παρέκκλιση ποὺ συναντᾶται στὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ π. Δ. Στανιλοάε εἶναι ἡ ὑποστήριξη τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸ μυστήριο τῆς προσωπικῆς ὑπάρξεως καὶ ζωῆς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα ποὺ ὑποστηρίζουν ὅλοι οἱ νεορθόδοξοι περσοναλιστές [3]. Ἐν ὀλίγοις, ὁ π. Στανιλοάε ἀποδέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῶν ὑποστάσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία στὸ σύνολό της.
Ἄλλη μία πλάνη ποὺ ἐντοπίζεται στὴ δογματικὴ διδασκαλία τοῦ π. Δ. Στανιλοάε εἶναι ὁ παραλληλισμὸς τῶν ἀΐδιων ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας μὲ τρίγωνο [4]. Μόνο ποὺ οἱ τριγωνικὲς σχέσεις τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας δικαιολογοῦν ἀπόλυτα τὸ filioque τῆς παπικῆς παράδοσης, καθότι ὡς βάση τοῦ τριγώνου δὲ θεωρεῖται τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ διαπροσωπικὴ – αἰτιώδης σχέση μεταξὺ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος (συνεκπόρευση), οἱ ὁποῖες προέρχονται, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα, ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ τριγώνου (Πατὴρ) [5]. Ἡ ἀνωτέρα τριγωνικότητα τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἀναγκαῖα ὡς ἀγαπητικὴ ἀμοιβαιότητα τῶν προσώπων ἢ ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁδηγεῖ τὸν π. Δ. Στανιλοάε στὴν ὑποστήριξη τῆς θέσης ὅτι ἡ τέλεια ἀγάπη προϋποθέτει τὴν ἀμοιβαία ἑνότητα δύο ἀλληλοαγαπωμένων «ἐγὼ» ἢ αὐτοσυνειδήσεων, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα ἀγαπᾶ (Πατὴρ) καὶ τὸ ἄλλο ἀγαπᾶται (Υἱός). Ἡ ἀνωτέρω ἑνότητα ποὺ βασίζεται στὴν ἀμοιβαιότητα τῶν δύο «ἐγὼ» δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐκχέεται, τόσο ἀπὸ τὸν Πατέρα ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, τουτέστιν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα [6]. Συνεπῶς, παρότι ὁ π. Δ. Στανιλοάε ἀρνεῖται τὸ filioque τῆς παπικῆς παράδοσης, τουλάχιστον ρητά, σὲ τελικὴ ἀνάλυση φαίνεται ὅτι τὸ ἀποδέχεται πλήρως κατὰ τὰ πράγματα, καθότι ἀποδέχεται τὸ αὐγουστίνειο σχῆμα ἐρῶν – ἐρώμενος ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδας. Γιὰ τὸν τριπλὸ χαρακτῆρα τῆς ἀγάπης (ἀγαπῶν – ἀγαπώμενος – ἀγάπη) βλ. Augustini, De Trinitate, liber nonus, 2, PL 42, 961.
Τέλος, ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε κάνει τὸ σφάλμα νὰ συγχέει τὰ φυσικὰ – οὐσιώδη μὲ τὰ ὑποστατικὰ – προσωπικά, δηλονότι νὰ ἀποδίδει ἰδιότητες τῆς φύσεως στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἀντίστροφο. Τοῦτο διαφαίνεται ἐναργῶς ἀπὸ τὴν ὑποστήριξη τῆς ἄποψης ὅτι τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν [7], πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι στὸ Θεὸ οἱ ἐνέργειες εἶναι ὑποστατικὲς ἢ προσωπικές. Ἀκόμη, ὁ π. Δ. Στανιλοάε δέχεται ὅτι ἡ θέληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι προσωπικὴ ἢ ὑποστατική, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο σὲ τελικὴ ἀνάλυση μετατρέπει τὴ θέληση – ἐνέργεια σὲ ὑπόσταση. Ἐν ὀλίγοις, ὁ π. Δ. Στανιλοάε δὲν κάνει τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ νὰ ταυτίζει τὴν κίνηση μὲ τὸν κινούμενο [8].
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ θεολογικὴ διδασκαλία τοῦ π. Δ. Στανιλοάε ἐντάσσεται πλήρως στὸ νεωτερικὸ καὶ μετανεωτερικὸ ἀφήγημα τῆς θεολογικῆς περσοναλιστικῆς ὀντολογίας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι μόνο ὡς θεολόγος τῆς παράδοσης δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ.
Σημειώσεις:
[1] (π.) Δ. Στανιλοάε, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, μτφρ: π. Κωνσταντῖνος Coman καὶ Γ. Παπαευθυμίου, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σελ. 21. [2] Βλ. Π. Κλιματσάκης, Συστηματικὴ εἰσαγωγὴ στὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμό, ἐκδόσεις Ροές, Ἀθήνα 2010, σσ. 167-168 καὶ Γ. Φαράκλας, «Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο. Ἡ ὀρθολογικότητα τοῦ χριστιανισμοῦ κατὰ τὸν Ἔγελο», στὸ: Ὁ Θεὸς τῆς Βίβλου καὶ ὁ Θεὸς τῶν φιλοσόφων, ἐπιμέλεια: Στ. Ζουμπουλάκης, ἐκδόσεις Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2012, σελ. 421. [3] π. Δ. Στανιλοάε, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, μτφρ: π. Κωνσταντῖνος Coman καὶ Γ. Παπαευθυμίου, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σελ. 123. [4] Ὅπ.π., σελ. 311 [5] Γ. Σίσκος, Ἡ Ἁγία Τριάδα στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη {20ός αἰ.}. Νεοσχολαστικισμὸς καὶ Ὀντολογία τῆς σχέσης, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2023, σελ. 471. [6] (π.) Δ. Στανιλοάε, Ἡ περὶ Θεοῦ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, μτφρ: (π.) Κωνσταντῖνος Coman καὶ Γ. Παπαευθυμίου, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2011, σελ. 269. [7] Ὅπ.π., σελ. 27. [8] Ὅπ.π., σελ. 161.