Ὅταν, λοιπόν, τούς εἶπε σέ κάποια στιγμή ὅτι «σᾶς συμφέρει ἐγώ νά ἀποχωρήσω ἀπό αὐτόν τόν κόσμο» ἐννοώντας τήν Ἀνάληψή Του, «γιά νά ἔλθει κάποιος ἄλλος, δηλ. τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, γιά νά σᾶς καθοδηγεῖ στό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς σας», οἱ μαθητές δέν κατάλαβαν σχεδόν τίποτα ἀπό αὐτή τήν ρήση τοῦ Διδασκάλου τους.
Ὅμως ὅταν γεύθηκαν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί τίς ἐπανειλημμένες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καταδέχτηκε νά τόν ψηλαφήσουν, ὁ ὁποῖος ἔτρωγε μαζί τους, περπατοῦσε καί ζοῦσε μέ αὐτούς ὅπως καί πρίν τήν Ἀνάσταση, στερεώθηκαν στήν Πίστη τους πρός Αὐτόν.
Ἔτσι, ὅταν ἔγινε ἡ Ἀνάληψη, παρόλο πού ὁ χωρισμός θά ἦταν πλέον μόνιμος, γύρισαν ἀπό τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γεμάτοι εὐφορία καί χαρά, δοξολογώντας τόν Θεό καί περιμένοντας, μέ βεβαιότητα τώρα, τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά τούς ἔδινε δύναμη στή συνέχιση τοῦ ἔργου τους.
Δέκα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάληψη καί πενήντα –γι΄ αυτό καί ὀνομάζεται Πεντηκοστή– μετά τήν Ἀνάσταση, Χριστιανοί μου, κατέβηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, μέ τή μορφή πυρίνων γλωσσῶν. Καί αὐτό κατά παραχώρηση Θεοῦ γιά νά γίνει ὁρατός ὁ ἀόρατος. Καί ἔδωσε τή φώτιση καί τή δύναμη στούς μαθητές.
Ἀπό ἀγράμματοι ψαράδες ἔγιναν θεολόγοι, ἀπό φοβισμένοι ἔγιναν πανίσχυροι καί ἄρχισαν νά κηρύττουν σ’ ὅλον τόν κόσμο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Διδασκάλου τους καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἀπό «φτωχοί», πού ἦταν διότι «οὔπω γάρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον» (δηλ. δέν εἶχε δοθεῖ ἡ χάρη του Ἁγίου Πνεύματος), ἔγιναν πνευματοφόροι καί ὄχι μόνο κήρυξαν, ἀλλά καί μαρτύρησαν γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀπό τότε καί στό ἑξῆς τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού συντηρεῖ καί συγκροτεῖ ὅλον τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλους αὐτούς πού πιστεύουν στήν Ἁγία Τριάδα καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Εἶναι αὐτό, πού εἶναι παρόν σέ κάθε στιγμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς, πού μέ τήν ἐπίκληση καί κάθοδό του τελοῦνται τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτό πού ἁγιάζει, φωτίζει καί προστατεύει τόν ἄνθρωπο, πού ἐπικαλεῖται τή βοήθειά του.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «ἐάν δέν ἦταν παρόν τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν θά συνίστατο ἡ Ἐκκλησία∙ ἐφ΄ ὅσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, εἶναι φανερό ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι παρόν».
Χριστιανοί μου,
Σ’ αὐτή τη δύσκολη ἐποχή πού ζοῦμε καλούμαστε μέ τή ζωή μας καί τή συμμετοχή μας στά Ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας νά γίνουμε, ὡς ἄλλοι Ἀπόστολοι, πνευματοφόροι. Διότι, μέ τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὅπως λέει καί ὁ Χρυσόστομος: «ἐνῶ εἴμαστε κενοί, γινόμαστε ἄρτιοι· νεκροί, ἀνιστάμεθα, γήϊνοι, γινόμαστε οὐράνιοι, ἐνῶ εἴμαστε σπήλαιο ληστῶν (δηλ. παθῶν) μεταμορφωνόμαστε σέ ναό τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ∙ γινόμαστε συγγενεῖς καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, συγκοινωνοί καί συγκληρονόμοι Του». ΑΜΗΝ.-
Πρωτ. π. Παν. Μεγαλοκονόμος