Σάκκος
Τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρουν πότε ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τό μόνο πού μᾶς πληροφοροῦν εἶναι ὅτι τό πρωί «τῆς μιᾶς σαββάτων», δηλαδή τό πρωί τῆς δικῆς μας Κυριακῆς ἡμέρας, οἱ μυροφόρες βρῆκαν κενό τό μνῆμα καί οἱ ἄγγελοι τίς ἀπηύθυναν τό μήνυμα ὅτι ὁ Χριστός ἠγέρθη.
Σύμφωνα μέ τά δεδομένα τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας ὁ Χριστός πρέπει νά ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς Κυριακῆς, τήν 4η φυλακή τῆς νύχτας, δηλαδή μεταξύ 3 καί 6 ἡ ὥρα.
Πράγματι, ὁ Κύριος πέθανε πάνω στό σταυρό στίς 3 περίπου τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς. Ἀφοῦ ἔμεινε τρεῖς μέρες στόν ἅδη, ὅπως λένε οἱ προφητεῖες, πρέπει ἡ παραμονή του στό τάφο νά πῆρε καί ὧρες ἀπό τήν Κυριακή· ὁπότε ἔχουμε Παρασκευή, Σάββατο καί μέρος τῆς Κυριακῆς στόν ἅδη μέ τούς νεκρούς, καί Κυριακή χαράματα ἡ Ἀνάσταση.
Πρίν ἀκόμη oι μυροφόρες φθάσουν στό μνῆμα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶχε ἀναστηθεῖ, ἐνῶ οἱ ρωμαῖοι στρατιῶτες φύλαγαν ἕναν ἄδειο τάφο! Ὁ σεισμός, πού ἔγινε ἀργότερα καί ἀποκύλισε τό λίθο τοῦ τάφου, δέν ἦταν γιά νά ἀναστηθεῖ ὁ Κύριος, ἀλλά γιά νά διαπιστωθεῖ ἡ Ἀνάσταση.
Ἡ σωστότερη ὥρα γιά νά γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση εἶναι, λοιπόν, πρωί-πρωί τήν Κυριακή. Ὁ ἑορτασμός κατά τά μεσάνυχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καί ἱστορικά δέν στέκεται ἀλλά καί πρακτικά δέν ἐξυπηρετεῖ. Τή νυκτερινή αὐτή ὥρα τά πλήθη, οἱ ἀδιάφοροι καί τυπικοί χριστιανοί, παίρνουν τή λαμπάδα τους καί τό κόκκινο αὐγό καί στέκονται ἀπό μία συνήθεια στό προαύλιο τοῦ ναοῦ, μέχρι νά ἀκουστεῖ τό «Χριστός ἀνέστη». Καί μόλις ἀρχίσει ὁ Ὄρθρος καί ἀκουστεῖ τό «Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ», σάν γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τήν προφητεία, σηκώνονται καί φεύγουν στό σπίτι τους. Τρέχουν νά ἀπολαύσουν τή μαγειρίτσα, περιφρονώντας τό θεῖο τραπέζι μέ τό μόσχο τό σιτευτό.
Ἀλλά καί γιά τούς πιστούς ἡ ὥρα αὐτή εἶναι κόπος καί ταλαιπωρία. Κουρασμένοι καί νυσταγμένοι δέν μποροῦν νά ἀπολαύσουν τή μεγάλη γιορτή.
Γιά νά ‘ναι λαμπρή ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ὅπως Λαμπρή τήν ὀνόμαζαν οἱ παλαιότεροι, πρωί-πρωί πρέπει νά χτυποῦν οἱ καμπάνες, ὅπως τά Χριστούγεννα. Καθώς μάλιστα ἰδιαίτερα εὐνοεῖ καί ἡ ἐποχή, μέσα στήν ἀνοιξιάτικη ἀτμόσφαιρα θά χαίρονται καί θ’ ἀπολαμβάνουν πραγματικά οἱ πιστοί στήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία τή Λαμπρή τους.