ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
«καὶ ἔσεσθε µισούµενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνοµά µου· ὁ δὲ ὑποµείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22). (δηλ.: Καὶ θὰ µισῆσθε ἐξακολουθητικῶς ἀπὸ ὅλους δι’ ἐµέ. Ἐκεῖνος ὅµως, ποὺ εἰς τὰς δοκιµασίας αὐτὰς θὰ δείξῃ ὑποµονὴν µέχρι τέλους, αὐτὸς θὰ σωθῇ).
Ἡ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις μας καὶ στὶς δοκιμασίες μας θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν σωτηρία μας.
- Μᾶς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος.
«Τίποτε δέν εἶναι ἴσο μέ τήν ὑπομονή, ἀλλ’ αὐτή πρό πάντων εἶναι ἡ βασιλίδα τῶν ἀρετῶν, τὸ θεμέλιο τῶν κατορθωμάτων, τὸ ἀκύμαντο λιμάνι, ἡ εἰρήνη ἀνάμεσα στοὺς πολέμους, ἡ γαλήνη στὴν τρικυμία, ἡ ἀσφάλεια στὶς ἐπιβουλές, ἡ δύναμη ποὺ καθιστᾶ ὅποιον τὴν ἐπιτύχει πιὸ στερεὸ καὶ ἀπ’ τὸ διαμάντι. Αὐτὴ τὴν ἀρετὴ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὴν παραβλάψουν οὔτε ὅπλα κινούμενα, οὔτε στρατόπεδα παρατεταγμένα, οὔτε μηχανήματα πολιορκητικά, οὔτε τόξα, οὔτε δόρατα ριπτόμενα, οὔτε τὸ ἴδιο τὸ στρατόπεδο τῶν δαιμόνων, οὔτε οἱ ζοφερὲς φάλαγγες τῶν ἀντιπάλων δυνάμεων, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος παρατασσόμενος μὲ ὅλη τὴ στρατιὰ καὶ τὴ μηχανή του. Τί φοβᾶσαι λοιπόν;».
- Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:
«Ἕνας ἐρημίτης ἔμενε σὲ μιὰ καλύβα, δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν πηγὴ ποὺ ὅλη ἡ σκήτη ἔπαιρνε νερό. Ἔτσι ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κάνη πολὺ συχνὰ ὅλη ἐκείνη τὴν πεζοπορία. Μιὰ μέρα, ποὺ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη, ἔχασε τὴν ὑπομονή του.
– Εἶναι τάχα ἀνάγκη νὰ κοπιάζω τόσο; εἶπε μὲ τὸ λογισμό του. Δὲν ἔρχομαι νὰ κατοικήσω πιὸ κοντὰ στὴν πηγή;
Καθὼς ἔκανε αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἔνοιωσε κάποιον νὰ βαδίζει πίσω του. Γύρισε καὶ εἶδε ἕνα νέο ἀστραπόμορφο.
– Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; τὸν ρώτησε μὲ θαυμασμὸ καὶ ἀπορία.
– Ἀπεσταλμένος τοῦ Κυρίου νὰ μετρῶ τὰ βήματα ποὺ κάνεις, γιὰ νὰ σοῦ δοθῆ ἀκέραιος τῆς ὑπομονῆς ὁ μισθός, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος καὶ ἔγινε ἄφαντος.
Τόση δύναμη ἔδωσαν στὸν ἐρημίτη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ποὺ ὄχι μόνο κοντὰ στὴν πηγὴ δὲν πῆγε νὰ κατοικήση, μὰ ἄλλη καλύβα ἔφτιαξε βαθύτερα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ βαδίζη ἄλλα τόσα μίλια».
- Στὸ βιβλίο «Μηνύματα ἀπὸ τὸν Οὐρανό», ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παναγίας Βαρνάκοβας, Δωρίδα 2005, ἀναφέρεται μία παιδαγωγικὴ μεταθανάτια ἐμπειρία.
«Πολλοὶ ἄνθρωποι σὲ δύσκολες στιγμὲς λένε: «Θεέ μου, πάρε με!». Οἱ περισσότεροι ὅμως δὲν γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἁμαρτία κι ὅτι ἀποτελεῖ ἔλλειψη ὑπομονῆς κι ἐλπίδας στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀκόλουθο ὅμως περιστατικό, τὸ βεβαιώνει ξεκάθαρα. Τὸ διηγήθηκε μὲ πολλὴ ταπείνωση καὶ συναίσθηση ἕνας σεβαστὸς ἱερέας, ὁ ὁποῖος ἔχει πνευματικὰ παιδιὰ καὶ στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν Ἀθήνα.
Εἶπε: «Ἐγώ, ἀφ᾽ ὅτου ἔγινα ἱερέας, μὲ κυνήγησε ἡ συκοφαντία (τὸ σύγχρονο μαρτύριο). Πότε μὲ τὸν ἕνα τρόπο, πότε μὲ τὸν ἄλλον, μὲ πίκραιναν καὶ μὲ καταρράκωναν πολλοί, μὲ ψευδεῖς κατηγορίες. Αὐτὸ γινόταν ἐπανειλημμένα. Τόσο πόνεσα καὶ τόσο κουράστηκα, ποὺ λύγισα κι ἀρκετὲς φορὲς εἶπα: “Θεέ μου, πάρε με!”. Καὶ τελικά, μὲ πῆρε!…».
Ὅσοι τὸν ἄκουγαν ἔμειναν κατάπληκτοι νὰ τὸν κοιτοῦν, σκεπτόμενοι πόση ἐνοχὴ ἔχουν ὅσοι κατηγοροῦν, ἰδίως τοὺς ἱερωμένους… Πόση ἁμαρτία συσσωρεύουν στὴν ψυχή τους, ἰδίως ὅταν σπρώχνουν σὲ ἀπελπισία τὶς ψυχές, ποὺ κατηγοροῦν! Λὲς καὶ τοὺς ἐξουσιοδότησε ὁ Θεὸς νὰ κρίνουν τὸν κόσμο…
Ὁ σεμνὸς κληρικὸς συνέχισε τὴν ἀφήγησή του, λέγοντας: «Ἔπαθα ἀνακοπὴ καρδιᾶς. Μοῦ συνέβη στὴν Ἀθήνα. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ βρισκόμουν ἐν μέσῳ γνωρίμων καὶ πνευματικῶν τέκνων μου. Ἀμέσως μὲ μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ οἱ γιατροὶ προσπάθησαν πολὺ νὰ ξεκινήσουν τὴν καρδιά, ἀλλὰ δὲν ἔγινε τίποτα. Στὸ τέλος εἶπαν: “Δὲ γίνεται τίποτα μὲ τὸν παππούλη· πάρτε τον στὸ νεκροτομεῖο!”.
Ἐγὼ τώρα, καὶ τί δὲν ἔζησα τὶς ἕξι αὐτὲς ὧρες, ποὺ ἤμουν νεκρός! Κατ’ ἀρχάς, ἔνιωθα τὸν Ἄγγελό μου νὰ μὲ συντροφεύη καὶ νὰ μὲ περιβάλλη προστατευτικὰ σὲ μία πορεία, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἦταν κάπως δύσκολη, ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ ἀνοδική, πρὸς ἕνα θεσπέσιο, γλυκύτατο φῶς.
Κατὰ τὴ διαδρομή, πολλὰ κακὰ πνεύματα φώναζαν ἐπιθετικὰ καὶ μὲ κατηγοροῦσαν. Μία ἀπὸ τὶς κατηγορίες ἦταν ἡ ἑξῆς:
– Ποῦ τὸν πᾶς; Αὐτός; Ἦταν φιλοχρήματος. Ἐνῶ εἶχε ὑποσχεθῆ ἀκτημοσύνη, εἶχε χρήματα δικά του…!
Ὁ ἅγιος Ἄγγελος ὅμως τοὺς ἀπέκρουε κι ἔλεγε·
– Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια! Τὰ χρήματα ποὺ εἶχε ἦταν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τὰ διαχειριζόταν.
Τελικὰ φθάσαμε σ’ ἕνα μέρος, ποὺ φαινόταν νὰ εἶναι σύνορο δύο περιοχῶν. Ἐκεῖ ἄκουσα τὸν ἑξῆς διάλογο, ποὺ ἔκανε ὁ Ἄγγελός μου μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἄκουσα μάλιστα καὶ τὴ γλυκύτατη, ἀλλὰ κάπως αὐστηρὴ φωνή Της.
Ὁ Ἄγγελός μου ἔλεγε·
–Ὑπεραγία Θεοτόκε, νὰ ὁδηγήσω τὸν παππούλη στὴ Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ Σου;
Ἐκείνη ἀπάντησε·
–Ὄχι! Γιατὶ ἔχει κάνει μία σοβαρὴ ἁμαρτία.
–Τί ἁμαρτία, Δέσποινά μου; Ὁ παππούλης ἦταν καλὸς (ἄρχισε νὰ μὲ ὑπερασπίζη, ἐνῶ ἔνιωθα τὰ δάκρυά του νὰ πέφτουν ζεστὰ πάνω στὸν τράχηλό μου!), ἔκτισε Μοναστήρι, βοήθησε ψυχὲς νὰ σωθοῦν…
– Αὐτό εἶναι ἀλήθεια, ἀπάντησε ἡ Θεοτόκος. Ἀλλά, δὲν ἔκανε ὑπομονὴ στὸν ἀγώνα ποὺ εἶχε, κι ἔλεγε στὸν Υἱό μου “Πάρε με” καὶ “πάρε με”. Λοιπόν, πήγαινέ τον πίσω, νὰ τελειώση μὲ ὑπομονὴ τὸν ἀγώνα του καὶ μετὰ θὰ εἰσέλθη στὴ Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ μου.
Καθὼς γυρίζαμε μὲ τὸν ἅγιο Ἄγγελο, εἶδα τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση. Αὐτὰ ποὺ γράφουν τὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀλήθεια! Τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου!…
Ὅταν φθάσαμε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ ἀποστροφὴ μπῆκα στὸ νεκρὸ παγωμένο σῶμα μου. Ἔκανα ὀκτὼ ὧρες, γιὰ νὰ κινήσω τὶς πρῶτες κλειδώσεις τῶν δαχτύλων τῶν χεριῶν μου! Ἀπ᾽ τὸ παίξιμο τῶν βλεφάρων μου ἀντιλήφθηκε τὴ νεκρανάστασή μου πρώτη ἡ ἀδελφή μου, κι ἀναστατώθηκε ὅλο τὸ νοσοκομεῖο.
Σιγὰ – σιγὰ συνῆλθα, κι ἀπὸ τότε προσέχω καὶ κάνω ὑπομονὴ ἀδιαμαρτύρητα σὲ ὅ,τι ἐπιτρέπει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ κερδίσουμε τὸν Παράδεισο, ἀδελφοί μου, πρέπει μὲ τὴν ὑπομονή μας νὰ κερδίσουμε τὴν ψυχή μας!».
Αὐτὰ εἶπε ὁ παππούλης καὶ μὲ τὰ τελευταῖα λόγια ἡ φωνή του κόπηκε ἀπ’ τὴ συγκίνηση…».