Πεντηκοστάριο
Τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
1974 Ἡ σκοτεινὴ ἔγινε Φωτεινὴ
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2618
Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
2 Ἰουνίου 2024
* * *
Εἶνε μιὰ γυναίκα. Κατοικοῦσε στὴ
Συχὰρ τῆς Σαμαρείας. Γράμματα δὲν ἤξερε, ἦταν ὅμως τετραπέρατη. Αὐτὴ
ἐκεῖ στὸ περιβάλλον της ἦταν ἕνα δημόσιο σκάνδαλο. Παντρεύτηκε ἕναν
ἄντρα· τὸν ἄφησε ἢ τὸν ἔδιωξε, πῆρε δεύτερο· ἔδιωξε τὸ δεύτερο, πῆρε
τρίτο· ἔδιωξε τὸν τρίτο, πῆρε τέταρτο· ἔδιωξε τὸν τέταρτο, πῆρε
πέμπτο· κι αὐτὸς ποὺ τώρα συζοῦσε μαζί της ἦταν ἕκτος ἄντρας. Παρ᾽
ὅλα αὐτὰ διατηροῦσε μέσα της μιὰ σπίθα, κάτι διέσῳζε ἀπὸ μιὰ ἀρχικὴ
εὐγένεια. Δηλαδή· ἔπεφτε στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ εἶχε ντροπή. Πῶς τὸ
καταλαβαίνουμε; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο.
Ἔξω ἀπὸ τὸν οἰκισμό τους ἦταν ἕνα πηγάδι ὅπου πήγαιναν οἱ
νοικοκυρὲς νὰ πάρουν νερό. Ὅλες, ὅπως ξέρουμε ἀπ᾽ τὰ χωριά μας,
πηγαίνουν γιὰ νερὸ ἢ πρωὶ – πρωὶ μὲ τὴ δροσιὰ ἢ τὸ σούρουπο μὲ τὸ
ἡλιοβασίλεμα. Αὐτὴ πῆγε ἐκεῖ γιὰ νερὸ καταμεσήμερο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ
ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες· ὁλομόναχη.
Τὴν ὥρα ἐκείνη βλέπει κάποιον ξένο νὰ κάθεται στὸ πηγάδι. Τί ἦταν αὐτός; Δὲν εἶνε ἕνας τυχαῖος. Κουρασμένος ἀπὸ ὁδοιπορία, μὲ σκονισμένα τὰ πόδια, φαινόταν ἄσημος, ἕνας ξένος διαβάτης. Καὶ ὅμως ἦταν βασιλιᾶς, καὶ πάνω ἀπ᾽ ὅλους τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου! Μὰ οἱ βασιλιᾶδες, θὰ πῆτε, ταξιδεύουν μὲ ἁμάξια, τοὺς στρώνουν χαλιὰ νὰ πατήσουν, αὐτὸς ὅμως κάθεται ἐκεῖ ἀπέριττος, ἁπλός, ταπεινός, σεμνός. Κι ὅμως εἶνε ἀνώτερος ἀπ᾽ ὅλους τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου· εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!
Καὶ τί θέλει τέτοια ὥρα ἐκεῖ;
Πῆγε γιὰ μιὰ ψυχή! νά τὸ μεγαλεῖο τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὴ ἡ γυναίκα, ποὺ
ὅλοι τὴν κατέκριναν καὶ τὴν περιφρονοῦσαν, ἔγινε ἀντικείμενο τῆς
μερίμνης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὴν πῆγε ἐκεῖ. Σὰν τὸν
κυνηγό, ποὺ στήνει καρτέρι γιὰ τὸ θήραμα, ἔτσι ὁ οὐράνιος Κυνηγὸς
κοπίασε γιὰ νὰ βρῇ τὴ Σαμαρείτιδα. Ἤξερε ὅτι εἶνε ἁμαρτωλή, ὅτι εἶνε μιὰ
κοπριά. Ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μέσα σὲ κοπριὲς ὑπάρχουν πεσμένα διαμάντια·
καὶ μέσ᾽ στὴν ἀκαθαρσία τῆς γυναίκας αὐτῆς ἦταν τὸ διαμάντι –ποιό·
ὅτι ἤθελε τὴ σωτηρία της.
Ἡ γυναίκα παραξενεύεται. Ἀπὸ τὰ ῥοῦχα, τὴν προφορά, τὰ λόγια,
κατάλαβε ὅτι ὁ ξένος εἶνε Ἰουδαῖος· ἀπὸ ἐκείνους δηλαδὴ μὲ τοὺς
ὁποίους οἱ Σαμαρεῖτες δὲν εἶχαν καμμία συνδιαλλαγή, καμμιά σχέσι· οὔτε
καλημέρα. Ὁ Χριστὸς τῆς ζητάει· –Δός μου νὰ πιῶ. Αὐτὴ ἀπαντᾷ·
–Περίεργο· πῶς ἐσύ, ἕνας Ἰουδαῖος, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μιὰ Σαμαρείτιδα; Ὁ
Χριστὸς ἀπαντᾷ· –Ἂν ἤξερες ποιός εἶμαι, ἐσὺ θὰ ζητοῦσες ἀπὸ μένα νὰ σοῦ
δώσω τὸ ἀθάνατο νερό. –Ἔχεις τὸ ἀθάνατο νερό; δός μου το λοιπόν, σὲ
παρακαλῶ, νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ.
Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· –Πήγαινε φώναξε τὸν ἄντρα σου. –Δὲν ἔχω
ἄντρα, ἀπαντᾷ αὐτή. –Σωστὰ τὸ εἶπες· πέντε ἄντρες ἔχεις ἀλλάξει, κι
αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα ἄντρας σου δὲν εἶνε, παράνομα συζῆτε… Ἡ γυναίκα
τὰ χάνει. Πῶς ξέρει αὐτός, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μακριά, τέτοιες λεπτομέρειες
τῆς ζωῆς της; Καταλαβαίνει ὅτι μπροστά της ἔχει ἕναν ἄνθρωπο
ἀνώτερο, σπουδαῖο, σοφό. Κι ἀφοῦ εἶνε καὶ προφήτης, βρίσκει εὐκαιρία νὰ
τοῦ ζητήσῃ νὰ τῆς λύσῃ μιὰ ἀπορία· –Ποῦ πρέπει νὰ λατρεύουμε τὸ Θεό,
ἐδῶ σὲ τοῦτο τὸ δικό μας βουνό, ἢ στὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ λέτε σεῖς οἱ
Ἰουδαῖοι; Ὁ Χριστὸς τῆς ἀπαντᾷ λέγοντας τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ποὺ δὲν
ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὴ ζυγίσῃς· –«Πνεῦμα ὁ Θεός», λέει, «καὶ τοὺς
προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω.
4,24). Γιὰ νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ λιανά, θὰ χρειαζόταν εἰδικὸ κήρυγμα. Ἡ
πιὸ ὄμορφη ἐκκλησιὰ ποὺ λατρεύεται ὁ Θεός, λέει, εἶνε ἡ καρδιὰ τοῦ
ἀνθρώπου· αὐτὸ εἶνε τὸ πνεῦμα τοῦ λόγου τούτου. Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἡ
Σαμαρείτιδα λέει· –Σὲ τέτοια δύσκολα ζητήματα τὴ λύσι θὰ μᾶς δώσῃ ὁ
Μεσσίας ποὺ περιμένουμε. Κ᾽ ἐκεῖ ὁ Χριστὸς λύνει τὸ μυστήριο λέγοντάς
της· –Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι ὁ Μεσσίας.
Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψι ἡ Σαμαρείτιδα ἀφήνει ἐκεῖ τὴ
στάμνα της καὶ μὲ φτερὰ στὰ πόδια τρέχει μέσα στὴ Συχὰρ καὶ λέει στοὺς
συμπατριῶτες της· –Ἐλᾶτε νὰ δῆτε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ
μυστικά μου· ξέρει τὰ πάντα, διδάσκει λόγια ὑπέροχα!… Ἔτσι βγῆκαν ὅλοι,
συνάντησαν τὸ Χριστό, τὸν ἄκουσαν καὶ δέχτηκαν τὰ λόγια του. Καὶ στὴ
γυναῖκα εἶπαν· –Τώρα πιὰ δὲν πιστεύουμε ἐπειδὴ μᾶς τό ᾽πες ἐσύ·
πιστεύουμε ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι βεβαιωθήκαμε μὲ τὰ μάτια καὶ τ᾽ αὐτιά μας,
«ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰω. 4,42).
* * *
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα ἁπλᾶ
λόγια εἶνε ἡ ἀλλαγὴ τῆς Σαμαρείτιδος· καὶ ἔτσι, ὅπως εἶπα στὴν ἀρχή,
τὸ κοράκι ἔγινε περιστέρι. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γνώρισε τὸ Χριστό, πίστεψε·
ἐν συνεχείᾳ βαπτίστηκε καὶ ὠνομάστηκε Φωτεινή· καὶ σήμερα τὴν
ἑορτάζουμε ὡς ἁγία.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη στὸν οὐρανὸ ἡ ἁγία Φωτεινή, ὅπως οἱ
ἀπόστολοι καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες, πῆρε κι αὐτὴ τὸ ῥαβδί της καὶ
ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ σὲ πολλὰ μέρη κηρύττοντας τὸ ὄνομά Του. Τέλος
ἔφτασε καὶ στὴ Σμύρνη, μιὰ πόλι ποὺ σὲ κάθε Ἕλληνα φέρνει δάκρυα. Ἐκεῖ
κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο καὶ ἔβαψε μὲ τὸ αἷμα της τὰ καλντερίμια· μαρτύρησε
αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της.
Σὲ νεώτερα χρόνια οἱ Χριστιανοὶ τῆς Σμύρνης ἔχτισαν ἐκεῖ μία
ὄμορφη ἐκκλησία τῆς ἁγίας Φωτεινῆς μὲ ψηλὸ καμπαναριό. Στὸ ναὸ αὐτὸ σὲ
ἡμέρες τραγικὲς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος, ἕνας ἀπὸ
τοὺς διακεκριμένους ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι ἔβαζαν
φωτιὰ καὶ ἔκαιγαν τὴν πόλι· στάθηκε ἐκεῖ, ἔδωσε τὶς τελευταῖες του
συμβουλὲς καὶ παρηγόρησε τὸ λαό. Ἀργότερα τὸ τέμπλο ἐκείνου τοῦ ναοῦ
τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ποὺ διασώθηκε ἀπὸ τὴν καταστροφή, μεταφέρθηκε στὴν
Ἑλλάδα καὶ τοποθετήθηκε στὸν καινούργιο ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ποὺ
χτίστηκε στὴ Νέα Σμύρνη – Ἀθηνῶν καὶ γιορτάζει σήμερα. Τέτοια εἶνε ἡ
πίστι μας, μὲ τοὺς ἁγίους μάρτυρές της, καὶ τέτοια ἡ πατρίδα μας, μὲ
τοὺς ἥρωές της, ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα.
* * *
Ἡ Σαμαρείτιδα, ἀδελφοί μου, μὲ
τὴ ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμά της καλεῖ ὅλους σὲ μετάνοια καὶ ἀλλαγὴ βίου. Ἡ
ἴδια, ὅπως εἴδαμε, ἔζησε ἐπὶ χρόνια μέσα στὸ σκότος τῶν παθῶν καὶ τῆς
ἁμαρτίας. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ φρέαρ τῆς Συχάρ, τότε μὲ τὰ
λόγια καὶ τὴ χάρι του τὴν κάλεσε σὲ νέα ζωή. Κι αὐτὴ δέχτηκε τὸ λόγο
του· καὶ τότε ἡ ζωή της φωτίστηκε ἀπὸ τὴ χάρι καὶ τὴν ἀλήθειά Του. Ὁ
Χριστὸς τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σκοτάδι ποὺ ζοῦσε στὸ φῶς τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ
δείχνει καὶ τὸ ὄνομα Φωτεινή, ποὺ ἔλαβε στὸ ἅγιο βάπτισμα· ἄφησε τὸ
σκοτάδι καὶ ἦρθε στὸ Φῶς.
Τόση ἦταν ἡ χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμός της ἀπὸ τὴ γνωριμία της μὲ
τὸ Χριστό, ὥστε στὸ ἑξῆς αἰσθάνθηκε χρέος της νὰ μεταδίδῃ σὲ ὅλους
αὐτὸ ποὺ ἡ ἴδια γνώρισε καὶ γεύτηκε. Ἄρχισε πρῶτα ἀπὸ τοὺς στενοὺς
συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους της, καὶ προχώρησε σὲ ὅλο καὶ πιὸ εὐρὺ κύκλο.
Καὶ διὰ μέσου τοῦ Εὐαγγελίου συνεχίζει νὰ εὐαγγελίζεται διαρκῶς ἀπὸ
τότε μέχρι καὶ σήμερα.
Ὅπως τότε κάλεσε τοὺς Σαμαρεῖτες συγχωριανούς της καὶ τοὺς
Ἑβραίους στὸν Κύριο, καὶ ὅπως μετὰ τὸ βάπτισμά της κήρυξε στοὺς
εἰδωλολάτρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Σμύρνης, ἔτσι καὶ
σήμερα, ὡς ἁγία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰσαπόστολος Φωτεινή, κηρύττει καὶ σ᾽
ἐμᾶς λέγοντας τὸν ἴδιο λόγο· Ἐλᾶτε στὸ Χριστό! Ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ μᾶς
σώσῃ; Ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι νὰ μεταβάλλῃ τὸν ἄνθρωπο· μόνο αὐτὸς
μπορεῖ νὰ τὸν ἀλλάξῃ· παίρνει τὸ λῃστὴ καὶ τὸν κάνει ἅγιο, παίρνει τὸ
φιλάργυρο καὶ τὸν κάνει ἐλεήμονα, παίρνει τὸν ὑλιστὴ καὶ τὸν κάνει
ἰδεολόγο, παίρνει τὸ λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί· ὁ Χριστὸς κάνει τὰ θαύματα
αὐτῶν τῶν μεταμορφώσεων.
Μόνο ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ἀθάνατο νερό. Ὅλες οἱ θεωρίες καὶ
θρησκεῖες τοῦ κόσμου εἶνε λασπονέρια. Ἔλα στὸ Χριστό, νὰ πιῇς νερὸ
δροσερὸ κρυστάλλινο. Δὲν εἶνε θεωρία ὁ Χριστιανισμός. Ὄχι, κύριοι· «τὰ
ῥήματα» τοῦ Χριστοῦ εἶνε «πνεῦμα καὶ ζωή» (Ἰω. 6,63). Διψασμένε καὶ
πονεμένε ἄνθρωπε, ἔλα στὸ Χριστὸ νὰ αἰσθανθῇς θεϊκὸ μεγαλεῖο! αὐτὸ
φωνάζει ἡ ἁγία Φωτεινή.
–Καλά, θὰ πῆτε, ἡ Σαμαρείτιδα βρῆκε τὸ Χριστὸ ἐκεῖ στὸ πηγάδι· ἐμεῖς ποῦ θὰ τὸν βροῦμε;
Ποῦ θὰ τὸν βροῦμε! Εἶνε κοντά, πολὺ κοντά. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Ὦ
Χριστέ, ἄνοιξε τὰ μάτια μας νὰ σὲ αἰσθανθοῦμε!… Μπὲς στὴν ἐκκλησιὰ ὅταν
ὁ παπᾶς λέει «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…»· πὲς «Πάτερ ἡμῶν…» καὶ
«Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…»· ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια πὲς «Μνήσθητί μου, Κύριε,
ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· κι ὅταν ἀκοῦς τὸν
ἀπόστολο καὶ τὸ εὐαγγέλιο, ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε· κι ὅταν ὁ παπᾶς
κρατάῃ τὸ δισκοπότηρο, ὁ Χριστὸς εἶνε! Ὤ ἂν εἴχαμε μάτια!… Οἱ
παλαιότεροι, μικρὰ ἀθῷα παιδιά, τίμιες γυναῖκες, παρθένα κορίτσια,
ἄντρες μὲ ὑψηλὰ φρονήματα, –δὲν εἶνε ψέμα– ἔβλεπαν τὸ Χριστό, τὴν
Παναγία, τοὺς ἀγγέλους! Τώρα ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι.
Ἐλπίζω διὰ τοῦ θείου λόγου ὁ λαός μας νὰ ξυπνήσῃ μιὰ μέρα. Γι᾽
αὐτὸ προσπαθοῦμε. Καὶ πιστεύω στὴ δύναμι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἰς
πεῖσμα τῶν δαιμόνων ἡ γωνιὰ αὐτὴ νὰ γίνῃ φάρος Χριστοῦ. Καὶ σεῖς πάντες,
παῖδες καὶ νέοι, μικροὶ – μεγάλοι, «ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς
τοὺς αἰῶνας» (Δαν. 3, προσευχ. 34-65).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γερμανοῦ τῆς κοινότητος Ἁγ. Γερμανοῦ – Πρεσπῶν τὴν 12-5-1974. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-5-2024.