Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, Ο ΝΕΟΣ ΒΕΚΚΟΣ!

Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος

 Ἡ ἐπισκοπική ὑπευθυνότητα ἔχει ὡς κριτήριά της τήν ἀλήθεια, τό δίκαιο καί τήν ἀγάπη καί μάλιστα ἡ ὑπευθυνότητα δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν διπλωματία οὔτε βέβαια θυσιάζεται γιά τίς ὅποιες σκοπιμότητες καί πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές πιέσεις. Ἡ  ἀλήθεια, ὅπως αὐτή ἔχει παραδοθῆ μέσα ἀπό τό θεόσδοτο Εὐαγγέλιο, τό δίκαιο, καθώς διαμορφώθηκε μέσα ἀπό τούς θεόπνευστους Ἱερούς Κανόνες καί ἡ ἀρετή τῆς ἀγάπης, τό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο ἀναπτύσσεται καί λειτουργεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

  Ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπιφάνιο Κύπρου, ἀναφερόμενος στόν Μελέτιο Ἀντιοχείας καί θέλοντας νά τοῦ τονίση νά παραμείνη πιστός στούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς ἐκκλησιαστικές παραδόσεις καί νά ἀπορρίψη κάθε τι πού ἀλλοιώνει τήν ἐπισκοπική ἐντιμότητα, θά γράψη: «Ἡμεῖς δέ, ἐπειδή καί ὁ πρῶτος παρρησιασάμενος ὑπέρ τῆς ἀληθείας, καί τόν καλόν ἐκεῖνον διαθλήσας ἀγῶνα ἐπί τῶν καιρῶν τοῦ Κωνσταντίου, ὁ αἰδεσιμώτατος Μελέτιός ἐστιν ὁ ἐπίσκοπος, καί ἔσχεν αὐτόν ἡ ἐμή Ἐκκλησία κοινωνόν, ὑπεραγαπήσασα αὐτόν διά τήν καρτεράν ἐκείνην ἀνένδοτον ἔνστασιν· ἔχομεν αὐτόν κοινωνικόν (καί κρατᾶμε αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία) μέχρι τοῦ νῦν τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι, καί ἕξομέν γε, ἐάν ὁ Θεός θέλῃ».

Κοινός ἑορτασμός Πάσχα Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν

  Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στό μήνυμα πού ἀπηύθυνε πρός τούς αἱρετικούς παπικούς τήν ἡμέρα πού ἑόρτασαν τό Πάσχα εἶπε ὅτι «Ἀποτελεῖ σκάνδαλο ὁ χωριστός ἑορτασμός τοῦ μοναδικοῦ γεγονότος τῆς μιᾶς Ἀναστάσεως τοῦ Ἑνός Κυρίου». Ὁ Πατριάρχης εὐχήθηκε τοῦ χρόνου, τό 2025, ὁ κοινός ἑορτασμός νά μή εἶναι ἁπλῶς σύμπτωση, ἀλλά νά ἀποτελέση τήν ἀπαρχή γιά τήν καθιέρωση τοῦ ἑνιαίου ἑορτασμοῦ. Ὑπογράμμισε, λέγοντας ὅτι «Εἴμαστε αἰσιόδοξοι, καθώς ἑκατέρωθεν ὑπάρχει ἡ πρός τοῦτο καλή θέλησις καί προθυμία».

  Οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων, οἱ πνευματικοί ἡγέτες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔχουν σήμερα τήν βαρειά εὐθύνη νά μεταφέρουν στόν συγκεκριμένο ἱστορικό χρόνο, ἀκέραιο καί ἀνόθευτο τόν ἐκκλησιαστικό λόγο καί ἀπαραβίαστες τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί ἦθος, πού θέλει «ἐκτός τῆς Μιᾶς αὐτῆς Ἐκκλησίας (τῆς Ὀρθόδοξης), ὅλες οἱ ἄλλες, πού καταχρηστικά ὀνομάζονται ἐκκλησίες, νά μή εἶναι παρά αἱρέσεις καί σχίσματα». Ἆραγε οἱ Μητροπολίτες πού ἄλλοτε ὄρθωσαν τό ἀνάστημά τους καί μέ παρρησία ὁμολόγησαν ὅτι «Ἡ παπική ἐκκλησία εἶναι αἵρεση, αἱρετικό “διδασκαλεῖο”, δηλαδή παρασυναγωγή (ἀντορθόδοξη, ἀντιευχαριστιακή, ἀντιεκκλησιαστική) καί ποτέ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ», τό 2025 θά ὑπεραμυνθοῦν τῆς ἐπισκοπικῆς τους ὑπευθυνότητας καί ἐντιμότητας; Θά ἔχουν τήν παρρησία καί τό θάρρος νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια, ὅταν θά ἔλθη ἡ στιγμή πού θά ζητήση ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος νά ἐπικυρώσουν τίς πράξεις του, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καί μέ τό οὐκρανικό ζήτημα; Θά τοῦ ὑποδείξουν ὅτι βρίσκεται ἐκτός τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί θά τοῦ ἀρνηθοῦν τήν ὅποια ἐκκλησιαστική κοινωνία;

  Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἀποδέχθηκε σάν Πατέρες καί Διδασκάλους της τούς ἁγίους, ἐκείνους δηλαδή πού ἔζησαν μέ πιστότητα καί ἀφοσίωση μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐκείνους πού ἀναδείχθηκαν «κανόνες πίστεως, εἰκόνες πραότητος καί ἐγκρατείας διδάσκαλοι», αὐτοί πού δέν ὑπηρέτησαν τήν συμβατικότητα καί τήν διπλωματία. Ἆραγε, οἱ σύγχρονοι πατέρες ἔχουν τήν δύναμη νά περιφρουρήσουν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τά δόγματα καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τούς ζητηθῆ ἤ θά συρθοῦν πίσω ἀπό τούς ὁραματισμούς καί σχεδιασμούς τοῦ νέου Βέκκου τῆς Ἐκκλησίας;

Τό πρωτεῖον ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης

Τό ἱστολόγιο τῆς Διεύθυνσης Προώθησης τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητας τοῦ Βατικανοῦ, στήν ὁποία προεδρεύει ὁ καρδινάλιος Kurt Koch, σέ κείμενο πού ἀναρτήθηκε στίς 28/3/23, μέ τίτλο “Εἶναι δυνατή ἡ μυστηριακή ἑνότητα μεταξύ Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων”, πού παρουσιάσθηκε στό Πανεπιστήμιο τοῦ Preson στόν Σλοβακία, ἀναφέρεται στό πῶς κατανοεῖ ἡ παπική ἐκκλησία τήν ἕνωση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μία κατανόηση ἡ ὁποία υἱοθετεῖται καί ἀπό τό Φανάρι, ὅπως αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τίς δηλώσεις καί τίς πράξεις τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Λέει μεταξύ τῶν ἄλλων τό κείμενο:

«…Κατά τήν διάρκεια τῆς Ὀρθόδοξης Συνόδου πού συνῆλθε στήν Κρήτη τό 2016, ἔγιναν σέ βάθος συζητήσεις γιά τό ἐνδεχόμενο ὕπαρξης Ἐκκλησίας ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ Σύνοδος ἔλυσε αὐτό τό πρόβλημα καταλήγοντας σέ ἕνα συμβιβασμό: ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει “τήν ἱστορική ὀνομασία ἄλλων μή Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν πού δέν εἶναι σέ κοινωνία μαζί της”, χωρίς νά θυσιάζη τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας “στήν ὀντολογική της φύση”. Μέ μία καλοπροαίρετη καί αἰσιόδοξη ἑρμηνεία, μπορεῖ κανείς νά διαβάση τήν ἀναγνώριση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας σέ αὐτήν τήν δήλωση.

… Τό ἔγγραφο (τοῦ Φράιζινγκ 1990) ἐκφράζει τήν διπλή πεποίθηση ὅτι ἡ συνοδικότητα καί ἡ πρωτοκαθεδρία εἶναι ἀλληλοεξαρτώμενες μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη πρωτοκαθεδρία χωρίς συνοδικότητα καί συνοδικότητα χωρίς πρωτοκαθεδρία καί ὅτι αὐτή ἡ συσχέτιση συμβαίνει σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς Ἐκκλησίας, σέ τοπικό, σέ περιφερειακό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο.

…Ἀπό τήν ἄλλη, μπορεῖ κανείς νά περιμένη ὅτι, στόν οἰκουμενικό διάλογο οἱ Ὀρδόδοξες Ἐκκλησίες θά μάθουν ὅτι ἡ πρωτοκαθεδρία, ἀκόμη καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι μόνον δυνατή καί θεολογικά θεμιτή, ἀλλά καί ἀπαραίτητη. Οἱ ἐνδοορθόδοξες ἐντάσεις, πού προέκυψαν μέ ἰδιαίτερη σαφήνεια ἰδιαίτερα πρίν καί κατά τήν διάρκεια τῆς “Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου” τῆς Κρήτης τό 2016, θά πρέπη νά μᾶς κάνουν νά κατανοήσουμε τήν ἀνάγκη νά προβληματιστοῦμε γιά μία διακονία ἑνότητας καί σέ παγόσμιο ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησίας ἡ πρωτοκαθεδρία, ἡ ὁποία προφανῶς θά ἔπρεπε νά εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό μία ἁπλή τιμητική πρωτοκαθεδρία, συμπεριλαμβάνοντας καί στοιχεῖα δικαιοδοσίας.

…Ἡ διακονία τοῦ Πέτρου εἶναι ἑπομένως ἕνα μόνιμο στοιχεῖο τῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἐκπληρώνει τό εἰδικό του καθῆκον πάνω ἀπό ὅλα, ζώντας, “προεδρεύοντας στήν φιλανθρωπία” καί συγκεντρώνοντας στήν Εὐχαριστία ὅλες τίς ἰδιαίτερες Ἐκκλησίες τοῦ κόσμου, γιά νά σχηματίσουν τήν μία οἰκουμενική Ἐκκλησία… Ἐάν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης κατανοήση καί συνειδητοποιήση τήν πρωτοκαθεδρία του μέ αὐτή τήν εὐχαριστιακή ἔννοια, ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα καί ἡ προοπτική ὅτι ἡ πρωτοκαθεδρία του θά πάψη νά εἶναι τό κύριο ἐμπόδιο στόν δρόμο τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί θά γίνη ὁ ὑποστηρικτής τῆς οἰκουμενικῆς κατανόησης, καθιστώντας τον ἐγγυητή τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν στήν κοινή πίστη…».

Ὁ παπισμός δέν ἔχει ἀποβάλει καμίαν κακοδοξίαν του

  Ἆραγε ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι ὁ παπισμός δέν ἔχει ἀποβάλει καμία ἀπό τίς κακοδοξίες του καί μάλιστα αὐτή τῆς ἐπιβολῆς ἐπί τῆς ὅλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό πρωτεῖο ἐξουσίας, τήν πνευματική ἡγεμονία δηλαδή τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης; Ποιός Ὀρθόδοξος θά ἀνεχθῆ ἆραγε καί τήν παραμικρή κοινωνία μαζί του ἤ θά παραχωρήση τήν πρωτοκαθεδρία στόν πάπα; Ἡ ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο δέν θά ἔχη ἐπακόλουθο τήν ἀπαίτηση προνομίων, νά εἶναι ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης πρῶτος σέ κάθε συνοδική δραστηριότητα, νά προεδρεύη σέ αὐτήν, ἀλλά καί τό δικαίωμα ἑνός παγκόσμιου ἐκκλήτου, τόν ρόλο δηλαδή ἑνός παγκόσμιου κριτῆ; Εἶναι δυνατόν ὁ Προκαθήμενος καί οἱ Μητροπολίτες τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας νά συμβιβασθοῦν καί νά ἀκυρώσουν τήν ἐπισκοπική τους ὑπευθυνότητα, νά ὑποκύψουν σέ πιέσεις καί νά στοιχηθοῦν στά προστάγματα τοῦ νέου Βέκκου, τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, παρά νά ὁμολογήσουν μέ παρρησία τήν ἐκκλησιαστική παράδοση; Αὐτός πού θά συμβιβασθῆ δέν θά ἀποδειχθῆ ὄχι μόνον κατάκριτος, ἐναντιούμενος στούς Ἱερούς Κανόνες, ἀλλά καί θά προξενήση ὡς ἐπακόλουθο στόν ἑαυτό του βαρύτατη κόλαση;

  Σημείωνε στήν ἐποχή του ὁ λατινόφρων Πατριάρχης Βέκκος στό ἔργο του “Ἔγγραφος ἀσφάλεια” γιά τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, «ἡ ἱερά καί ἁγία τῆς Ρώμης ἐκκλησία ἄκρον καί τέλειον πρωτεῖον καί ἀρχήν ἐπί πᾶσαν τήν καθολικήν ἐκκλησίαν κατέχει». Οἱ πράξεις καί δηλώσεις τῶν ἐνοίκων τοῦ Φαναρίου, ἀλλά καί προσωπικά τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου δέν ἀποδεικνύουν ὅτι υἱοθετοῦν τήν δήλωση αὐτή τοῦ λατινόφρονα Πατριάρχου Βέκκου;

  Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ζηζιούλα, ταυτιζόμενη μέ τήν παπική, ἀναφέρει σχετικά γιά τήν συνοδικότητα καί τό πρωτεῖο, «Ἡ λογική τῆς συνοδικότητας ὁδηγεῖ στό πρωτεῖο καί ἡ λογική τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου ὁδηγεῖ στό παγκόσμιο πρωτεῖο». Ὅμως ἡ ἀνάδειξη ὡς ἀνάγκη τῆς ὕπαρξης ἑνός πρώτου, ὁ ὁποῖος θά εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῆς συνόδου, ἀλλά καί ἡ πηγή, ὁ ἐγγυητής καί ἡ φανέρωση τῆς καθολικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ξένη ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καί ἡ υἱοθέτησή του σκοπό ἔχει νά δικαιολογηθῆ καί ἐπιβληθῆ τόσο τό παγκόσμιο πρωτεῖο τοῦ πάπα ὅσο καί τό πρωτεῖο τοῦ πάπα τῆς Ἀνατολῆς.

  Στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία σχετικά μέ τήν συνοδικότητα, ἡ παρουσία τῶν ἐπισκόπων “ἐπί τό αὐτό” δέν θεωρεῖται ὡς μία συμβατική πράξη, οὔτε ἁπλῶς μία συλλογική ἐνέργεια, οὔτε βέβαια ὅτι οἱ ἐπίσκοποι συγκροτοῦν συνέλευση αὐτόνομων καί ἑτερόκλητων στοιχείων, πού προσέρχονται γιά νά ὑποστηρίξουν τίς προσωπικές τους ἀπόψεις καί συμφέροντα. Ἡ Σύνοδος εἶναι πράξη μυστηριακή καί οὐσιαστική. Οἱ ἐπίσκοποι συνέρχονται, διασκέπτονται καί συνδιαλέγονται ὑπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, συμφωνοῦν καί συναποφασίζουν, ὁδηγούμενοι ἀπό τήν θεία χάρι καί συνομολογοῦν καί συνδιακηρύττουν τό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Γιά τόν λόγο αὐτό ἄλλωστε ἡ συμβολή στήν ἑνότητα ἀποτελεῖ πρωταρχική εὐθύνη, ἡ συμφωνία στήν πίστη καί στό ἦθος ἀποτελοῦν κυρίαρχοι στόχοι τῆς συνοδικότητας καί ἡ σχέση τῆς ἀγάπης εἶναι ἀναμφίβολα τό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο λειτουργεῖ τό συνοδικό σύστημα. Ἆραγε τί εἴδους ἑνότητα μπορεῖ νά ὑπάρξη μέ τούς αἱρετικούς παπικούς, ὅταν παρακάμπτωνται οἱ παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις; Τί εἴδους ἑνότητα μπορεῖ νά ὑπάρξη μέ αὐτούς πού ἐμμένουν σέ ἕνα συνονθύλευμα πλανῶν καί αἱρέσεων, ξένων πρός τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, αἰῶνες τώρα;

  Εἶναι φανερό ὅτι μέ τίς ὑπάρχουσες προϋποθέσεις εἶναι θεολογικῶς τελείως ἄστοχο καί ἄσκοπο νά ἐπιχειρεῖται ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα ἑνότητα μέ τούς αἱρετικούς καί ἄν συμβῆ αὐτό μόνον σχίσματα καί διαιρέσεις θά ἔχη ὡς ἐπακόλουθο. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ὑποχρέωση νά ἀναλογισθοῦν τίς εὐθύνες τους ἔναντι, τόσο τοῦ Κυρίου, ὅσο καί τῆς Ἐκκλησία του.

  Εἶναι ἀλήθεια ὅτι βρισκόμαστε σέ μία ἐποχή βαθειᾶς ἔνδειας ἐκκλησιαστικῶν ὁραματισμῶν καί ἀνησυχιῶν, τήν στιγμή μάλιστα ὅταν γύρω μας συμβαίνουν πρωτόγνωρες μεταλλαγές καί μία ἀρρωστημένη πλαδαρότητα ἔχει ἀφαιρέσει τήν ὅποια ἀγωνιστικότητα καί ἀντίσταση ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα, τόσο ἀπό τήν διοικοῦσα Ἐκκλησία ὅσο καί ἀπό τούς πιστούς, ὅμως τό λῆμμα συνεχίζει νά ὑπάρχη. Ἔτσι, ἡ πρωτοβουλία καί ἡ εὐθύνη ἔχει ἀποτεθῆ στίς λίγες, ἀλλά ζωντανές ψυχές, δηλαδή σέ μία πολύ μικρή μειοψηφία τῶν ἐπισκόπων, σέ μία μικρή μερίδα ἀγωνιζόμενων πρεσβυτέρων ἀλλά καί στό μικρό ποίμνιο. Ὅμως αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς πτοῆ, ἄλλωστε καί στήν ἐποχή του ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ἦταν ἕνας, παρ’ ὅλα αὐτά ὁ τότε ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ἀναγκάσθηκε νά ὁμολογήση, «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψεν, οὐδέν ἐποιήσαμεν».

https://orthodoxostypos.gr