Σαράντος Καργάκος
ΓΕΝΙΚΑ πιστεύεται ότι ο Μικρασιατικός Ελληνισμός είχε μικρή συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821. Κυρίως τονίζεται η θυσία του και όχι η πολεμική δράση του. Όντως, οι Μικρασιάτες υπήρξαν τα πρώτα θύματα (μετά τούς ΚΠολίτες και Θρακιώτες) της τουρκικής θηριωδίας. Πέρα από τις Κυδωνιές και τα Μοσχονήσια, μεγάλη συμφορά έπληξε τους Έλληνες της Σμύρνης από την πρώτη στιγμή της Επαναστάσεως. Στίφη ατάκτων («ζεϊμπέκοι», «ταγκαλάκηδες») όρμησαν κατά τού άμαχου πληθυσμού κι άρχισαν άγριες σφαγές, βιασμούς, λεηλασίες. Περιγραφή αυτής της πρώτης καταστροφής έχουμε από τον πρώτο Έλληνα ιστορικό των νεώτερων καιρών, τον Κων/νο Κούμα πού ήταν τότε καθηγητής του Ελληνικού Γυμνασίου Σμύρνης. «Κατόρθωσε να διαφύγει κυριολεκτικώς μέσα από τις σφαγές και την πλημμυρίδα της τρομοκρατίας, η όποια μετέβαλε τη Σμύρνη σε κοιλάδα κλαυθμώνος, και έπειτα από περιπέτειες και φυλακίσεις να φθάσει στη Βιέννη του Μέτερνιχ».
Από εκεί έστειλε μιά επιστολή στον διάσημο ελληνιστή Friedrich Thiersch (γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ειρηναίος Θείρσιος), στον όποιο διεκτραγωδεί «όσα έζησε ως αυτόπτης στην αναστατωμένη και οχλοκρατούμενη πρωτεύουσα της Ιωνίας», όπως γράφει ο Τάκης Σαλκιτζόγλου, ο οποίος στο βιβλίο του «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση τού 1821…» παρέχει ως πρόσθετη μαρτυρία των τουρκικών φρικαλεοτήτων την αναφορά του Άγγλου προξένου στη Σμύρνη Francis Werry αλλά και του Γάλλου αυτόπτη Μ. Raffenel. Έχει, πάντως, σημασία να τονισθεί ότι ο Fr. Werry δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα για τους Έλληνες.
Αγριότητες εις βάρος των Ελλήνων έγιναν στην Νέα Έφεσο (Κουσάντασι). Πολλοί μάλιστα Εφέσιοι, πέρασαν στην απέναντι Σάμο και κατετάγησαν στο στρατό τού Λυκούργου Λογοθέτη. Η αποτυχία τους να καταλάβουν την Σάμο, ώθησε τους Τούρκους στο να στραφούν κατά των αμάχων της Νέας Εφέσου και των πέριξ ελληνικών χωριών (Δώματα κ.ά.). Ακόμη και στη μακρινή Καππαδοκία είχαμε σφαγές Ελλήνων, όταν ήλθε η είδηση περί επαναστάσεως. Ωστόσο, οι σφαγές αυτές έκαναν τούς Καππαδόκες να αισθανθούν «πώς είναι αλληλέγγυοι αδελφοί των μαχομένων επαναστατών της Ελλάδας» (Τ. Σαλκιτζόγλου, όπ. π., σ. 127). Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται στα θλιβερά γεγονότα της Καισαρείας, στα οποία πρωταγωνίστησε κάποιος τυχοδιώκτης ονόματι Πογούνογλου Χασάν αγάς ή, κατ’ άλλους Ακμπιγικίγογλου, «άτομο του υποκόσμου και κατώτατης υποστάθμης» (όπ. π., σ. 133). Τις βιαιότητες μάταια προσπάθησαν να αποτρέψουν ο κατής (ιεροδικαστής) και ο «μουσελίμης» (έπαρχος). Οι ωμότητες επεκτάθηκαν ως το χωριό Ζιντζίντερε, όπου υπήρχε η φημισμένη Μονή των Φλαβιανών. Ο ηγούμενος Παΐσιος (μετέπειτα Μητροπολίτης Καισαρείας) μόλις κατόρθωσε να διαφύγει στα περίφημα Φάρασα, την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Αλλ’ ούτε ο απομονωμένος Πόντος έμεινε εκτός των επαναστατικών γεγονότων. Ούτε εξ άλλου πρέπει να λησμονείται ότι ο αρχηγός της Φιλικής Αλέξανδρος και ο αδελφός του Δημήτριος Υψηλάντης ήσαν ποντιακής καταγωγής. Είναι ακόμη γνωστό ότι μεταξύ των σημαινόντων Φιλικών ήταν ο Πόντιος Ηλίας Κανδήλης ή Κανδήλογλου. Λέγεται ακόμη ότι ο μητροπολίτης Χαλδίας Σίλβεστρος, έκανε μυστική σύναξη μιά Κυριακή και εκήρυξε στους Ποντίους τον εθνικό λόγο. Ασφαλώς, και οι Πόντιοι θα πλήρωναν τότε φόρο αίματος βαρύ, αν ο «ντερέμπαης» της Τραπεζούντος, ο Οσμάν πασάς, δεν συγκρατούσε τον μαινόμενο όχλο, πού φρύαξε κυριολεκτικά όταν έμαθε για την επανάσταση των «γκιαούρηδων» (=απίστων). Ο εν λόγω Οσμάν πασάς αντέδρασε στην απόφαση των Τούρκων αγάδων της περιοχής Τραπεζούντος για γενική σφαγή των Ελλήνων. Λέγεται πώς ήταν κρυπτοχριστιανός ή απόγονος χριστιανών Ελλήνων εξισλαμισμένων (Τάκης Σαλκιτζόγλου, όπ. π., σ. 144).
Λόγω των διωγμών ένα μεγάλο μέρος Μικρασιατών ξέφυγε προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Το πιο δυναμικό στοιχείο από τούς πρόσφυγες αυτούς και αφού πλέον είχε συμμετοχή σε πλήθος μαχών, σχημάτισε στο πιο κρίσιμο έτος του Αγώνα, το 1826 την «Ιωνική Φάλαγγα», πού διατηρήθηκε ως το 1828. Ήδη είχαν αναδειχθεί Μικρασιάτες μικροκαπετάνιοι, κυρίως Κυδωνιείς (Αϊβαλιώτες), όπως ο Χατζή-Αποστόλης, ό Δημήτριος Καπανδάρος, ο Κων/νος Αϊβαλιώτης και ο Γιαννακός Καρόγλου από τη Σμύρνη πού μπήκε επικεφαλής της «Ιωνικής Φάλαγγος».
Ο Θεόφιλος Καΐρης με επιστολή-δακήρυξη «πρός Κυδωνιείς πρόσφυγας», την όποια απέστειλε προς αυτούς γράφει μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα:
«Εσυγχώρησε (=επέτρεψε) τελευταίον η υπερτάτη τού έθνους μας Διοίκησις και εις τούς Κυδωνιάτας να κρατήσωσιν (=συγκροτήσουν) σώμα από Κυδωνιάτας μόνο συγκείμενον. Διωρίσθην δε εγώ να τούς συναθροίσω και να τούς οδηγήσω εις τούς υπέρ της Ελευθερίας αγώνας. Τρέξατε λοιπόν, φίλοι συμπατριώται, πρόθυμα είνε τα όπλα (…) Το έθνος ετοιμάζει στεφάνους διά τας ανδραγαθίας σας, τα ονόματά σας θέλουσι εγχαραχθή εις τας καρδίας των Συμπατριωτών μας, και η φίλη μας πατρίς αι Κυδωνίαι θέλει σάς ανεγείρει ανδριάντας διά τας αριστείας σας» (Δημήτριος I. Πολέμης: «Αλληλογραφία Θεοφίλου Καΐρη», έκδ. Καϊρείου Βιβλιοθήκης, Άνδρος 1994, τ. Α1, σ. 49).
Για να εκτιμηθεί το μέγεθος της συνεισφοράς των Μικρασιατών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σημειώνουμε τούτο μόνον: στο βιβλίο τού Τάκη Σαλκιτζόγλου υπάρχει κατάλογος Μικρασιατών αγωνιστών πού καλύπτει όγκο 74 σελίδων! Ακόμη και από την Άγκυρα μνημονεύονται δύο αγωνιστές, οι Χατζή- Συμεών Ιακώβου και ο Δημήτριος Τσερκέσιος, πού πολέμησε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία.
Όπως θα φανεί στην περαιτέρω εξιστόρηση, ο διαπρεπέστερος Μικρασιάτης αγωνιστής ήταν ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, πού επρώτευσε στην κατάληψη του Παλαμηδίου. Τούτο βεβαιώνει έγγραφο το οποίο υπογράφει ο αρχηγός της επιχειρήσεως Στάικος Σταϊκόπουλος.
Οι Τούρκοι με τούς διωγμούς πού εξαπέλυσαν κατά των Μικρασιατών, κατά των Μακεδόνων και Θρακιωτών έβλαψαν πολλαπλώς το κράτος τους. Το δυσφήμησαν στο εξωτερικό. Η κοινή γνώμη της Ευρώπης και των ΗΠΑ (χωρίς να λείπουν και εκδηλώσεις φιλοτουρκισμού για λόγους συμφέροντος) για μιά ακόμη φορά είχε πεισθεί ότι η Τουρκία ήταν βάρβαρο κράτος και δεν μπορούσε να συνυπάρξει με τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη. Δεύτερον, εξ αιτίας των διωγμών και της καταστροφής πόλεων και χωριών, το σουλτανικό ταμείο έχανε σημαντικούς πόρους από μη καταβαλλόμενους φόρους.
Τρίτον και πιο σημαντικό, πού δεν έχει προσεχθεί από Έλληνες και ξένους ιστορικούς είναι η καταφυγή κυρίως ανδρικού πληθυσμού, από κάθε μεριά του έλληνικού κόσμου, στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αυτό συνιστούσε μιά πλούσια «τροφοδοσία» για τα επαναστατικά στρατιωτικά σώματα. Οι πρόσφυγες ήσαν μιά ακένωτη δεξαμενή πολεμιστών από την όποια πολλοί οπλαρχηγοί κάλυπταν τα κενά των στρατιωτικών μονάδων τους. Όσο κι αν πολλοί δεν είχαν στην αρχή πολεμική πείρα, την απέκτησαν με την πάροδο τού χρόνου.
ΠΗΓΗ: Ελληνικό Ημερολόγιο Το Β’ μέρος του έργου του κυρίου Σαράντου Καργάκου,
«Η Ελληνική Επανάσταση του 1821», η έκδοση της εφημερίδος «Realnews».