Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (Ἰω. 9,1-38)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Ἡ
ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου, ἔχει πολλὲς ἑορτές. Κάθε ἑορτὴ ἁγίου
διαρκεῖ 1 μέρα. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει μιὰ ἑορτὴ ποὺ διαρκεῖ ὄχι 1 ἀλλὰ 40 μέρες.
Εἶνε τὸ Πάσχα· 40 μέρες ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἔχουν περάσει
τριανταέξι· τέσσερις ἀκόμη μέρες θὰ τὸ ψάλλουμε, καὶ μετά, τὴν προσεχῆ
Πέμπτη, θὰ ἑορτάσουμε τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου μας.
* * *
Τὸ σημερινὸ θαῦμα λέγεται θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Κακῶς ὅμως λέγεται θεραπεία. Δὲν εἶνε θεραπεία· κάτι ἄλλο εἶνε. Διότι ὁ τυφλὸς αὐτὸς διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πρῶτον εἶνε τυφλὸς ἐκ γενετῆς, γεννήθηκε τυφλός. Ἀπὸ μιὰ νύχτα πῆγε σὲ ἄλλη· ἀπὸ τὸ σκοτάδι ποὺ εἶχε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας, βγῆκε στὴ ζωὴ ποὺ γι᾿ αὐτὸν ἦταν πάλι σκοτάδι. Δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνῃ πότε εἶνε ἡμέρα καὶ πότε νύχτα. Ἀλλὰ τυφλοὶ ἐκ γενετῆς ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Αὐτὸς εἶχε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Δὲν ἦταν ἁπλῶς τυφλός· ἦταν ἀόμματος, δηλαδὴ δὲν εἶχε καθόλου μάτια. Ἔτυχε νὰ ξεθάψετε νεκρό; Εἴδατε πῶς εἶνε τὰ μάτια στὸ κρανίο; Καὶ τὰ ὡραιότερα μάτια σβήνουν, καὶ μένει κάτι ἀπαίσιο· δυὸ κόγχες κενές. Ἔτσι ἦταν καὶ ὁ σημερινὸς τυφλός. Δὲν εἶχε βολβοὺς τῶν ματιῶν· ἁπλῶς ἐπάνω στὶς κενὲς κόγχες εἶχε ἕνα λεπτὸ δέρμα. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίνετε, ὅτι τὸ σημερινὸ θαῦμα πρέπει νὰ λέγεται ὄχι θεραπεία ἀλλὰ κάτι ἀνώτερο· πρέπει νὰ λέγεται δημιουργία ὀφθαλμῶν· διότι ὁ Κύριος σήμερα δὲν θεράπευσε μία ὀργανικὴ πάθησι, ἀλλὰ κατασκεύασε ὀφθαλμούς, ἔφτειαξε μάτια, δημιούργησε βολβούς. Τί σημαίνει αὐτό;
Ὅτι αὐτὸς ποὺ τώρα μπορεῖ καὶ
πλάθει ἀπὸ πηλὸ βολβοὺς ματιῶν, εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ἔπλασε τότε τὸν ἄνθρωπο
μὲ χῶμα ἀπὸ τὸ ἔδαφος, «χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς» (Γέν. 2,7 καὶ θ. Λειτ.
Μ. Βασ.). Καὶ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πλασμένος
ἀπὸ χῶμα, τὸ πιστοποιεῖ ἡ ἐπιστήμη στὸ χημεῖο ἀλλὰ καὶ ἡ καθημερινὴ
πεῖρα στοὺς τάφους. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ σῶμα εἶνε φτειαγμένο ἀπὸ τὰ διάφορα
συνθετικὰ τοῦ χώματος, ὁ Κύριος σήμερα, ἀποδεικνύοντας ὅτι εἶνε ὁ
ἴδιος ὁ δημιουργὸς τοῦ σώματος, ἔπλασε ἀπὸ πηλό, ἀπὸ λάσπη, ἕνα ἀπὸ τὰ
πολυτιμότερα μέλη τοῦ σώματος, ἔφτειαξε μάτια.
Μὰ τί εἶνε τὸ μάτι; Μία φωτογραφικὴ μηχανή, ἡ τελειότερη ποὺ
ὑπάρχει. Καὶ γιατί μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὰ μάτια; Μᾶς τά ᾿δωσε γιὰ ἕνα
μεγάλο σκοπό· γιὰ νὰ βλέπουμε τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας, καὶ ἀπὸ τὰ
δημιουργήματα νὰ ἀναγώμεθα στὸ Δημιουργό. Ὅταν βλέπῃς τώρα τὴν ἄνοιξι
τὸν κάμπο στρωμένο μ᾿ ἕνα ἀπέραντο πράσινο χαλὶ κεντημένο ἀπὸ
λουλούδια, καθὼς καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ὀμορφιές, τότε ἀπ᾿ τὴν καρδιά σου νὰ
λές· «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾿δωσες τὰ μάτια». Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ
τὸ πανόραμα αὐτὸ ὑπάρχει καὶ κάποιο ἄλλο πανόραμα, πνευματικό, ποὺ
ἀξίζει νὰ τὸ δῇ κανείς· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ ἁγία μας ἐκκλησία, ὁ ναὸς τοῦ
Θεοῦ. Ὅταν περάσῃς τὸ κατώφλι, ὅσα ἀντικρύζεις μέσα στὴν ἐκκλησία, εἶνε
ὅλα γεμᾶτα νόημα καὶ διδασκαλία. Ὅταν βλέπῃς τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ,
τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων, σοῦ φωνάζουν, νὰ γίνῃς κ᾿ ἐσὺ μιμητὴς τῶν
εἰκονιζομένων· ὁ καθένας μας νὰ γίνῃ μιὰ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ
μέσα στὸν κόσμο. Ὅταν βλέπῃς τὸν πολυέλεο ἀναμμένο καὶ τὰ κεριὰ στὰ
μανουάλια, νὰ θυμᾶσαι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν
πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5,16). Κι ὅταν βλέπῃς τὸν
ἱερέα νὰ κρατάῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ φωνάζῃ «Σοφία· ὀρθοί», νὰ σκύβῃς καὶ
νὰ λές· Δὲν ὑπάρχουν ὡραιότερα λόγια ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ
Εὐαγγελίου. Κι ὅταν στὸ τέλος τῆς λειτουργίας βλέπῃς τὸν ἱερέα νὰ κρατάῃ
τὸ δισκοπότηρο, τότε νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι μέσα στὸ δισκοπότηρο εἶνε ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός.
Νά λοιπὸν θεάματα. Κι ὅμως, ἀγαπητοί μου, λίγοι ἔχουν τέτοια
μάτια, μάτια ἀγαθά. Πολλοὶ ἔχουν μάτια ἁμαρτωλά, ποὺ καλύτερα νὰ ἔλειπαν
κι ὁ ἄνθρωπος νὰ ἦταν τυφλός.
� Ὑπάρχουν μάτια φθονερά. Ὁ φθονερὸς δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὴν πρόοδο
καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ ἄλλου. Προοδεύει τὸ παιδί του, ἢ παντρεύεται τὸ
κορίτσι του; αὐτὸς ἔχει φαρμάκι στὴν καρδιά. Καὶ τὸ μάτι τοῦ φθονεροῦ
εἶνε φωτιά, ἀστροπελέκι τοῦ διαβόλου. Τὸ πιστεύει αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία. Τώρα
βέβαια κάτι μοντέρνοι θεολόγοι καὶ ἱεροκήρυκες, ποὺ θέλουν νὰ
φτειάσουν μιὰ νέα θρησκεία ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴ Δύσι, δὲν τὰ πιστεύουν
αὐτά. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅ,τι λέει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ἂν ἀνοίξετε τὸ
Εὐχολόγιο, ποὺ τὸ ἔγραψαν οἱ πατέρες μας, μεγάλοι ἅγιοι καὶ ἀσκηταί, θὰ
δῆτε ὅτι ὑπάρχουν ἐκεῖ εὐχὲς κατὰ τῆς βασκανίας. Ἔχω παραδείγματα, ὅτι
μάτι φθονερῶν ἀνθρώπων ἔσκασε ζῷο, ἔσκασε ἄνθρωπο! Εἶνε μάτι ὀχιᾶς, μάτι
διαβόλου, μάτι κολάσεως.
� Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ φθονερὰ ὑπάρχουν καὶ μάτια πονηρά. Ὁ πονηρὸς ἔχει
θολὴ ματιά. Ἐνῷ ἐσὺ τοῦ φέρεσαι ἄδολα, αὐτὸς κλείνει τὸ μάτι, κάνει
νεύματα, σὲ κοροϊδεύει μπροστὰ στὰ μάτια σου. Τὸ θεωρεῖτε μικρὸ αὐτό; Ἡ
ἁγία Γραφὴ κακίζει τοὺς «διανεύοντας ὀφθαλμοῖς» (Ψαλμ. 34,19), αὐτοὺς
ποὺ κάνουν πονηρὰ νεύματα μὲ τὰ μάτια.
� Ὑπάρχουν ἀκόμη μάτια πλεονεξίας. Οἱ πλεονέκτες ὅ,τι δοῦν τὸ
θέλουν. Δὲν εὐχαριστοῦνται μὲ ὅ,τι τοὺς ἔχει δώσει ὁ Θεός· ζητοῦν ὅλο
καὶ περισσότερα. Δὲν χορταίνουν ποτέ.
� Ἀλλὰ χειρότερα εἶνε τὰ μάτια τὰ ὑπερήφανα, τὰ μάτια ἐκείνων
ποὺ δὲν καταδέχονται νὰ γυρίσουν νὰ δοῦν τὸν ἄλλο. Θυμᾶστε τοὺς
Γερμανοὺς στὴν Κατοχή, ποὺ εἶχαν τὰ κεφάλια ψηλά; δὲν καταδέχονταν νὰ
ῥίξουν μιὰ ματιὰ στὸν Ἕλληνα. Τὴ βλέπεις τὴν ἄλλη, τὴν κυρία τῆς
ἀριστοκρατίας, ποὺ ποιός ξέρει μὲ τί ἀτιμίες πλούτησε καὶ θησαύρισε; τὸν
βλέπεις τὸν ἄλλο, ποὺ πῆρε ἕνα δίπλωμα κι ἄνοιξε γραφεῖο; Δὲν γυρίζουν
νὰ δοῦν τὸ φτωχό. Τέτοια μάτια ὑπερήφανα θὰ τὰ ταπεινώσῃ ὁ Θεός.
� Τέλος εἶνε τὰ μάτια πορνείας καὶ μοιχείας, μάτια γεμᾶτα λάβρα
τοῦ διαβόλου. Τὸ λέει καθαρὰ ὁ Κύριος· Ὅποιος ῥίξῃ βλέμμα μὲ αἰσχρὴ
ἐπιθυμία σὲ ξένη γυναῖκα, αὐτὸς «ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ» (Ματθ. 5,28). Ἂς μὴν ἔκανε τὴν ἁμαρτία μὲ τὰ χέρια του, ἂς μὴ
ἐμόλυνε τὸ κορμί του· ἀφοῦ ἐμόλυνε τὰ μάτια του, εἶνε ἁμαρτία – πορνεία ἢ
μοιχεία. Καὶ ὑπάρχουν, λέει ἡ Γραφή, μάτια γεμᾶτα μοιχεία (βλ. Β΄
Πέτρ. 2,14). Σήμερα δυστυχῶς ὁ διάβολος βρῆκε φάμπρικα, ἐργοστάσιο, καὶ
μὲ τὰ σύγχρονα θεάματα σοῦ βγάζει τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ σοῦ δίνει μάτια
Σοδόμων καὶ Γομόρρας. Δὲν μπορεῖς ὅμως, ἀγαπητέ μου, νὰ βλέπῃς στὴν
ἐκκλησία τὸ δισκοπότηρο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, καὶ μετὰ στὴν ὀθόνη
νὰ βλέπῃς τὰ γυμνὰ κρέατα. Εἶνε ἁμαρτία. Τώρα ἄντρες – γυναῖκες τί
κάνουν; Τρῶνε σάρκες! Ἐὰν ἔρθῃ κάποιος μετανοημένος καὶ μοῦ πῇ «Πάτερ,
ἐγὼ ἔφαγα κρέας τὴ Μεγάλη Παρασκευή», βέβαια εἶνε κακό, ἀλλὰ θὰ τὸ
συγχωρήσω. Ἀλλ᾿ ἂν ἔρθῃ καὶ μοῦ πῇ, ὅτι πηγαίνει σὲ τέτοια θεάματα, δὲν
θὰ τὸν ἀφήσω νὰ κοινωνήσῃ· διότι δὲν ἔφαγε κρέας ζῴου, ἔφαγε ὅμως
κρέατα πορνῶν. Ἂν ὑπῆρχε ἐκκλησία ζωντανὴ καὶ ἐλευθέρα, ἐκκλησία
Βασιλείων καὶ Χρυσοστόμων, δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ κοινωνοῦν τὰ ἄχραντα
μυστήρια ὅσοι πορνεύουν καὶ μοιχεύουν κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο.
* * *
Θὰ μοῦ πῆτε· –Κάθισες στὸ σκαμνὶ
τοῦ κατηγορουμένου τὰ μάτια. Ἀλλὰ τί σοῦ φταῖνε τὰ μάτια;… Κι ἀκούω τὴν
ἀπολογία τῶν ματιῶν, ποὺ λένε· –Τί κάναμε ἐμεῖς καὶ μᾶς καταδικάζεις;
Ἐμεῖς φταῖμε; Ἐντολὲς ἐκτελοῦμε…
Πράγματι, ἀδελφοί μου, δὲν φταῖνε τὰ μάτια. Κάτι ἄλλο φταίει. Τὰ
μάτια εἶνε ὑπηρέτες, ὄργανα· τὸ «ἀφεντικό» φταίει. Καὶ «ἀφεντικὸ»
εἶνε ἡ καρδιά! Ἂν ἡ ἀστυνομία κατάσχῃ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ ποὺ
περιέχει ἕνα φὶλμ μὲ γυμνά, δὲν θὰ ὁδηγήσῃ τὴ μηχανὴ στὸ δικαστήριο νὰ
τὴ δικάσῃ· θὰ δικάσῃ αὐτὸν ποὺ φωτογράφισε τὰ γυμνά. Καὶ τὸ μάτι λοιπὸν
μηχανή εἶνε· ἄλλοτε βγάζει φωτογραφίες τοῦ διαβόλου, ἄλλοτε βγάζει
φωτογραφίες τοῦ Θεοῦ. Διαλέξτε καὶ πάρτε.
Προσέξτε λοιπόν, ἀδελφοί μου, διότι θὰ δώσουμε λόγο καὶ γιὰ ἕνα
βλέμμα. Οἱ «φωτογραφίες», ποὺ παίρνουμε κάθε μέρα, θὰ παρουσιαστοῦν σὰν
φὶλμ μπροστὰ σὲ ὅλους. Γι᾿ αὐτὸ ἂς κοιτάξουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι,
πῶς εἶνε ἡ καρδιά μας. Τὸ ἐργοστάσιο, τὸ ἀφεντικὸ ποὺ βγάζει τὶς
εἰκόνες, εἶνε ἡ καρδιά μας. Γι᾿ αὐτὸ ἂς ποῦμε ὅλοι μας· «Καρδίαν
καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός…» (Ψαλμ. 50,12). Δός μας, Χριστέ, καρδιὰ
καθαρή· καὶ τότε τὰ μάτια μας θὰ γίνουν μάτια ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων,
καὶ ὅλοι μας θὰ δοξάζουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας
αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σοφίας Πειραιῶς τὴν 14-5-1961 μὲ νέο τώρα τίτλο.
Καταγραφή, σύντμησις καὶ πρώτη ἔκδοσις 16-5-2004, ἐπανέκδοσις 8-5-2024.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd 31αΆ
τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)