Ἐπίκαιρη διδαχὴ κατὰ τὸ θέρος
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Ἂς
πάρουμε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἔλεγχο τῆς ἠθικῆς ἀσχημίας καὶ κοινωνικῆς
ἀθλιότητός μας ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο· αὐτὸ εἶνε ὁ καλύτερος
πνευματικὸς καθρέφτης γιὰ ὅλους μας.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διδάσκει. Ὑπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου ἡ ντροπὴ χάνεται, ὑπὸ τὸν χρηστὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ ἡ ντροπὴ ἐπανέρχεται· ὁ σατανᾶς γυμνώνει, ὁ Χριστὸς ντύνει.
* * *
Ἀλλὰ τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα, ποὺ ξεγύμνωσε τότε τὸν Γαδαρηνό, δρᾷ καὶ σήμερα· καὶ ἔχει μεγάλες ἐπιτυχίες. Βρισκόμαστε σὲ ἐποχὴ γυμνισμοῦ.
Σὲ μεγαλουπόλεις τῆς «πολιτισμένης» Δύσεως ἔχουν ἱδρυθῆ σύλλογοι
γυμνιστῶν, ποὺ ἐλαυνόμενοι ἀπὸ τὸν δαίμονα βγαίνουν σὲ ἐξοχές, στήνουν
σκηνὲς καὶ ἄντρες – γυναῖκες ζοῦν σὲ ἀγέλες δίχως ῥοῦχα! ἀσχημοσύνη
ἀδιάντροπη. Καὶ στὶς διαμαρτυρίες κατὰ τῆς ἀδιαντροπιᾶς τους οἱ
γυμνισταί, ἢ μᾶλλον τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ποὺ κρύβεται πίσω τους,
ἀπαντοῦν· «Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς προληπτικοὶ καὶ σεμνότυφοι· εἴμαστε
λάτρεις τῆς φύσεως καὶ θαυμαστὲς τοῦ ὡραίου!». Καὶ μόνο αὐτοί; καὶ
ἄλλοι, μέσα στὴν κοινωνία, εἶνε ὀπαδοὶ τοῦ γυμνισμοῦ. Ὅπου νὰ πᾶτε θὰ
δῆτε γύμνια· σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες ἀντικρύζετε σάρκες ἀκάλυπτες, σὲ
παραλίες καὶ νησιὰ γυμνὰ κορμιὰ προβάλλουν ἀπὸ τὰ κύματα, ἄντρες –
γυναῖκες μὲ τὰ μαγιὼ κολυμποῦν μαζὶ καὶ συναναστρέφονται στὰ παραλιακὰ
ξενοδοχεῖα. Ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃ; Τοὺς προστατεύει ὁ
τουρισμός, ἡ νέα αὐτὴ θεότητα, ὅταν μάλιστα προέρχωνται ἀπὸ τὸ
ἐξωτερικό. Πᾶτε σὲ ὑπουργεῖα, σὲ δημόσια γραφεῖα; θὰ δῆτε δεσποινάρια
γυμνά, ποὺ παίζουν μᾶλλον παρὰ ἐργάζονται. Κανένας ὑπουργὸς δὲν
ἀηδιάζει, ὥστε νὰ ἐπιβάλῃ οἱ ὑπάλληλοι νά ᾽νε εὐπρεπεῖς. Ἀνοίγετε
ἐφημερίδα; διαρκῶς φωτογραφίες γυναικῶν σὲ στάσεις ξετσίπωτες. Κι ὅταν
τὰ σχολεῖα ἔχουν γυμναστικὲς ἐπιδείξεις, ἐκεῖ μπροστὰ στὰ μάτια γονέων,
ἐκπαιδευτικῶν, ἐπισήμων, ἀκόμα καὶ κληρικῶν, μαθήτριες ἡμίγυμνες
κινοῦν τὰ ὀπίσθιά τους, χειροκροτοῦνται καὶ βραβεύονται. Τί νὰ ποῦμε
καὶ γιὰ τὶς κινηματογραφικὲς ταινίες, ὅπου ἀθεόφοβα μπροστὰ σὲ μύρια
μάτια διεθνεῖς πόρνες σὰν τὴν ἀρχαία Φρύνη, «ἀστέρια» τοῦ Χόλλυγουντ,
ξεμυαλίζουν τὸ κοινὸ ὥσπου ὁ κοινωνικὸς ἱστὸς νὰ σαπίσῃ ἐντελῶς; Καὶ τί
νὰ ποῦμε γιὰ τὶς χοροεσπερίδες καὶ τὰ πάρτυ, ὅπου τὸ γυμνὸ εἶνε πλέον
ἀντικείμενο ὄχι μόνο ὁράσεως ἀλλὰ καὶ ἁφῆς;
Τὸ γυμνὸ κυριαρχεῖ. Ἀναγνώστης ἀπὸ τὴν Κρήτη μᾶς γράφει, ὅτι μέσα σὲ
καραμέλλες βιομήχανοι παραγωγοὶ κλείνουν εἰκονίτσες γυμνῶν γυναικῶν· τὰ
παιδιὰ κάνουν συλλογὴ ἀπὸ δαῦτες, καὶ μετὰ σὲ παρέες ἐπιδεικνύουν τὸ
ἕνα στὸ ἄλλο τὸ «θησαυρό» τους.
* * *
Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὑπῆρχε ἀκόμη στὴ
χώρα μας ἕνας τόπος ἀπυρόβλητος, ὅπου τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα τοῦ γυμνισμοῦ
δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθῃ· ἦταν ὁ χῶρος τῶν ἱερῶν ναῶν. Ἐκεῖ κάθε
ἐκκλησιαζόμενος ἔμπαινε «μετὰ πίστεως εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ» (θ.
Λειτ., Εἰρην.), συναισθανόταν ὅτι βρίσκεται ἐνώπιον τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ,
ποὺ τὸ μεγαλεῖο ἡ δύναμι καὶ ἡ δόξα του εἶνε ἄπειρη ἀνυπολόγιστη
ἀνέκφραστη. ῾Ρίγη διέτρεχαν τὴν ὕπαρξί του. «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος·
οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν.
28,17), ἐπαναλάμβανε βλέποντας νοερὰ τὴν οὐράνια κλίμακα ποὺ διὰ τοῦ
κηρύγματος καὶ τῶν ἱερῶν μυστηρίων ἑνώνει γῆ καὶ οὐρανό. Ἡ εὐλάβεια
ἦταν τότε μεγάλη, φανερή. Οἱ Χριστιανὲς ἐκκλησιάζονταν μὲ φορεσιὰ ποὺ
σκέπαζε καλὰ τὸ σῶμα, μὲ κεφαλὴ καλυμμένη μὲ μαντήλι· στέκονταν στὸ δικό
τους μέρος, δίχως νὰ μετακινοῦνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Παρακολουθοῦσαν μὲ
προσήλωσι τὰ τελούμενα καὶ μὲ κατάνυξι τὴ θεία λειτουργία. Βλέποντας τὰ
τίμια δῶρα ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ
σου». Ἔδειχναν κάτι ἀπὸ τὴν εὐλάβεια τῶν Μυροφόρων, ὅτι μέσα τους
κατοικεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι ἦταν ἡ Χριστιανὴ στὶς ἐκκλησίες. Ὅποιος νομίζει ὅτι ὁ
Χριστιανισμὸς νοιάζεται μόνο γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ
ἐξωτερικὸ παρουσιαστικὸ τῆς γυναίκας στὴ λατρεία, ἂς μελετήσῃ δύο
χωρία. Τὸ ἕνα εἶνε Α΄ Τιμ. 2,9 καὶ τὸ ἄλλο Α΄ Πέτρ. 3,1-5· ἐκεῖ οἱ δύο
κορυφαῖοι ἀπόστολοι μιλοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ μὲ αἰώνιο κῦρος·
συστολή, λένε, σεμνότητα καὶ ἁπλότητα πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὴ
Χριστιανὴ στὴ ζωή της γενικά. Στὸ ναὸ εἰδικὰ καὶ στὴ δημόσια λατρεία ὁ
ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι δὲν πρέπει ἡ πιστὴ νὰ μετέχῃ «ἀκατακάλυπτος»·
ὅταν προσεύχεται νά ᾽χῃ τὸ κεφάλι σκεπασμένο (βλ. Α΄ Κορ. 11,5-16). Καὶ
ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν 96ο κανόνα της ὁρίζει, ὁ Χριστιανὸς ἢ
ἡ Χριστιανὴ νὰ μὴ διασκευάζῃ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μὲ τρόπο ποὺ
γίνεται «δέλεαρ (=δόλωμα ἁμαρτίας) γιὰ ἀστήρικτες ψυχές» (Πηδάλ. σσ.
305-6)· τὰ ἤθη τῶν Χριστιανῶν, λέει ἡ ἁγία Σύνοδος, πρέπει νά ᾽νε
ἄμωμα, νὰ μὴ δίνουν ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ.
Κι ὄχι μόνο τὰ γραπτὰ μνημεῖα τῶν πρώτων αἰώνων ἀλλὰ καὶ «οἱ λίθοι», οἱ
μαρμάρινες πλάκες ποὺ βρέθηκαν στὶς κατακόμβες τῆς ῾Ρώμης, μαρτυροῦν
πῶς ἐμφανιζόταν ἡ Χριστιανὴ στοὺς τόπους τῆς λατρείας· ἀποτυπώνεται
σεμνὰ ντυμένη καὶ μὲ καλυμμένη τὴν κεφαλή. Κάθε παρέκκλισι ἀπὸ τὴν τάξι
ἐλεγχόταν ἀπὸ τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Καμμία γυναίκα ἀκάλυπτη
πολὺ δὲ περισσότερο ἄσεμνα ντυμένη, ἔστω κι ἂν ἦταν βασίλισσα, δὲν
τολμοῦσε νὰ μπῇ σὲ ὀρθόδοξο ναό. Ὑπῆρχαν ἐντεταλμένοι διάκονοι καὶ
διακόνισσες ἕτοιμοι νὰ φρουρήσουν τὴν τάξι.
* * *
Εὐλάβεια ἐπικρατοῦσε κάποτε στοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂν τώρα ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους τῆς Ἐκκλησίας τῶν κατακομβῶν σηκωνόταν ἀπ᾽ τὸν τάφο κ᾽ ἐρχόταν μιὰ Κυριακὴ τοὺς θερινοὺς ἰδίως μῆνες σ᾽ ἕνα κεντρικὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν ἢ τῆς ἐπαρχίας, ποιές θά ᾽ταν ἆραγε οἱ ἐντυπώσεις του; Ἀλλοίμονο· ἀντὶ γιὰ συστολὴ καὶ σεμνότητα στὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν, θὰ ἔβλεπε τώρα ἀνευλάβεια καὶ ἀναίδεια. Θά ᾽βλεπε τὶς Χριστιανὲς ὄχι τὸ μαντήλι νά ᾽χουν πετάξει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι, ἀλλὰ νά ᾽χουν χέρια, λαιμούς, ὤμους, πλάτες, στήθη, πόδια τελείως ἀκάλυπτα, ἐκτεθειμένα σὲ κοινὴ θέα, σὰν κρέατα σὲ κρεοπωλεῖο· θά ᾽βλεπε νά ᾽χουν κομμένα τὰ μαλλιὰ σὰν τοὺς ἄντρες (ἀ λα γκαρσόν), τὰ μάγουλα τὰ χείλη καὶ τὰ νύχια χεριῶν καὶ ποδιῶν βαμμένα σὰν τοὺς ἠθοποιοὺς καὶ θεατρίνους· θά ᾽βλεπε νὰ μὴν περιορίζωνται στὸ χῶρο τους, ν᾽ ἀνακατεύωνται μὲ τοὺς ἄντρες, νὰ πιάνουν περίοπτες θέσεις, νὰ στέκωνται ἐπιδεικτικὰ δίπλα σὲ ἀναλόγια καὶ ἐπισκοπικοὺς θρόνους, νὰ πλησιάζουν στὸ τέμπλο –λίγο ἀκόμη καὶ θὰ μποῦν καὶ στὸ ἅγιο βῆμα!– θὰ τὶς ἔβλεπε νὰ γυρίζουν δεξιὰ – ἀριστερά, νὰ φλυαροῦν, νὰ γελοῦν σὲ ἱερὲς στιγμές, νὰ δείχνουν φανερὰ ὅτι δὲν μπῆκαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεὸ ἀλλὰ γιὰ ἄλλους σκοπούς. Θὰ τά ᾽βλεπε ὅλ᾽ αὐτὰ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος καὶ θὰ ἀποροῦσε· καὶ ἡ ἀπορία του θὰ μεγάλωνε καὶ θὰ γινόταν δίκαιη ὀργή, ἱερὴ ἀγανάκτησι, βλέποντας ἱερεῖς καὶ χρυσοστόλιστους ἀρχιερεῖς νὰ μένουν ἀπαθεῖς, σὰν νὰ μὴ συμβαίνῃ τίποτε τὸ παράδοξο καὶ ἄτακτο στὸ ναό, νὰ συνεχίζουν νὰ λένε τὶς εὐχὲς τῆς θείας λειτουργίας ἄλλες μυστικῶς – ἄλλες μεγαλοφώνως, μερικοὶ μάλιστα νὰ τὶς λένε ὅλες μεγαλοφώνως, γιὰ ν᾽ ἀκοῦνε καὶ τὰ θειότερα ἀκόμη λόγια τὰ ἀναιδῆ αὐτιὰ πολλῶν! Καὶ κατάπληκτος ὁ ἱερὸς ἄνδρας θὰ διερωτᾶται συνεχῶς· Ποῦ μπῆκα; τελεῖται ἐδῶ ἡ θεία εὐχαριστία; μυσταγωγεῖται ἡ ψυχή; λατρεύεται ὁ ἐν Τριάδι Θεός; ἢ μήπως κάποιοι εἰδωλολάτρες πλήρωσαν θεομπαῖχτες ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τῆς αἰσχύνης ὄχι νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία ἀλλὰ νὰ διακωμῳδήσουν τὸ ὕψιστο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας; σὲ τέτοιο κατάντημα ἔφτασε λοιπὸν σήμερα ἡ λατρεία τῶν ὀρθοδόξων; ποῦ εἶνε τὰ ἡρωικὰ ἐκεῖνα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐμεῖς, κλεισμένοι στὰ βάθη ἐκεῖ τῆς γῆς, λατρεύαμε τὸν Κύριο μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς;…
* * *
Τὸ σκάνδαλο στοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴ γύμνια
τῶν γυναικῶν ἔγινε πιὰ ἀνυπόφορο. Ψυχὲς πιστῶν βασανίζονται· πολλοὶ
σταμάτησαν καὶ νὰ ἐκκλησιάζωνται. Ἡ εὐθύνη τῆς Ἱεραρχίας εἶνε μεγάλη.
Εἶνε ἀλήθεια βέβαια, ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὰ τελευταῖα χρόνια μὲ
ἐγκυκλίους συμβούλευε πατρικὰ τὶς Χριστιανὲς νὰ ντύνωνται σεμνά· ἀλλὰ ἡ
κατάστασι δὲν ἄλλαξε. Οἱ γυναῖκες ἀκοῦνε τὴ μόδα, τὸ δαίμονα τοῦ
γυμνισμοῦ, ὄχι τὴ φωνὴ τῆς Μάνας Ἐκκλησίας. Ὡρισμένες μάλιστα ἀπὸ τὶς
δῆθεν μορφωμένες ἀριστοκράτισσες ἔφτασαν στὸ σημεῖο ἀκούγοντας τὶς
ἐγκυκλίους αὐτὲς ἢ σχετικὰ κηρύγματα, νὰ γελᾶνε καὶ νὰ ἐμπαίζουν οἱ
ἀναίσθητες. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γιὰ τέτοιες περιπτώσεις ἀναισχυντίας καὶ
ἀναισθησίας ἔχει τρόπο καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν τάξι· πῶς; μὲ τὸν
προσωρινὸ ἀφορισμὸ ὅσων ἀπειθοῦν, μὲ ἀποβολή τους –γιὰ λίγο– ἀπὸ τὴν
ἐκκλησιαστικὴ λατρεία. Ἐσύ, κυρά μου, γελᾷς, περιφρονεῖς τὴν ἀπόφασι τῆς
Ἐκκλησίας, μπαίνεις στὸ ναὸ ὅπως σοῦ ἀρέσει, ταράζεις τὴν τάξι, καὶ ὁ
ἱερεὺς νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἐμποδίσῃ τὸ σκάνδαλο; Πολύ, κυρία μου, ἔχετε
παρεξηγήσει τὴ μέχρι τώρα ἀνοχὴ καὶ μακροθυμία μας. Ὁ ἄξιος τῆς
ἀποστολῆς του ἱερεὺς θὰ σταθῇ στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ θὰ σοῦ πῇ· Στόπ!
ποῦ πᾶτε; ἐδῶ δὲν εἶνε ἀγορὰ ἢ πλατεῖα ἢ κινηματογράφος, εἶνε «οἶκος
Θεοῦ» (Ματθ. 12,4 κ.ἀ.)· τὸ εἰσιτήριο γιὰ νὰ μπῇς εἶνε ἡ πίστι κ᾽ ἡ
εὐλάβεια πού, ὅταν ὑπάρχῃ, αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ
ἐμφάνισι· ἐσὺ τέτοιο εἰσιτήριο δὲν ἔχεις, τὸ δείχνει τὸ παρουσιαστικό
σου· ἐγὼ εἶμαι φρουρὸς τοῦ Κυρίου κ᾽ ἔχω ἐντολή, ἀφοῦ ἔρχεσαι ἔτσι, νὰ
μὴ σ᾽ ἀφήσω νὰ μπῇς…
Ἔτσι πρέπει νὰ μιλήσῃ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ πράγματι καλοὶ ἱεράρχες καὶ
θαρραλέοι ἱερεῖς ἔτσι μιλοῦσαν, χωρὶς νὰ περιμένουν ἐντολὴ τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου, σὲ γυναῖκες «ἀκατακάλυπτες» ἄσεμνα ντυμένες καὶ βαμμένες. Οἱ
συνοδικὲς αὐτὲς ἐντολὲς καλὸ εἶνε νὰ ἐπικαιροποιηθοῦν κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς
Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν ἀποστολικῶν καὶ πατερικῶν παραδόσεων.
* * *
Ἁμαρτάνουμε, ἀγαπητοί μου, –ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ– στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, στὰ σχολεῖα, στὰ θέατρα, στὰ δικαστήρια, στὰ πλοῖα…, παντοῦ· γίναμε γενεὰ «μοιχαλὶς» καὶ «διεστραμμένη» (Μᾶρκ. 8,38. Ματθ. 17,17). Νὰ ἁμαρτάνουμε καὶ μέσα στοὺς ἱεροὺς ναούς; Αὐτὸ πιὰ ξεπερνάει ὅλα τ᾽ ἄλλα ἁμαρτήματα· εἶνε βεβήλωσι, ἀνευλάβεια, ἀσέβεια στὸ Θεό. Καὶ ἂν κατὰ τὸν ἀπόστολο «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2,2), πῶς νομίζουμε ὅτι θὰ μείνουν ἀτιμώρητες οἱ μεγάλες αὐτὲς ἀσέβειες τῶν ἡμερῶν μας; Ἕως πότε κλῆρος καὶ λαὸς θὰ ἐμπαίζουμε «τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα» στοὺς ναούς; Ἂς μελετήσουμε τὸ Δωδεκαπρόφητο καὶ θὰ δοῦμε πῶς μπορεῖ νὰ ἐκσπάσῃ ἡ θεία ὀργὴ σὲ ὅσους βεβηλώνουν τὰ ἅγια. Καὶ μήπως δὲν βλέπουμε ἤδη κ᾽ ἐμεῖς δείγματα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ; Οἱ ἀρχαγγελικὲς σάλπιγγες τῆς Ἀποκαλύψεως σαλπίζουν· οἱ κατὰ τόπους σεισμοὶ εἶνε μηνύματα ὅτι θ᾽ ἀκολουθήσουν μεγαλύτερες συμφορὲς ἂν δὲν μετανοήσουμε ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, καὶ νὰ ξεπλύνουμε μὲ δάκρυα τὰ μιάσματά μας. Καὶ πρῶτο δεῖγμα ἀληθινῆς μετανοίας εἶνε νὰ καθαριστοῦν οἱ ναοί μας ἀπὸ κάθε βεβήλωσι· νὰ γίνουν πάλι οἱ ἐκκλησιές μας τόποι προσευχῆς καὶ πνευματικῆς λατρείας, ὥστε ὅποιος μπαίνει νὰ νιώθῃ κατάνυξι καὶ νὰ λέῃ μὲ ἱερὸ ῥῖγος· Ἐδῶ ἀληθινὰ λατρεύεται ὁ ἐν Τριάδι Θεός!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (Κοζάνη, φ. 185/Ἰούλιος1956). Περιληπτικὴ μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα 20-12-2023.