«καὶ κοπιῶµεν ἐργαζόµενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούµενοι εὐλογοῦµεν, διωκόµενοι ἀνεχόµεθα» (Α΄ Κορ. δ΄, 12). (: Καὶ κοπιάζοµεν ἐργαζόµενοι µὲ τὰ ἴδια µας τὰ χέρια. Τὴν ὥραν ποὺ οἱ ἀπιστοῦντες εἰς τὸ εὐαγγέλιον µᾶς ὑβρίζουν καὶ µᾶς περιγελοῦν, ἡµεῖς εὐχόµεθα ἀγαθὰ ὑπὲρ αὐτῶν. Ἐνῶ µᾶς καταδιώκουν, δεικνύοµεν ἀνοχὴν πρὸς τοὺς διώκτας µας).
Ὅλα τὰ ἔργα μας νὰ εἶναι γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐργασία μας εἶναι μία διακονία.
– Νά συνεχίσω τήν ἐργασία μου ἤ νά τήν ἀφήσω καί νά ζήσω πιά στό χωριό;
Ὁ Ὅσιος ἀποκρίθηκε:
– Εἶσαι ἀκόμα νέος. Νὰ συνεχίσης τὴν ἐργασία σου.
– Δὲν εἶναι, ὅμως, καλή.
– Αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέλησή σου. Ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ ἐργασία σου, μπορεῖς νὰ σωθῆς, φθάνει νὰ κάνης πάντα τὸ καλό. Ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι γιὰ ὅλους ὁ ἴδιος. Ὁ ἐχθρός, ὅπου κι ἄν εἶσαι, θὰ ἔρχεται καὶ θὰ σὲ πολεμάη. Ὅποιος κοινωνεῖ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, ὅπου κι ἄν βρίσκεται, θὰ σωθῆ. Ὅποιος δὲν κοινωνεῖ, δὲν νομίζω ὅτι θὰ σωθῆ. Νὰ εἶσαι πρᾶος. Νὰ μὴ κρατᾶς κακία σὲ κανένα.
- Σὲ ἕνα λατομεῖο, ἕνας ἐπιθεωρητὴς ἐργασίας βρέθηκε ἀνάμεσα στοὺς λατόμους ἐργάτες.
– Τί κάνεις ἐδῶ παιδί μου ἐρωτᾶ τὸν πρῶτο ἐργάτη ποὺ συνάντησε
– Δὲν βλέπεις; πέτρες σπάζω. Ποιὸς μὲ καταράστηκε, δὲν ξέρω. Ἔτσι εἶπε κι ἀναστέναξε βαθιά. Καὶ ὁ ἐπιθεωρητής, ἀπευθυνόμενος σὲ ἕνα δεύτερο ἐργάτη, ἐπαναλαμβάνει τὴν ἐρώτηση:
– Ἐσύ, παιδί μου, πῶς πᾶς μὲ τὴν ἐργασία σου;
– Ἀγωνίζομαι νὰ βγάλω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν μου. Ἡ ζωὴ εἶναι τόσο δύσκολη!
Τέλος, τὴν ἴδια ἐρώτηση ἀπευθύνει καὶ σ’ ἕνα τρίτο ἐργάτη καὶ παίρνει τὴν ἀπάντησή του:
– Πέτρες πελεκῶ. Ἀγκωνάρια ἑτοιμάζω γιὰ ἕνα ναό. Χαίρομαι γιὰ τὴ δουλειά μου. Δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Τρεῖς ἄνθρωποι μίλησαν κι ὁ καθένας μὲ τρόπο διαφορετικό. Ὁ πρῶτος εἶδε τὴν ἐργασία σὰν κατάρα. Ὁ δεύτερος σὰν μέσο γιὰ νὰ θρέψη τὰ παιδιά του καὶ ὁ τρίτος σὰν μέσο νὰ δοξολογήση καὶ νὰ εὐχαριστήση τὸν Θεό.
Κάθε ἐργασία τὴν ὁποία μὲ τιμιότητα ἐργάζεται ὁ ἄνθρωπος, εἶναι μία εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅταν μάλιστα δὲν ἀποβλέπει ἁπλῶς στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀπαραιτήτων γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ ἀντιμετωπίζει τὴν ἐργασία καὶ ὡς μέσον ἐξαγιασμοῦ καὶ δοξολογίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ ἱερώτερος σκοπὸς τῆς ἐργασίας.
- Ὁ ὅσιος Ἰάκωβος Βαλοδῆμος τῆς Βίτσας τοῦ Ζαγορίου, ὁ ἅγιος προστάτης τῶν ἀνέργων, δὲν εἶχε μεριμνήσει ποτὲ γιὰ ἀποθεματικὰ τροφίμων. Βίωνε τὸ «Πάτερ ἡμῶν»! Ζητοῦσε μόνιμα «τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. στ΄ 11) καὶ ἐφάρμοζε ἔμπρακτα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε» (Ματθ. στ΄ 19). Ὁ χορτασμός του ἦταν πάντα ἡ πνευματικὴ τροφή. Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΓΙΟΣ» ἐκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» παραθέτουμε ἕνα σχετικὸ ἀπόσπασμα: «Στὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του ὁ Γέροντας Ἰάκωβος στὰ Ζαγοροχώρια δὲν εἶχε ἀξιώσεις φιλοξενίας ὕπνου καὶ τροφῆς. Χόρταινε μὲ τὸν ἄρτο τῆς πίστεως, ποὺ τὸν μοίραζε πλουσιοπάροχα· χόρταινε μὲ τὸν χορτασμὸ τῶν ἄλλων. Καὶ δὲν ἦταν μόνος του. Συνοδευόταν πάντοτε ἀπὸ τὴν γερόντισσα ἀδελφή του, τὴν τυφλή, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν περιποιῆται, βλέποντας ὄχι μὲ τὸ φῶς τῶν κλειστῶν χοϊκῶν ὀφθαλμῶν της, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τῆς κενωτικῆς της ἀδελφικῆς προσφορᾶς, τῆς προσφορᾶς τῆς ἀγάπης. Ἡ τυφλὴ Γερόντισσα, ἡ παρθενόκλητη Δέσποινα μοναχή, ὅταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος δίδασκε ἢ ἐξομολογοῦσε, ζητιάνευε καὶ τὸ ἀλεύρι ποὺ τῆς ἔδιναν οἱ πτωχοὶ Χριστιανοί, πότε σταρένιο, πότε κριθαρένιο, πότε καλαμποκίσιο, πότε σικάλεως, τὸ ἀνακάτευε καὶ ἔψηνε τὸ ζυμάρι στὴν στάκτη. Αὐτὸ ἦταν τὸ ψωμὶ ποὺ ἔδινε στὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διαμαρτυρήθηκε, ἀφοῦ ἡ τυφλὴ ἀδελφή του ὅ,τι μποροῦσε ἔκανε. Ἄλλωστε τὸ αἰσθητήριο τῆς γεύσεως τοῦ Γέροντος ἦταν πολὺ ἁπλό. Ἔτρωγε, γιὰ νὰ ζήση καὶ δὲν ζοῦσε, γιὰ νὰ τρώη. Τὸ ἀνακατεμένο μὲ στάκτη ψωμί, μισοψημένο ἢ μισοφουσκωμένο, γιὰ τὸν Γέροντα ἦταν τὸ καλύτερο γλύκισμα. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ποὺ πρόφερε μὲ τὸ στόμα του νοστίμιζε καὶ τὸ πιὸ ἄνοστο παρασκεύασμα τῆς ἀδελφῆς του. Πικρὸ τὸ ψωμί, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος ἔλεγε, τροποποιώντας τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ποὺ ἔλεγαν, ὅταν τοὺς ἔρριξαν στὰ παγωμένα νερὰ τῆς λίμνης τῆς Σεβαστείας: «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος».