– Πατέρα, πατέρααααα!
Τα βατραχάκια πηδούσαν αλαφιασμένα από ενθουσιασμό, κουνώντας τα μακριά πρασινωπά χέρια τους.
– Εεε, ήρεμα παιδιά μου, τι πάθατε;
O βατραχοπατέρας προσπαθούσε να βάλει τάξη στη βατραχοπαρέα του φουσκώνοντας το σαγόνι του και απλώνοντας τα βατραχοχέρια του στα κεφαλάκια των μικρών του που δε σταματούσαν.
– Δεν μπορείς να φανταστείς πατέρα, τι είδαμε!
– Είδαμε το μεγαλύτερο τέρας του κόσμου….
Και γούρλωναν τα βατραχομάτια τους…..
– Πατέρα, ήταν πελώριο, με κέρατα στο κεφάλι, ουρά μακριά και τόσοοοοο χοντρά πόδια…. Θα μας έλιωναν, αν μας πατούσαν…!
– Σιγά παιδιά μου, σιγά μην ήταν τέρας! Ήταν απλούστατα ένα βόδι, είπε με σοφό ύφος ο βατραχοπατέρας.
– Κοιτάξτε με προσεκτικά, συνέχισε, πώς θα γίνω κι εγώ τώρα μεγάλος σαν βόδι.
Τα βατραχοπαιδάκια του τον κοιτούσαν με τα τεράστια βατραχίσια μάτια τους και περίμεναν ανυπόμονα, ενώ ο βατραχοπατέρας φούσκωνε την κοιλιά του.
– Τι λέτε τώρα; O βατραχοπατέρας καμάρωνε πάνω στο μπαλόνι της κοιλιάς του…
– Πολύ μεγαλύτερο ήταν πατέρα, φώναζαν τα βατραχάκια σαν σε συναυλία…
Κι ο βατραχοπατέρας φούσκωνε και ξαναφούσκωνε κι όλο ρωτούσε φουσκωμένος αν μοιάζει με το βόδι-τέρας κι όλο η βατραχοπαρέα φώναζε ανικανοποίητη…
– Κι άλλο πατέρα…! Κι άλλο πατέρα…!
Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος το μικρό του βατραχάκι ξεφώνισε…
– Όθο και να φουθκώθειθ δεν μπολείθ να γίνειθ θαν το τέλαθ που είδαμε θτο λιβάδι…
Πειραγμένος ο βατραχοπατέρας που δεν ήταν πιο μεγάλος απ΄ το βόδι, έβαλε όλη του τη δύναμη και φούσκωσε, φούσκωσε, φούσκωσε… ώσπου στο τέλος έσκασε με κρότο μπροστά στα έκπληκτα μάτια της βατραχοπαρέας του…
– Κακό πράγμα φίλε μου ο εγωισμός και η ψωροπερηφάνια, μουρμούρισε μια βατραχίνα, που λιαζόταν πάνω στα νούφαρα της λίμνης.
– Μα στ΄ αλήθεια νόμιζε ότι μπορεί να γίνει σαν το βόδι; Η αλαζονεία φίλε μου γίνεται πάθημα, συμπλήρωσε με νόημα.
Καλύτερα να περηφανευόμαστε γι΄ αυτά που έχουμε κι όχι γι΄ αυτά που δεν έχουμε… Εσείς τι λέτε;