Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Θεια η προελευσι της Εκκλησιας

ΣΩΤΗΡ (π. Αυγ.) σελ. 70 ιντ

Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23)
7 Ἰουλίου 2024 (2002)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ «περιπατῶν (ὁ Ἰησοῦς) παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας…» (Ματθ. 4,18)

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, ὁμιλεῖ γιὰ ψαρᾶδες, φτωχαδάκια ποὺ ἔμεναν γύρω ἀπὸ τὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας σὲ μικρὲς καλύβες. Ξυπνοῦσαν τὴ νύχτα, ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους, πότε ἔπιαναν πότε δὲν ἔπιαναν ψάρια, τὰ πουλοῦσαν, κ᾿ ἔτσι ζοῦσαν τὶς φτωχιὲς οἰκογένειές τους. Μεροδούλι μεροφάϊ.

* * *

Ποιός γύριζε νὰ προσέξῃ αὐτοὺς τοὺς ψα­ρᾶδες; Καν­είς. Τί εἶπα; κανείς; Λάθος. Τοὺς πρόσεξε ἕνας! Κι ἅμα σὲ προσέχῃ αὐτὸς ὁ ΕΝΑΣ, ἂς μὴ σὲ προσέξῃ ὁ κόσμος ὅλος. Ὅλο τὸ ντουνιᾶ νά ᾿χῃς μαζί σου, ἅμα δὲν ἔχῃς τὸ μεγαλοδύναμο, τὸ Θεό, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κατορθώσῃς. Ἐνῷ λοιπὸν κανείς δὲν τοὺς πρόσεχε, τοὺς πρόσεξε τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ. Ἀ­πόδειξις ὅτι πῆγε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ στὰ χωριά. Πήγαινε συχνὰ καὶ τοὺς δίδασκε.
Ἄλλη τρανὴ ἀπόδειξις εἶνε, ὅτι ὁ Χριστὸς διάλεξε τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τοὺς ψαρᾶ­δες. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἐκλέξῃ τρόπον τινὰ τὸ ἐπιτελεῖο του, τοὺς ἀποστόλους του, ποῦ πῆγε παρακαλῶ; Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ σημειώνει, κ᾿ ἔχει μεγάλη σημασία. Τρεῖς ἦταν τότε οἱ με­γάλες πόλεις στὸν κόσμο· ἡ Ῥώμη, ἡ Ἀθήνα, καὶ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ὁ Χριστὸς δὲν πῆγε οὔτε στὴ Ῥώμη, οὔτε στὴν Ἀθήνα, οὔτε στὰ Ἰ­εροσόλυμα. Δὲν διάλεξε οὔτε στρατηγούς, οὔ­τε βασιλιᾶδες, οὔτε φιλοσόφους καὶ ῥήτορες, οὔτε γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Γιατί; Ἂν διάλεγε ῥήτορες καὶ φιλοσόφους, πολλοὶ θὰ ἔλεγαν· Νίκησε γιατὶ εἶχε κοντά του γραμματισμένους. Ἂν διάλεγε στρατηγοὺς καὶ βασιλιᾶδες, πάλι θὰ ἔλεγαν· Νίκησε τὸ σπαθί. Καὶ ἂν διάλεγε πλουσίους, θὰ ἔλεγαν· Νίκησε ὁ παρᾶς, τὸ χρῆμα. Αὐτοὶ ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς ἦταν ἄοπλοι, οὔτε σουγιᾶ δὲν εἶχαν πάνω τους. Ἕνα σουγιᾶ μόνο εἶχε ὁ Πέτρος· κι ὅταν τὸν ἔβγαλε τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης κ᾿ ἔκοψε τὸ αὐτὶ τοῦ Μάλχου, ὁ Χριστὸς τὸν μάλωσε καὶ τοῦ εἶπε· Ἄ, σὲ παρακα­λῶ «βάλε τὸ σουγιᾶ στὸ θηκάρι» (Ἰω. 18,11)· ἐμεῖς δὲν πολεμοῦμε μὲ τέτοια ὅπλα, διαφορετικὰ εἶνε τὰ ὅπλα τῆς πίστεως…
Λοιπὸν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἄοπλοι, φτωχοὶ – πάμφτωχοι, καὶ ἀγράμματοι· δὲν ἦταν εἰς θέ­σιν οὔτε τὴν ὑπογραφή τους νὰ βάλουν. Αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς κατὰ κόσμον τιποτέ­νιους, αὐτούς διάλεξε.
–Ἐμεῖς, μᾶς ῥωτᾶνε τώρα πολλὲς φορὲς οἱ γραμ­ματισμένοι, βγάλαμε πανεπιστήμιο· πῶς νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶνε πρά­γματι ἀπὸ τὸ Θεό;
Ἀπαντοῦμε μὲ μιὰ λέξι, δὲν χρειάζεται τίπο­τε ἄλλο·

Νά οἱ ἀπόστολοι! Κανένας ἄλλος (οὔτε ἱδρυτὴς θρησκείας, οὔτε ἱδρυτὴς αὐτοκρατορίας, οὔτε ἄλλος ἀπὸ ᾿κείνους ποὺ δημι­ούργησαν μεγάλα ἔργα), κανένας δὲν διάλεξε τόσο ταπεινοὺς συνεργάτες. Ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶχαν τὴ δύναμι ἀπὸ τὸ Θεό, ἦταν ἀδύνατον νὰ κατηχήσουν τὸν κόσμο. Ἑπομέ­νως ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό.
Πῆγε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὰ χωριουδάκια, διάλεξε αὐτούς, τοὺς ἔκανε μαθητὰς καὶ ἀ­πο­στόλους, καὶ δι᾿ αὐτῶν κατήρτισε τὸ σχέδιο τῆς ἐκχριστιανίσεως ὅλου τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν πέρασε τὴ ζωή του στὰ χωριά. Δὲν εἶνε μικρὸ δίδαγμα αὐτό. Μποροῦ­σε νὰ γεννηθῇ μέσ᾿ στὴν Ἀθήνα κάτω ἀ­πὸ τὴν Ἀκρόπολι, ἢ στὴ Ῥώμη κάτω ἀπὸ τὸ Καπιτώλιο, ἢ στὴν Αἴγυπτο κάτω ἀπὸ τὶς πυραμίδες. Ποῦ γεννήθηκε; – ὅλα ἔχουν σημασία. Σ᾿ ἕνα χωριό, στὴ Βηθλεέμ. Ποῦ πέρασε τὰ περισσότερα χρόνια του; Στὸ χειρότερο χωριό, τὴ Ναζαρέτ, ἕναν «ἀγκαθότοπο». Γι᾿ αὐ­τὸ περιπαικτικὰ τὸν ἔλεγαν Ναζωραῖο, καὶ αὐτὸ καὶ πάνω στὸ σταυρό του ἔγραψαν· «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19,19).
Τί σημαίνουν αὐτά; Ὁ Χριστὸς προτίμησε νὰ ἐκλέξῃ μαθητὰς ἀπὸ τὰ χωριά. Προτίμησε νὰ ζήσῃ τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του σ᾿ ἕνα χωριὸ ἄξεστο κ᾿ ἐλεεινό. Προτίμησε ὡς ὄνομά του τὸ Ναζωραῖος – οὔτε Ἀθηναῖος οὔτε Ῥωμαῖος. Ἔδειξε ἔτσι, ὅτι ἀγαπάει τὰ χωριά, ἀγαπάει τὸν βίο τῆς ὑπαίθρου.
Χαρακτηριστικὸ εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς. Κανένας τσοπᾶνος, κανένας ψαρᾶς, κανένας χωρικὸς δὲν τὸν κάρφωσε. Αὐτοὶ ἄφηναν ἀλέτρια καὶ δίχτυα κ᾽ ἔτρεχαν νὰ τὸν ἀκούσουν. Σὰν τὸ παι­δάκι ποὺ βυζαίνει τὸ βυζὶ τῆς μάνας του, σὰν τὴ μέλισσα ποὺ κάθεται πάνω στὸν ἀνθό, σὰν τὸ διψασμένο ἐλάφι ποὺ τρέχει στὴν πηγή, ἔτσι αὐτοὶ ἔτρεχαν κοντά του καὶ ἔλεγαν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 7,46).
Ποιοί τὸν πολέμησαν; – ἔχει σημασία αὐτό. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι· αὐτοὶ ποὺ κάθονταν μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα, αὐτοὶ πού ᾿χαν τὰ χρήματα. Ἄλλοτε σήκωσαν πέτρες νὰ τὸν πετροβολήσουν, ἄλλοτε πῆραν σκοινιὰ νὰ τὸν δέσουν, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι «ἐξέστη», τρελ­λάθηκε (Μᾶρκ. 3,21). Αὐτὴ ἦταν ἡ συμπεριφο­ρὰ τῶν ἀνωτέρων λεγομένων τάξεων ἀπέναν­τί του. Δὲν σταυρώθηκε ὁ Χριστὸς σὲ χωριό· στὴν πρωτεύουσα, ἔξω ἀπ᾿ τὰ Ἰεροσόλυμα σταυρώθηκε. Αὐτὸ ἔχει σημασία.
Γι᾿ αὐτὸ τὰ χωριὰ εἶνε εὐλογημένα. Τὰ εὐ­λόγησε ἐκεῖνος τότε, ὅταν ξυπόλητος περνοῦ­σε βουνὰ καὶ λαγκάδια γιὰ νὰ τὰ ἐπισκεφθῇ. Κι ὅπως τότε τὰ εὐλόγησε, ἔτσι καὶ μέχρι σήμερα. Ὁ Χριστὸς εὐλόγησε, εὐλογεῖ καὶ θὰ εὐλογῇ τὸ χωριό. Γιατί; Γιὰ δύο λόγους·
Πρῶτον, διότι οἱ χωρικοὶ εἶνε ἡ βάσι τῆς κοινωνίας. Δὲν τὸ καταλάβαμε ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες αὐτό. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἀναγνώριζαν, ὅτι θεμέλιο μιᾶς εὐημερούσης κοινωνίας εἶ­νε ἡ γεωργία. Τὰ προϊόντα τῶν γεωργῶν καὶ τῶν ψαράδων καὶ τῶν βοσκῶν εἶνε στὸ τραπέ­ζι καὶ τοῦ πλουσιώτερου ἀνθρώπου. Ἂν πάψουν αὐτοὶ νὰ ἐφοδιάζουν, πῶς θὰ ζήσουν οἱ λεγόμενες ἀνώτερες τάξεις; Εὐλογημένα λοιπὸν τὰ χέρια τους. Ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ καὶ αὐτὸς ἔτσι ἔζησε.
Δεύτερον· εὐλογημένα τὰ χωριά, διότι ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν λιγώτερο. Δὲν λέμε ὅτι στὰ χωριὰ κατοικοῦν ἄγγελοι· ὄχι. Ἀλλ᾿ ἂν πάρουμε ζυγαριὰ καὶ ζυγίσουμε, θὰ δοῦμε ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ποὺ κάνουν οἱ τσοπαναραῖοι καὶ οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ψαρᾶδες καὶ ὅλοι ἐν γένει οἱ χωρικοί, εἶνε πολὺ ἐλαφρότερα ἀπὸ τὰ ἁ­μαρτήματα ποὺ κάνουν στὶς πόλεις, ποὺ κατήντησαν Σόδομα καὶ Γόμορρα!
Στὶς μεγαλουπόλεις, μαζὶ μὲ τὸ λυσσασμένο κυνηγητὸ τοῦ χρήματος, ὑπάρχει μελαγχολία ποὺ ὁδηγεῖ σὲ αὐτοκτονίες, ὑπάρχει ἐγ­κληματικότης καὶ ἀνασφάλεια. Στὰ χωριὰ ὑπάρχει περισσότερη ἀνθρωπιά, καὶ ἐν καιρῷ πολέμου μεγαλύτερη ἀσφάλεια. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶπε, ὅτι θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ τὰ βουνὰ τῆς ὑπαίθρου θὰ μᾶς σώσουν· στὶς σπη­λιὲς θὰ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι.
Ἐμεῖς προσευχόμαστε καὶ λέμε· Μακριά ὁ πόλεμος! Εἶνε φρικτὸ πρᾶγμα. Καὶ ἂν γίνῃ πόλεμος, αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ εἶνε ὅπως τὰ παλιὰ τὰ χρόνια. Θὰ πέσουν «φιάλαι» τῆς Ἀποκα­λύψεως (Ἀπ. 16,1-4,8,10,12,17), ἀτομικὲς βόμβες. Καὶ δὲν θὰ πέσουν στὴν ὕπαιθρο· θὰ πέσουν στὶς μεγάλες πολιτεῖες· «Ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυ­λὼν ἡ μεγάλη…» (ἔ.ἀ. 14,8· 18,2). Ὑπὸ τὴν «Βαβυλῶνα» ἐν­νοοῦνται οἱ μεγάλες πόλεις. Διότι αὐτὲς ἁ­μάρτησαν πάρα πολύ. Ἐκεῖ ἡ ἀθεΐα, ἐκεῖ ἡ φιλαργυρία, ἐκεῖ ἡ ἀδικία, ἐκεῖ ἡ διαφθορά, ἐκεῖ ἡ μόδα καὶ ἡ ἀναισχυντία. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶ­πε· «Ὅταν δῆτε τὶς γυναῖκες νὰ περπατοῦν γυ­μνὲς στὸ δρόμο, τότε ἦρθε τὸ τέλος τοῦ κό­σμου». Καὶ τώρα περπατοῦν γυμνές. Γιατί ἀφήσαμε τὴ δική μας ὡραία ἐνδυμασία, καὶ ἀν­τιγράφουμε μόδες διεφθαρμένων λαῶν;

* * *

Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. Συνοψίζω καὶ λέω, ὅτι ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ χωριό· διάλεξε τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες· εὐλόγησε, εὐλογεῖ καὶ θὰ εὐλογῇ τὰ χωριὰ γιὰ τοὺς λόγους ποὺ εἴπαμε. Γι᾿ αὐτὸ λέγω τώρα σὲ ὅ­σους κατοικοῦν στὴν ὕπαιθρο·
Ἀγαπητὰ παιδιὰ τῆς πατρίδος καὶ τῆς πίστε­ως· κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας στὶς φωνὲς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ σατανᾶ. Μείνετε πιστοὶ καὶ ἀ­φωσιωμένοι στὸ Θεό, καὶ ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε μα­ζί σας. Καὶ ἂν ὅλοι γονατίσουν καὶ προσκυνήσουν τὸν διάβολο, ἕνας ἐσὺ νὰ μείνῃς, νὰ μὴ γονατίσῃς!
Δὲν θὰ νικήσῃ ἡ ἀθεΐα! Ὑπάρχει μέσα στὴν Ἀποκάλυψι προφητεία. Ὁ Ἰωάννης εἶδε νὰ πα­λεύουν διάφορα θηρία. Στὸ τέλος ὅμως δὲν νίκησε κανένα ἀπὸ αὐτά. Ποιός νίκησε; Νίκησε τὸ ἀρνίον! (βλ. Ἀπ. 17,14). Τὸ ἀρνίον θὰ νικήσῃ τὰ θηρία; Ναί! Τὸ ἀρνίον θὰ νικήσῃ καὶ τὴν ἀρκούδα καὶ τὴν τίγρι καὶ ὅλα. Τὸ δὲ ἀρ­νίον εἶνε ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Βροντεροῦ – Πρεσπῶν τὴν 1-7-1973. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 7-7-2002, ἐπανέκδοσις 10-6-2024.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=110762#more-110762