Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος
Τό δημοσίευμα ἀποσκοπεῖ νά διασπείρη ζιζάνια ἀπιστίας
Τό δημοσίευμα σκοπό ἔχει νά καταδείξη ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «βασίζεται σέ ἀνακριβεῖς ἐπιστημονικούς ὑπολογισμούς, πού βασίζονται στό ἀνακριβές Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο, γιά νά καθορίση τήν ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα», τό ὁποῖο ὀφείλεται σύμφωνα μέ τό δημοσίευμα «στήν χριστιανική ἐξάρτηση ἀπό ἀναξιόπιστους ἑβραϊκούς ὑπολογισμούς τῆς ἐαρινῆς πανσελήνου γιά τό Πάσχα». Ἀκόμα γράφεται ὅτι «οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν χρειάζεται νά περιμένουν τόν ἑβραϊκό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα πρίν συμβῆ τό Ὀρθόδοξο Πάσχα» καί ὅτι «Ἡ Σύνοδος τῆς Νίκαιας ἀποφάσισε ὅτι τό Πάσχα θά γινόταν: τήν πρώτη Κυριακή μετά | ἡ πρώτη πανσέληνος πού ἐμφανίζεται | κατά ἤ μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία». Μάλιστα, σημειώνεται ὅτι «Ὑπό τό φῶς τῶν πολλῶν ἡμερολογιακῶν καί ἐπιστημονικῶν προόδων σήμερα οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει νά ἀναρωτηθοῦν, ἐάν εἶναι ἀκόμα πιστοί στό πνεῦμα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Νίκαια νά χρησιμοποιοῦν τό ἀνακριβές Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο… Ἡ Νίκαια ἐξέδωσε τόν τύπο γιά τόν ὑπολογισμό τοῦ Πάσχα, ὥστε οἱ ἁπανταχοῦ Χριστιανοί νά ἑορτάζουν μαζί ἑνωμένοι τήν πιό σημαντική χριστιανική ἑορτή». Ἐπίσης, σημειώνει ὅτι «Τό 1997 στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν πραγματοποιήθηκε μία διαβούλευση μεταξύ ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν γιά τό ζήτημα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μία ἐξαιρετική δήλωση καί ἀξιόλογες προτάσεις σχετικά μέ μία κοινή ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Δυστυχῶς ὅμως αὐτές οἱ προτάσεις ποτέ δέν ἐφαρμόσθηκαν. Εἶναι καιρός οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά ἀρχίσουν πάλι νά συζητοῦν γιά αὐτό τό σημαντικό ζήτημα τοῦ καθορισμοῦ καί ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἐγκαταλείποντας τίς εὐρέως διαδεδομένες παρανοήσεις σχετικά μέ τούς λόγους, γιά τούς ὁποίους τό Ὀρθόδοξο Πάσχα λαμβάνει χώρα τόσο συχνά μετά τό Δυτικό».
Γίνεται κατανοητό ὅτι τό δημοσίευμα ἀποσκοπεῖ νά διασπείρη ζιζάνια ἀπιστίας στούς Ὀρθόδοξους πιστούς, χρησιμοποιώντας τήν ἄγνοιά των, πού ὀφείλεται, τόσο στό ὅτι εἶναι ἀκατήχητοι, ὅσο καί στήν προσωπική ἀδιαφορία τους νά κατηχηθοῦν καί νά γνωρίσουν τά τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας του.
Ὁ κοινός ἑορτασμός θά συμβάλη εἰς τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς Εὐρώπης
Κατά κοινή ὁμολογία, ἐπειδή ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ οὐσιῶδες μέρος κάθε ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, ἀφοῦ προσδίδει στούς πολιτισμούς ὕπαρξη καί συγκεκριμένη μορφή, εἶναι εὔλογο ὅτι, τήν στιγμή πού ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση βρίσκεται στό κατώφλι τῆς ὁμοσπονδιακῆς ὁλοκλήρωσής της, στήν δημιουργία δηλαδή ἑνός ἑνιαίου εὐρωπαϊκοῦ κράτους, εἶναι κατανοητό ὅτι ἡ ἕνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τά ἄλλα δόγματα ἀποτελεῖ πρωταρχικό παράγοντα καί ἀπό χρονικῆς ἄποψης, στήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ ὑπερεθνικιστικοῦ ἀντίχριστου ἐγχειρήματος πού βρίσκεται σέ ἐξέλιξη. Καί ἀφοῦ οἱ οἰκουμενιστές καί ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος προχωροῦν πρός τήν ψευδῆ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, εἶναι ἑπόμενο νά ἀνακινήσουν καί τό θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἔτσι, ὁ κοινός ἑορτασμός καί μάλιστα σταθερός θά ἀποτελέση ὄχι μόνον ἕνα σύμβολο, ἀλλά καί θετική συμβολή στήν ὁλοκλήρωση ὄχι μόνον τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας, ἀλλά καί τῆς κρατικῆς-πολιτικῆς ἑνότητας τῆς Εὐρώπης.
Τό ὅτι ὁ σκοτεινός κόσμος μέσῳ τοῦ ἄλλοτε Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καί τοῦ νῦν Βαρθολομαίου προετοίμασαν καί προετοιμάζουν τήν ἐπέλευση τοῦ κοινοῦ Πάσχα, μαρτυρεῖται καί ἀπό τό θεοσοφικό-μασονικό περιοδικό ΙΛΙΣΟΣ στό τεῦχος 73-74, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1969, ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων σημειώνεται «Τό “Εὐρωπαϊκόν Ἵδρυμα ΔΡΑΓΑΝ” διά τήν προαγωγήν ἰδεῶν καί σχεδίων ἀναφορικῶς πρός τήν Μορφωτικήν Εὐρωπαϊκήν Κοινότητα, ἀναπτύσσει δραστηριότητα ὑπέρ τῆς πνευματικῆς, οἰκονομικῆς, δικαστικῆς κ.λ.π. ἑνοποιήσεως τῆς Εὐρώπης, ἀπαραιτήτου διά τήν διαφύλαξιν τῶν λαῶν της καί τῶν μορφωτικῶν ἀξιῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ χριστιανική θρησκεία. Ὁ οἰκουμενισμός καί ἡ ἑνοποίησις τῶν Ἐκκλησιῶν, διά μίαν καλυτέραν συνεννόησιν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀπασχολεῖ τόν ἱδρυτήν του δόκτορα Κωνσταντῖνον Δραγάν, ὀρθοδόξου ρουμανικῆς καταγωγῆς θεολόγον, ἀπό τό 1955 διά τοῦ ἐν Ρώμῃ ἐκδιδομένου περιοδικοῦ του Azione Ecumenica Europea. Τό διάγγελμα τοῦ “Πατριάρχου τῆς Ἀγάπης” Ἀθηναγόρα τοῦ Α΄ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τοῦ Πάσχα τῶν Καθολικῶν τοῦ 1969 καθ’ ὅ “ὁ ἑορτασμός τῆς πανηγυρικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, πρέπει νά εἶναι εἷς κοινός”, ὤθησε τό Ἵδρυμα Δραγάν νά συγκαλέση δύο εὐρωπαϊκά οἰκουμενικά συμπόσια πρός ἐξέτασιν τοῦ θέματος». Αὐτά ἔγραφαν οἱ μασόνοι τό 1969 καί σήμερα ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος διακηρύσσει ὅτι ἦλθε ἡ στιγμή νά γίνη πραγματικότητα ἡ ἑνοποίηση τῶν ἐκκλησιῶν, χρησιμοποιώντας τόν κοινό ἑορτασμό ὡς μέσο ἕνωσης τῶν ἐκκλησιῶν.
Ἄλλωστε ὁ κοινός ἑορτσμός τοῦ Πάσχα ὑπῆρξε μία ἀπό τίς προθέσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου, ἡ ὁποία πρώτη εἶχε ἀνακινήσει τό θέμα. Σημείωνε ἡ σύνοδος σέ ἀνακοίνωσή της, «Ἡ Ἁγία Σύνοδος δέν ἐναντιοῦται εἰς τό νά ὁρισθῆ παγία Κυριακή διά τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα ἐν τῷ Γρηγοριανῷ Ἡμερολογίῳ, συγκατανευόντων ὅσων ἐνδιαφέρονται σχετικῶς, ἰδίᾳ δέ τῶν διϊσταμένων πρός τήν κοινωνίαν τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας ἀδελφῶν…».
Ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα γίνεται μετά τόν ἑορτασμόν τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα
Εἶναι ἄξιο ἰδιαίτερης προσοχῆς, ὅτι ὄχι μόνον ὁ ἱερός Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος δέν διασώθηκε, ἀλλά καί ὁ Ζ΄ κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων τονίζουν ρητά ὅτι ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα γίνεται μετά τόν ἑορτασμό τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα. Ὁ καθηγητής Βασίλειος Γιαννόπουλος στό πόνημά του «Ἱστορία καί Θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», σημειώνει ὅτι «Στήν συνοδική της ἐπιστολή γράφει ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί τά ἑξῆς “Εὐαγγελιζόμεθα δέ ὑμᾶς καί περί τῆς συμφωνίας τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν Πάσχα, ὅτι ταῖς ὑμετέραις εὐχαῖς κατωρθώθη καί τοῦτο τό μέρος, ὥστε πάντας τούς τῆς Ἑώας ἀδελφούς, τούς τό πρότερον μή ποιοῦντας σύμφωνα Ρωμαίοις καί ὑμῖν καί πᾶσι τοῖς ἐξ ἀρχῆς φυλάττουσι τό Πάσχα, ἐκ τοῦ δεῦρο μεθ’ ὑμῶν ἄγειν”. Ὅρισε δέ νά ἑορτάζεται τό Πάσχα τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Σέ καμμία, ὅμως, περίπτωση», τονίζει ὁ καθηγητής «δέν πρέπει νά συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μέ τό ἑβραϊκό Πάσχα». Ὁ δέ Θεοδώρητος Κύρου στήν Ἐκκλησιαστική Ἐκκλησία, ἀναφερόμενος στούς Ἰουδαίους θά γράψη ὅτι «μηδέν μετά τῶν πατροκτόνων τε καί Κυριοκτόνων ἐκείνων εἶναι ἡμῖν κοινόν», ἀποκλείοντας μέ αὐτούς τούς χαρακτηρισμούς, “πατροκτόνων” καί “Κυριοκτόνων”, τόν ὅποιο συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς Ἰουδαίους.
Ὁ Ζ΄ Ἀποστολικός κανόνας γράφει ρητά ὅτι «Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, τήν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω». Ὁ θεῖος Νικόδημος στήν 1η σημείωση τοῦ παρόντος κανόνος γράφει στό Πηδάλιο ὅτι «τέσσερά τινα ἀναγκαῖα ζητοῦνται διά τό ἐδικόν μας Πάσχα. Πρῶτον ὅτι τό Πάσχα πρέπει νά γίνεται πάντοτε ὕστερα ἀπό τήν ἰσημερίαν τῆς ἀνοίξεως. Δεύτερον, ὅτι δέν πρέπει νά γίνεται εἰς τήν αὐτήν ἡμέραν, μέ τό νομικόν φάσκα τῶν Ἰουδαίων. (τά ὁποῖα ταῦτα καί τά δύω διορίζονται ἀπό τόν ζ΄ ἀποστολ.). Τρίτον, ὅτι νά μή γίνηται ἁπλῶς καί ἀορίστως ὕστερα ἀπό τήν ἰσημερίαν, ἀλλά ὕστερα ἀπό τήν πρώτην πανσέληνον τοῦ Μαρτίου, ὁποῦ τύχη μετά τήν ἰσημερίαν, καί τέταρτον, ὅτι νά γίνεται τήν πρώτην Κυριακήν ὁποῦ τύχη ὕστερα ἀπό τήν πανσέληνον· (ταῦτα δέ τά δύω ἐκ παραδόσεως ἔχομεν, καί ὄχι ἀπό κανόνα)».
Μάλιστα, ὁ μακάριος Νικόδημος στήν ἑρμηνεία τοῦ παρόντος κανόνος γράφει ὅτι, «ὅταν καμμίαν φοράν συμπέση τό νομικόν φάσκα εἰς ἡμέραν Κυριακήν, ἡμεῖς δέν ἑορτάζομεν κατ’ αὐτήν τό Πάσχα, ἀλλά τήν ἐρχομένην Κυριακήν, ἵνα μή τοῖς Ἰουδαίοις συνεορτάσωμεν. Ἐπειδή καί κατ’ αὐτήν τῶν πραγμάτων τήν ἀλήθειαν, πρῶτον τότε Ἰουδαῖοι τό ἐδικόν τους Πάσχα ἑώρτασαν, κατ’ ὕστερον ἡ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις ἔγινε, τῆς ὁποίας τύπον καί ἐνθύμησιν φέρει τό Πάσχα ὁποῦ τώρα κατ’ ἔτος ἑορτάζομεν».
Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁ ἀρθρογράφος τοῦ δημοσιεύματος τοῦ Public Orthodoxy, ὅταν γράφη ὅτι «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά ἀρχίσουν πάλι νά συζητοῦν γιά αὐτό τό σημαντικό ζήτημα, ἐγκαταλείποντας τίς εὐρέως διαδεδομένες παρανοήσεις σχετικά μέ τούς λόγους γιά τούς ὁποίους τό Ὀρθόδοξο Πάσχα λαμβάνει χώρα τόσο συχνά μετά τό Δυτικό» εἶχε κατά νοῦν τούς ὡς ἄνω κανονισμούς τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Τό ὅτι οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου χαρακτηρίζονται ὡς “παρανοήσεις” σκοπό ἔχει νά καταδείξη ὅτι ὁ ἱερός Κανόνας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὡς πρός τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, ἀλλά καί γενικότερα ὅλοι οἱ θεῖοι Ἱεροί Κανόνες εἶναι ἀνθρώπινα δημιουργήματα καί ὄχι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι αὐθεντικές ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Γίνεται κατανοητή ἡ προσπάθεια πού καταβάλλουν, τόσο οἱ Λατῖνοι, ὅσο καί οἱ ἑνωτικοί οἰκουμενιστές νά ἐκθεμελιώσουν τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί ἡ δουλική ἐκ μέρους τῶν οἰκουμενιστῶν προσαρμογή τοῦ Ὀρθοδόξου ἑορτασμοῦ στίς λατινικές καινοτομίες.
Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησίαν ἦτο πάντα τό ζητούμενον
Σημειώνει ὁ ἀρθρογράφος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «βασίζεται σέ ἀνακριβεῖς ἐπιστημονικούς ὑπολογισμούς, πού βασίζονται στό ἀνακριβές Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο». Ἀπάντηση στήν ὑποκριτική αὐτή παρατήρηση δίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιά τούς ὁποίους ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦταν πάντα τό ζητούμενο. Εἰδικότερα, ὁ θεῖος Χρυσόστομος στό «Εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας», ὅπου στηλιτεύει κάθε ἀθέτηση τῶν θεσπισθέντων ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τονίζει ὅτι προτιμάει, χάριν τῆς πιστῆς τηρήσεως τῶν ἱερῶν θεσπισμάτων, νά ἑορτάζουμε τό Πάσχα ἀκόμα καί μέ λανθασμένη χρονολογία. Γράφει σχετικά ὅτι: «Πανταχοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ μετ’ ἀκριβείας, τήν ἀγάπην καί τήν εἰρήνην προτιμῶντες ἁπάντων. Εἰ γάρ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκρίβειας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου».
Ὁ θεῖος Νικόδημος στήν 1η σημείωση στόν Ζ΄ Ἀποστολικό κανόνα καί μέ ἀφορμή τήν παρατήρηση αὐτή τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου σημειώνει ὅτι: «Καί βλέπε, ἀγαπητέ, πῶς ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει σχισματικούς τούς Λατίνους διά τί ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιόν τους καί Καλαντάριον, ὄχι διά τί δέν εἶναι τοῦτο, ὅσο κατά τήν ἰσημερίαν, ὀρθόν. Διότι καί ἡμεῖς βλέπομεν πῶς ἡ ἰσημερία ἀληθῶς ἔμεινεν ὀπίσω ἡμέρας ια΄, ἀλλά διά τί ἐχωρίσθησαν κατά τοῦτο ἀπό ἡμᾶς, τό ὁποῖον εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητον…Ἄς ἠξεύρουν γάρ ὅτι καί αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι, ὁποῦ μετά τήν πρώτην ἔγιναν, καί οἱ λοιποί Πατέρες, ἔβλεπον ναί καί αὐτοί, ὡς σοφοί ὁποῦ ἦτο, πῶς ἐκατέβη πολύ ἡ ἰσημερία· ἀλλ’ ὅμως δέν ἠθέλησαν νά τήν μεταθέσουν ἀπό τήν κα΄ Μαρτίου, ὁποῦ τήν ηὗρεν ἡ Α΄ Σύνοδος, προτιμῶντες περισσότερον τήν συμφωνίαν τῆς Ἐκκλησίας καί ἕνωσιν, ἀπό τήν ἀκρίβειαν τῆς ἰσημερίας, ἥτις δέν προξενεῖ, οὔτε εἰς τήν εὕρεσιν τοῦ ἐδικοῦ μας Πάσχα καμμίαν σύγχυσιν, οὔτε βλάβην εἰς τήν εὐσέβειαν, μάλιστα δέ καί προξενεῖ ἡ ἀκρίβεια αὕτη εἰς τούς Λατίνους δύω μεγάλας ἀτοπίας, τό νά ἑορτάζουν δηλ. τό Πάσχα, ἤ μετά (μαζί) Ἰουδαίων, ὅπερ ἐναντίον ἐστίν εἰς τόν παρόντα ἀποστολικόν Κανόνα, ἤ πρό τῶν Ἰουδαίων».
Νά μᾶς ἀπασχολῆ πῶς θά ἐπιτευχθῆ ὁ ἐν Χριστῷ κοινός ἑορτασμός μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ρώσων καί Ἑλλήνων
Βέβαια τούς Ἰησουίτες Λατίνους δέν τούς ἀπασχολεῖ ἡ ἀκρίβεια τῆς ἰσημερίας, ἀλλά τό πῶς θά καθυποτάξουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν παπική, γιά αὐτό ἄλλωστε χαρακτηρίζουν τό φρόνημα τῶν ἁγίων ὡς παρανοήσεις καί κόπτονται «οἱ ἁπανταχοῦ Χριστιανοί νά ἑορτάζουν μαζί ἑνωμένοι τήν πιό σημαντική χριστιανική ἑορτή». Ὅμως πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι οἱ θεῖοι Πατέρες, ὅταν ὅριζαν Κανόνες, τούς ἀπασχολοῦσε νά ἐπιτευχθῆ ὁ ἀπό κοινοῦ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα μεταξύ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων καί ὄχι ὁ ἀπό κοινοῦ ἑορτασμός τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς. Ἔτσι καί σήμερα πρέπει νά μᾶς ἀπασχολῆ πῶς θά ἐπιτευχθῆ ὁ ἐν Χριστῷ καί ἀγάπῃ κοινός ἑορτασμός μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ρώσων καί Ἑλλήνων καί μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ νέου μέ ἐκείνους τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου καί ὄχι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς Λατίνους καί Προτεστάντες. Γιά αὐτούς ἄλλωστε ὁ ἀπόστολος Ἰούδας εἶναι σαφής «ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατά τάς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες ψυχικοί, Πνεῦμα μή ἔχοντες».
Εἶναι ἐμφανές ὅτι κάθε ἀπόπειρα γιά κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα καί ἡ ὅποια προσπάθεια ἕνωσης τῆς Ὀρόδοξης Ἐκκλησίας μέ τούς αἱρετικούς παπικούς εἶναι συνδεδεμένες μέ πολιτικές σκοπιμότητες καί ἐπιβαλλόμενες ἀπό τήν πολιτική τῆς νέας παγκόσμιας τάξης, μέ τά συμφέροντα τῆς ὁποίας ἔχει ταυτισθῆ ἀπολύτως τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, σέρνοντας πίσω ἀπό τίς ἀποφάσεις του ὡς ἄβουλα ὄργανα ὅλες τίς ἑλληνόφωνες τοπικές Ἐκκλησίες. Ἔτσι, ὅσο οἱ ἡγεσίες τῶν τοπικῶν ἑλληνόφωνων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν δέν ἀντιδροῦν καί δέν βάζουν φραγμούς στίς ἀντιεκκλησιαστικές ἀποφάσεις τοῦ Φαναρίου, καθίστανται καί αὐτές συνυπεύθυνες γιά τίς ὅποιες ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Καί μάλιστα οἱ ἡγεσίες αὐτές θά ἐπωμισθοῦν τά φοβερά σχίσματα καί προβλήματα πού θά ἐπιφέρουν οἱ ὅποιες προσεγγίσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πρέπει οἱ ἑλληνόφωνες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά καταλάβουν ὅτι ἡ ρήξη μέ τό Φανάρι εἶναι μονόδρομος, ἐάν βέβαια δέν θέλουν νά παραμείνουν ἄβουλα ὄργανα ἑνός πρώτου καί εἰδικά γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐάν δέν θέλη νά περάση στήν λήθη.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δέν διασφαλίζεται ἀπό κάποιον πρῶτο, ἀλλά εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον πού διασφαλίζει τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε τό πρωτεῖο πού καλλιεργεῖ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος μέ τό προκάλυμμα τῆς “διακονίας” στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς αἰτία γέννησής του τόν ἐγωισμό, τήν ὑπερηφάνεια, καί τήν κενοδοξία, οἱ ὁποῖες ἀπό τήν φύση τους εἶναι κακίες διασπαστικές τῆς ἑνότητας.