Ἀνωνύμου τινος Ἁγίου Λόγος Θαυμάσιος
Πόσην
δύναμιν ἔχει ἡ εὐχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με; Καὶ τί λογῆς
χαρίσματα χαρίζει εἰς ἐκείνους ὅπου τὴν μεταχειρίζονται; Καὶ εἰς ποίαν
κατάστασιν τοὺς φέρνει; Αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ εἰποῦμεν ἐμεῖς καὶ
νὰ τὸ φανερώσωμεν.
Ἐμεῖς μόνον τοῦτο νὰ εἰποῦμε διὰ τὴν εὐχὴν αὐτήν, ὅτι ἀπὸ τὸν καιρὸν τῶν Ἀποστόλων ἐχαρίσθη εἰς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐδιωρίσθη νὰ τὴν λέγουν ἀκαταπαύστως. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνωρίζουν ὅλοι τί φανερώνουν τὰ λόγια τῆς εὐχῆς αὐτῆς, διὰ τοῦτο θὰ προσπαθήσωμεν νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὰ λόγια τῆς εὐχῆς καὶ κυρίως νὰ κάνωμεν φανερὸν ποίαν ὠφέλειαν λαμβάνουν οἱ Χριστιανοὶ ὅταν λέγουν μὲ συναίσθηση τὴν εὐχὴν αὐτήν.
Οἱ τρεῖς κορυφαῖοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, ὁ Παῦλος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος, ἐχρησιμοποίησαν πρῶτοι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς καὶ ἀπὸ αὐτούς, ὡσὰν μιὰ κληρονομιὰ πατροπαράδοτον τὰ ἐπαραλάβαμεν καὶ ἐμεῖς.
Ὁ θειότατος Παῦλος ὅπου ἠξιώθη νὰ ἀναβῇ ἕως τρίτου οὐρανοῦ, λέγει τὸ Κύριε Ἰησοῦ· «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α´ Κορ. ιβ´, 3). Μὲ τὸ νὰ λέγῃ, πὼς δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εἰπῇ τοῦτο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, παρὰ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, φανερώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τρόπον θαυμάσιον, πὼς αὐτὸ τὸ ὄνομα εἶναι τόσον πολὺ ὑψηλὸν καὶ ἀνώτερον ἀπὸ τὰ ἄλλα ὀνόματα τῶν πολλῶν, διὰ τοῦτο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ εἰπῇ κανεὶς διαφορετικά, παρὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον.
Καὶ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης ὅπου ἐβρόντησε τὰ πνευματικὰ καὶ θεολογικά του λόγια, ἐπῆρε τὸ τέλος τοῦ Παύλου καὶ τὸ ἔκαμεν ἀρχὴν καὶ λέγει: «Πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστί» (Α´ Ἰωάν. δ´, 2).
Ὁμοίως καὶ ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Πέτρος ἐπῆρε τὸ τέλος τοῦ Ἰωάννου καὶ τὸ ἔκαμεν ἀρχήν, δηλαδὴ τὸ Χριστός. Ὅταν ἐρώτησεν ὁ Κύριός μας τοὺς μαθητάς του: «Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε: σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ιστ´, 16-17).
Καὶ στοχάσου τούτους τοὺς τρεῖς ἱερωτάτους Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια ὅπου λέγουν, ὅτι εἶναι πιασμένοι ἀναμεταξύ τους ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ὡσὰν εἰς κύκλον. Ὁ Παῦλος λέγει Κύριον Ἰησοῦν, ὁ Ἰωάννης Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ὁ Πέτρος Χριστὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται ἕνας κύκλος θαυμάσιος καὶ τὸ τέλος ὅπου εἶναι τὸ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ἀνταμώνεται μὲ τὴν ἀρχὴν ὅπου εἶναι τό, «Κύριος». Ἐπειδὴ δὲν ἔχει καμμίαν διαφορὰν τὸ νὰ εἴπῃ κανεὶς Κύριον καὶ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὅτι καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ φανερώνουν τὴν θεότητα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον μᾶς παρέδωσαν οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι νὰ λέγωμεν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ νὰ ὁμολογοῦμεν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ ἡ τάξις τῶν Ἀποστόλων ὅπου εἶπαν αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια δὲν εἶναι χωρὶς λογαριασμόν, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἐξήγησίν της. Ὁ πρῶτος ποὺ εἶπε αὐτὰ εἶναι ὁ Παῦλος καὶ ὁ μέσος εἶναι ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ ὕστερος εἶναι ὁ Πέτρος. Ἀπὸ τὸν Παῦλον, ὁποῦ εἶναι ὕστερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισεν ἡ μυστικὴ παράδοσις τῆς εὐχῆς του, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καὶ διὰ μέσου τοῦ Ἰωάννου πηγαίνει εἰς τὸν Πέτρον, ὅπου εἶναι ὁ πρῶτος, καὶ ἐκεῖ τελειώνει.
Καὶ καθὼς νομίζω, τοῦτο εἶναι σημεῖον τῆς προκοπῆς ἡμῶν καὶ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς πράξεως καὶ θεωρίας μὲ τὴν ἀγάπην. Ὁ Παῦλος σημαίνει τὴν πράξιν, καθὼς λέγει ὁ ἴδιος «περισσότερον πάντων ἐκοπίασα» (Α´ Κορ. ιε´, 10). Ὁ Ἰωάννης σημαίνει τὴν θεωρίαν, ὅπως καὶ τὸ ὄνομα Θεολόγος, ὅπου ἔχει, τὸ φανερώνει αὐτό. Καὶ ὁ Πέτρος σημαίνει τὴν ἀγάπην, καθὼς τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Φιλεῖς με Πέτρε; ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν. κα´, 16).
Ὥστε ὅποιος καταγίνεται εἰς αὐτὴν τὴν εὐχὴν προκύπτει καὶ εἰς τὴν πρακτικὴν ἀρετὴν καὶ ἀπὸ τὴν πράξιν ἀναβαίνει καὶ εἰς τὴν θεωρίαν καὶ ἀποκτᾶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν Ἅγιον Θεόν.
Δὲν σημαίνουν μόνον αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια της εὐχῆς, ἀλλὰ φανερώνουν ἀκόμη καὶ τὸ ὀρθὸν δόγμα τῆς πίστεώς μας καὶ ἀνατρέπουν κάθε αἵρεσιν τῶν αἱρετικῶν.
Τὸ «Κύριε» φανερώνει τὴν θείαν φύσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνατρέπει τὴν αἵρεσιν ἐκείνων, ὁποῦ τὸν ἔλεγον πὼς εἶναι μόνον ἄνθρωπος καὶ Θεὸς δὲν εἶναι. Τὸ «Ἰησοῦς» φανερώνει πάλιν τὴν ἀνθρώπινην φύσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνατρέπει τὴν αἵρεσιν ἐκείνων ὁποῦ τὸν ἔλεγον πὼς εἶναι μόνον Θεὸς καὶ ἄνθρωπος δὲν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ φαντασίαν φαίνεται ἄνθρωπος. Ὁ Δαβὶδ εἰς τοὺς ψαλμοὺς εἶπεν: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου» (Ψαλμ. 109, 1). Καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εὐηγγέλισεν εἰς τὴν Θεοτόκον τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς εἶπε: «Καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Λουκ. α´, 31). Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων καὶ Θεός, ἠθέλησε διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαγχνίαν νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ διὰ τοῦτο ὠνομάσθη καὶ Ἰησοῦς, ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Τὸ «Χριστὸς» φανερώνει τὴν θέωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος. Πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατόν του τὸ ἐμπόδιζεν εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ τὸν κηρύττουν Χριστόν. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασίν του, μὲ μεγάλην παρρησίαν τὸν ὠνόμαζεν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἔμπροσθεν εἰς τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, Χριστόν, λέγοντας «γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραήλ, ὅτι καὶ Κύριον αὐτὸν καὶ Χριστὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε» (Πράξ. β´, 36).
Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, παρευθὺς τότε ἐχρίσθη ἀπὸ τὴν θεότητά του, πλὴν ἀφ᾿ οὗ ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός, τότε ἔγινε ὁμόθεος. Διὰ τοῦτο ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάληψιν ἦταν καιρὸς νὰ φανερωθῇ ἡ ὀνομασία αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κηρύττεται ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ Χριστὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός.
Περὶ τῶν δυὸ φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἂς ἀναφέρωμεν καὶ τὰ ἀκόλουθα, ἐκ τοῦ τετάρτου θεολογικοῦ Λόγου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἄνθρωπος μὲν λέγεται, ὄχι μόνον διὰ νὰ κατανοηθῇ διὰ τῆς σωματικῆς του φύσεως ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ κατ᾿ ἄλλον τρόπον δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κατανοηθῇ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀκατάληπτου τῆς θείας φύσεώς του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ παίξῃ τὸν ρόλον τῆς ζύμης εἰς τὸ ὅλον φύραμα καὶ διὰ νὰ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν καταδίκην τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἑνώνοντάς το μὲ τὸν ἑαυτόν του, γενόμενος τὰ πάντα ὑπὲρ ὅλων, ὅσα ἐγίναμεν ἡμεῖς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν» (Ἑβρ. δ´, 15).
Ἔγινε δηλαδὴ σῶμα, ψυχή, νοῦς, τὰ ὁποῖα διαιρεῖ ὁ θάνατος. Ἔγινε τὸ κοινὸν κράμα ὅλων αὐτῶν, δηλαδὴ ἄνθρωπος, Θεὸς ὁρατός, διὰ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸν τὸ ἀόρατον μέρος του. Υἱὸς ἀνθρώπου δὲ λέγεται διότι κατάγεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἀπὸ τὴν παρθένον, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐγενήθη. Τὸν μὲν Ἀδάμ, ἔχει προπάτορα, τὴν δὲ παρθένον ἄμεσον μητέρα μὲ τὸν τρόπον, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν διαδικασίαν τῆς γεννήσεως.
«Χριστὸς» πάλιν λέγεται, ἐπειδὴ ἔχει τὴν Θεότητα· διότι αὐτὴ εἶναι τὸ χρίσμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία δὲν τὸν ἁγιάζει μὲ τὴν ἐνέργειάν της ὅπως τοὺς ἄλλους Χριστούς, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁλόκληρος παροῦσα ἐν αὐτῷ. Αὐτὴ εἶχεν ἔργον νὰ κάνῃ νὰ ὀνομασθῇ ἄνθρωπος ἡ χρίουσα φύσις καὶ νὰ γίνῃ Θεὸς ἡ χρισμένη φύσις.
Οἱ θεόσοφοι Πατέρες μας παρέλαβον ὡσὰν μία κληρονομίαν πατροπαράδοτον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὴν παρέδωσαν εἰς ἡμᾶς διὰ νὰ λέγωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ θεῖα αὐτὰ λόγια, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Τὰ λόγια αὐτὰ οἱ θεῖοι Πατέρες τὰ ἐτύπωσαν βαθειὰ εἰς τὴν καρδίαν τους καὶ πάρα πολὺ τὰ ἠγάπησαν. Τὸ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ εἶχαν μόνον αὐτὸ διὰ τελείαν προσευχὴν καὶ ἠγωνίζοντο εἰς ὅλην των τὴν ζωὴν ἀκατάπαυστα, πῶς νὰ χορτάσουν τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ πάντοτε ἦσαν Ἄγγελοι ἐπίγειοι ἢ ἄνθρωποι οὐράνιοι. Εἰς τόσον ὕψος ἀρετῆς ἀνέβηκαν μὲ τὸ μέσον αὐτῆς τῆς γλυκυτάτης ὀνομασίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀρχαρίους καὶ ἀτελεῖς πρεπόντως παρέδωσαν νὰ λέγωμεν ἀκόμη καὶ τὸ «ἐλέησόν με». Δηλαδή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὄχι διὰ ἄλλο αἴτιον, παρὰ διὰ νὰ γνωρίζωμεν τὰ μέτρα μας καὶ τὴν κατάστασίν μας καὶ πῶς χρειαζόμεθα τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Πρέπει νὰ πιστεύωμεν ὅτι εἴμεθα ὡσὰν τὸν τυφλὸν ἐκεῖνον ὁποῦ λέγει τὸ Εὐαγγέλιον, ὁ ὁποῖος ἔχοντας πόθον νὰ λάβῃ τὸ φῶς τῶν ματιῶν του, ἐφώναζεν πρὸς τὸν Κύριόν μας καὶ ἔλεγεν· «Ἰησοῦ, ἐλέησόν με» (Μάρκ. ι´, 47). Ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὡσὰν τυφλοὶ ὁποῦ εἴμεθα εἰς τὴν ψυχήν, νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν νὰ δείξῃ τὸ ἔλεός Του εἰς ἡμᾶς καὶ νὰ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας νὰ τὸν ἰδοῦμεν νοερῶς.
Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ τὴν ζητοῦμεν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ φωνάζωμεν ἀκαταπαύστως τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δηλαδὴ λυπήσου με, Κύριε, τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς τὴν ἐλεεινὴν κατάστασιν ὁποῦ εὑρίσκομαι καὶ δέξου με πάλιν εἰς τὴν χάριν σου.
Δός μου πνεῦμα δυνάμεως, διὰ νὰ μὲ δυναμώσῃ νὰ ἀντισταθῶ εἰς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου καὶ εἰς τὴν κακὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας. Δός μου πνεῦμα σωφρονισμοῦ, διὰ νὰ σωφρονισθῶ καὶ νὰ ἔλθω εἰς αἴσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ μου, διὰ νὰ διορθωθῶ. Δός μου πνεῦμα φόβου, διὰ νὰ φοβοῦμαι καὶ νὰ φυλάττω τὰς ἐντολάς σου.
Δός μου πνεῦμα ἀγάπης, διὰ νὰ σὲ ἀγαπῶ καὶ νὰ μὴν χωρίζομαι πλέον ἀπὸ κοντά σου, δός μου πνεῦμα εἰρήνης, διὰ νὰ φυλάττῃ τὴν ψυχήν μου εἰρηνικὴν καὶ νὰ συμμαζώνω ὅλους τοὺς διαλογισμοὺς καὶ νὰ εἶμαι ἥσυχος καὶ ἀτάραχος.
Δός μου πνεῦμα καθαρότητος, διὰ νὰ μὲ φυλάττῃ καθαρὸν ἀπὸ κάθε μολυσμόν. Δός μου πνεῦμα πραότητος, διὰ νὰ εἶμαι ἥμερος εἰς τοὺς ἀδελφούς μου Χριστιανοὺς καὶ νὰ ἀπέχω ἀπὸ τὸν θυμόν. Δός μου πνεῦμα ταπεινοφροσύνης, διὰ νὰ μὴ φαντάζομαι ὑψηλὰ καὶ ὑπερηφανεύωμαι.
Ὥστε ἐκεῖνος ὁποῦ γνωρίζει τὴν ἀνάγκην ὁποῦ ἔχει ἀπὸ ὅλα αὐτά, καὶ τὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν πολυέλεον Θεόν, φωνάζοντας, τὸ «Κύριε ἐλέησον», αὐτὸς βεβαιότατα θέλει λάβῃ ἐκεῖνο ὁποῦ ζητεῖ καὶ θέλει ἐπιτύχει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν χάριν του.
Ἐκεῖνος ὁποῦ ἀπὸ συνήθειαν μόνον φωνάζει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, αὐτὸς δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ λάβῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι καὶ πρωτύτερα ἔλαβε πολλὰς χαρὰς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ δὲν τὰς ἀνεγνώρισεν, μήτε εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιον Θεὸν ὅπου τοῦ τὰ ἔδωκεν.
Αὐτὸς ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν ἐπλάσθη καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν ἀνεπλάσθη μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα καὶ ἔγινε Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν ἐγλίτωσεν ἀπὸ τόσους κινδύνους ψυχικοὺς καὶ σωματικοὺς ποὺ ἐπέρασεν εἰς τὴν ζωήν του. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τόσες φορὲς ὁποῦ ἀξιώθηκε νὰ κοινωνήσῃ τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅσες φορὲς ἥμαρτεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἐπίκρανε μὲ τὰς ἁμαρτίας του καὶ δὲν ἐξωλοθρεύθη, μήτε ἐπαιδεύθη, καθὼς τοῦ ἔπρεπεν. Ἔλαβεν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅταν μὲ διαφόρους τρόπους εὐεργετήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δὲν τὸ ἐγνώρισεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐλησμόνησε καὶ δὲν ἐφρόντισε διὰ τὴν σωτηρίαν του τελείως. Λοιπὸν ὁ τοιοῦτος Χριστιανὸς πῶς νὰ λάβῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται καὶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃ πὼς λαμβάνει τέτοιαν χάριν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ φωνάζει μόνον τό, «Κύριε ἐλέησον», χωρὶς κανένα σκοπὸν καὶ τέλος, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ συνήθειαν;
Ὅσοι ὅμως ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς προστρέχουν εἰς τὸν Θεὸν καὶ φωνάζουν τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», διὰ νὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῇ ὁ πολυέλεος Κύριος καὶ νὰ τοὺς ἐλεήσῃ καὶ νὰ τοὺς δεχθῇ, ὡς τὸν ἄσωτον υἱόν, αὐτοὶ ἐξάπαντος θέλουν ἐπιτύχῃ τὸ ἔλεος τοῦ πανάγαθου Θεοῦ καὶ θέλουν λάβῃ τὴν χάριν του, διὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν σκλαβιὰν τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ σωθοῦν.
Τῇ πρεσβείᾳ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων, εἴθε νὰ εὕρωμεν ἔλεος καὶ νὰ ἔχωμεν καλὴν ἀπολογίαν ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. Ἀμήν.
Ἐμεῖς μόνον τοῦτο νὰ εἰποῦμε διὰ τὴν εὐχὴν αὐτήν, ὅτι ἀπὸ τὸν καιρὸν τῶν Ἀποστόλων ἐχαρίσθη εἰς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐδιωρίσθη νὰ τὴν λέγουν ἀκαταπαύστως. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνωρίζουν ὅλοι τί φανερώνουν τὰ λόγια τῆς εὐχῆς αὐτῆς, διὰ τοῦτο θὰ προσπαθήσωμεν νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὰ λόγια τῆς εὐχῆς καὶ κυρίως νὰ κάνωμεν φανερὸν ποίαν ὠφέλειαν λαμβάνουν οἱ Χριστιανοὶ ὅταν λέγουν μὲ συναίσθηση τὴν εὐχὴν αὐτήν.
Οἱ τρεῖς κορυφαῖοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, ὁ Παῦλος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος, ἐχρησιμοποίησαν πρῶτοι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς καὶ ἀπὸ αὐτούς, ὡσὰν μιὰ κληρονομιὰ πατροπαράδοτον τὰ ἐπαραλάβαμεν καὶ ἐμεῖς.
Ὁ θειότατος Παῦλος ὅπου ἠξιώθη νὰ ἀναβῇ ἕως τρίτου οὐρανοῦ, λέγει τὸ Κύριε Ἰησοῦ· «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α´ Κορ. ιβ´, 3). Μὲ τὸ νὰ λέγῃ, πὼς δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εἰπῇ τοῦτο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, παρὰ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, φανερώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τρόπον θαυμάσιον, πὼς αὐτὸ τὸ ὄνομα εἶναι τόσον πολὺ ὑψηλὸν καὶ ἀνώτερον ἀπὸ τὰ ἄλλα ὀνόματα τῶν πολλῶν, διὰ τοῦτο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ εἰπῇ κανεὶς διαφορετικά, παρὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον.
Καὶ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης ὅπου ἐβρόντησε τὰ πνευματικὰ καὶ θεολογικά του λόγια, ἐπῆρε τὸ τέλος τοῦ Παύλου καὶ τὸ ἔκαμεν ἀρχὴν καὶ λέγει: «Πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστί» (Α´ Ἰωάν. δ´, 2).
Ὁμοίως καὶ ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Πέτρος ἐπῆρε τὸ τέλος τοῦ Ἰωάννου καὶ τὸ ἔκαμεν ἀρχήν, δηλαδὴ τὸ Χριστός. Ὅταν ἐρώτησεν ὁ Κύριός μας τοὺς μαθητάς του: «Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε: σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ιστ´, 16-17).
Καὶ στοχάσου τούτους τοὺς τρεῖς ἱερωτάτους Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια ὅπου λέγουν, ὅτι εἶναι πιασμένοι ἀναμεταξύ τους ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ὡσὰν εἰς κύκλον. Ὁ Παῦλος λέγει Κύριον Ἰησοῦν, ὁ Ἰωάννης Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ὁ Πέτρος Χριστὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται ἕνας κύκλος θαυμάσιος καὶ τὸ τέλος ὅπου εἶναι τὸ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ἀνταμώνεται μὲ τὴν ἀρχὴν ὅπου εἶναι τό, «Κύριος». Ἐπειδὴ δὲν ἔχει καμμίαν διαφορὰν τὸ νὰ εἴπῃ κανεὶς Κύριον καὶ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὅτι καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ φανερώνουν τὴν θεότητα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον μᾶς παρέδωσαν οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι νὰ λέγωμεν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ νὰ ὁμολογοῦμεν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ ἡ τάξις τῶν Ἀποστόλων ὅπου εἶπαν αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια δὲν εἶναι χωρὶς λογαριασμόν, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἐξήγησίν της. Ὁ πρῶτος ποὺ εἶπε αὐτὰ εἶναι ὁ Παῦλος καὶ ὁ μέσος εἶναι ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ ὕστερος εἶναι ὁ Πέτρος. Ἀπὸ τὸν Παῦλον, ὁποῦ εἶναι ὕστερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισεν ἡ μυστικὴ παράδοσις τῆς εὐχῆς του, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καὶ διὰ μέσου τοῦ Ἰωάννου πηγαίνει εἰς τὸν Πέτρον, ὅπου εἶναι ὁ πρῶτος, καὶ ἐκεῖ τελειώνει.
Καὶ καθὼς νομίζω, τοῦτο εἶναι σημεῖον τῆς προκοπῆς ἡμῶν καὶ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῆς πράξεως καὶ θεωρίας μὲ τὴν ἀγάπην. Ὁ Παῦλος σημαίνει τὴν πράξιν, καθὼς λέγει ὁ ἴδιος «περισσότερον πάντων ἐκοπίασα» (Α´ Κορ. ιε´, 10). Ὁ Ἰωάννης σημαίνει τὴν θεωρίαν, ὅπως καὶ τὸ ὄνομα Θεολόγος, ὅπου ἔχει, τὸ φανερώνει αὐτό. Καὶ ὁ Πέτρος σημαίνει τὴν ἀγάπην, καθὼς τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Φιλεῖς με Πέτρε; ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν. κα´, 16).
Ὥστε ὅποιος καταγίνεται εἰς αὐτὴν τὴν εὐχὴν προκύπτει καὶ εἰς τὴν πρακτικὴν ἀρετὴν καὶ ἀπὸ τὴν πράξιν ἀναβαίνει καὶ εἰς τὴν θεωρίαν καὶ ἀποκτᾶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν Ἅγιον Θεόν.
Δὲν σημαίνουν μόνον αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια της εὐχῆς, ἀλλὰ φανερώνουν ἀκόμη καὶ τὸ ὀρθὸν δόγμα τῆς πίστεώς μας καὶ ἀνατρέπουν κάθε αἵρεσιν τῶν αἱρετικῶν.
Τὸ «Κύριε» φανερώνει τὴν θείαν φύσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνατρέπει τὴν αἵρεσιν ἐκείνων, ὁποῦ τὸν ἔλεγον πὼς εἶναι μόνον ἄνθρωπος καὶ Θεὸς δὲν εἶναι. Τὸ «Ἰησοῦς» φανερώνει πάλιν τὴν ἀνθρώπινην φύσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνατρέπει τὴν αἵρεσιν ἐκείνων ὁποῦ τὸν ἔλεγον πὼς εἶναι μόνον Θεὸς καὶ ἄνθρωπος δὲν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ φαντασίαν φαίνεται ἄνθρωπος. Ὁ Δαβὶδ εἰς τοὺς ψαλμοὺς εἶπεν: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου» (Ψαλμ. 109, 1). Καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εὐηγγέλισεν εἰς τὴν Θεοτόκον τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς εἶπε: «Καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Λουκ. α´, 31). Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων καὶ Θεός, ἠθέλησε διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαγχνίαν νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ διὰ τοῦτο ὠνομάσθη καὶ Ἰησοῦς, ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Τὸ «Χριστὸς» φανερώνει τὴν θέωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ ἐσαρκώθη καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος. Πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατόν του τὸ ἐμπόδιζεν εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ τὸν κηρύττουν Χριστόν. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασίν του, μὲ μεγάλην παρρησίαν τὸν ὠνόμαζεν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἔμπροσθεν εἰς τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, Χριστόν, λέγοντας «γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραήλ, ὅτι καὶ Κύριον αὐτὸν καὶ Χριστὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε» (Πράξ. β´, 36).
Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, παρευθὺς τότε ἐχρίσθη ἀπὸ τὴν θεότητά του, πλὴν ἀφ᾿ οὗ ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός, τότε ἔγινε ὁμόθεος. Διὰ τοῦτο ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάληψιν ἦταν καιρὸς νὰ φανερωθῇ ἡ ὀνομασία αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κηρύττεται ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ Χριστὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός.
Περὶ τῶν δυὸ φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἂς ἀναφέρωμεν καὶ τὰ ἀκόλουθα, ἐκ τοῦ τετάρτου θεολογικοῦ Λόγου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἄνθρωπος μὲν λέγεται, ὄχι μόνον διὰ νὰ κατανοηθῇ διὰ τῆς σωματικῆς του φύσεως ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ κατ᾿ ἄλλον τρόπον δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κατανοηθῇ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀκατάληπτου τῆς θείας φύσεώς του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ παίξῃ τὸν ρόλον τῆς ζύμης εἰς τὸ ὅλον φύραμα καὶ διὰ νὰ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν καταδίκην τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἑνώνοντάς το μὲ τὸν ἑαυτόν του, γενόμενος τὰ πάντα ὑπὲρ ὅλων, ὅσα ἐγίναμεν ἡμεῖς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν» (Ἑβρ. δ´, 15).
Ἔγινε δηλαδὴ σῶμα, ψυχή, νοῦς, τὰ ὁποῖα διαιρεῖ ὁ θάνατος. Ἔγινε τὸ κοινὸν κράμα ὅλων αὐτῶν, δηλαδὴ ἄνθρωπος, Θεὸς ὁρατός, διὰ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸν τὸ ἀόρατον μέρος του. Υἱὸς ἀνθρώπου δὲ λέγεται διότι κατάγεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἀπὸ τὴν παρθένον, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐγενήθη. Τὸν μὲν Ἀδάμ, ἔχει προπάτορα, τὴν δὲ παρθένον ἄμεσον μητέρα μὲ τὸν τρόπον, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν διαδικασίαν τῆς γεννήσεως.
«Χριστὸς» πάλιν λέγεται, ἐπειδὴ ἔχει τὴν Θεότητα· διότι αὐτὴ εἶναι τὸ χρίσμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία δὲν τὸν ἁγιάζει μὲ τὴν ἐνέργειάν της ὅπως τοὺς ἄλλους Χριστούς, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁλόκληρος παροῦσα ἐν αὐτῷ. Αὐτὴ εἶχεν ἔργον νὰ κάνῃ νὰ ὀνομασθῇ ἄνθρωπος ἡ χρίουσα φύσις καὶ νὰ γίνῃ Θεὸς ἡ χρισμένη φύσις.
Οἱ θεόσοφοι Πατέρες μας παρέλαβον ὡσὰν μία κληρονομίαν πατροπαράδοτον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὴν παρέδωσαν εἰς ἡμᾶς διὰ νὰ λέγωμεν καὶ ἡμεῖς τὰ θεῖα αὐτὰ λόγια, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Τὰ λόγια αὐτὰ οἱ θεῖοι Πατέρες τὰ ἐτύπωσαν βαθειὰ εἰς τὴν καρδίαν τους καὶ πάρα πολὺ τὰ ἠγάπησαν. Τὸ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ εἶχαν μόνον αὐτὸ διὰ τελείαν προσευχὴν καὶ ἠγωνίζοντο εἰς ὅλην των τὴν ζωὴν ἀκατάπαυστα, πῶς νὰ χορτάσουν τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ πάντοτε ἦσαν Ἄγγελοι ἐπίγειοι ἢ ἄνθρωποι οὐράνιοι. Εἰς τόσον ὕψος ἀρετῆς ἀνέβηκαν μὲ τὸ μέσον αὐτῆς τῆς γλυκυτάτης ὀνομασίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀρχαρίους καὶ ἀτελεῖς πρεπόντως παρέδωσαν νὰ λέγωμεν ἀκόμη καὶ τὸ «ἐλέησόν με». Δηλαδή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὄχι διὰ ἄλλο αἴτιον, παρὰ διὰ νὰ γνωρίζωμεν τὰ μέτρα μας καὶ τὴν κατάστασίν μας καὶ πῶς χρειαζόμεθα τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Πρέπει νὰ πιστεύωμεν ὅτι εἴμεθα ὡσὰν τὸν τυφλὸν ἐκεῖνον ὁποῦ λέγει τὸ Εὐαγγέλιον, ὁ ὁποῖος ἔχοντας πόθον νὰ λάβῃ τὸ φῶς τῶν ματιῶν του, ἐφώναζεν πρὸς τὸν Κύριόν μας καὶ ἔλεγεν· «Ἰησοῦ, ἐλέησόν με» (Μάρκ. ι´, 47). Ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὡσὰν τυφλοὶ ὁποῦ εἴμεθα εἰς τὴν ψυχήν, νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν νὰ δείξῃ τὸ ἔλεός Του εἰς ἡμᾶς καὶ νὰ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας νὰ τὸν ἰδοῦμεν νοερῶς.
Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ τὴν ζητοῦμεν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ νὰ φωνάζωμεν ἀκαταπαύστως τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», δηλαδὴ λυπήσου με, Κύριε, τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς τὴν ἐλεεινὴν κατάστασιν ὁποῦ εὑρίσκομαι καὶ δέξου με πάλιν εἰς τὴν χάριν σου.
Δός μου πνεῦμα δυνάμεως, διὰ νὰ μὲ δυναμώσῃ νὰ ἀντισταθῶ εἰς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου καὶ εἰς τὴν κακὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας. Δός μου πνεῦμα σωφρονισμοῦ, διὰ νὰ σωφρονισθῶ καὶ νὰ ἔλθω εἰς αἴσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ μου, διὰ νὰ διορθωθῶ. Δός μου πνεῦμα φόβου, διὰ νὰ φοβοῦμαι καὶ νὰ φυλάττω τὰς ἐντολάς σου.
Δός μου πνεῦμα ἀγάπης, διὰ νὰ σὲ ἀγαπῶ καὶ νὰ μὴν χωρίζομαι πλέον ἀπὸ κοντά σου, δός μου πνεῦμα εἰρήνης, διὰ νὰ φυλάττῃ τὴν ψυχήν μου εἰρηνικὴν καὶ νὰ συμμαζώνω ὅλους τοὺς διαλογισμοὺς καὶ νὰ εἶμαι ἥσυχος καὶ ἀτάραχος.
Δός μου πνεῦμα καθαρότητος, διὰ νὰ μὲ φυλάττῃ καθαρὸν ἀπὸ κάθε μολυσμόν. Δός μου πνεῦμα πραότητος, διὰ νὰ εἶμαι ἥμερος εἰς τοὺς ἀδελφούς μου Χριστιανοὺς καὶ νὰ ἀπέχω ἀπὸ τὸν θυμόν. Δός μου πνεῦμα ταπεινοφροσύνης, διὰ νὰ μὴ φαντάζομαι ὑψηλὰ καὶ ὑπερηφανεύωμαι.
Ὥστε ἐκεῖνος ὁποῦ γνωρίζει τὴν ἀνάγκην ὁποῦ ἔχει ἀπὸ ὅλα αὐτά, καὶ τὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν πολυέλεον Θεόν, φωνάζοντας, τὸ «Κύριε ἐλέησον», αὐτὸς βεβαιότατα θέλει λάβῃ ἐκεῖνο ὁποῦ ζητεῖ καὶ θέλει ἐπιτύχει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν χάριν του.
Ἐκεῖνος ὁποῦ ἀπὸ συνήθειαν μόνον φωνάζει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, αὐτὸς δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ λάβῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι καὶ πρωτύτερα ἔλαβε πολλὰς χαρὰς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ δὲν τὰς ἀνεγνώρισεν, μήτε εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιον Θεὸν ὅπου τοῦ τὰ ἔδωκεν.
Αὐτὸς ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν ἐπλάσθη καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν ἀνεπλάσθη μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα καὶ ἔγινε Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν ἐγλίτωσεν ἀπὸ τόσους κινδύνους ψυχικοὺς καὶ σωματικοὺς ποὺ ἐπέρασεν εἰς τὴν ζωήν του. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τόσες φορὲς ὁποῦ ἀξιώθηκε νὰ κοινωνήσῃ τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἔλαβε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅσες φορὲς ἥμαρτεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἐπίκρανε μὲ τὰς ἁμαρτίας του καὶ δὲν ἐξωλοθρεύθη, μήτε ἐπαιδεύθη, καθὼς τοῦ ἔπρεπεν. Ἔλαβεν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅταν μὲ διαφόρους τρόπους εὐεργετήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δὲν τὸ ἐγνώρισεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐλησμόνησε καὶ δὲν ἐφρόντισε διὰ τὴν σωτηρίαν του τελείως. Λοιπὸν ὁ τοιοῦτος Χριστιανὸς πῶς νὰ λάβῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται καὶ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃ πὼς λαμβάνει τέτοιαν χάριν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ φωνάζει μόνον τό, «Κύριε ἐλέησον», χωρὶς κανένα σκοπὸν καὶ τέλος, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ συνήθειαν;
Ὅσοι ὅμως ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς προστρέχουν εἰς τὸν Θεὸν καὶ φωνάζουν τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», διὰ νὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῇ ὁ πολυέλεος Κύριος καὶ νὰ τοὺς ἐλεήσῃ καὶ νὰ τοὺς δεχθῇ, ὡς τὸν ἄσωτον υἱόν, αὐτοὶ ἐξάπαντος θέλουν ἐπιτύχῃ τὸ ἔλεος τοῦ πανάγαθου Θεοῦ καὶ θέλουν λάβῃ τὴν χάριν του, διὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν σκλαβιὰν τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ σωθοῦν.
Τῇ πρεσβείᾳ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων, εἴθε νὰ εὕρωμεν ἔλεος καὶ νὰ ἔχωμεν καλὴν ἀπολογίαν ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. Ἀμήν.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2024/07/blog-post.html#more