Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Γυμνοι και στους ναους;

ου μοιχεψεις

Ἐπίκαιρη διδαχὴ κατὰ τὸ θέρος
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου

Ἂς πάρουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἔλεγχο τῆς ἠ­θι­κῆς ἀσχημίας καὶ κοινωνικῆς ἀ­θλιότητός μας ἀ­πὸ τὸ ἱερὸ Εὐ­αγγέλιο· αὐτὸ εἶνε ὁ καλύτερος πνευματικὸς καθρέφτης γιὰ ὅλους μας.

Τὸν καιρὸ τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου ἕ­νας ἄν­θρωπος στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν ἄ­φη­σε ἀνοιχτὴ τὴ θύρα του καὶ μπῆκε μέσα σὰν λῃστὴς ἀκάθαρτο δαιμό­νιο. Ἀπὸ τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀλλοιώθηκε· ὑπὸ τὴν ἐξ­ουσία τοῦ Ἑωσφόρου ἄλ­λαξε ἡ διάνοια, ἡ καρδιά, ἡ θέλησί του. Καὶ πρώτη ἐκδήλωσι τῆς δαιμονι­κῆς μεταβολῆς ἦταν ὅτι ὁ ἄν­θρωπος ἐ­κεῖνος ἔχασε τὴ ντροπή, ἔγινε ἀδι­άν­τροπος· ἔσχιζε τὰ ῥοῦχα του κ᾽ ἔβγαινε γυμνὸς μπροστὰ σὲ ὅλους· οἱ ἄλλοι ντρέπον­ταν γι᾽ αὐτόν, αὐτὸς δὲν ντρεπόταν γιὰ τὸ κα­τάν­τημά του. Κανένα δὲν ἄκουγε. Ὅταν οἱ δικοί του τὸν ἔ­­­πιαναν νὰ τὸν ντύσουν, ἔ­σχιζε τὰ ῥοῦ­χα του· κι ὅταν τὸν ἔδεναν, αὐτὸς ἔσπαζε σὰν κλωστὲς καὶ ἁλυσί­δες ἀ­κόμα. Λεγεώνα δαιμονί­ων κατοικοῦσε μέσα του, κι αὐ­τὸς ἔμενε μέσ᾽ στὰ μνήματα. Τρομοκρατοῦσε τὸν κό­­σμο, «κανείς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν δαμάσῃ» (Μᾶρκ. 5,4). Ἕ­νας μόνο μπόρεσε· ὁ Κύριός μας Ἰ­ησοῦς Χριστός. Πῆ­γε ἐκεῖ, ἔδιωξε μὲ τὴν ἐξουσία του τὰ δαιμόνια, ἐ­λευθέρωσε τὸ πλάσμα του, καὶ τότε ὁ ἄν­θρωπος ἐκεῖ­νος βρῆκε πά­λι τὴ ντροπή, σκέπασε τὴ γύμνια του καὶ τὸν εἶδαν «ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα» (ἔ.ἀ. 5,15· βλ. & Λουκ. 8,35).

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διδάσκει. Ὑπὸ τὴν τυραν­νία τοῦ διαβόλου ἡ ντροπὴ χάνεται, ὑπὸ τὸν χρηστὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ ἡ ντροπὴ ἐ­πα­­νέρχεται· ὁ σατα­νᾶς γυμνώ­νει, ὁ Χριστὸς ντύ­νει.

* * *

Ἀλλὰ τὸ δαιμονικὸ πνεῦ­μα, ποὺ ξεγύμνωσε τότε τὸν Γαδαρηνό, δρᾷ καὶ σήμερα· καὶ ἔχει μεγάλες ἐ­­πιτυχίες. Βρισκόμαστε σὲ ἐ­­ποχὴ γυμνισμοῦ. Σὲ μεγα­λουπόλεις τῆς «πο­λιτισμένης» Δύσεως ἔχουν ἱδρυ­θῆ σύλλογοι γυμνιστῶν, ποὺ ἐλαυνόμενοι ἀπὸ τὸν δαί­μονα βγαίνουν σὲ ἐξοχές, στήνουν σκηνὲς καὶ ἄν­τρες – γυναῖκες ζοῦν σὲ ἀγέλες δίχως ῥοῦχα! ἀσχημο­σύνη ἀδιάντροπη. Καὶ στὶς διαμαρτυρίες κατὰ τῆς ἀδιαν­τροπιᾶς τους οἱ γυμνισταί, ἢ μᾶλλον τὸ ἀκάθαρ­το πνεῦ­μα ποὺ κρύβεται πίσω τους, ἀπαντοῦν· «Δὲν εἴμαστε ἐ­μεῖς προληπτικοὶ καὶ σεμνότυφοι· εἴμαστε λάτρεις τῆς φύσεως καὶ θαυμαστὲς τοῦ ὡραίου!». Καὶ μόνο αὐ­τοί; καὶ ἄλλοι, μέσα στὴν κοινωνία, εἶνε ὀ­πα­δοὶ τοῦ γυμνισμοῦ. Ὅπου νὰ πᾶτε θὰ δῆτε γύμνια· σὲ δρό­μους καὶ πλατεῖες ἀντικρύζετε σάρκες ἀκάλυπτες, σὲ παραλίες καὶ νησιὰ γυμνὰ κορμιὰ προβάλλουν ἀ­πὸ τὰ κύματα, ἄντρες – γυναῖκες μὲ τὰ μαγιὼ κολυμ­ποῦν μαζὶ καὶ συναναστρέφονται στὰ παραλιακὰ ξενοδοχεῖα. Ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς ἐνοχλή­σῃ; Τοὺς προστατεύει ὁ τουρισμός, ἡ νέα αὐτὴ θεότητα, ὅταν μάλιστα προέρχωνται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Πᾶτε σὲ ὑ­πουργεῖα, σὲ δημόσια γραφεῖα; θὰ δῆτε δεσποινάρια γυμνά, ποὺ παίζουν μᾶλλον παρὰ ἐργάζον­ται. Κανένας ὑπουργὸς δὲν ἀηδιάζει, ὥστε νὰ ἐπιβά­λῃ οἱ ὑ­πάλληλοι νά ᾽νε εὐπρεπεῖς. Ἀνοίγετε ἐφημερί­δα; δι­αρκῶς φωτογραφίες γυναικῶν σὲ στάσεις ξετσίπωτες. Κι ὅταν τὰ σχολεῖα ἔχουν γυμναστικὲς ἐπιδείξεις, ἐκεῖ μπροστὰ στὰ μάτια γονέων, ἐκπαιδευτι­κῶν, ἐπισήμων, ἀκόμα καὶ κληρικῶν, μαθήτριες ἡμίγυ­μνες κινοῦν τὰ ὀπίσθιά τους, χειροκροτοῦνται καὶ βρα­βεύονται. Τί νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὶς κινηματογραφικὲς ταινίες, ὅπου ἀθεόφοβα μπροστὰ σὲ μύρια μάτια διεθνεῖς πόρνες σὰν τὴν ἀρχαία Φρύνη, «ἀστέρια» τοῦ Χόλλυγουντ, ξεμυαλίζουν τὸ κοινὸ ὥσπου ὁ κοινωνικὸς ἱστὸς νὰ σαπίσῃ ἐντελῶς; Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς χοροεσπερίδες καὶ τὰ πάρτυ, ὅπου τὸ γυμνὸ εἶνε πλέον ἀντικείμενο ὄχι μόνο ὁράσεως ἀλλὰ καὶ ἁφῆς;
Τὸ γυμνὸ κυριαρχεῖ. Ἀναγνώστης ἀπὸ τὴν Κρήτη μᾶς γράφει, ὅτι μέσα σὲ καραμέλλες βιομήχανοι παρα­γωγοὶ κλείνουν εἰκονίτσες γυμνῶν γυναικῶν· τὰ παιδιὰ κάνουν συλλογὴ ἀπὸ δαῦτες, καὶ μετὰ σὲ παρέ­ες ἐπιδεικνύουν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὸ «θησαυρό» τους.

* * *

Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὑπῆρχε ἀκόμη στὴ χώρα μας ἕνας τόπος ἀπυρόβλητος, ὅπου τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα τοῦ γυμνισμοῦ δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθῃ· ἦταν ὁ χῶ­ρος τῶν ἱερῶν ναῶν. Ἐκεῖ κάθε ἐκκλησιαζόμενος ἔμ­παινε «μετὰ πίστεως εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ» (θ. Λειτ., Εἰρην.), συναισθανόταν ὅτι βρίσκεται ἐνώπιον τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ποὺ τὸ μεγαλεῖο ἡ δύναμι καὶ ἡ δόξα του εἶνε ἄπειρη ἀνυπολόγιστη ἀνέκφραστη. ῾Ρίγη διέτρε­χαν τὴν ὕπαρξί του. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔ­στι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐ­­ρανοῦ» (Γέν. 28,17), ἐπαναλάμβανε βλέποντας νοερὰ τὴν οὐ­ράνια κλίμακα ποὺ διὰ τοῦ κηρύ­γματος καὶ τῶν ἱε­ρῶν μυστηρίων ἑνώνει γῆ καὶ οὐρανό. Ἡ εὐλάβεια ἦ­ταν τότε μεγάλη, φανερή. Οἱ Χριστιανὲς ἐκκλησιάζονταν μὲ φορεσιὰ ποὺ σκέπαζε καλὰ τὸ σῶμα, μὲ κεφαλὴ καλυμμένη μὲ μαντήλι· στέκονταν στὸ δικό τους μέρος, δίχως νὰ μετακινοῦνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Παρακολου­θοῦσαν μὲ προσήλωσι τὰ τελούμενα καὶ μὲ κατάνυξι τὴ θεία λειτουργία. Βλέποντας τὰ τίμια δῶ­ρα ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βα­σιλείᾳ σου». Ἔδειχναν κάτι ἀπὸ τὴν εὐλάβεια τῶν Μυ­ροφόρων, ὅτι μέσα τους κατοικεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι ἦταν ἡ Χριστιανὴ στὶς ἐκκλησίες. Ὅποιος νο­μίζει ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς νοιάζεται μόνο γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ἐξωτερικὸ παρουσι­αστικὸ τῆς γυναίκας στὴ λατρεία, ἂς μελετήσῃ δύο χω­ρία. Τὸ ἕνα εἶνε Α΄ Τιμ. 2,9 καὶ τὸ ἄλλο Α΄ Πέτρ. 3,1-5· ἐκεῖ οἱ δύο κορυφαῖοι ἀπόστολοι μιλοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ μὲ αἰώνιο κῦρος· συστολή, λένε, σεμνότητα καὶ ἁπλότητα πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὴ Χριστιανὴ στὴ ζωή της γενικά. Στὸ ναὸ εἰδικὰ καὶ στὴ δημόσια λατρεία ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι δὲν πρέπει ἡ πιστὴ νὰ μετέχῃ «ἀκατακάλυπτος»· ὅταν προσ­εύχεται νά ᾽χῃ τὸ κεφάλι σκεπασμένο (βλ. Α΄ Κορ. 11,5-16). Καὶ ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν 96ο κανόνα της ὁ­ρί­ζει, ὁ Χριστιανὸς ἢ ἡ Χριστιανὴ νὰ μὴ διασκευά­ζῃ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μὲ τρόπο ποὺ γίνεται «δέλεαρ (=δό­­λωμα ἁμαρτίας) γιὰ ἀστήρικτες ψυχές» (Πηδάλ. σσ. 305-6)· τὰ ἤθη τῶν Χριστιανῶν, λέει ἡ ἁγία Σύνοδος, πρέπει νά ᾽νε ἄ­μωμα, νὰ μὴ δίνουν ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ.
Κι ὄχι μόνο τὰ γραπτὰ μνημεῖα τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλὰ καὶ «οἱ λίθοι», οἱ μαρμάρινες πλάκες ποὺ βρέθη­καν στὶς κατακόμβες τῆς ῾Ρώμης, μαρτυροῦν πῶς ἐμ­φανιζόταν ἡ Χριστιανὴ στοὺς τόπους τῆς λατρείας· ἀ­ποτυπώνεται σεμνὰ ντυμένη καὶ μὲ καλυμμένη τὴν κεφαλή. Κάθε παρέκκλισι ἀπὸ τὴν τάξι ἐλεγχόταν ἀ­πὸ τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Καμμία γυναίκα ἀ­κάλυπτη πολὺ δὲ περισσότερο ἄσεμνα ντυμένη, ἔ­στω κι ἂν ἦταν βασίλισσα, δὲν τολμοῦσε νὰ μπῇ σὲ ὀρ­θόδοξο ναό. Ὑπῆρχαν ἐντεταλμένοι διάκονοι καὶ διακό­νισσες ἕτοιμοι νὰ φρουρήσουν τὴν τάξι.

* * *

Εὐλάβεια ἐπικρατοῦσε κάποτε στοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν τώρα ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους τῆς Ἐκκλησίας τῶν κατακομβῶν σηκωνόταν ἀπ᾽ τὸν τάφο κ᾽ ἐρχόταν μιὰ Κυρια­κὴ τοὺς θερινοὺς ἰδίως μῆνες σ᾽ ἕνα κεντρικὸ ναὸ τῶν Ἀ­θηνῶν ἢ τῆς ἐπαρχίας, ποιές θά ᾽ταν ἆραγε οἱ ἐντυπώσεις του; Ἀλλοίμονο· ἀντὶ γιὰ συστολὴ καὶ σεμνότητα στὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν, θὰ ἔβλεπε τώρα ἀνευλάβεια καὶ ἀναίδεια. Θά ᾽βλεπε τὶς Χριστια­νὲς ὄχι τὸ μαντήλι νά ᾽χουν πετάξει ἀπ᾽ τὸ κεφά­λι, ἀλλὰ νά ᾽χουν χέρια, λαιμούς, ὤμους, πλάτες, στήθη, πόδια τελείως ἀκάλυπτα, ἐκτεθειμένα σὲ κοινὴ θέα, σὰν κρέατα σὲ κρεοπωλεῖο· θά ᾽βλεπε νά ᾽χουν κομμένα τὰ μαλλιὰ σὰν τοὺς ἄντρες (ἀ λα γκαρσόν), τὰ μάγουλα τὰ χείλη καὶ τὰ νύχια χεριῶν καὶ ποδιῶν βαμμένα σὰν τοὺς ἠθοποιοὺς καὶ θεατρίνους· θά ᾽βλεπε νὰ μὴν περιορίζων­ται στὸ χῶρο τους, ν᾽ ἀνακατεύωνται μὲ τοὺς ἄντρες, νὰ πιάνουν περίοπτες θέσεις, νὰ στέκωνται ἐπιδεικτικὰ δίπλα σὲ ἀναλόγια καὶ ἐπισκοπικοὺς θρόνους, νὰ πλησιάζουν στὸ τέμπλο –λίγο ἀκόμη καὶ θὰ μποῦν καὶ στὸ ἅγιο βῆμα!– θὰ τὶς ἔβλεπε νὰ γυρίζουν δεξιὰ – ἀ­ριστερά, νὰ φλυαροῦν, νὰ γελοῦν σὲ ἱερὲς στι­γμές, νὰ δείχνουν φανερὰ ὅτι δὲν μπῆκαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεὸ ἀλλὰ γιὰ ἄλλους σκοπούς. Θὰ τά ᾽βλεπε ὅλ᾽ αὐτὰ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος καὶ θὰ ἀ­ποροῦσε· καὶ ἡ ἀπορία του θὰ μεγάλωνε καὶ θὰ γινόταν δίκαιη ὀργή, ἱερὴ ἀγανάκτησι, βλέποντας ἱερεῖς καὶ χρυσοστόλιστους ἀρχιερεῖς νὰ μένουν ἀπαθεῖς, σὰν νὰ μὴ συμβαίνῃ τίποτε τὸ παράδοξο καὶ ἄτακτο στὸ ναό, νὰ συνεχίζουν νὰ λένε τὶς εὐχὲς τῆς θείας λει­τουργίας ἄλλες μυστικῶς – ἄλλες μεγαλοφώνως, μερικοὶ μάλιστα νὰ τὶς λένε ὅλες μεγαλοφώνως, γιὰ ν᾽ ἀ­κοῦνε καὶ τὰ θειότερα ἀκόμη λόγια τὰ ἀναιδῆ αὐτιὰ πολλῶν! Καὶ κατάπληκτος ὁ ἱερὸς ἄνδρας θὰ δι­ερω­τᾶται συνεχῶς· Ποῦ μπῆκα; τελεῖται ἐδῶ ἡ θεία εὐχαριστία; μυσταγωγεῖται ἡ ψυχή; λατρεύεται ὁ ἐν Τριάδι Θεός; ἢ μήπως κάποιοι εἰδωλολάτρες πλήρωσαν θεομπαῖχτες ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τῆς αἰσχύνης ὄ­χι νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία ἀλλὰ νὰ διακωμῳ­δή­σουν τὸ ὕψιστο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας; σὲ τέτοιο κατάν­τημα ἔφτασε λοιπὸν σήμερα ἡ λατρεία τῶν ὀρ­θοδόξων; ποῦ εἶνε τὰ ἡρωικὰ ἐκεῖνα χρόνια τῆς Ἐκ­κλησί­ας ποὺ ἐμεῖς, κλεισμένοι στὰ βάθη ἐκεῖ τῆς γῆς, λατρεύαμε τὸν Κύριο μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς;…

* * *

Τὸ σκάνδαλο στοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴ γύμνια τῶν γυναι­­κῶν ἔγινε πιὰ ἀνυπόφορο. Ψυχὲς πιστῶν βασανίζονται· πολλοὶ σταμάτησαν καὶ νὰ ἐκκλησιάζων­ται. Ἡ εὐθύνη τῆς Ἱεραρχίας εἶνε μεγάλη.
Εἶνε ἀλήθεια βέβαια, ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὰ τελευ­ταῖα χρόνια μὲ ἐγκυκλίους συμβούλευε πατρικὰ τὶς Χριστιανὲς νὰ ντύνωνται σεμνά· ἀλλὰ ἡ κατάστασι δὲν ἄλλαξε. Οἱ γυναῖκες ἀκοῦνε τὴ μόδα, τὸ δαίμονα τοῦ γυμνισμοῦ, ὄχι τὴ φωνὴ τῆς Μάνας Ἐκκλησίας. Ὡρισμένες μάλιστα ἀπὸ τὶς δῆθεν μορφωμένες ἀριστοκράτισσες ἔφτασαν στὸ σημεῖο ἀκούγοντας τὶς ἐγκυκλίους αὐτὲς ἢ σχετικὰ κηρύγματα, νὰ γελᾶνε καὶ νὰ ἐμπαίζουν οἱ ἀναίσθητες. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γιὰ τέτοιες περιπτώσεις ἀναισχυντίας καὶ ἀναισθησίας ἔχει τρόπο καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν τάξι· πῶς; μὲ τὸν προσωρινὸ ἀφορισμὸ ὅσων ἀπειθοῦν, μὲ ἀποβολή τους –γιὰ λίγο– ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία. Ἐσύ, κυρά μου, γελᾷς, περιφρονεῖς τὴν ἀπόφασι τῆς Ἐκκλησίας, μπαίνεις στὸ ναὸ ὅπως σοῦ ἀρέσει, ταράζεις τὴν τάξι, καὶ ὁ ἱερεὺς νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ σκάνδαλο; Πολύ, κυρία μου, ἔχετε παρεξηγήσει τὴ μέχρι τώρα ἀνοχὴ καὶ μακροθυμία μας. Ὁ ἄξιος τῆς ἀποστο­λῆς του ἱερεὺς θὰ σταθῇ στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ θὰ σοῦ πῇ· Στόπ! ποῦ πᾶτε; ἐδῶ δὲν εἶνε ἀγορὰ ἢ πλατεῖα ἢ κινηματογράφος, εἶνε «οἶκος Θεοῦ» (Ματθ. 12,4 κ.ἀ.)· τὸ εἰσιτήριο γιὰ νὰ μπῇς εἶνε ἡ πίστι κ᾽ ἡ εὐ­λάβεια πού, ὅταν ὑ­πάρχῃ, αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνι­σι· ἐσὺ τέτοιο εἰσιτήριο δὲν ἔχεις, τὸ δείχνει τὸ παρουσι­αστικό σου· ἐγὼ εἶμαι φρουρὸς τοῦ Κυρίου κ᾽ ἔχω ἐν­τολή, ἀφοῦ ἔρχεσαι ἔτσι, νὰ μὴ σ᾽ ἀφήσω νὰ μπῇς…
Ἔτσι πρέπει νὰ μιλήσῃ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ πράγματι καλοὶ ἱεράρχες καὶ θαρραλέοι ἱερεῖς ἔτσι μιλοῦσαν, χωρὶς νὰ περιμένουν ἐντολὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, σὲ γυ­ναῖκες «ἀκατακάλυπτες» ἄσεμνα ντυμένες καὶ βαμμέ­νες. Οἱ συνοδικὲς αὐτὲς ἐντολὲς καλὸ εἶνε νὰ ἐπικαιροποιηθοῦν κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν ἀποστολικῶν καὶ πατερικῶν παραδόσεων.

* * *

Ἁμαρτάνουμε, ἀγαπητοί μου, –ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ– στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, στὰ σχολεῖα, στὰ θέατρα, στὰ δικαστήρια, στὰ πλοῖα…, παντοῦ· γίναμε γενεὰ «μοιχαλὶς» καὶ «διεστραμμένη» (Μᾶρκ. 8,38. Ματθ. 17,17). Νὰ ἁμαρτάνουμε καὶ μέσα στοὺς ἱεροὺς ναούς; Αὐτὸ πιὰ ξεπερνάει ὅλα τ᾽ ἄλλα ἁμαρτήματα· εἶνε βεβήλω­σι, ἀνευλάβεια, ἀσέβεια στὸ Θεό. Καὶ ἂν κατὰ τὸν ἀπό­στολο «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2), πῶς νομίζουμε ὅτι θὰ μείνουν ἀ­τιμώρητες οἱ μεγάλες αὐτὲς ἀσέβειες τῶν ἡμερῶν μας; Ἕως πότε κλῆρος καὶ λαὸς θὰ ἐμπαίζουμε «τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα» στοὺς ναούς; Ἂς μελετήσουμε τὸ Δωδεκαπρόφητο καὶ θὰ δοῦμε πῶς μπορεῖ νὰ ἐκσπάσῃ ἡ θεία ὀργὴ σὲ ὅσους βεβηλώνουν τὰ ἅγια. Καὶ μήπως δὲν βλέπουμε ἤδη κ᾽ ἐμεῖς δείγματα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ; Οἱ ἀρχαγγελικὲς σάλπιγγες τῆς Ἀποκαλύψεως σαλπίζουν· οἱ κατὰ τόπους σεισμοὶ εἶνε μηνύματα ὅτι θ᾽ ἀκολουθήσουν μεγαλύτερες συμφορὲς ἂν δὲν μετα­νοήσουμε ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, καὶ νὰ ξεπλύ­νουμε μὲ δάκρυα τὰ μιάσματά μας. Καὶ πρῶτο δεῖγμα ἀληθινῆς μετανοίας εἶνε νὰ καθαριστοῦν οἱ ναοί μας ἀπὸ κάθε βεβήλωσι· νὰ γίνουν πάλι οἱ ἐκκλησιές μας τόποι προσευχῆς καὶ πνευματικῆς λατρείας, ὥστε ὅ­ποιος μπαίνει νὰ νιώθῃ κατάνυξι καὶ νὰ λέῃ μὲ ἱερὸ ῥῖγος· Ἐδῶ ἀληθινὰ λατρεύεται ὁ ἐν Τριάδι Θεός!

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (Κοζάνη, φ. 185/Ἰούλιος1956). Περιληπτικὴ μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα 20-12-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=110754#more-110754