Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ἔφυγε το σκοταδι, ἦλθε το φως «Διαβας εις Μακεδονιαν βοηθησον ἡμιν»

ΦAKΑΚ. AΣΦΑΛ. π. Αυγ. μικρ.2021

Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου

Ἔφυγε το σκοταδι, ἦλθε το φως
«Διαβας εις Μακεδονιαν βοηθησον ἡμιν»

«Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;… Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου» (Πράξ. 16,9,30-31)

Ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἑορ­τάζουμε, βρισκόταν στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅ­που φύτευε καὶ καλλιεργοῦσε τὸν Χριστιανισμό, καὶ ἔ­φτασε κηρύτ­τοντας στὴν Τρῳάδα, στὸ Σκαμάνδρι­ον πεδίον ποὺ λέει ὁ Ὅμηρος (Ἰλιάς 2.465-467).

Ἐκεῖ τὴ νύχτα εἶδε ὅραμα· τοῦ ἐμφανίστη­κε ἕ­νας ἄντρας Μακεδόνας λέγοντας· «Δια­βὰς εἰς Μα­κεδονίαν βοήθησον ἡμῖν»· πέρασε στὴ Μακεδονία κ᾽ ἔλα νὰ μᾶς βοηθήσῃς (Πράξ. 16,9). Ὁ Παῦλος δέ­χτηκε τὸ μήνυμα. Μαζὶ μὲ τὸ συνεργάτη του τὸν Σίλα μπῆκαν σὲ κα­ΐκι καὶ περνώντας τὸ Αἰγαῖο ἔφτασαν καὶ πάτη­σαν στὴ Νεάπολι ὅπως λεγόταν τότε ἡ σημε­ρινὴ Καβάλα. Ὑπάρχει τὸ μέρος ποὺ πάτησε τὸ πόδι τοῦ ἀποστόλου γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος. Εὐλογημένη ἡ στιγμή! Ἀ­πὸ τὴ Νεάπολι βάδισαν ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁ­δοῦ καὶ σὲ ἀπόστασι 12-13 χιλιομέτρων ἔφτασαν στοὺς Φιλίπ­πους· ἀρχαία πόλι καὶ ἡ σπου­δαιότερη τότε τῆς Μακεδονίας. Οἱ ἀρ­χαιολόγοι σκάβουν τώρα καὶ βρίσκουν ἐκεῖ λείψανα τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Παῦλος κήρυξε στοὺς Φιλίππους καὶ μεταξὺ ἐκείνων ποὺ πίστε­ψαν στὸ Χριστὸ ἦταν ἡ Ἑλληνίδα Λυδία· καταγόταν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἔμενε στοὺς Φιλίππους καὶ ἦταν ἔμ­πορος πολυτίμων ὑφασμάτων ποὺ τὰ χρωμάτιζαν μὲ κόκκι­νη βαφὴ ἀπ᾽ τὸ κοχύλι πορφύρα (ἀπὸ ᾽κεῖ εἶνε καὶ ἡ λέ­ξι πορφυρογέννητος· μόνο βασιλιᾶ­δες κα­τὰ τὴ γέννησί τους, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν κοι­λιὰ τῆς μάνας τους, ἔ­πεφταν σὲ πορφύρες, κόκκινα πανάκριβα ὑ­φά­σματα).
Καὶ ἄλλοι ἄκουσαν τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλ­λὰ ἡ Λυδία ἔδειξε ἰδιαίτερη προσοχή· πίστε­­ψε, βαπτί­­στηκε οἰκογενειακῶς κ᾽ ἐπέμενε νὰ τοὺς φιλοξε­νή­σῃ. Τὸ ὄ­νομα Λυδία, τῆς πρώτης αὐτῆς Εὐρωπαί­ας Χριστια­νῆς, θὰ ἔ­πρεπε νά ᾽νε διαδεδομένο ὄχι μό­νο στὴ Μακεδονία ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλ­λάδα.
Ἀξίζει νὰ παρατηρήσουμε, ὅτι «ὁ Κύριος δι­­­ήνοιξε τὴν καρδίαν αὐτῆς προσέχειν τοῖς λα­λουμέ­νοις ὑπὸ τοῦ Παύλου» (Πράξ. 16,14)· τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅ­γιο, λέει, τὴ φώτισε νὰ προσέχῃ. Τί σημαίνει αὐτό;

Μπορεῖ νὰ ἔχουμε ἕ­να πολύφωτο· ἂν ὅμως δὲν γυρίσουμε τὸ διακόπτη νὰ ἔρθῃ ῥεῦμα, δὲν φωτίζει. Ἐάν, δηλαδή, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν πνεύ­σῃ, δὲν πά᾽ νὰ ξέρῃς γράμματα, νά ᾽χῃς διπλώματα, νὰ μιλᾷς γλῶσ­σες· ἀπὸ Χριστιανισμὸ δὲν καταλαβαίνεις οὔτε τὸ ἄλφα. Ἔτσι εἶνε ἡ πί­στι μας. Παρακαλέστε νὰ ἔρθῃ Πνεῦμα ἅγιο· τότε καὶ οἱ ψαρᾶδες γίνονται σοφώτεροι τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους. Στὴ Λυδία τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τῆς ἄνοιξε τὴν καρδιὰ καὶ πρόσεχε.

* * *

Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτὰ συνέβη ἕνα σοβαρὸ ἐ­πεισόδιο, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος φυλακίστη­κε. Πῆγα στὰ ἐρείπια τῶν Φιλίππων, εἶδα τὸ μπουν­τρούμι ποὺ τὸν ἔκλεισαν κ᾽ ἔκλαψε ἡ ψυχή μου. Ἐκεῖ, δηλαδή, καθὼς περπατοῦσαν στὸ δρόμο ὁ ἀ­πόστολος Παῦ­λος μὲ τὸ Σίλα, τοὺς συναντοῦσε μιὰ δούλη ποὺ εἶχε δαιμόνιο μαντείας (σή­μερα τὸ λένε μέντιουμ). Δὲν μιλοῦσε ἐναν­τί­ον τους, ὄχι. Ἐ­πὶ ἡμέρες τοὺς ἔπαιρνε ἀπὸ πίσω καὶ φώνα­ζε· «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶνε δοῦ­λοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑ­ψίστου καὶ μᾶς κηρύτ­τουν ὁδὸν σωτηρί­ας» (ἔ.ἀ. 16,17). Ὁ Παῦλος δὲν ἔπεσε στὴν παγίδα· δὲν ἤθελε διαφή­μισι ἀπὸ τὸν διάβολο. Για­τὶ ὅπως οἱ σφῆγκες φω­λιάζουν σὲ κουφάλες δέντρων, ἔτσι καὶ στὴν καρδιὰ τῆς δούλης αὐτῆς εἶχε φωλιάσει δαιμόνιο.
Μανάδες, προσέχετε! Μή, πάνω στὴν ὀρ­γή σας, στέλνετε τὰ παιδιά σας στὸν διάβολο. Ὑ­πάρ­χουν πολλὰ παραδείγματα· τὴν ὥρα ποὺ καταριέσαι δίνεις εἰσιτήριο στὸ σατα­νᾶ, μπορεῖ νὰ φωλιάσῃ στὸ κορίτσι σου· καὶ μετὰ πῶς θὰ φύγῃ; πρέπει νὰ πᾷς στὴν Κεφα­λονιὰ στὸν Ἅγιο Γεράσιμο. Εἶδα μανάδες μετανοιωμένες, γιατὶ σὲ στιγμὴ ὀργῆς καταράστηκαν τὸ παιδί τους καὶ φώλιασαν μέσα του δαιμόνια. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύ­ουμε· ὑπάρχει ὁ κόσμος τῶν ἀοράτων πονη­ρῶν πνευμάτων ποὺ ἐπηρεάζει τοὺς ἀνθρώπους, σήμερα μάλιστα.
Ἔτσι ἡ δούλη αὐτὴ εἶχε «πνεῦμα πύθωνος» (ἔ.ἀ. 16,16)· ἔγινε μάγισσα, ἔλεγε τὰ μυστικὰ τῶν ἀν­θρώ­πων, καὶ τ᾽ ἀφεντικά της ἔβγαζαν χρήματα.
Μὴν παραξενεύεστε· στὴν Ἀθήνα ὁ διάβολος, νύχτα – μεσάνυχτα, καλεῖ καὶ μαζεύονται κυρίες τῆς ἀριστοκρατίας στὰ τραπεζάκια τῶν πνευματιστῶν. Πληρώνουν χρήματα πολλά, γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ μυστικὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Μακριά ἀπὸ μέντιουμ! Ἂν χτυπήσω ἐγὼ καμπάνα νὰ κάνουμε ἀγρυπνία, οὔτε πέντε δὲν θά ᾽ρθετε. Μὰ ἐκεῖ… Ἂς μὴν προχωρήσω καὶ σᾶς ταράξω. Ἅμα πῶ μερικὲς ἀ­λήθειες, μὲ θεωροῦν τρελλὸ καὶ ἀνισόρροπο. Δέχομαι τὰ «παράσημα» αὐτά.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν δέχτηκε τὴ διαφήμισι. Στάθηκε καὶ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ εἶπε· Πονηρὸ δαιμόνιο, «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ» σὲ διατάζω νὰ βγῇς ἀπὸ αὐτήν!… Καὶ ὅπως ξερριζώνεις τ᾽ ἀγκάθια, ὅπως ὁ γιατρὸς ξερριζώνει τὰ σάπια δόντια, ἔτσι ὁ Παῦλος ξερρίζωσε ἀμέσως τὸ δαιμό­νιο ἀπὸ τὴν κόρη. Ἔπαψε αὐτὴ νὰ μαντεύῃ, κόπηκε τὸ ἐμπόριο τῆς μαγείας. Κ᾽ ἐπειδὴ τ᾽ ἀφεν­τικά της ἔχασαν τὰ κέρδη τους, ἔπιασαν τοὺς ἀ­πο­στόλους καὶ τοὺς πῆγαν στοὺς ἄρχοντες ὡς ταρα­χοποιούς. Οἱ στρατηγοί, χωρὶς πολλὴ σκέψι, τοὺς παρέδωσαν στὸ δεσμοφύλα­κα γιὰ αὐστηρὴ φρούρησι. Ἐ­κεῖ­νος, ἀφοῦ τοὺς ἔδειρε μέχρι τραυ­ματισμοῦ, τοὺς ἔκλεισε σὲ σκοτεινὸ κελλὶ στὴν πιὸ βαθειὰ φυλακή, μὲ τὰ πό­δια περασμένα μέσα σὲ τρύπες ἑνὸς βασανιστικοῦ ξύλου, ποὺ τοὺς κρατοῦσε ἀκίνητους μὴ τυχὸν ἀποδράσουν. Ὁ Παῦλος στὴ φυλακή!
Ἔτσι εἶ­νε. Μέσα στὶς φυλακὲς δὲν εἶνε μόνο ἐγ­κλημα­τί­ες· συχνά, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, εἶνε καὶ δίκαιοι· ἀ­θῷοι ἄνθρωποι πέφτουν θύματα ψευδομαρτύρων ποὺ παλαμίζουν τὸ Εὐ­αγγέλιο.
Στὴ φυλακὴ οἱ ἀπόστολοι. Ἀλλὰ πόσο διέφε­ρε ὁ Παῦλος ἀπὸ τοὺς ἄλλους φυλακισμένους! Ὅ­ταν κάποιος εἶνε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κ᾽ ἔχῃ ἀρετή, ὅ­που κι ἂν τὸν ῥίξῃς δὲν χάνει τὴν ἀξία του. Τὸ μάλα­μα ἢ τὸ διαμάντι, εἴτε τὸ βάλῃς πάνω σὲ βα­σιλικὸ στέμμα, εἴτε τὸ ῥί­ξῃς στὰ χώματα καὶ στὴν κοπριά, δὲν χάνει τὴν ἀξία του. Ἔτσι καὶ ὁ Παῦ­λος· ἔπεσε μέσα στὴ φυλακή, μὰ δὲν ἔχασε τὴν ἀ­ξία του.
Πρέπει νὰ ἔχῃ ζήσει κανεὶς στὴ φυλακή, γιὰ νὰ δῇ πόσο σκληρὴ εἶ­νε ἐκεῖ ἡ ζωή. Οἱ κρατούμενοι βλαστη­μοῦσαν, αἰ­σχρο­λογοῦ­σαν, καταριόντουσαν· ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα, πληγωμένοι, διψασμέ­νοι, πεινασμένοι ὄ­χι κα­­τάρα ἢ βλαστήμια ἢ κακολο­γία δὲν εἶ­παν, ἀλ­λὰ καὶ μετέβαλαν τὸ μπουν­τρούμι σὲ ἐκκλησία. Τὰ μεσάνυχτα ἔλεγαν προσ­ευχὲς καὶ ὕ­μνους στὸ Θεό, κ᾽ οἱ ἄλλοι φυλακισμέ­νοι ἄκουγαν ἐκστακτικοί. Τί ἄνθρωποι εἶν᾽ αὐτοί; πῶς τοὺς ἔφεραν ἐδῶ μέσα;… Καὶ μόνο αὐτό;
Ξαφνικὰ τὴ νύχτα ἔγινε δυνατὸς σεισμός. Ὅ­πως στὴ σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ σείστηκε ὁ Γολγοθᾶς κι ὁ ἑ­κατόνταρχος εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱ­ὸς ἦν οὗ­τος» (Ματθ. 27,54), ἔτσι τώρα στὴ φυλάκισι τῶν ἀποστόλων, ἐνῷ οἱ ἄρχοντες κοιμόντουσαν, ὁ Χρι­στὸς ἔκανε θαῦμα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ὁ σεισμὸς εἶνε μὲν φυ­σικὸ φαινόμε­νο, ἀλλὰ ἡ αἰτία του εἶνε ὑπερφυσική· «ὁ ἐπιβλέ­πων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζον­ται» (Ψαλμ. 103,32). Θεέ μου, λέει, τὸ δαχτυλάκι σου ν᾽ ἀγγίξῃ τὶς βουνοκορ­φές, ταράζεται ὅλη ἡ γῆ. Μὲ τὸ σεισμὸ ἄ­νοιξαν ὅλες οἱ σιδερόπορτες κ᾽ ἔ­πεσαν ὅλων οἱ χειροπέ­δες. Βλέπον­τας ὁ δεσμοφύλακας τί τὸν περιμένει τώρα, τράβηξε ἀπελπισμένος τὸ σπαθί του ἕτοιμος ν᾽ αὐτοκτονή­σῃ· ὁ νόμος τῆς ῾Ρώμης τιμωροῦσε σκληρὰ τὸν φρουρὸ ἂν δραπε­τεύσουν οἱ κρατούμενοι. Τοῦ φωνάζει ἀμέσως ὁ Παῦλος· Μὴν κάνῃς κανένα κακὸ στὸν ἑαυτό σου, γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἐδῶ! Μιμούμενος τὸν Ἐσταυρωμένο ξέχασε τὶς πληγὲς ποὺ τοὺς εἶχε ἀνοίξει μὲ τὰ χτυπήματά του. Ἀνάβει ἐκεῖνος λυχνάρι στὸ σκοτάδι, πηδάει μέσα στὸ μπουντρούμι, μετράει τοὺς καταδίκους, τοὺς βρίσκει ὅλους ἐκεῖ. Καὶ τότε ἔρχεται σὲ συναίσθησι· καταλαβαίνει, ὅτι ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας δὲν εἶνε ἀπατεῶνες κ᾽ ἐγκληματίες, εἶνε ἄν­θρωποι τοῦ Θεοῦ. Πέφτει τρομαγμένος στὰ πόδια τους ζητώντας συγχώρησι. Τοὺς βγάζει ἔξω καὶ λέει· –Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ; Κι αὐτοὶ τοῦ λένε· –«Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου»· δὲν χρειάζεται τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο νὰ πιστέ­ψῃς στὸν Κύριο Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ θὰ σωθῇς ἐ­σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου (Πράξ. 16,30-31).
Δὲν λέω περισσότερα· διαβάστε παρακάτω (βλ. ἔ.ἀ. 16,32-34) νὰ δῆτε, ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη οἱ ἀπόστολοι κα­τήχησαν τὸ δεσμοφύλακα καὶ ὅλη τὴν οἰκογένειά του, αὐτὸς τοὺς πῆρε στὸ σπίτι του καὶ τὴν ἴ­δια ὥρα τοὺς ἔπλυνε ἀπὸ τὶς πληγές τους, αὐτοὶ τὸν βάπτισαν ἀμέσως μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς οἰκείους του, κι αὐτὸς γιὰ τὴ χαρὰ τῆς πίστεως ποὺ ἔ­νιω­σε τοὺς ἔ­κανε τραπέζι εὐφρόσυνο. Τὸ πρωί, σὰν βγῆκε ὁ ἥ­­λιος, νέος κόσμος εἶχε ἀνατείλει στὶς ψυχές τους. Ἔ­φυ­γε τὸ σκοτάδι καὶ ἦρθε τὸ Φῶς.
Ἔτσι κον­τὰ στὴ Λυδία, τὴν πρώτη Εὐρωπαία Χρι­στιανή, πίστεψε καὶ ὁ δεσμοφύλακας καὶ σχηματί­σθηκε ἡ πρώτη ἐκκλησία τῆς Μακεδονίας, ἡ ἐκ­κλησία τῶν Φιλίππων. Τὴν ἀγαποῦσε τὴν ἐκ­κλησία αὐτὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τοὺς ἔστειλε μάλιστα καὶ σπουδαία ἐπιστολή, τὴν πρὸς Φιλιππησίους.

* * *

Γιὰ νὰ βρεθῶ, ἀδελφοί μου, στὴ Φλώρινα μπῆκα ἀ­πὸ τὴν Ἀθήνα στὸ σιδηρόδρομο. Προτοῦ νὰ ξεκι­νή­σῃ πέρασε ἀπ᾽ τὰ βαγόνια ἕ­νας ἐ­φημεριδοπώλης, ποὺ διαφήμιζε ἑβδομαδιαῖα «ἐλαφρὰ» πε­ριοδικά, ἀ­πὸ ᾽κεῖνα ποὺ παρ᾽ ὅλη τὴ φθορὰ ποὺ προκαλοῦν ἐπιτρέπε­­ται δυστυχῶς νὰ κυκλοφοροῦν. Ἔννοια σας, κοιμᾶ­στε! ἀδιαφορεῖτε γιὰ τὸν κίνδυνο… Ταινίες ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, αἰ­­σχρὰ περιοδικὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν σᾶς νοιάζει ἡ διάβρωσι τῶν ψυχῶν;
Σὲ χῶρες ποὺ θέλουν νὰ προστατεύσουν τὸ λαό τους τέτοια «προϊόντα» δὲν διατίθενται· δὲν διαβάζουν οἱ γυναῖκες ἐκεῖ τέτοια ἔντυπα. Ἐμεῖς ἐδῶ, ὀρθόδοξο κράτος, ἀφήνουμε τοὺς ἐκμεταλλευτάς, ἐκδότες καὶ δημοσιογράφους, νὰ ταΐζουν κοπριὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά μας. Γι᾽ αὐτό, μό­λις ὁ ἐφημε­ριδοπώλης μπῆκε στὸ τραῖνο, σὲ πέν­τε λεπτὰ πούλησε τὴν πραμάτεια του, καὶ κάθησαν οἱ κυρίες διπλοπόδι κι ἄρχισαν νὰ διαβάζουν.
Ἀντέστε, βρὲ κυράδες μου, ποὺ δια­βάζετε τέτοια ἔντυπα· ἀνοῖξτε ἀπόψε καὶ διαβάστε τὴν ἱστορία αὐτὴ τοῦ δεσμοφύλακα τῶν Φιλίππων στὸ 16ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

50751374unled13

Ολόκληρη ἡ ὁμιλία, χωρίς περικοπές

Ἑορτολόγιο
06-29 Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
1967 Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Φιλίππους (Πράξ. 16,6-34)
α΄) Οἱ πρόγονοί μας δέχονται τὸ Εὐαγγέλιο!
β΄) Ἔφυγε τὸ σκοτάδι, ἦλθε τὸ φῶς
γ΄) Μικρογραφία τῆς σημερινῆς ζωῆς

Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;

«Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (Πράξ. 16,9)
«Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;… Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου» (Πράξ. 16,30-31)
Ὡς σᾶς εἶνε γνωστόν, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος ἦτο ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εὑρίσκετο στὴ Μικρὰ Ἀσία. Καὶ ὅπως ὁ περιβολάρης φυτεύει στὸ περιβόλι του τὰ λουλούδια, ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ μίαν δεξιοτεχνίαν ἐφύτευε τὸν Χριστιανισμό. Κ᾽ ἔφτασε κηρύττοντας τὸν χριστιανισμὸ ἔφθασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἀρχαία πόλιν, στὸ τοπίον τὸ ἀρχαῖον τὸ ὁποῖον ἔψαλε ὁ Ὅμηρος, ἔφτασε στὴν Τρῳάδα, στὸ Σκαμάνδριον πεδίον (Ἰλιάς 2.465-467). Ἐκεῖ ἔφτασε καὶ ἐκεῖ ἐκήρυττε.
Μιὰ βραδιά, καθὼς ἦταν κουρασμένος καὶ ἐκοιμᾶτο πάνω στὴν ἀμμουδιά, γιατὶ τότε οἱ ἀπόστολοι δὲν εἴχανε μέγαρα καὶ πλούτη καὶ θησαυρούς, καθὼς κοιμοῦνταν στὴν ἀμμουδιά, κοντὰ ἐκεῖ στὴν Τροίαν, εἶδε ὄνειρον· ὄχι ὄνειρον, εἶδε ὅραμα. Τὴ νύχτα παρουσιάστηκε μπροστά του, λέγουν οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ἕνας Μακεδὼν καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέγει· Σὲ παρακαλοῦμε, πέρασε πέρα, ἔλα στὴν Μακεδονία, σὲ χρειαζόμεθα· «Διαβὰς [εἰς Μακεδονίαν] βοήθησον ἡμῖν» (Πράξ. 16,9). Ὁ Παῦλος ἐπίστευσε στὸ ὅραμα καὶ τὸ ἄλλο πρωὶ μαζὶ μὲ τὸν συνεργάτη του, Σίλα ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Τρωάδα, μπῆκαν σὲ καΐκι καὶ νά τώρα τὸ καΐκι σχίζει τὸ Αἰγαῖον πέλαγος καὶ φθάνει – ποῦ φθάνει; ποῦ πάτησε τὸ πόδι τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Ἐπάτησε εἰς τὴν Νεάπολι. Νεάπολις ὠνομάζετο στὴν ἀρχαία ἐποχὴ ἡ Καβάλα. Ὅποιος ἀπὸ σᾶς πῆγε στὴν Καβάλα, τὴν ὡραία αὐτὴ πόλι, θὰ σᾶς δείξουν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀξιοθεάτων τῆς πόλεως, ἐκεῖ στὴν προκυμαία θὰ σᾶς δείξουν τὸ μέρος ποὺ ἐπάτησε τὸ πόδι τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐρχομένου ἐκ Τροίας εἰς τὴν Μακεδονία καὶ εἰς τὴν Εὐρώπη. Εὐλογημένη ἡ στιγμὴ ποὺ ἐπάτησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ πόδι του στὴν Μακεδονία. Ἐκεῖ δὲν ἔμεινε. Ἀπὸ τὴ Νεάπολη ἄρχιζε ἕνας δρόμος, ἕνας δρόμος ἀρχαῖος, στρατιωτικὸς δρόμος, μεγάλη λεωφόρος ποὺ ἔστρωσαν οἱ ἀρχαῖοι ῾Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, ἡ λεγομένη Ἐγνατία ὁδός, τῆς ὁποίας τμῆμα εἶνε κάτω στὴν Θεσσαλονίκη. Μεγάλη ὁδὸς αὐτὴ ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὴ Νεάπολι καὶ ἔφτανε μέχρι τὸ Δυρράχι. Ἐβάδισε μὲ τὰ πόδια του ὁ ἀπόστολος Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Σίλα τὸν σύντροφό του· καὶ σὲ ἀπόστασι δώδεκα ὡς δεκατρία χιλιόμετρα μακρὰν ἀπὸ τὸ ἐπίνειον τῆς Νεαπόλεως ἔφτασε ἐπὶ τέλους ὁ Παῦλος στοὺς Φιλίππους. Ἦταν δὲ οἱ Φίλιπποι ἀρχαιοτάτη πόλις, ἡ μεγαλυτέρα τότε πόλις τῆς Μακεδονίας, ἡ ὁποία εἶχε πληθυσμόν διακοσίων-τριακοσίων χιλιάδων. Τώρα ποῦ ᾽νε τὰ θέατρά της; ποῦ ᾽νε τὰ μέγαρά της; ποῦ ᾽νε οἱ δρόμοι της; ποῦ ᾽νε τὰ ἱπποδρόμιά της; Ἐρείπια, ἐξηφανίσθη ὁλόκληρος. Οἱ ἀρχαιολόγοι σκάβουν καὶ πάλι σκάβουν καὶ βρίσκουν διαρκῶς λείψανα ἑνὸς ἀρχαίου πολιτισμοῦ. Εἰς τοὺς Φιλίππους λοιπὸν ἔφτασε. Ἐκεῖ ἐκήρυξε. Ἡ πρώτη ποὺ ἐπίστευσε σ᾽ αὐτὸν στὸν Χριστὸν ἦταν μία Ἑλληνίδα. Τὸ ὄνομά της Λυδία· αὐτὴ κατήγετο ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία· εὑρίσκετο εἰς τοὺς Φιλίππους. ἦταν ἔμπορος. Τὸ ἐπάγγελμά της ἦταν ἔμπορος πολυτίμων ὑφασμάτων, πανακρίβων ὑφασμάτων, τὰ ὁποῖα φοροῦσαν μόνον οἱ πλούσιοι καὶ οἱ βασιλεῖς· ἦταν ἔμπορος ὑφασμάτων ποὺ ἐβάφοντο μὲ τὸ κόκκινο ποὺ ἔβαζαν μέσα ἀπὸ τὰς πορφύρας τὰ κοχγύλια. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ λέξις πορφυρογέννητος. Μόνο βασιλιᾶδες, ὅταν γεννιῶντο ἔπεφταν ἀπό την κοιλια της μάνας των μέσα σὲ πορφύρες, μέσα σὲ κόκκινα μεταξωτὰ φορέματα πανάκριβα, καὶ ὠνομάζοντο πορφυρογέννητοι. Ἦτο λοιπὸν ἔμπορος πολυτίμων ὑφασμάτων. Καὶ τὸν ἤκουσε τὸν Παῦλο. Πολλὲς γυναῖκες τὸν ἄκουσαν, πολὺς κόσμος τὸν ἄκουσε, ἀλλὰ ἀπ᾽ ὅλους τοὺς Φιλίππους, τὴν μεγάλη αὐτὴν πόλιν, μιὰ ἐπίστευσε, μιὰ Ἑλληνίδα, Λυδία τὸ ὄνομα. Εἶνε λυπηρόν, ὅτι τὸ ὄνομα αὐτῆς τῆς πρώτης Εὐρωπαίας, εἶνε λυπηρόν, ὅτι τὸ ὄνομα αὐτὸ δὲν τὸ φέρουν τὰ παιδιά, τὰ κορίτσια τῆς Ἑλλάδος. Ἔπρεπε ἕνα τέτοιο ὄνομα [μιᾶς γυναικὸς] ποὺ ἐπίστευσε στὸν Χριστό, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ἀπὸ τὰ πλέον διαδεδομένα ὀνόματα στὴ Μακεδονία καὶ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ μόνον ἀπὸ τὰ ὀνόματα μπορεῖς νὰ καταλάβῃς, ὅτι ἐδῶ ἡ Ἑλλὰς πιστεύει στὸ Χριστό. Λυδία ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ ὄνομα τιμημένο καὶ εὐλογημένο. Ἡ πρώτη Εὐρωπαία ποὺ ἐπίστευσε στὸν Χριστό. Καταγωγή της Μικρασιάτις, πολῖτις τῶν Φιλίππων, Μακεδονίτισσα. Εἶνε ἄξιον πολὺς προσοχῆς ἐκεῖνον τὸ ὁποῖον λέγει, [ὅτι] «ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν [αὐτῆς] τοῦ προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου» (Πράξ. 16,14)· Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐφώτισε τὴν γυναῖκα αὐτὴ νὰ προσέχῃ. Τί σημαίνει αὐτό; Μπορεῖ νά ᾽χῃς πολυέλεο ἐδῶ μέσα· ἅμα δὲν στρίψῃς διακόπτη, σκοτάδι θὰ ᾽χῃς. Χρειάζεται διακόπτης. Τί σημαίνει τοῦτο; Ἅμα δὲν φωτίσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, δὲν πάει νὰ ξέρῃς γράμματα, δὲν πάει νὰ ᾽χῃς ἕνα μάτσο διπλώματα, δὲν πάει νὰ ξέρῃς ἐγγλέζικα καὶ ἀμερικάνικα, δὲν πάει νὰ ᾽σαι καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ νὰ μελετᾷς ὅλα τ᾽ ἀρχαῖα μνημεῖα (πάλι ὑπαινιγμὸς γιὰ τοὺς παγαντιστάς), δὲν καταλαβαίνεις ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ οὔτε γρῦ, οὔτε τὸ ἄλφα. Γιὰ νὰ καταλάβῃς τί εἶνε ἡ θρησκεία μας, δὲν χρειάζονται πολλὰ γράμματα, δὲν εἶνε ἀνάγκη ν᾽ ἀνοίξῃς ἐγκυκλοπαιδικὰ λεξικά· Πνεῦμα ἅγιον [χρειάζεται]. Μπορεῖ ἐδῶ στὴ Φλώρινα, ὄχι ἐγὼ ὁ μικρὸς καὶ ἀσήμαντος ἱεροκήρυκας ποὺ ἐνοχλῶ τ᾽ αὐτιὰ τῶν μεγάλων καὶ ἐνοχλοῦνται καὶ τὰ ἐναέρια κύματα ταράσσονται –ὁ νοῶν νοεῖτο–, ἀλλὰ καὶ ἂν ἔλθῃ  καλύτερος, δεν θα τον ακουσουν. Ὁ Χρυσόστομος νὰ σᾶς κηρύξῃ ἐδῶ πέρα, νὰ πῇ χρυσᾶ λόγια, τὸ στόμα του νὰ εἶνε ποτάμι ἀπὸ χρυσάφι, ἀλλα και νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο (τὴ μεγάλη καὶ παλαιὰ ἐνορία τῆς πόλεως, που ἦταν τὸ παλαιὸ κοιμητήριο) καὶ νά ᾽ρθῃ ἐδῶ νὰ σᾶς κηρύξῃ, ἀδέλφια μου, ἂν δὲν ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιον, τίποτα. 

Παρακαλέστε ἀπόψε νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιον, καὶ τότε θὰ δῇς οἱ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, ποὺ δὲν φοίτησαν στὶς ἀκαδημίες τοῦ Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους, ποὺ δὲν πῆγαν νὰ σπουδάσουν, ἔγιναν σοφώτεροι τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους. Πνεῦμα ἅγιον. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἄνοιξε κέντισε τὴν καρδιὰν καὶ ἐπρόσεχε σ᾽ αὐτά. Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε. Χίλιοι ἀκοῦνε. Θὰ ᾽μαι εὐχαριστημένος ἀπόψε, ἀπὸ ὅλους ἐσᾶς, δυὸ-τρεῖς-τέσσερις νὰ τοὺς φωτίσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἐπίστευσε ἡ Λυδία εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλὰ ἐκεῖ συνέβη ἕνα μεγάλο ἐπεισόδιον καὶ περὶ τοῦ ἐπεισοδίου αὐτοῦ ἐπιθυμῶ νὰ εἴπω ὀλίγας λέξεις καὶ νὰ τελειώσω τὸν λόγον μου.
Καθὼς Ἐπῆγα στὰ ἐρείπια τῶν Φιλίππων καὶ εἶδα τὸ μπουντρούμι ποὺ ἐφυλακίσθη ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἔκλαψε ἡ ψυχή μου. Ἐκεῖ λοιπόν, καθὼς περπατοῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν Σίλα στὸ δρόμο, βγῆκαν τὰ δαιμόνια στὸ δρόμο καὶ φώναζαν. Ἐναντίον τοῦ Παύλου; Ὄχι! Δείχνανε τὰ δαιμόνια τὸν Παῦλο καὶ ἔλεγαν· Αὐτὸς εἶνε ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς λέγει ἀλήθεια, αὐτὸς «καταγγέλλει [ἡμῖν] ὁδὸν σωτηρίας» (ἔ.ἀ. 16,17). Μὰ ὁ Παῦλος δὲν ἔπεσε στὴν παγίδα· γιατὶ ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε διαφήμισι ἀπὸ τὸν διάβολο. Τὰ δαιμόνια αὐτὰ εἶχαν φωλιάσει, Ὅπως οἱ σφῆγκες φωλιάζουν σὲ γέρικες ἐλιές, σὲ γέρικα δέντρα, ἔτσι καὶ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ κοριτσιοῦ [εἶχαν φωλιάσει τὰ δαιμόνια]. Μανάδες, προσέχετε! Μὴ στέλνετε τὰ παιδιά σας στὸ διά᾽ολο. Ἔχω πολλὰ παραδείγματα. Τὴν ὥρα ποὺ καταριέσαι καὶ βγάνεις εἰσιτήρια γιὰ τὸν διάβολο, πρόσεχε καλά, διότι τὴν ὥρα ἐκείνη μπορεῖ νὰ φωλιάσῃ μέσ᾽ στὸ κορίτσι σου ὁ σατανᾶς καὶ θ᾽ ἀναγκασθῇς νὰ πᾷς στὸν Ἅγιο Γεράσιμο κάτω. Εἶδα πολλὲς γυναῖκες καὶ μανάδες ποὺ καταριόνταν τὸν ἑαυτόν τους, ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ ὀργῆς κατηραστήκανε τὰ παιδιά τους καὶ φωλιάσανε [μέσα τους δαιμόνια].
Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύομεν, ὅτι ὑπάρχουν δαιμόνια, ὅτι ὑπάρχει κόσμος πονηρὸς πνευμάτων ἀοράτων, τὰ ὁποῖα ἐπηρεάζουν ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα. Κατ᾽ ἐξοχὴν σήμερα ζῶμεν εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου.
Φώλιασε στὸ κορίτσι αὐτὸ τὸ δαιμόνιον. Ἔγινε μάγισσα, ἔλεγε τὰ μυστικὰ τῶν ἀνθρώπων, εἶχε δουλειά. Εἶχε «πνεῦμα πύθωνος», καθὼς λέγουν (ἔ.ἀ. 16,16). Μὴν παραξενεύεστε. Κάτω στὴν Ἀθήνα μίλησα καὶ τοὺς τὸ ᾽πα, ὅτι ἔχουν πνεῦμα πύθωνος. Δὲν ξέρω ἐδῶ στὴ Φλώρινα, ἂν ὑπάρχῃ αὐτὸ τὸ «πνεῦμα τοῦ πύθωνος», τὸ πνεῦμα τῶν δαιμονίων. Κάτω στὴν Ἀθήνα ἔμαθα, ὅτι κάθε νύχτα τὰ μεσάνυχτα -Ἂν χτυπήσω ἐγὼ καμπάνα τὰ μεσάνυχτα νὰ κάνωμε ἀγρυπνία, οὔτε πέντε δὲν θά ᾽ρθετε-, Μὰ στὴν Ἀθηνα, τὰ μεσάνυχτα, χτυπάει ὁ διάβολος τὰ σήμαντρά του καὶ μαζεύονται κυρίες ἀριστοκρατίας… Νὰ μὴν προχωρήσω. Δὲν θέλω νὰ ταράξω ἐδῶ τὴν πόλιν σας, γιατὶ ὅ,τι μεγάλες ἀλήθειες ἔχω, τὶς ῥίπτω ἐκεῖ κάτω στὴν Ἀκρόπολι (=Ἀθήνα), καὶ δὲν θέλω ἐδῶ πέρα νὰ ταράξω τὸ περιβάλλον. Κάτι μικρὲς ἀλήθειες εἶπα καὶ ἀμέσως πέσανε καὶ τὰ εἴπανε μέχρι Ἀθηνῶν καὶ σήμερα κάτω στὴν Ἀθήνα βουΐζει ὁ τόπος, ὅτι ὁ τρελλὸς Αὐγουστῖνος ἀνέβηκε πάλι στὴ Φλώρινα. Γιατὶ ἔτσι μᾶς θεωροῦνε. Ἅμα ποῦμε μερικὲς ἀλήθειες, μᾶς θεωροῦν τρελλοὺς καὶ ἀνισορρόπους. Τὰ δέχομαι τὰ παράσημα αὐτά. Δὲν θέλω λοιπὸν νὰ σᾶς ταράξω, νὰ σᾶς πῶ ποιές κυρίες μεγάλες τῆς ἀριστοκρατίας, ποὺ δὲν πᾶνε ποτὲ στὴν ἐκκλησιά, κάθε βράδυ, ὅταν χτυπήσῃ τὸ σήμαντρο τοῦ διαβόλου, μαζεύονται στὰ τραπεζάκια τῶν πνευματιστῶν. Δὲν ξέρω, ἂν ὑπάρχῃ στὴ Φλώρινα πνευματίστρια. Πληρώνουν χρήματα πολλά, διὰ νὰ μαθαίνουν τὰ μυστικὰ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, τὰ λεγόμενα μέντιουμ. Μακριά! Τὸ μέντιουμ δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ εἶνε μία μαγεία ὄχι γύφτισσες, ἀλλὰ μία μαγεία ἐξελιγμένη τῆς προόδου, μοντέρνα μαγεία.
Λοιπόν, ἐκεῖ μέσα αὐτὸ τὸ μέντιουμ τῶν Φιλίππων ἔκανε διαφήμισι γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Δὲν δέχτηκε τὴν διαφήμισι, ἀλλὰ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ [εἶπε]· Πονηρὸν δαιμόνιον, σὲ διατάζω!… Καὶ ὅπως ξεριζώνεις τ᾽ ἀγκάθια, ὅπως ὁ γιατρὸς ξερριζώνει τὰ σάπια δόντια, ἔτσι ξερρίζωσε ὁ Παῦλος τὸ δαιμόνιον πού ᾽χε φωλιάσει μέσα στὴ δυστυχισμένη κόρη. Ἔπαψε τὸ δαιμόνιον νὰ μαντεύῃ, ἔπαψε τὸ ἐμπόριον τῆς μαγείας. Ἔχασαν τὰ κέρδη των οἱ ἔμποροι τῆς μαγείας, τ᾽ ἀφεντικά τους. Καὶ τ᾽ ἀφεντικά τους καταγγείλανε στὸν στρατηγὸ τῆς πόλεως τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν ὡς κακοποιὰ στοιχεῖα, ὡς διαιρέτας τῆς κοινωνίας. Καὶ ὁ στρατηγός, χωρὶς νὰ ἐξετάσῃ, πιάνει τὸν ἀπόστολον Παῦλο, ἔνταλμα συλλήψεως· συλλαμβάνει τὸν Παῦλο, συλλαμβάνει τὸν Σίλα, τοὺς δένουν, τοὺς πᾶνε στὴ φυλακὴ πού ᾽ταν ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τοὺς Φιλίππους καὶ τοὺς δίνουν στὸ δεσμοφύλακα. Κ᾽ ἐκεῖ τοὺς ἔδειρε ἄγρια ὁ δεσμοφύλακας, τοὺς μάτωσε τὸ κορμί, τοὺς ἔδεσε μὲ σχοινιά, τοὺς ἔβαλε σ᾽ ἕνα ξύλο μὲ τρύπες πολλές· σὲ μιὰ τρύπα ἔβαλε τὸ δεξιό του χέρι, στὴν ἄλλην τρύπη ἔβαλε τὸ ἀριστερό του χέρι, στὴν ἄλλη τρύπα ἔβαλε τὰ πόδια. Ἀκίνητοι ἤτανε, σταυρωμένοι ἀπάνω στὰ ξύλα, τὰ βασανιστικὰ ἐκεῖνα ξύλα. Ὁ Παῦλος στὴ φυλακή. Ὁ Παῦλος στὴν φυλακή; Ἔτσι εἶνε. Μέσα στὶς φυλακές, ἀδέρφια μου, δὲν εἶνε μόνο κακοποιὰ στοιχεῖα, δὲν εἶνε μόνο δολοφόνοι καὶ φονιᾶδες, δὲν εἶνε μόνο πλαστογράφοι καὶ ἀπατεῶνες, ἀλλὰ μέσ᾽ στὴ φυλακὴ ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς θὰ ὑπάρχουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι. Πέφτουν μέσ᾽ στὴ φυλακὴ καὶ ἀθῶοι ἄνθρωποι, πέφτουν, διότι ἡ ἁμαρτία εἶνε μεγάλη· πέφτουν ἐξαιτίας τῶν ἐλεεινῶν ἐκείνων ὑποκειμένων ποὺ παλαμίζουν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ λέγουν ψεύτικους ὅρκους. Ἔπεσε μέσ᾽στὴν φυλακή. Ἀλλὰ πόσο διέφερε ὁ Παῦλος ἀπὸ τοὺς ἄλλους φυλακισμένους. Δὲν χάνει, ἀδέλφια μου, ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀξία. Ἅμα ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀξίαν, ἅμα ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅπου νὰ τὸν ῥίξῃς, ἔχει τὴν ἀξία του. Τὸ μάλαμα, τὸ διαμάντι, ἂν τὸ βάλλῃς ἐπάνω στὸ στέμμα τοῦ βασιλιᾶ, ἔχει τὴν ἀξία του. Μὰ τὴν ἴδια ἀξία ἔχει [καὶ] ἂν τὸ βγάλῃς ἀπὸ τὸ στέμμα τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸ ῥίψῃς μέσα στὰ χώματα καὶ μέσ᾽ στὴν κοπριά. Καὶ μέσ᾽ τὶς κοπριὲς καὶ μέσ᾽ τὸν βόρβορον. Εἶδα ἄνθρωπο ἐγώ, να ψάχνει μὲ τὸ χέρι του μέσα στὰ σκουπίδια, γιὰ νὰ βρῇ διαμάν­τια πού ᾽χασε. Ἂν εἶνε λοιπόν ὁ ἄνθρωπος χρυσάφι, ἂν εἶνε διαμάντι, ὅπου νὰ πέσῃ, δὲν χάνει τὴν ἀξία του. Ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος, τὸ διαμάντι τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε μέσα στὴν φυλακή, μά δὲν ἔχασε τὴν ἀξία του καὶ τὴν πολυτιμότητά του. Στὴ φυλακὴ ὁ Παῦλος. Βλαστημοῦσαν μέσ᾽ στὴν φυλακή. Πρέπει νὰ ζήσετε στὴ φυλακή, γιὰ νὰ δῆτε πόσο σκληρὰ εἶνε ἡ ζωὴ μέσ᾽ στὴ φυλακή. Βλαστημοῦσαν, αἰσχρολογούσανε, βωμολοχούσανε, καταριόντανε· ἀλλὰ ὁ Παῦλος πονεμένος, διψασμένος, πεινασμένος, πληγωμένος, καρφωμένος στὸν σταυρόν του μαζὶ μὲ τὸν Σίλα –ἄχ τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε ὁ Χριστιανισμός!– καμμιά κατάρα, καμμιά βλαστημία, καμμιά αἰσχρολογία. Ἀλλὰ τὴ φυλακή, τὸ μπουντρούμι τὸ κάνανε ἐκκλησία. Καὶ τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα ποὺ τὰ πουλιὰ κοιμοῦνται ἐπάνω στὰ βουνά, μέσ᾽ στὰ δάση, καὶ τὰ νήπια κοιμοῦνται στὶς ἀγκαλιὲς τῶν μανάδων των, τὰ μεσάνυχτα δὲν εἶχαν κλείσει στόμα. Ἡ γλῶσσα των ἔγινε κιθάρα καὶ τὸ μπουντρούμι τὸ κάνανε ἐκκλησία καὶ τραγουδούσανε ὁλόγλυκα τραγούδια ἀγάπης στὸ Χριστό. Οἱ φυλακισμένοι μένανε ἐκστακτικοί. Τί ἄνθρωποι νὰ εἶνε αὐτοί!; τί ζητοῦν ἐδῶ πέρα!; Καὶ μόνον αὐτό; Ξαφνικὰ τὴ νύχτα ἔκανε τὸ θαῦμα του. Ὅπως, ὅταν ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε στὸ Γολγοθᾶ, ἐσείσθηκε ὁ Γολγοθᾶς καὶ ὁ ἑκατόνταρχος ἔπεσε μπροστὰ στὸν σταυρὸ καὶ εἶπε «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὖτος» (Ματθ. 27,54), ἔτσι καὶ τὴ νύχτα στοὺς Φιλίππους μέσα, ἐνῷ ὁ στρατηγὸς κοιμοῦνταν γλυκὰ – γλυκὰ στὸ κρεβάτι του, καὶ οἱ ἀρχοντάδες κοιμοῦνταν στὰ μαλακὰ στρώματά των, καὶ οἱ πλούσιοι σηκωθήκανε τὴ νύχτα καὶ μετροῦσαν τὰ τριάκοντα ἀργύρια, καὶ οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄντρες ζοῦσαν τὴν ζωήν τους, μέσα στὴ φυλακὴ ἕνας Παῦλος μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μιὰ οὐρανομήκης ψυχή, μία ἁγία ψυχή ἔψαλλε ὁλόγλυκα τραγούδια στὸ Χριστό. Ναί, τὴ νύχτα ἐκείνη ἔκαναν τὸ θαῦμα του. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύομεν, ὅτι ὁ σεισμὸς εἶνε φυσικὸν φαινόμενον, ἀλλὰ ἔχει τὴν ῥίζαν του τὴν ὑπερφυσικήν· «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ. 103,32). Θεέ μου, λέει, τὸ δαχτυλάκι σου ν᾽ ἀγγίξῃ ἐπάνω στὶς κορυφές, ταράζεται ὁλόκληρος ἡ γῆ. Ἔτσι καὶ ἡ γῆ. Ἐσείσθη ἡ φυλακή, συθέμελα σείσθηκε ἡ φυλακή. Ἄνοιξαν οἱ σιδερένιες πόρτες. Σκοτάδι μεγάλο. Ὁ δεσμοφύλακας ταράχθηκε. Ὑπεύθυνος γιὰ τὴν φρούρησι, ἔβγαλε τὸ σπαθί του, τὸ ῥωμαϊκὸ σπαθί του, καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ βάλῃ στὴν καρδιά του, νὰ καρφώσῃ τὴν καρδιά του, ν᾽ αὐτοκτονήσῃ. Γιατὶ ἦταν ἡρωικοὶ οἱ ἄντρες τῆς ῾Ρώμης καὶ τό ᾽χανε ἀτιμία νὰ φύγουν οἱ φυλακισμένοι. Συναγερμὸ ἐσήμανε. Ποῦ συναγερμός; Ὅταν σείει σεισμός!… Στὴν Λισσαβῶνα (=πρωτεύουσα τῆς Πορτογαλίας), ὅταν ἔγινε σεισμός, ὅλοι οἱ φυλακισμένοι φύγανε. Ἄντε νὰ τοὺς ψάξῃς καὶ νὰ τοὺς βρῇς. Καὶ στὴν Κεφαλλονιὰ καὶ παντοῦ. Σεισείσθηκαν. Τὴν ὥρα ποὺ εἶδε μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸν δεσμοφύλακα νὰ βγάζῃ τὸ σπαθί του για ν᾽ αὐτοκτονήσῃ, μέσα ἀπὸ ᾽κεῖ ὁ Παῦλος, ποὺ τὸν εἶχε χτυπήσει και τὸν εἶχε ὑβρίσει ὁ δεσμοφύλακας, μιμητὴς τοῦ Ἐσταυρωμένου φωνάζει καὶ λέγει· Μὴν κάνῃς κανένα κακὸ στὸν ἑαυτόν σου, ἐδῶ εἴμεθα ὅλοι! Ἀνάβει λυχνάρι, μπαίνει μέσα ὁ δεσμοφύλακας, μετράει τὸ κοπάδι του. Ὅπως ὁ τσοπᾶνος μετράει τὸ κοπάδι του, ἔτσι νούμερο καταντάει ὁ ἄνθρωπος στὶς φυλακές, μὲ τὰ νούμερα ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα… Διαβάστε στὸ Ντοστογιέφσκυ τοὺς φυλακισμένους, νὰ δῆτε ἐκεῖ πέρα τὴν τραγικότητα τῶν φυλακῶν. Μετράει τὸ κοπάδι καὶ τοὺς βρίσκει ὅλους. Καὶ μετὰ στρέφεται στὸν Παῦλο. Καταλαβαίνει, ὅτι ὁ Παῦλος δὲν εἶνε ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, δὲν εἶνε ἀπατεώνας, δὲν εἶνε πλαστογράφος, δὲν εἶνε κανεὶς ἐγκληματίας τοῦ αἰῶνος τούτου· καταλαβαίνει, ὅτι ἡ φυλακὴ μέσα ἔχει κάποια ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία, κάποιον ἅγιον. Πέφτει στὰ πόδια του, φιλάει τὰ πόδια του. Τοῦ λέγει· Ἄνθρωπέ με, συγχώρεσέ με. Σ᾽ ἔδειρα, σὲ φυλάκισα, σὲ χτύπησα. Τί νὰ κάνω νὰ σωθῶ; Καὶ ὁ Παῦλος πληγωμένος ἐπάνω στὸ ξύλο τοῦ λέγει· «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου». Δὲν ἔχεις τίποτε ἀλλὰ νὰ κάνῃς [παρὰ] νὰ πιστεύσῃς στὸν Χριστὸ καὶ θὰ σωθῇς σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου (βλ. Πράξ. 16,30-31). Δὲν λέγω περισσότερα, διαβάστε παρακάτω νὰ δῆτε, ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη ὁ δεσμοφύλακας τοῦ ἔπλυνε τὶς πληγές του και βαπτίστηκε αὐτός, βαπτίστηκε ἡ γυναίκα του, βαπτιστήκανε τὰ παιδιά του. Τὸ πρωί, ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος, νέος κόσμος ἀνέτειλε στὴν ψυχή. Τὸ σκοτάδι ἔφυγε, τὸ φῶς ἦλθε. Ἔτσι κον­τὰ στὴ Λυδία, κοντὰ στὴν πρώτη Μακεδονίτισσα ποὺ ἐπίστευσε, ἐπίστευσε καὶ ὁ δεσμοφύλακας καὶ ἐσχηματίσθη ἀπὸ τὴ Λυδία καὶ ἀπὸ τὸν δεσμοφύλακα ἡ πρώτη Ἐκκλησία τῆς Μακεδονίας.
Ἀγαποῦσε τὴν Ἐκκλησία αὐτὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔστειλε μία σπουδαιοτάτην ἐπιστολή. Ἀντέστε, βρὲ κυράδες, ποὺ διαβάζετε αὐτὰ τὰ γεμᾶτο κόπρια περιοδικα. Μπῆκα μέσα στὸ σιδηρόδρομο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μπῆκε μέσα ἕνας ἐφημεριδοπώλης. Φώναξε [διαφημίζοντας] ἐκεῖνα τὰ αἰσχρὰ περιοδικά. Ἔννοια σας! Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ τὰ ἐξηγήσω. Δὲν ὑπάρχει κράτος. Στὴ Μόσχα δὲν πωλοῦνται τέτοια πράγματα. Ἄντε νὰ πειράξῃς ῾Ρωσίδα. Δὲν διαβάζουν οἱ ῾Ρωσίδες τέτοια. Ἐμεῖς ἐδῶ, ὀρθόδοξο βασίλειο, ἀφήνομε τοὺς ἐκμεταλλευτάς, τοὺς αἰσχροτάτους δημοσιογράφους, νὰ πωλοῦνε κοπριὰ στὶς γυναῖκες μας καὶ τὰ παιδιά μας. Ἔννοια σας, κοιμᾶστε! Ἂς ἐνδιαφέρεστε γι᾽ αὐτά! Κινηματογράφος ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά, τα αἰσχρὰ περιοδικὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μόλις μπῆκε μέσα ὁ ἐφημεριδοπώλης σὲ πέντε λεπτὰ ἄδειασε, πούλησε ὅλα τὰ αἰσχρὰ περιοδικά, καὶ καθήσανε οἱ κυρίες μὲ τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ διπλοπόδι νὰ διαβάζουν αὐτὰ τὰ αἰσχρότατα περιοδικὰ τοῦ κόσμου. Ἀντέστε, σεῖς κυράδες μου, ἀπόψε καὶ διαβάστε τὴν ἱστορία στὸν δέκατον ἕκτον 16ον κεφάλαιον τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων.

Γ΄. Μία μικρογραφία τῆς σημερινῆς ζωῆς

Τελείωσα. Προτοῦ νὰ τελειώσω Θὰ μοῦ πῆτε· Μὰ τί σχέσι ἔχει αὐτὸ μ᾽ ἐμᾶς; Αὐτὸ τὸ γεγονὸς συνέβη πρὸ δεκαενέα ἀκριβῶς αἰώνων σὲ μίαν ἀρχαίαν πόλιν τῆς πατρίδος μας. Ἔχει σχέσιν. Πρῶτον μὲν, διότι ἀπέδειξα ὅτι ὁ πρῶτος Χριστιανὸς τῆς Εὐρώπης εἶνε Μακεδὼν, καὶ δεύτερον γιατὶ θέλω νὰ σᾶς παρουσιάσω ὅτι τὸ ἐπεισόδιον τῶν Φιλίππων εἶνε μία μικρογραφία τῆς σημερινῆς μας καταστάσεως.
Τί συμβαίνει; Σεισμός. Ἕνας σεισμὸς ἔγινε καὶ ξύπνησε ἡ καρδιά· ἡ σκληρὴ καρδιὰ τοῦ δεσμοφύλακα ἐπίστευσε. Καὶ σήμερον, ἀγαπητοί μου, σείεται ὁ κόσμος ὁλόκληρος, σείεται ἡ γῆ μας. Ἄ, ὅταν ἀκούσετε σεισμό, μὴ νομίσετε μὴν πᾶτε μὲ τὸν μυαλό σας [σὲ] σεισμὸ φυσικό. Μὴν φοβᾶστε τὸν σεισμὸ αὐτό. Ἂν γίνῃ σεισμὸς στὴ Φλώρινα, θὰ ταραχτοῦν τὰ σπίτια, θὰ σκοτωθοῦν δέκα, εἴκοσι, τριάντα, πενήντα, ἑκατὸ ἀνθρώποι, θὰ γκρεμιστοῦν μερικὰ σπίτια. Δὲν εἶνε τίποτα ὁ σεισμὸς αὐτός. Ὅταν τὸ Εὐαγγέλιο λέγῃ ὅτι θὰ γίνουν σεισμοὶ μεγάλοι ἐπὶ τῆς γῆς (Ματθ. 24,7. Μᾶρκ. 13,8. Λουκ. 21,11), δὲν ἐννοεῖ σεισμοὺς φυσικούς. Θὰ γίνουν καὶ φυσικοὶ σεισμοί, ὅπως ἔγιναν στὴν Κεφαλλονιὰ καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ κάτω στὴ Σαντορίνη. Μὴ φοβᾶστε τοὺς σεισμοὺς αὐτούς. Ἐγὼ φοβοῦμαι ἄλλο σεισμό. Ποιό σεισμό; Σεισμοὺς κοινωνικούς. Ὅπως σείεται ἡ γῆ, σείονται καὶ οἱ κοινωνίαι ἐκ τῶν θεμελίων αὐτῶν· καὶ ὅπως ἐσείσθη ἡ φυλακὴ τῶν Φιλίππων, [ἔτσι] σείονται ἐκ θεμελίων σήμερον αἱ κοινωνίαι. Εὑρισκόμεθα, ἀδέρφια μου, σὲ μίαν κοσμογονικὴν ἐποχή, σὲ μίαν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ σατανᾶς παλεύουν καὶ κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἀποκλείεται νὰ νικήσῃ ὁ σατανᾶς καὶ ἐπάνω στὸ χάος νὰ ἐπικρατήσῃ μία ἀπαισία καὶ ἀθλία κατάστασις. Τελικῶς [ὅμως] δὲν θὰ νικήσῃ ὁ σατανᾶς, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι θὰ τιμωρηθοῦν τῆς γενεᾶς μας, διότι μεταξὺ Βαραββᾶ καὶ Χριστοῦ ἐπροτίμησαν τὸν Βαραββᾶν καὶ ὄχι τὸν Χριστόν.
Σείεται σήμερα ἡ κοινωνία μας. Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ τὰ ἐξηγήσω, ἕνα μόνο σᾶς λέγω. Σείεται τὸ μικρότερον βασίλειον τοῦ κόσμου. Τὸ δὲ μικρότερον βασίλειον τοῦ κόσμου ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ Ἑλλάδα; Ὄχι. Τὸ μικρότερο βασίλειο τοῦ κόσμου εἶνε ἡ οἰκογένεια. Ὁ ἄντρας εἶνε ὁ βασιλεύς, ἡ γυναίκα εἶνε ἡ βασίλισσα καὶ τὰ παιδιὰ εἶνε μέσα [σ]τὸ βασίλειον. Αὐτὸ εἶνε τὸ μικρότερον βασίλειον τοῦ κόσμου. Σήμερον ἡ οἰκογένεια σείεται. Ὦ Θεέ μου, δύο Ἔχει βάλει ὁ διά᾽ολος –νὰ ὁμιλήσω ἁπλᾶ νὰ μὲ καταλάβετε, πολὺ ἁπλᾶ―, ἔβαλε ὁ διά᾽ολος σήμερα στὴν οἰκογένεια τὴν ἑλληνικὴν δύο δυναμῖτες καὶ θὰ τινάξῃ στὸν ἀέρα τὴν οἰκογένεια. Σὲ λίγο δὲν θὰ ᾽χωμε οἰκογένεια. Εἴχαμε οἰκογένεια. Πτωχοὶ εἴμεθα, μικρὸς λαὸς εἴμεθα, ἀλλὰ εἴχαμε οἰκογένεια.
Κάποτε σ᾽ ἕνα καράβι ποὺ ἔπλεε στὸν ὠκεανὸν τέσσερις-πέντε ναῦται ἀπὸ διάφορα ἔθνη ἐκαυχῶντο γιὰ τὶς πατρίδες των. Ὁ ναῦτης ὁ ῾Ρῶσσος ἔβγαλε τὸ χάρτη, ξάπλωσε τὶς χεροῦκλες του ἐπάνω στὴν χώρα· Νά, λέγει, ἡ Ρωσία εἶνε μεγάλη χώρα, ἀπέραντος χώρα. Ἐκαυχᾶτο γιὰ τὴν μεγάλη χώρα. Ὁ Γερμανὸς εἶπε· Ἐμεῖς εἴμεθα ἐπιστήμονες. Παίρνομε τὸ ἀτσάλι καὶ τὸ κάνομε βελόνα γραμμοφώνου. Ὁ Ἄγγλος ξάπλωσε τὶς χεροῦκλες του στὴν θάλασσα καὶ εἶπε· Ἐμεῖς βασιλεύομε στὰ πελάγη. Καὶ ὁ Ἰταλὸς τί ἄλλο εἶχε; Πῆρε ἕνα μαντολίνο καὶ ἔψαλλε ὄμορφα τραγούδια, γιατὶ μόνο γιὰ μουσικὲς καὶ τραγούδια εἶνε. Τέλος, ὁ Ἕλληνας Καὶ σύ, Ἕλληνα Γκρέκο, τί ἔχεις νὰ καυχηθῇς; ἔχεις χωράφια καὶ κάμπους; ἔχεις ἐργοστάσια καὶ καμινάδες; ἔχεις βιολιὰ καὶ διασκεδάσεις; ἔχεις θάλασσα καὶ καράβια μεγάλα; Τὸν πῆρε τὸ παράπονο τὸ Γκρέκο. Βγάζει μέσα ἀπὸ τὴν φανέλλα του τὴ μουσκεμένη –θερμαστὴς ἦταν στὰ παλιὰ καράβια–, βγάνει μέσα ἀπὸ τὴν φανέλα του τὴν μουσκεμένη, βγάζει μιὰ φωτογραφία. Ἦταν ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του. Νά ἡ πατρίδα μου, ἔχομε οἰκογένεια στὴν Ἑλλάδα. Ἀφωσιωμένη στὸν ἄντρα ἡ γυναίκα. Οὔτε τὸ φτυάρι δὲν τοὺς διαλύει. Τώρα δυναμίτης. Πρῶτα, στὴ Φλώρινα, στὴ Μακεδονία, στὸ Μοριὰ ὁλόκληρο δὲν ὑπῆρχε διαζύγιο. Ἑκατὸ χρόνια νὰ περνούσανε, διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε. Τώρα!… μόνο κάτω στὴν Ἀθήνα ποὺ τὴν ὠνόμασαν Βαβυλῶνα ―καὶ εἶπα μιὰ σκληρὰ λέξι ποὺ τὴ μάθανε κάτω στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ἐπαναλαμβάνω μπροστά τους· ποὺ ἔγινε ἕνα διεθνὲς πορνεῖον, ἡ Ἀθήνα εἶνε διεθνὲς πορνεῖον· καὶ ἂν πέσουν πέντε βόμβες, ἡ πρώτη βόμβα θὰ πέσῃ μέσ᾽ στὴν Ἀθήνα νὰ τὴν ξερριζώσῃ σύμπαντα―, ναί, μέσα εἰς τὴν Ἀθήνα παντρεύονται ἑφτὰ χιλιάδες ζευγάρια. Διαζύγια; Τρεῖς χιλιάδες διαζύγια, τὰ μισὰ διαζύγια. Φάμπρικα διαζυγίου ἔγινε μέσα ἡ Ἀθήνα μὲ τὶς πορνεῖες καὶ τὶς μοιχεῖες. Ἄχ, χρόνια δυστυχισμένα, χρόνια ποὺ ἦλθαν νὰ βγοῦνε τὰ λόγια τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ποὺ εἶπε· Θά ᾽ρθουν χρόνια δυστυχισμένα στὴν πατρίδα μας. Καὶ πῶς; Θὰ ᾽ρθῃ ἐποχὴ ποὺ ὁ ἄντρας θ᾽ ἀλλάζῃ τὴν γυναῖκα του σὰν τὸ πουκάμισό του καὶ ἡ γυναίκα θ᾽ ἀλλάζῃ τὸν ἄντρα της σὰν τὴν ῥόμπα της. Ναί, αὐτοῦ φτάσαμε, γιατὶ φύγαμε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ ἕνας δυναμίτης εἶνε τὸ διαζύγιο, ὁ ἄλλος δυναμίτης ποιός εἶνε; Θὰ πῶ σκληρὰ λόγια. γιατὶ ἐδῶ στὴν Φλώρινα δὲν ἦλθα γιὰ κανένα σκοπό. Ἀλλὰ Ἀφοῦ ἦρθα στὴ Φλώρινα θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἅμα τὴν ἀκούσετε καλῶς· αν δὲν μ᾽ ἀκούσατε; Φέρτε μιὰ λεκάνη νὰ πλύνω τὰ χέρια μου καὶ νὰ πῶ· «Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματός» σας.

Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας. Δὲν γεννᾶνε πιὰ οἱ γυναῖκες. Κάτω στὴν Ἀθήνα στην πλουσιωτέρα συνοικία τῆς Ἀθήνας, τὸ Κολωνάκι τὸ περίφημο, οἱ κυράδες με τὰ πιάνα, με ὅλα τὰ κομφὸρ και τις ἀνέσεως, βλέπεις ὡραῖα σαλόνια, μουσικές, πιάνα, τηλεόρασις τώρα, νέο κουτὶ τοῦ δια᾽όλου ποὺ θὰ βλέπουμε του δια᾽όλου τὰ ἔργα, βλέπεις σκυλιὰ περιποιημένα, βλέπεις γατιά, βλέπεις τὰ πάντα. Παιδιὰ δὲν βλέπεις. Μόνο ἕνα παιδάκι, ἕνα – δυό! Σπίτια πλούσια, ποὺ μποροῦσαν νὰ θρέψουν πολλὰ παιδιά, ἔχουν ἕνα-δυὸ μαμμόθρεφτα καὶ διεφθαρμένα καὶ κακοηθέστατα καὶ ἀναιδέστατα, ποὺ δὲν τολμᾷ ὁ δάσκαλος [νὰ τὰ μαλώσῃ]. Ἕνας δάσκαλος στὸ Κολωνάκι μοῦ λέει· Θὰ φύγω, θὰ πάω στὴν Μακεδονία. Δὲν ὑποφέρω, δὲν τολμάω νὰ μαλώσω τὸ παιδάκι του, διότι ἀμέσως θὰ ᾽ρθῃ ὁ κύριος μὲ τὸ αὐτοκίνητό του νὰ μοῦ κάνῃ παρατήρησι. Ἄ, ρὲ χρόνια εὐλογημένα, ποὺ οἱ μανάδες μᾶς δίνανε στὸ δάσκαλο το δικαίωμα νὰ τα μαλώνῃ, ἄμα δὲν κάθονται καλὰ στὸ σχολειό!… Εὐλογημένες μάνες, ποὺ μᾶς δέρνατε καὶ μᾶς χτυπούσατε, καὶ εὐλογημένοι πατέρες, ποὺ μᾶς τιμωρούσατε, γιὰ νὰ μᾶς κάνετε ἀνθρώπους. Πᾶνε πιά! Τὰ χάδια τῆς μάνας κατέστρεψαν τὰ παιδιά. σὰν τὴν μαϊμοῦ ποὺ ἀγαπάει τὰ μωρά της. Ἡ μαϊμοῦ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη πού ᾽χει, σφίγγει τὸ παιδί της στὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸ πνίγει. Ἔτσι καὶ μανάδες – σαν μαϊμοῦδες σφίγγουν στὴν ἀγκαλιά τους ἀπὸ τὴν ἀγάπη τὰ παιδιὰ καὶ τὰ καταστρέφουν. Στὸ Κολωνάκι λοιπόν, ἕνα-δυό. Γιά διαβάστε! Ἔχουν τὰ ἐγκλήματά τους, ἔχει ἡ Ἀμερικὴ τὰ σφάλματά της, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἴμεθα δίκαιοι. Καὶ ὅπως, σᾶς εἶπα, [ὅτι] στὴ Μόσχα δὲν ὑπάρχουν αἰσχρὰ περιοδικά, ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς Ἀμερικῆς. Ἀκούσατε τὶς ἡμέρες αὐτὲς μιὰ εἴδησι; Ἔ ρὲ κοινωνία ποὺ θέλεις βούρδουλα, ἔ ρὲ κοινωνία ἑλληνικιὰ ποὺ κατεστράφηκες καὶ διαλύθηκες! Δὲν ξέρω μιὰ εἴδησι ἂν ἀκούσατε ἀπὸ τὸ ῥαδιόφωνο. Ὁ Κέννεντυ, ὁ νεώτερος ἀδελφὸς τοῦ ἥρωος Κέννεντυ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀνδρός, σαράντα ἐτῶν, γράφει τὸ ῥαδιόφωνο, γράφουν οἱ ἐφημερίδες, ἐγέννησε ἡ γυναίκα του, ἡ κυρία Κέννεντυ, τὸ δέκατο παιδί της. Ναί, τὸ δέκατο παιδί της. Δὲν βγῆκε ποτέ ἀπὸ τὸ σπίτι, κάθεται μόνη της καὶ ὑπηρετεῖ τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά της. Ἔ, κυράδες τῆς Ἀθήνας, ποὺ ἔχουν γουρλώσει τὰ μάτια σας στὴν ἀτιμία καὶ στὴν διαφθορά, κρέατα σάπια, ἀνάξια καὶ τὰ κοράκια ἀκόμα νὰ τὰ φ῀νε. Ἔ, κυράδες ποῦ πᾶτε; Πρὸ εἰκοσιπέντε χρόνια, ἦρθα στὴ Φλώρινα. Μελίσσι τὰ παιδιὰ στὴ Φλώρινα. Θυμοῦμαι καὶ τὰ ὀνόματά τους. Μελίσσι! Τώρα, περπατῶ στοὺς δρόμους, λίγα παιδιά. Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ πάω στὸ δημοτικὸ σχολεῖο, νὰ τὰ ἐξετάσω τὰ παιδιά, νὰ δῶ τὰ χαρτιά τους. Λιγοστεύουν τὰ παιδιά, λιγοστεύουν τὰ παιδιά! Καὶ ὅπως λέγει ἕνας ἱστορικός, ὁ Πολύβιος, ἡ ὀλιγοπαιδία κατέστρεψε τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἕνας λαὸς ποὺ δὲν γεννᾷ παιδιά, ἕνας λαὸς [ποὺ] μέσ᾽ στὰ σπίτια δὲν ἀκούεται κλάμα παιδιοῦ, εἶνε λαὸς ἐκφυλισμένος. Ἄντε στὴν Ἀλβανία, ἄντε στὴν Σερβία, στὴ Βουλγαρία, στὴν Τουρκιά, μελίσσι τὰ παιδιά. Ἐδῶ πῆγε ἡ μόδα ἕνα-δύο, ἕνα-δύο!… Δὲν ξέρω στὴ Φλώρινα τι γίνεται, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἔγκλημα. Προτιμότερον νὰ μείνῃς παρθένος, ἀλλὰ [παρὰ] νὰ σκοτώνῃς, ἐσύ κυρά μου. Ἂν ἔλθω στὸ σπίτι σου καὶ θὰ ξερριζώσω ἀπὸ τὴ γλάστρα ἕνα βασιλικό, θὰ μὲ κυνηγᾷς μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο. Ἀλλὰ ἐσὺ μόνη σου μὲ τὰ δάχτυλά σου ξερριζώνεις μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα σου τὰ ῥόδα τ᾽ ἀμάραντα, τὰ παιδιὰ τὰ ὁποῖα εἶνε εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχομε κράτος, δὲν ἔχομε κοινωνία, δὲν ἔχομε Ἐκκλησία νὰ κηρύξῃ μεγάλως καὶ ἰσχυρῶς καὶ νὰ πᾶμε στὰ παλιά μας ἔθιμα. Ἡ πατρίδα μας εἶνε μικρὴ καὶ μπορεῖ νὰ ζήσῃ. καὶ οἱ μανάδες ποὺ ἐγκληματοῦν. Ἔννοια σου μάνα! κάνεις ἕνα παιδί; Θὰ σ᾽ τὸ πάρῃ ὁ Θεός καὶ θὰ μείνῃς χωρὶς παιδιά. Ἔννοια σου, μάνα, γεννᾷς ἕνα παιδί, ἀλλὰ τὸ παιδὶ εἶνε βλάκας, ἐνῷ τὸ τυχερό σου καὶ τὸ λαχεῖο εἶνε στὰ τελευταῖα παιδιά. Ἔννοια σου, μάνα. Ἐγκληματεῖς, ὦ πατέρα, καὶ προδίδεις τὸ Χριστό ὅταν βάφεις τὰ χέρια σου μὲ τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν σου καὶ γίνεσαι παιδοκτόνος καὶ ὄχι Χριστιανός.
Σείεται ἡ Ἑλλὰς οἰκογενειακῶς, σείεται κοινωνικῶς. Τὸ μίσος βασιλεύει. Σείεται ἐθνικῶς, ναὶ ἐθνικῶς. Δὲν ἐπιτρέπεται τὴν ὥραν αὐτὴ νὰ εἰσέλθω εἰς τοιαύτην ἐξέτασι. Ἕνα μόνον βλέπω, ὅτι ἡ διχόνοια τὴν ὁποίαν περιέγραψε ὁ ἐθνικός μας ποιητής, Σολωμός, ἡ διχόνοια κρατάει ἕνα σκῆπτρο καὶ διαιρει τοὺς Ἕλληνας καὶ θὰ τοὺς διαιρέσῃ ἀκόμη περισσότερον. Ἡ διχόνοια ποὺ δὲν ἀφήνει τὴν Ἑλλάδα μας νὰ ἑνωθῇ καὶ πρέπει Ποῦ ᾽σαι, μέγα Ἀλέξανδρε, νὰ βγῇς μέσα ἀπὸ τὸν τάφο νὰ μᾶς ἑνώσῃς ὅλους πάλι, Στερεοελλαδίτας, Ἠπειρώτας, Κρητικούς, νησιὰ μεγάλα! Ποῦ ᾽σαι, ῾Ρήγα Φεραῖε, νὰ μᾶς ἑνώσῃς ὅλους πάλι, νὰ ξυπνήσῃ μέσα τὰ μεγάλα ἰδανικὰ καὶ νὰ πετάξωμε στὰ καλάθια τῶν ἀχρήστων ὅλες τὶς πολιτικολογίες τὶς ἄχρηστες. Ποῦ ᾽στε, μεγάλα πνεύματα, νὰ μᾶς ἑνώσετε πάλι σὲ μιὰ φυλὴ καὶ νὰ γίνωμε πάλι ἕνα μεγάλο καὶ ἔνδοξο βασίλειο πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ μας;
Σείεται και ἐκκλησιαστικῶς ἡ πατρίδα μας. Δὲν θέλω τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ ὁμιλήσω ἐπὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σκανδάλου, τὸ ὁποῖο ἐτάραξε ὁλόκληρο τὴν πατρίδα μας. Σιωπῶ ὄχι ἐκ δειλίας, ἀλλὰ διότι δὲν θέλω νὰ διαταράξω τὴν γαλήνη τοῦ τόπου. Ἔπειτα ὅσα ἔχω νὰ εἴπω, τά ᾽χω γράψει κατ᾽ ἐπανάληψιν καὶ ἔχω διωχθῆ γιὰ τὴν ὠμὴ ἀλήθεια, τὴν ὁποία ὡμίλησα ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκανδάλων.
Σειόμεθα λοιπόν, οἰκογενειακῶς, σειόμεθα κοινωνικῶς, σειόμεθα ἐθνικῶς, σειόμεθα ἐκκλησιαστικῶς. Καὶ ἀποτέλεσμα; Οἱ σεισμοὶ οἱ παγκόσμιοι. Ἀπὸ τοὺς μικροὺς σεισμοὺς οἱ μεγάλοι σεισμοί. Μετρῶ. Τιμωρία μας σεισμός – ποιός; Ὄχι φυσικὸς σεισμός. Τὸ 1914 παγκόσμιος σεισμός. Εἴκοσι ἑκατομμύρια νεκροὶ στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας. Τὸ 1922 νέος σεισμὸς στὴν Μικρὰ Ἀσία. Γιά σκεφθῆτε. Εἶνε ἐδῶ μέσα εὐλογημένοι πρόσφυγες, εἶνε ἐδῶ Μικρασιᾶται ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ποὺ ᾽ρθαν μικρὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας των μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, ποὺ ἕνας ἀπαίσιος δήμιος κάτω ἐκεῖ στὴν Μικρὰ Ἀσία, ἔσφαξε ἐνῷ Ἀγγλο-Γάλλοι γλεντοκοπούσανε στὰ καράβια τους, στὰ θωρηκτά τους, ἔσφαξε ἕνα ἑκατομμύριο Χριστιανοὺς τῆς Μικρὰς Ἀσίας. Κανένας σεισμός, κανένα ἡφαίστειον δὲν κατέστρεψε τὴν Ἑλλάδα, ὅσον κατέστρεψε ἡ μανία τοῦ ἀντιχρίστου τούτου.  Οἱ πατεράδες μας, ποὺ ἐπολέμησαν στὴν Μικρὰ Ἀσία, μᾶς λέγανε, [ὅτι] εἶδαν τὰ κύματα στὴ Σμύρνη κόκκινα αἵματα καὶ πάνω στὰ πελάγη ἐκεῖνα ἔπλεον τὰ πτώματα Ἑλληνίδων καὶ ἱερέων καὶ ἀρχιερέων. Ἕνα ἑκατομμύριο ἐσφάγησαν. Ἡ Σμύρνη κάηκε. Ἕνα ἑκατομμύριον ἦλθαν γυμνὴ μέ την ψυχή στὰ δόντια. Σεισμός τὸ 1922, σεισμὸς τὸ 1940. Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος πενήντα ἑκατομμύρια νεκροί. Ποιός σεισμός, ποιό ἡφαίστειο κατέστρεψε τὸν κόσμον ὁλόκληρον; Καὶ τώρα Παναγία Δέσποινα, δὲν ἔχω καρδιά, δὲν ἔχω στόμα, δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω. Ἄντε στὰ σπίτια σας, γονατίστε μπροστὰ στὴν εἰκόνα! Ἔρχεται ὁ μεγαλύτερος σεισμὸς τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶνε ὁ σεισμὸς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται στὴν Ἀποκάλυψιν ὁ Ἀρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 16,16). Ὦ Θεέ μου, ὦ Θεέ μου, τί σεισμὸς εἶνε αὐτός; Ἂν συμβῇ ὁ σεισμὸς αὐτός, τότε θὰ περπατῇς ἑκατὸ χιλιόμετρα ἀπὸ ἐδῶ μέχρι τὴν Κοζάνη καὶ ἄνθρωπο δὲν θὰ συναντᾷς. Θὰ ἐρημωθοῦν οἱ πόλεις, θὰ καταστραφοῦν τὰ πάντα καὶ μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἀνθρώπους ἕνας θὰ ζῇ, γιὰ νὰ κλαίῃ καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὰ ἐρείπια τῆς ἀνθρωπότητος. Μὴ γλεντᾶτε, μὴ διασκεδάζετε, ἔρχονται ἡμέρες φοβερές. Ἔρχεται θύελλα, ἡ ὁποία θὰ σαρώσῃ τὴν γῆν, διότι «ὁ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι»…

Ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε εἶνε τύπος καὶ εἰκὼν καὶ σκιὰ καὶ παράδειγμα μίας ἄλλης κιβωτοῦ ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἡ κιβωτός. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζεται ἡ κιβωτός. Ἐπιτρέψατέ με νὰ παρουσιάσω δύο ἢ τρία σημεῖα εἰς τὰ ὁποῖα φαίνεται τὸ μεγαλεῖον τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς κιβωτοῦ.
Εἶνε κιβωτὸς ἡ Ἐκκλησία μας. Διατί εἶνε κιβωτός; Ἢ μᾶλλον εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν κιβωτὸν τοῦ Νῶε. Καὶ εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν κιβωτὸν τοῦ Νῶε, γιατί; Πρῶτον μέσ᾽ στὴν κιβωτὸν τοῦ Νῶε, στὸ καράβι τοῦ Νῶε, σωθήκανε μόνο ὀχτὼ ψυχές. Μέσ᾽ στὴν Ἐκκλησία γιά κοιτάξτε! χιλιάδες μυριάδες, ἑκατομμύρια ψυχῶν ἀπὸ Χριστοῦ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων σώζονται μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία μας. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν κιβωτὸν τοῦ Νῶε Διατί; Διότι ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἐχάθη καὶ μόνον λείψανα σῴζονται, ἀλλὰ τὸ καράβι αὐτό, τὸ πλοῖον αὐτό ποὺ ὀνομάζεται Χριστός, ποὺ ὀνομάζεται Ἐκκλησία, τὸ πλοῖον αὐτὸ τό ᾽φτειαξε ὁ Χριστός. Μὲ ποιά σανίδα; Ὁ Νῶε ἐπῆγε στὸ δάσος καὶ ἔκοψε σανίδια. Ὁ Χριστὸς ἔφτειαξε τὴν κιβωτόν του ἀπὸ τὸν σταυρόν, ἀπὸ τὰ σανίδια τοῦ σταυροῦ· ἀπὸ πεῦκον, κυπάρισσον καὶ λεύκη κατασκευάσθη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ τίμιος σταυρός. Τὸ πλοῖον αὐτό, τὸ καράβι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται Ἐκκλησία ἔχει κατάρτι τὸν σταυρόν, ἔχει πλοίαρχον τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον, ἔχει ἄγκυρα τὴν ἐλπίδα καὶ ἔχει πηδάλιον τὴν ἁγίαν Γραφήν, καὶ ἔχει πολικὸν ἀστέρα τὴν ἐλπίδα καὶ διὰ μέσου τῶν αἰώνων ποντοπορεῖ καὶ διαβαίνει τὰ κύματα. Καὶ ἡ Ἐκκλησία νικᾷ τὸν χρόνον, νικᾷ τὸν χῶρον, νικᾷ τοὺς αἰῶνας, νικᾷ τοὺς βασιλεῖς, νικᾷ τὰ πάντα καὶ βαδίζει πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ καμμία δύναμις καὶ καμμία τορπίλλη καὶ κανένας ὕφαλος καὶ κανένας σκόπελος καὶ κανένα θηρίο τῆς ἀβύσσου δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ πνίξῃ καὶ νὰ καταποντίσῃ τὴν ἀβύθιστον αὐτὴν ὁλκάδα, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Μία ἀκόμη σπουδαιοτάτην παρατήρησιν, τὴν ὁποίαν δὲν κάνω ἐγώ, ἀλλὰ τὴν ὁποίαν κάνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Γιά κοιτάξτε! Ἄνοιξε ἡ κιβωτός. Λύκος μπῆκε, λύκος βγῆκε· ἀρκούδα μπῆκε, ἀρκούδα βγῆκε· τσακάλι μπῆκε, τσακάλι βγῆκε· κόττα μπῆκε, κόττα βγῆκε… Ἐδῶ, στὴν κιβωτό –ὤ τὰ μεγαλεῖα σου, Χριστέ–, ἄπιστοι τυφλοὶ ποὺ δὲν βλέπουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ μας! μπαίνουν ἐδῶ στὴν ἐκκλησία λύκοι καὶ βγαίνουν ἀρνιά, μπαίνουν ἐδῶ στὴν ἐκκλησία τσακάλια καὶ βγαίνουν ἐλάφια, μπαίνουν ἐδῶ στὴν ἐκκλησία κοράκια καὶ βγαίνουν περιστέρια. –Τί λές, πάτερ μου; ἐμεῖς στὴν ζωήν μας δὲν εἴδαμε λύκο νὰ γίνῃ ἀρνὶ καὶ δὲν εἴδαμε κοράκι νὰ γίνῃ περιστέρι. Ἐγὼ λοιπόν σᾶς λέγω, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὰς φαντασίας τοῦ ὑπάρχει μία πραγματικότης· ὅτι ἡ Ἐκκλησία μεταμορφώνει καὶ ἀναπλάσσει καὶ δημιουργεῖ τὸν κόσμον ὁλόκληρον. Μοῦ ἐπιτρέπετε δύο παραδείγματα καὶ τελειώνω τὸν λόγον.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἐδῶ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου ὑπῆρχε ἕνας λῃστής· λῃστὴς ὁ ὁποῖος (λειπει το τελος)

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος [παλαιός] Φλώρινα 2-4-1967 ἑσπ. )

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=110576#more-110576