Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Φταινε τα ματια;

ΤΥΦΛΟΥ

Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰω. 9,1-38)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου

Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου, ἔχει πολ­λὲς ἑορτές. Κάθε ἑορτὴ ἁγίου διαρκεῖ 1 μέρα. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει μιὰ ἑορτὴ ποὺ διαρκεῖ ὄχι 1 ἀλλὰ 40 μέρες. Εἶνε τὸ Πάσχα· 40 μέρες ἀ­κούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἔχουν περάσει τριανταέξι· τέσσερις ἀκόμη μέρες θὰ τὸ ψάλλουμε, καὶ μετά, τὴν προσεχῆ Πέμπτη, θὰ ἑορτάσουμε τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου μας.

Σήμερα εἶνε ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἡ Κυριακὴ τοῦ τυφλοῦ. Τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 9,1-38) δι­ηγεῖται τὸ μεγάλο θαῦμα πῶς ὁ τυφλὸς εἶδε τὸ φῶς του. Ἂς κάνουμε λίγες παρατηρήσεις.

* * *

Τὸ σημερινὸ θαῦμα λέγεται θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Κακῶς ὅμως λέγεται θεραπεία. Δὲν εἶ­νε θεραπεία· κάτι ἄλλο εἶνε. Διότι ὁ τυφλὸς αὐτὸς διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πρῶτον εἶ­νε τυφλὸς ἐκ γενετῆς, γεννήθηκε τυφλός. Ἀ­πὸ μιὰ νύχτα πῆγε σὲ ἄλλη· ἀπὸ τὸ σκοτάδι ποὺ εἶχε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, βγῆκε στὴ ζωὴ ποὺ γι᾿ αὐτὸν ἦταν πάλι σκοτάδι. Δὲν μποροῦ­­σε νὰ διακρίνῃ πότε εἶνε ἡμέρα καὶ πότε νύχτα. Ἀλλὰ τυφλοὶ ἐκ γενετῆς ὑπάρχουν κι ἄλ­λοι. Αὐτὸς εἶχε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Δὲν ἦταν ἁπλῶς τυφλός· ἦταν ἀόμματος, δηλαδὴ δὲν εἶ­χε καθόλου μάτια. Ἔτυχε νὰ ξεθάψετε νεκρό; Εἴδατε πῶς εἶνε τὰ μάτια στὸ κρανίο; Καὶ τὰ ὡ­ραιότερα μάτια σβήνουν, καὶ μένει κάτι ἀπαίσιο· δυὸ κόγχες κενές. Ἔτσι ἦταν καὶ ὁ σημε­ρινὸς τυφλός. Δὲν εἶχε βολβοὺς τῶν ματιῶν· ἁ­πλῶς ἐπάνω στὶς κενὲς κόγχες εἶχε ἕνα λεπτὸ δέρμα. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ ση­μερινὸ θαῦμα πρέπει νὰ λέγεται ὄχι θεραπεία ἀλλὰ κάτι ἀνώτερο· πρέπει νὰ λέγεται δημιουρ­γία ὀφθαλμῶν· διότι ὁ Κύριος σήμερα δὲν θερά­πευσε μία ὀργανικὴ πάθησι, ἀλλὰ κατασκεύα­σε ὀφθαλμούς, ἔφτειαξε μάτια, δημιούργησε βολβούς. Τί σημαίνει αὐτό;

Ὅτι αὐτὸς ποὺ τώ­ρα μπορεῖ καὶ πλάθει ἀπὸ πηλὸ βολβοὺς ματιῶν, εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ἔπλασε τότε τὸν ἄνθρωπο μὲ χῶμα ἀπὸ τὸ ἔδαφος, «χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς» (Γέν. 2,7 καὶ θ. Λειτ. Μ. Βασ.). Καὶ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πλασμένος ἀπὸ χῶμα, τὸ πιστοποιεῖ ἡ ἐπιστήμη στὸ χημεῖο ἀλλὰ καὶ ἡ καθημερινὴ πεῖρα στοὺς τάφους. Ἀφοῦ λοι­πὸν τὸ σῶμα εἶνε φτειαγμένο ἀπὸ τὰ διάφορα συνθετικὰ τοῦ χώματος, ὁ Κύρι­ος σήμερα, ἀ­ποδεικνύοντας ὅτι εἶνε ὁ ἴδιος ὁ δημιουργὸς τοῦ σώματος, ἔπλασε ἀπὸ πηλό, ἀπὸ λάσπη, ἕνα ἀ­πὸ τὰ πολυτιμότερα μέλη τοῦ σώματος, ἔ­φτειαξε μάτια.
Μὰ τί εἶνε τὸ μάτι; Μία φωτογραφικὴ μηχανή, ἡ τελειότερη ποὺ ὑπάρχει. Καὶ γιατί μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια; Μᾶς τά ᾿δωσε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπουμε τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας, καὶ ἀπὸ τὰ δημιουργήματα νὰ ἀ­ναγώμεθα στὸ Δημιουργό. Ὅταν βλέπῃς τώρα τὴν ἄνοιξι τὸν κάμπο στρωμένο μ᾿ ἕνα ἀπέ­ραντο πράσινο χαλὶ κεντημένο ἀπὸ λουλούδια, καθὼς καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ὀμορφιές, τότε ἀπ᾿ τὴν καρδιά σου νὰ λές· «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾿δωσες τὰ μάτια». Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πανόραμα αὐτὸ ὑπάρχει καὶ κάποιο ἄλλο παν­όραμα, πνευματικό, ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ δῇ καν­είς· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ ἁγία μας ἐκκλησία, ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν περάσῃς τὸ κατώφλι, ὅσα ἀν­τικρύζεις μέσα στὴν ἐκκλησία, εἶνε ὅλα γεμᾶ­τα νόημα καὶ διδασκαλία. Ὅταν βλέπῃς τὶς εἰ­κόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγί­ων, σοῦ φωνάζουν, νὰ γίνῃς κ᾿ ἐσὺ μιμητὴς τῶν εἰκονιζομένων· ὁ καθένας μας νὰ γίνῃ μιὰ ζων­τανὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Ὅταν βλέπῃς τὸν πολυέλεο ἀναμμένο καὶ τὰ κεριὰ στὰ μανουάλια, νὰ θυμᾶσαι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμ­προσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5,16). Κι ὅταν βλέπῃς τὸν ἱερέα νὰ κρατάῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ φωνάζῃ «Σοφία· ὀρθοί», νὰ σκύβῃς καὶ νὰ λές· Δὲν ὑ­πάρχουν ὡραιότερα λόγια ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐαγγελίου. Κι ὅταν στὸ τέλος τῆς λειτουργίας βλέπῃς τὸν ἱερέα νὰ κρατάῃ τὸ δισκοπότηρο, τότε νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι μέσα στὸ δισκοπότηρο εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Νά λοιπὸν θεάματα. Κι ὅμως, ἀγαπητοί μου, λίγοι ἔχουν τέτοια μάτια, μάτια ἀγαθά. Πολλοὶ ἔχουν μάτια ἁμαρτωλά, ποὺ καλύτερα νὰ ἔλειπαν κι ὁ ἄνθρωπος νὰ ἦταν τυφλός.
� Ὑπάρχουν μάτια φθονερά. Ὁ φθονερὸς δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὴν πρόοδο καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου. Προοδεύει τὸ παιδί του, ἢ παντρεύεται τὸ κορίτσι του; αὐτὸς ἔχει φαρμάκι στὴν καρδιά. Καὶ τὸ μάτι τοῦ φθονεροῦ εἶνε φωτιά, ἀ­στροπελέκι τοῦ διαβόλου. Τὸ πιστεύει αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία. Τώρα βέβαια κάτι μοντέρνοι θεολό­γοι καὶ ἱεροκήρυκες, ποὺ θέλουν νὰ φτειάσουν μιὰ νέα θρησκεία ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴ Δύσι, δὲν τὰ πιστεύουν αὐτά. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅ,τι λέει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἂν ἀνοίξε­τε τὸ Εὐχολόγιο, ποὺ τὸ ἔγραψαν οἱ πατέρες μας, μεγάλοι ἅγιοι καὶ ἀσκηταί, θὰ δῆτε ὅτι ὑ­πάρχουν ἐκεῖ εὐχὲς κατὰ τῆς βασκανίας. Ἔχω παραδείγματα, ὅτι μάτι φθονερῶν ἀνθρώπων ἔσκασε ζῷο, ἔσκασε ἄνθρωπο! Εἶνε μάτι ὀχιᾶς, μάτι διαβόλου, μάτι κολάσεως.
� Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ φθονερὰ ὑπάρχουν καὶ μάτια πονηρά. Ὁ πονηρὸς ἔχει θολὴ ματιά. Ἐνῷ ἐ­σὺ τοῦ φέρεσαι ἄδολα, αὐτὸς κλείνει τὸ μάτι, κάνει νεύματα, σὲ κοροϊδεύει μπροστὰ στὰ μάτια σου. Τὸ θεωρεῖτε μικρὸ αὐτό; Ἡ ἁγία Γραφὴ κακίζει τοὺς «διανεύοντας ὀφθαλμοῖς» (Ψαλμ. 34,19), αὐτοὺς ποὺ κάνουν πονηρὰ νεύματα μὲ τὰ μάτια.
� Ὑπάρχουν ἀκόμη μάτια πλεονεξίας. Οἱ πλεονέκτες ὅ,τι δοῦν τὸ θέλουν. Δὲν εὐχαριστοῦν­ται μὲ ὅ,τι τοὺς ἔχει δώσει ὁ Θεός· ζητοῦν ὅ­λο καὶ περισσότερα. Δὲν χορταίνουν ποτέ.
� Ἀλλὰ χειρότερα εἶνε τὰ μάτια τὰ ὑπερήφανα, τὰ μάτια ἐκείνων ποὺ δὲν καταδέχονται νὰ γυρίσουν νὰ δοῦν τὸν ἄλλο. Θυμᾶστε τοὺς Γερ­μανοὺς στὴν Κατοχή, ποὺ εἶχαν τὰ κεφάλια ψηλά; δὲν καταδέχονταν νὰ ῥίξουν μιὰ ματιὰ στὸν Ἕλληνα. Τὴ βλέπεις τὴν ἄλλη, τὴν κυρία τῆς ἀριστοκρατίας, ποὺ ποιός ξέρει μὲ τί ἀτιμίες πλούτησε καὶ θησαύρισε; τὸν βλέπεις τὸν ἄλλο, ποὺ πῆρε ἕνα δίπλωμα κι ἄνοιξε γραφεῖο; Δὲν γυρίζουν νὰ δοῦν τὸ φτωχό. Τέτοια μάτια ὑπερήφανα θὰ τὰ ταπεινώσῃ ὁ Θεός.
� Τέλος εἶνε τὰ μάτια πορνείας καὶ μοιχείας, μάτια γεμᾶτα λάβρα τοῦ διαβόλου. Τὸ λέει κα­θαρὰ ὁ Κύριος· Ὅποιος ῥίξῃ βλέμμα μὲ αἰ­σχρὴ ἐπιθυμία σὲ ξένη γυναῖκα, αὐτὸς «ἤδη ἐ­μοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 5,28). Ἂς μὴν ἔκανε τὴν ἁμαρτία μὲ τὰ χέρια του, ἂς μὴ ἐμόλυνε τὸ κορμί του· ἀφοῦ ἐμόλυνε τὰ μάτια του, εἶνε ἁμαρτία – πορνεία ἢ μοιχεία. Καὶ ὑπάρχουν, λέει ἡ Γραφή, μάτια γεμᾶτα μοι­χεία (βλ. Β΄ Πέτρ. 2,14). Σήμερα δυστυχῶς ὁ διάβολος βρῆκε φάμπρικα, ἐργοστάσιο, καὶ μὲ τὰ σύγχρονα θεάματα σοῦ βγάζει τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ σοῦ δίνει μάτια Σοδόμων καὶ Γομόρρας. Δὲν μπορεῖς ὅμως, ἀγαπητέ μου, νὰ βλέπῃς στὴν ἐκκλησία τὸ δισκοπότηρο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, καὶ μετὰ στὴν ὀθόνη νὰ βλέ­πῃς τὰ γυμνὰ κρέατα. Εἶνε ἁμαρτία. Τώρα ἄν­τρες – γυναῖκες τί κάνουν; Τρῶνε σάρκες! Ἐ­ὰν ἔρθῃ κάποιος μετανοημένος καὶ μοῦ πῇ «Πάτερ, ἐγὼ ἔφαγα κρέας τὴ Μεγάλη Παρασκευή», βέβαια εἶνε κακό, ἀλλὰ θὰ τὸ συγχω­ρήσω. Ἀλλ᾿ ἂν ἔρθῃ καὶ μοῦ πῇ, ὅτι πηγαίνει σὲ τέτοια θεάματα, δὲν θὰ τὸν ἀφήσω νὰ κοινωνήσῃ· διότι δὲν ἔφαγε κρέας ζῴου, ἔφαγε ὅμως κρέατα πορνῶν. Ἂν ὑπῆρχε ἐκκλησία ζωντανὴ καὶ ἐλευθέρα, ἐκκλησία Βασιλείων καὶ Χρυσοστόμων, δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ κοινω­νοῦν τὰ ἄχραντα μυστήρια ὅσοι πορνεύουν καὶ μοιχεύουν κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο.

* * *

Θὰ μοῦ πῆτε· –Κάθισες στὸ σκαμνὶ τοῦ κατηγορουμένου τὰ μάτια. Ἀλλὰ τί σοῦ φταῖνε τὰ μάτια;… Κι ἀκούω τὴν ἀπολογία τῶν ματιῶν, ποὺ λένε· –Τί κάναμε ἐμεῖς καὶ μᾶς κατα­δικάζεις; Ἐμεῖς φταῖμε; Ἐντολὲς ἐκτελοῦ­με…
Πράγματι, ἀδελφοί μου, δὲν φταῖνε τὰ μάτια. Κάτι ἄλλο φταίει. Τὰ μάτια εἶνε ὑπηρέτες, ὄργανα· τὸ «ἀφεντικό» φταίει. Καὶ «ἀφεν­τι­κὸ» εἶνε ἡ καρδιά! Ἂν ἡ ἀστυνομία κατάσχῃ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ ποὺ περιέχει ἕνα φὶλμ μὲ γυμνά, δὲν θὰ ὁδηγήσῃ τὴ μηχανὴ στὸ δικαστήριο νὰ τὴ δικάσῃ· θὰ δικάσῃ αὐ­τὸν ποὺ φωτογράφισε τὰ γυμνά. Καὶ τὸ μάτι λοιπὸν μηχανή εἶνε· ἄλλοτε βγάζει φωτογραφίες τοῦ διαβόλου, ἄλλοτε βγάζει φωτογραφίες τοῦ Θεοῦ. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
Προσέξτε λοιπόν, ἀδελφοί μου, διότι θὰ δώ­σουμε λόγο καὶ γιὰ ἕνα βλέμμα. Οἱ «φωτογραφίες», ποὺ παίρνουμε κάθε μέρα, θὰ παρουσιαστοῦν σὰν φὶλμ μπροστὰ σὲ ὅλους. Γι᾿ αὐτὸ ἂς κοιτάξουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πῶς εἶνε ἡ καρδιά μας. Τὸ ἐργοστάσιο, τὸ ἀ­φεντικὸ ποὺ βγάζει τὶς εἰκόνες, εἶνε ἡ καρδιά μας. Γι᾿ αὐτὸ ἂς ποῦμε ὅλοι μας· «Καρδίαν κα­θαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,12). Δός μας, Χριστέ, καρδιὰ καθαρή· καὶ τότε τὰ μάτια μας θὰ γίνουν μάτια ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καὶ ὅλοι μας θὰ δοξάζουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σοφίας Πειραιῶς τὴν 14-5-1961 μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφή, σύντμησις καὶ πρώτη ἔκδοσις 16-5-2004, ἐπανέκδοσις 8-5-2024.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd 31αΆ τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=110279#more-110279