Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

 

Ιστορικά

Του κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

καθηγητή Θεολογίας του Α.Π.Θ

 

ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ,

ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ.

     Τον Σεπτέμβριο του 1922 εγράφη η πιο πικρή ιστορία της Ρωμιοσύνης της Μ. Ασίας με την Μικρασιατική Καταστροφή· η τραγωδία συμπληρώθηκε με την συνθήκη της Λωζάνης και την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Έφυγαν τότε Πόντιοι και Καππαδόκες, ενώ τον Νοέμβριο του 1922 είχε εκκενωθεί από τον Ελληνικό πληθυσμό της και η Ανατ. Θράκη. Η μέσα Ελλάδα δεχόταν πάνω από ενάμισυ εκατομμύρια Ρωμιών, αποκτούσε εθνολογική ομογένεια, αλλ’ η απέραντη Ρωμιοσύνη της Μ. Ασίας, του Πόντου, της Ανατ. Θράκης χανόταν στην καταστροφή και την προσφυγιά. Οι πρόσφυγες έφεραν απ’ εκεί ό,τι μπορούσαν: μικρές εικόνες, σταυρούς, μικρά εκκλησιαστικά σκεύη που αποτελούν ανεκτίμητο θησαυρό. Αυτά, άλλωστε, μπορούσαν μες από την φωτιά της προσφυγιάς να μεταφέρουν και αφορούσε σ’ αυτήν την περίπτωση Καππαδόκες, Πόντιους και Ανατολικοθρακιώτες. Οι Ρωμιοί των δυτικών μικρασιατικών παραλίων τι να μεταφέρουν από την καιόμενη Ιωνία και Αιολία!

Μολαταύτα, όλο και κάτι μικρό και ταπεινό μετέφεραν, πολύτιμος θησαυρός σήμερα φυλασσόμενος σε εικονοστάσια οικιών και σε ναούς που η κατατρεγμένη προσφυγιά έκτισε σιγά-σιγά, με κόπους και βάσανα που δεν περιγράφονται, και μόνον με την βοήθεια του Θεού και την δική τους πίστη.

Το ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ. του Δήμου Νέας Ιωνίας μου έκαμε την τιμή να ζητήσει την συνεργασία μου στον υπόψη τόμο-λεύκωμα για τους εκκλησιαστικούς θησαυρούς της καθ’ ημάς Ανατολής. Και αυτό αφορά μία σειρά από θέματα αναφερόμενα στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή των πατρίδων από τις οποίες κατάγονται οι σημερινοί κάτοικοι της Ν. Ιωνίας, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα των πρώτων προσφύγων που έφθασαν εδώ και άλλων που έμειναν για πάντα στις πατρίδες, ιερά σφάγια του Γένους και των αγώνων του.

 

1.1. ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

Η Καππαδοκία είχε πρωτεύουσά της την Καισάρεια, αρχαία Μάζακα (πόλη της Σελήνης)· ανήκε στην βυζαντινή αυτοκρατορία από το 395-1071, οπότε και κατελήφθη από τους Σελτζουκίδες Τούρκους. Το 1243 κατελήφθη από τους Μογγόλους και οριστικώς από τους Οθωμανούς το 1515.

Εδώ ο Μ. Βασίλειος έκτισε την περιώνυμη Βασιλειάδα, προς τα βόρεια δηλ. της αρχαίας πόλεως, προς την οποία σταδιακώς άρχισε να οικοδομείται η νέα πόλη. Ο Χριστιανισμός, παρά τις διώξεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ενωρίς διαδόθηκε στην Καππαδοκία και φυσικά και στην Καισάρεια, όπου ανεγέρθησαν ενωρίς ναοί σε μαρτύρια αγίων. Στην Καισάρεια γνωστοί ήσαν οι ναοί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο μητροπολιτικός του Αγίου Βασιλείου, όπου και η σορός του Αγίου, της Αναλήψεως, του Αγίου Νικολάου, σωζόμενος αυτός ως το 1912, του αγίου Μάμαντος, του αγίου Μερκουρίου κ.ά.

Σήμερα σώζονται μόνον τα ερείπια των ναών του αγίου Βασιλείου, του αγίου Μάμαντος, της Κοιμήσεως. Η μητρόπολη Καισαρείας παραμένει η πρώτη γεροντική μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά καιρούς στην μητρόπολη Καισαρείας υπήγοντο διάφορες επισκοπές, αριθμός κυμαινόμενος από πέντε (7ος αι.) ως δέκα πέντε (10ο αι.), αλλά μετά τον 12° αι. και τις ιστορικές μεταβολές σ’ αυτήν, ο αριθμός των επισκοπών όχι μόνον ελαττώθηκε, αλλ’ έπαυσαν να υπάρχουν επισκοπές.

Πριν από την Ανταλλαγή η μητρόπολη Καισαρείας περιελάμβανε 51 χωριά και κωμοπόλεις με συνολικό αριθμό 40.000 ορθοδόξων, εξήντα εκκλησίες, τρεις μονές, ήτοι του Τίμιου Προδρόμου, των Ταξιαρχών και του Αγίου Παντελεήμονος, σαράντα πέντε ιερείς, εβδομήντα τέσσερα σχολεία, ένα γυμνάσιο και ένα ημιγυμνάσιο, ογδόντα οκτώ διδασκάλους, 3691 μαθητές και 1550 μαθήτριες. Από το 1833 έδρα του μητροπολίτου ήταν η μονή του Τίμιου Προδρόμου στα Φλαβιανά (Ζιζίνδερε). Από τον μακρύ κατάλογο των επισκόπων – μητροπολιτών Καισαρείας, όπου πρώτος θεωρείται ο Λογγίνος Εκατόνταρχος, ξεχωρίζουν ο Ευστάθιος Κλεόβουλος (1871-1876), ο Ιωάννης Αναστασιάδης (1878- 1902), ο Γερβάσιος Ωρολογάς (1902-1910), ο Νικόλαος Σακκόπουλος (1914-1927).

Η δεύτερη ιστορική μητρόπολη της Καππαδοκίας ήταν αυτή του Ικονίου, πόλη στα βόρεια της Λυκαονίας, συνδεόμενη ιστορικώς με τους Χετταίους, έπειτα με τους Φρύγες, τους Πέρσες, τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου (Λυσίμαχος, Σελευκίδες), τους Ρωμαίους, την βυζαντινή αυτοκρατορία (397-1077), τους Σελτζούκους Τούρκους, των οποίων ήταν και πρωτεύουσα (1097- 1308), οπότε το Ικόνιο γνώρισε μεγάλη πνευματική και οικονομική ακμή. Από το 1397-1922 ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και από το 1922 – σήμερα στην Τουρκική Δημοκρατία, όπως άλλωστε, και οι λοιπές περιοχές μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Η μητρόπολη Ικονίου είχε κατά τους βυζαντινούς χρόνους δέκα πέντε επισκόπους. Διακεκριμένη μορφή της Ανατ. Εκκλησίας είναι ο Ικονίου Αμφιλόχιος (τέλη 4ου αι.). Έδρα της μητροπόλεως ήσαν το Ικόνιον και η Νίγδη.

Στο Ικόνιο πριν την Ανταλλαγή, κατοικούσαν περί τους 2.000 Ρωμιοί, τουρκόφωνοι ως επί το πλείστον, ενώ στην Νίγδη κατοικούσαν 3.000· γύρω από την Νίγδη υπήρχαν 30-40 ρωμέϊκα χωριά, τα μισά ελληνόφωνα, με γνωστότερο, εξ αυτών, την Σύλλη, 8 χλμ. από το Ικόνιο, όπου σώζεται, ακόμη και σήμερα, ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Αγίας Ελένης, κτισθείς, κατά την παράδοση, από την Αγία Ελένη το 327, αλλά και η μονή του αγίου Χαρίτωνος. Έξω από το Ικόνιο σωζόταν ως το 1921 ο ναός του αγίου Αμφιλοχίου, που είναι ο προστάτης και πολιούχος του Ικονίου.

Από τον επισκοπικό κατάλογο, που αρχίζει από τον Σωσίστρατο, μαθητή του Αποστόλου Παύλου, διακρίνουμε, μεταξύ άλλων σπουδαίων αρχιερέων, τον Δωρόθεο Χρηστίδη, τον από Κορυτσάς (1885- 1887) με γενναία συμβολή στην πνευματική ζωή της Λυκαονίας, τον Προκόπιο Λαζαρίδη, τον από Φιλαδέλφειας (1911-1923) και στην νεότερη εποχή τον Ιάκωβο Στεφανίδη (1950-1965) και τον νυν τιτουλάριο Ικονίου Θεόληπτο.

 

1.2. ΠΙΣΙΔΙΑ

Η μητρόπολη Πισιδίας αρχικώς ήταν γνωστή ως Αντιόχειας της Πισιδίας. Ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε δύο φορές την πόλη (44-45 μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος ήταν ο Εύδοξος (285 περίπου), ενώ στους επόμενους αιώνες η μητρόπολη είχε μέχρι και είκοσι μία επισκοπές (9ος αι.). Από τον 14° αι. η μητρόπολη φέρει το όνομα Πισιδίας με έδρα από το 1661 την Σπάρτη, ενώ πριν έδρα της ήταν και η Αττάλεια. Ο Πισιδίας το μεν θέρος διέμενε στην Σπάρτη, τον δε χειμώνα στην Αττάλεια.

Το 1655 η μητρόπολη είχε ενωθεί με αυτήν του Ικονίου και το 1924, μετά τα τραγικά γεγονότα του 1922, με συνοδική πράξη, η προστασία της ανατέθηκε στον Σάρδεων Γερμανό.

Πριν από την Καταστροφή στη μητρόπολη Πισιδίας υπάγονταν οι Ελληνορθόδοξοι χριστιανοί της Αττάλειας, της Σπάρτης, του Βουρδουρίου, της Πάρλας, του Ουλούμπορλου, του Νησιού, του Ελμαλή, του Φοίνικα, των Μύρων, του Καλαμακίου, της Αλάιας, της Μ άκρης, του Λειβησίου, του Καστελλόριζου.

Από τον επισκοπικό κατάλογο διακρίνουμε τον Ευγένιο Β’ ( που έγινε μετέπειτα Πατριάρχης ), το Γεράσιμο Β’, το Μελέτιο Λ’, τον από Βοδενών (1848-1861) και τον κορυφαίο όλων, το Γεράσιμο Γ’ Τανταλίδη. Τελευταίος, πριν από την Καταστροφή, μητροπολίτης Πισιδίας υπήρξε ο Σπάρταλης Μελέτιος (ο μετέπειτα Πατάρων ). Μετά την Καταστροφή τον τίτλο πήραν ο Γερμανός Αθανασιάδης (1924-1943), ο Ιεζεκιήλ Τσουκαλάς (1974-1981), που απέθανε ως Κώου ( Αθήνα 1984 ) και ο Μεθόδιος Φούγιας ( Απέθανε στην Αθήνα το 2006 ), εντελώς πρόσφατα δε ο από Κορέας Σωτήριος (2008).

Είχε 32 εκκλησίες ( μη υπολογιζόμενου του Καστελλορίζου ), 35 ιερείς, 23 σχολεία, 52 δασκάλους, δασκάλες και καθηγητές, 2204 μαθητές και 600 μαθήτριες, ενώ ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων ανερχόταν στις 30.000 περίπου

Η μητρόπολη Αγκύρας στην ομώνυμη πόλη που οφείλει την ονομασία της σε φυλασσόμενη στον ναό του Διός άγκυρα. Γνώρισε στην ιστορία της Πέρσες, τον Κροίσο, τον Μ. Αλέξανδρο, τους Ρωμαίους, τους βυζαντινούς. Στην περιοχή της Αγκύρας διέδωσαν τον Χριστιανισμό οι απόστολοι Πέτρος, Ανδρέας και Παύλος που επισκέφθηκε την Γαλατία το 51/52 μ.Χ. και το 54/55 με τον Βαρνάβα. Η πρώτη χριστιανική κοινότητα γνώρισε πολλούς διωγμούς και ανεφάνησαν πολλοί μάρτυρες (Πλάτων, Αντίοχος, Θεόδοτος, Κλήμης, Βασίλειος). Τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η Γαλατία χωριζόταν στην Πρώτη και Δεύτερη με πρωτεύουσα την Αγκυρα και Πισυνούντα αντιστοίχως. Η Άγκυρα είχε επτά επισκοπές αλλά τους επόμενους αιώνες υποβιβαζόταν εξαιτίας της ερημώσεως και των εισβολών έτσι στο τέλος του 11ου αι. ενώ ήταν ενωμένη με την μητρόπολη Ναζιανζού ανασυστάθηκε, το 1385 δόθηκε στον μητροπολίτη Γαγγρών, αλλά το 1450 ο μητροπολίτης της Κωνσταντίνος παρίστατο στην Σύνοδο που αποκήρυξε τον ενωτικό όρο της Συνόδου της Φλωρεντίας. Τον 19° αι. η μητρόπολη ευρισκόταν σε παρακμή, αλλ’ η Ελληνική Κοινότητα, μολονότι εν παρακμή, διατηρούσε σχολεία, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, εκκλησία του Αγ. Βασιλείου.

Στην Άγκυρα είχαν συνέλθει δύο σύνοδοι: η μία το 358 και η δεύτερη το 375 μ.Χ. Από τους τελευταίους μητροπολίτες αναφέρουμε τους Μεθόδιο (1814-1823), Αγαθάγγελο (1823-1826), Γεράσιμο (1834), Σωφρόνιο (1835), κ.ά. Κατά την καταστροφή μητροπολίτης ήταν ο Κωνσταντίνος.

 

1.9. ΔΥΤΙΚΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ ΠΑΡΑΛΙΑ

Η μητρόπολη Εφέσου είναι από τις αρχαιότερες και τις πλέον ιστορικές της δυτικής Μικράς Ασίας. Κέντρο της Ιωνίας, όπου αναπτύχθηκαν η φιλοσοφία και οι καλές τέχνες, γνώρισε κατακτητές (Κροίσος, Πέρσες, Ρωμαίους), αλλά με την διάδοση του Χριστιανισμού τον Α’ αι. απέκτησε τον χαρακτήρα ενός χριστιανικού κέντρου της Ελληνικής Ανατολής, παρά την κατάκτησή της από τους Σελτζούκους το 1090 μ.Χ. Μετά την σελτζουκική κατάκτηση περιήλθε στην βυζαντινή αυτοκρατορία ως το 1304, οπότε επανακατελήφθη από τους Σελτζούκους που την κατέστησαν πρωτεύουσα του εμιράτου του Αϊδινίου (1348). Στις αρχές του 15ου αι. την κατέλαβαν οι Οθωμανοί. Η Έφεσος ήταν γνωστή στους Τούρκους ως Αγιά Σολούκ, παραφθορά του ονόματος του αποστόλου αγίου Ιωάννου του Θεολόγου· το 1914 μετονομάσθηκε Seljuk, ονομασία που κρατεί ως σήμερα. Έξω από την σημερινή Έφεσο ευρίσκονται σήμερα το θέατρο, το ωδείον, το γυμνάσιον, η αγορά, η βιβλιοθήκη του Κέλσου, όλα ρωμαϊκά κτίσματα.

Την Έφεσο επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος στην β ’ αποστολική περιοδεία του (48-52), ενώ στην τρίτη τοιαύτη έμεινε εκεί τρία χρόνια (53-56 μ.Χ.). Σώζεται η φερόμενη ως φυλακή του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος κατά την τέταρτη αποστολική περιοδεία του (62-65), και συγκεκριμένα το 63 μ.Χ., εγκατέστησε εδώ τον μαθητή του και πρώτο επίσκοπό της Τιμόθεο. Γνωστή είναι η παράδοση ότι στην Έφεσο έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ότι εδώ συνέγραψε το Ευαγγέλιον, τις καθολικές επιστολές του και ότι στην εκκλησία της Εφέσου εστάλη η Α’ από τις επτά επιστολές τιης Αποκαλύψεως. Ο Ιουστινιανός έκτισε μεγαλοπρεπή, επ’ ονόματι του Ευαγγελιστού Ιωάννου, βασιλική σωζόμενη ως σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο της Εφέσου. Η μητρόπολη Εφέσου είναι η δεύτερη γεροντική με πρώτη αυτήν της Καισαρείας. Έδρα του εκάστοτε μητροπολίτου ήταν η Έφεσος, αλλά μετά το 1403, και την καταστροφή της Εφέσου από τον Ταμερλάνο, ο μητροπολίτης έμεινε στην Μαγνησία· από τα τέλη του 19ου αι. έδρα της μητρόπολης κατέστη το Κορδελιό. Η σπουδαιότης της μητροπόλεως Εφέσου δεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι σ’ αυτήν υπέκειντο ως τον 15° αι. 38 επισκοπές, αλλά μετά το 1453 αναφέρονται μόνον δύο: η Ηλιουπόλεως και Θείρων και η Κρήνης και Ανέων. Και η μεν πρώτη ανυψώθηκε σε μητρόπολη το 1901, η δε δεύτερη έγινε επισκοπή το 1883 και μητρόπολη το 1917 (η Ανέων) και η Κρήνη το 1903. Η μητρόπολη Εφέσου άρχιζε ψηλά από τον κόλπο του Αδραμυττίου και έφθανε νότια ως το Αϊδίνι.

Στα χρόνια του μητροπολίτου Ιωακείμ Ευθυβούλη (1897-1920) η μητρόπολη είχε χωρισθεί σε τρία τμήματα: το πρώτο υπό τον ίδιο τον Ιωακείμ, το δεύτερο υπό τον επίσκοπο Ερυθρών Ιωακείμ Λεπτίδη και το τρίτον υπό τον επίσκοπο Ειρηνουπόλεως Αρσένιο Αφεντούλη.

Το σύνολο των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων ανερχόταν στις 96 με τα εξής τμήματα:

Α’ περιφέρεια: Κορδελιό, Βρύουλα, Ν.Έφεσος, Νυμφαίον, Μαινεμένη,

Β’ Περιφέρεια: Μαγνησία, Κασαμπά, Αξάρι, Κιρκαγάτσι,

Γ’ Περιφέρεια: Κυδωνιές, Αδραμύττιο, Δικελή, Πέργαμος. Το τμήμα Κυδωνιών έγινε μητρόπολη το 1908, τα Βρύουλα και η Πέργαμος το 1922.

Στην μητρόπολη Εφέσου ζούσαν πάνω από 200.000 ρωμιοί, που είχαν 122 εκκλησίες, 4 μονές, 146 σχολεία, τρία ημιγυμνάσια (Βρύουλα, Μαγνησία, Αξάρι), 14.200 μαθητές, 185 διδασκάλους και 150 διδασκάλισσες. Από τον μακρύ επισκοπικό κατάλογο διακρίνουμε τον άγιο Μάρκο Ευγενικό (1437-1444), τον Διονύσιο Δ’ Καλλιάρχη (1803-1821 ιεροεθνομάρτυς), τον έπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο ΣΤ’ (1837-1845), τον επίσης Οικουμενικό Κωνσταντίνο Γ’ Βαλλιάδη (1893-1897), τον Ιωακείμ Β’ Ευθυβούλη (1897-1920), τον έπειτα Αθηνών Χρυσόστομο Χατζησταύρου (Φεβρ. 1922 – Φεβ. 1924), τον Καλλίνικο Φωτιάδη (1924-1926), τον Αγαθάγγελο Κωνσταντινίδη (1932-1935), τον έπειτα Οικουμενικό Μάξιμο Ε’ Βαπορτζή (1935-1948), και τελευταίο των μακαριστό Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη (1911-2005).

Η μητρόπολη Σμύρνης στην ομώνυμη πόλη, η οποία κατά τον Ηρόδοτο είχε πρώτους εποίκους Αιολείς της Κύμης, γνώρισε την καταστροφή από τους Λυδούς τον 6° αι., αλλά ο Παυσανίας γράφει ότι επανακτίσθηκε από τον Μ. Αλέξανδρο στην σημερινή της θέση, ο οποίος δημιούργησε τον λιμένα της κι έκτισε περικαλλή κτήρια, λουτρά, θέατρα. Αργότερα υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία ο Μάρκος Αυρήλιος συνετέλεσε, με τα έργα του, στην ακμή της Σμύρνης. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η Σμύρνη ήταν η σημαντικότερη μικρασιατική πόλη, κέντρο του βυζαντινού στόλου, αλλά μετά την μάχη του Ματζικέρτ (1074 μ.Χ.) υποκύπτει στους Σελτζούκους. Επί των Κομνηνών γνώρισε νέα ακμή, όπως και επί του βασιλείου της Νίκαιας, του οποίου οι βασιλείς οχύρωσαν την πόλη, από την πλευρά του Πάγου και του λιμένος.

Την ίδια εποχή οι βυζαντινοί παραχωρούν προνόμια σε Βενετούς και Γενουάτες (συνθήκη του Νυμφαίου 1261 μ.Χ.). Στα τέλη του 13ου αι. η Σμύρνη ευρίσκεται υπό την κατοχή του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ, αλλά από το 1344 ως το 1403 ευρισκόταν υπό τους Φράγκους, το 1403 υπό τον Ταμερλάνο και αμέσως μετά υπό τον Μωάμεθ Α’. Τον Χριστιανισμό εισήγαγε στην Σμύρνη ο Ιγνάτιος ο Αριστίων, ενώ πρώτος αρχιερεύς υπήρξε ο Βουκόλος (μνήμη 6 Φεβρ.), του οποίου ο ναός του 19ου αι. είναι ο μόνος που σώθηκε από την πυρκαγιά του 1922. Μαθητής του ήταν ο μάρτυς και πολιούχος της πόλεως Πολύκαρπος (69-155). Στα τακτικά του Πατριαρχείου η αρχιεπισκοπή Σμύρνης κατέχει την 39η θέση με πλήθος επισκοπών, ενώ τον 13° αι. χτίζονται πολλοί ναοί και μονές. Μετά την Άλωση η Σμύρνη, αφού γνωρίσει περίοδο παρακμής, θα εξελιχθεί σε σημαντικό αστικό κέντρο, χαρακτήρα που θα κρατήσει ως το 1922, παρά τους καταστροφικούς σεισμούς (1759, 1760, 1762, 1765, 1784), τις σφαγές του 1770 των Ορλωφικών, το Ρεμπελιό των γενιτσάρων του 1747. Στα γεγονότα του 1770 κατέφυγαν στην Σμύρνη πολλοί Πελοποννήσιοι, για να αποφύγουν τις σφαγές. Τα ίδια γεγονότα συνέβησαν στην Σμύρνη το 1821.

Στην Σμύρνη λειτούργησαν ως φάροι της Ανατολής η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο, στα οποία δίδαξαν επιφανείς διδάσκαλοι (Διαμαντής ο Ρύσιος περί το 1707, Ιω. Δενδρινός, Ιερόθεος, Κ. Κούμας, Διονύσιος Πύρρος), παρθεναγωγεία, ιδιωτικά σχολεία, ελληνικά και ξένα. Από τον 19° αι. ως το 1922 κυκλοφορούσαν εφημερίδες (Αμάλθεια, Ιωνία, Σμύρνη, Πρόοδος, Μέντωρ κ.λ.π.).

Από τον κατάλογο των μητροπολιτών ξεχωρίζουμε προς τα τέλη του 18ου αι. τον Γαβριήλ (1780-1785), Προκόπιον, τον Γρηγόριο, έπειτα Οικουμενικό πατριάρχη τον ιεροεθνομάρτυρα, πολύ αργότερα τον Βασίλειο τον από Αγχιάλου (1882-1910) και τέλος τον Χρυσόστομο τον από Δράμας (1910-1922).

Την 2α Μαΐου 1919 εισήλθε στην Σμύρνη ο απελευθερωτής ελληνικός στρατός, αλλά το όνειρο κράτησε ως την 27η Αυγούστου 1922, οπότε τα τακτικά και άτακτα κεμαλικά στρατεύματα εισήλθαν στην Σμύρνη και αφού κατεκρεούργησαν τον μάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο στην συνέχεια κατέκαυσαν την πόλη επιδοθέντα σε πρωτοφανείς και απερίγραπτες σφαγές. Έτσι έσβησε η πρωτεύουσα της Ιωνίας, η γκιαούρ Ισμίρ των Τούρκων μες την σφαγή και την φωτιά.

Κέντρο της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής της πόλεως ο ναός της Αγίας Φωτεινής. Γνωστές ενορίες με τους ναούς τους: ο άγιος Γεώργιος, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Τίμιος Πρόδρομος, το Γενέθλιον της Θεοτόκου στον Φασουλά, ο άγιος Νικόλαος, η Μεταμόρφωση στην Καλλιθέα κ.ά.

Η μητρόπολη Ηλιουπόλεως και Θείρων είχε έδρα της το Αϊδίνιον, κοντά στις αρχαίες Τράλλεις της Λυδίας, γνωρίζοντας μεγάλη ακμή στα χρόνια των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου, των Σελευκιδών. Απ’ εδώ καταγόταν ο γνωστός αρχιτέκτων της Αγίας Σοφίας Ανθέμιος ο Τραλλιανός.

Τον 13° αι. κατελήφθη από τους Σελτζούκους Τούρκους και τον 14° αι. από τους Οθωμανούς. Στους βυζαντινούς χρόνους η επισκοπή Τράλλεων ήταν η δεύτερη στην σειρά, από τις 40 επισκοπές της μητροπόλεως Εφέσου· ως επισκοπή εξέλιπε κατά τον 14ο -15ο αι. Μετά το 1453 στην μητρόπολη Εφέσου αναφέρονταν οι επισκοπές Ηλιουπόλεως και Θυατείρων και η Κρήνης και Ανέων. Η πρώτη έγινε επισκοπή το 1910 με έδρα το Αϊδίνι που είχε 47.000 πιστούς, σαράντα μία εκκλησίες, 55 ιερείς, 65 σχολεία, 64 διδασκάλους και 37 διδασκάλισσες, 2879 μαθητές, και 1963 μαθήτριες. Στο Αϊδίνι, πριν την Ανταλλαγή, λειτουργούσε ελληνικό νοσοκομείο, λέσχη (Μέλισσα), υπήρχαν πέντε εκκλησίες (Κοίμηση της Θεοτόκου, Ταξιάρχες, Αγία Κυριακή, Άγιος Χαράλαμπος, Εισόδια). Στα Θείρα λειτουργούσαν σχολεία, νοσοκομεία, στο Ναζλί κατοικούσαν 2000 ρωμιοί, στο Σεράκιοϊ 800, στο Οδεμήσιο 2500, στα Λιγδά 1500, στο Πυργί 1000 και στο Βαϊνδήρι 35000 όλοι ελληνόφωνοι και εύποροι. Στην μητρόπολη υπάγονταν το Αγιασολούκ με 50 οικογένειες (Νέα Έφεσος), ο Κιρκιτζές με 800 οικογένειες, η Αλικαρνασσός, τα Μύλασσα, τα Μούγλα, η Μυλώμη. Από τον επισκοπικό κατάλογο διακρίνουμε, κατά τους νεότερους χρόνους, τον σοφό ιεράρχη Γεννάδιο Αραμπατζόγλου (1925-1956), τον Μελίτωνα Χατζή (1903-1966), τον Αθανάσιο Παπά (1990 – ).

Η μητρόπολη Κρήνης υπαγόταν, όπως και η Ηλιουπόλεως και Θείρων, στην μητρόπολη Εφέσου, αλλά το 1806 είχε πρώτον επίσκοπο τον Ιάκωβο και το 1883 χωρίσθηκε σε δύο επισκοπές: ήτοι Κρήνης (Θεόκλητος) και Ανέων (Κωνσταντίνος), υποκείμενες μαζί με την Ηλιουπόλεως στην μητρόπολη Εφέσου. Τον Μάρτιο του 1903 η επισκοπή Κρήνης ανυψώθηκε σε μητρόπολη με έδρα την Κρήνη (τον γνωστό Τσεσμέ, έναντι της Χίου), Είχε στην επισκοπική της περιφέρεια: 41 εκκλησίες, 70 ιερείς, 62 σχολεία, 58 διδασκάλους, 30 διδασκάλισσες, 2900 μαθητές, 1800 μαθήτριες και συνολικό αριθμό ρωμιών που έφθανε στις 60.000, που κατοικούσαν σε 34 κοινότητες. Πλούσιες πόλεις και χωριά ήσαν η Κρήνη (Τσεσμές), που ήταν και έδρα της μητροπόλεως με 12.000 ρωμιούς, τα Αλάτσατα με 19.000, η Κάτω Παναγιά με 3.500 το Καραμπουρνού, η Αγία Παρασκευή. Μεταξύ Κρήνης και Τσεσμέ λειτουργούσαν ως το 1922 τέσσερις γυναικείες μονές. Τελευταίος μητροπολίτης της μαρτυρικής Κρήνης ήταν ο Καλλίνικος Λαμπρινίδης (1918-1923).

Με την μητρόπολη Κρήνης συνδέεται ιστορικώς, και γεωγραφικώς, η μητρόπολη Ανέων, υπαγομένη, όπως είδαμε στην μητρόπολη Εφέσου ως τον 13° αι. Πολύ αργότερα, το 1883, υπήχθησαν στην μητρόπολη Εφέσου ως επισκοπή των Ανέων, με έδρα τα Σώκια, και 12.000 ομογενείς, με σχολεία και νοσοκομεία. Γύρω από τα Σώκια, που είναι απέναντι από την Σάμο, είναι τα χωριά Νεοχώρι, Κελεμπέσι, Δωμάτια, Ακκιοϊ, Γέροντας, όπου τα ερείπια του Κολοσσαίου και των Διδύμων, το Βαγάρασι. Σε μικρή απόσταση από τον Γέροντα κείνται η αρχαία Πριήνη και η Μίλητος. Ο συνολικός αριθμός της επισκοπής Ανέων ανερχόταν πριν την Ανταλλαγή στις 52.000, οι ελληνικές κοινότητες ήσαν 24, οι εκκλησίες 36, οι ιερείς 74, τα σχολεία 20, οι διδάσκαλοι 69, οι μαθητές 3200. Η επισκοπή Ανέων ανυψώθηκε σε μητρόπολη τον Μάρτιο του 1917. Τελευταίος μητροπολίτης κατά την Καταστροφή του 1922 ο Θωμάς Σαββόπουλος (Φεβ. 1922-1927).

Η μητρόπολη Κυδωνιών συνδέεται με την ομώνυμη πόλη, τουρκιστί Αϊβαλίκ, με πρώτους οικιστές, στους νεότερους χρόνους, Έλληνες και Οθωμανούς (τέλη 16ου αι.), αλλά την ακμή της λαμβάνει μετά το 1773 με τον οικονόμο Ιω. Δημητρακέλλη (1735-1791) που αποσπώντας προνόμια από τον Υ. Πύλη, έδωσε νέα δυναμική ώθηση στην πόλη με την συρροή χιλιάδων ρωμιών. Το 1821 η πόλη είχε 40.000 ρωμιούς. Στην πόλη υπήρχαν περικαλλείς ναοί: η Παναγία των Ορφανών, ο άγιος Γεώργιος, ο άγιος Δημήτριος, οι Ταξιάρχες, ο άγιος Ιωάννης, η Κοίμηση, η Ζωοδόχος Πηγή, ο άγιος Χαράλαμπος, κ.ά. συνολικώς ένδεκα. Στην πόλη λειτούργησε η περιώνυμη Ακαδημία των Κυδωνιών, όπου εδίδαξαν επιφανείς διδάσκαλοι (ίδρ. 1803). Οι Κυδωνιές κατεστράφησαν το 1821, αλλά επανεκτίσθηκαν το 1827 γνωρίζοντας νέα ακμή ως το 1922. Η πόλη και τα πέριξ αυτής υπήγοντο ως το 1908 στην μητρόπολη Εφέσου, αλλ’ εξ αιτίας μιας διαφωνίας των κατοίκων της με τον Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλη, που διήρκεσε τρία έτη (1905-1908), το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέσπασε την περιοχή των Κυδωνιών από την Έφεσον ιδρύοντας την νέα μητρόπολη Κυδωνιών με πρώτο μητροπολίτη τον Γερβάσιο Ωρολογά (1908-8 Σεπτ. 1922).

Στην μητρόπολη Κυδωνιών υπήγοντο τα χωρία Γενιτσαροχώρι, Αγιασμάτι, Γκουμέτς, Γιαγιά, Κατζή Οσμάν, Τουρσουλού, Κερέμ, Γκιουμουσλού, Ρουμπεϊλέρ, Μουράντελι με ναούς, σχολεία, συλλόγους, οικονομική ανάπτυξη ως το 1914 (α’ διωγμός) και 1922. Ο Γερβάσιος Ωρολογάς, όπως και μέγα μέρος του ποιμνίου του, ηύρε οικτρόν θάνατο στα γεγονότα του 1922.

Η μητρόπολη Μοσχονησίων είναι από τις νεώτερες μικρασιατικές, αφού ανυψώθηκε σε μητρόπολη μόλις τον Μάρτιο του 1922 με πρώτο μητροπολίτη τον ιεροεθνομάρτυρα φίλο και πνευματικό τέκνο του Σμύρνης Χρυσοστόμου Αμβρόσιο Πλειανθίδη (Φεβ. 1922-15 Σεπτ. 1922). Από τον επισκοπικό κατάλογο γνωρίζουμε ότι η επισκοπή υπέκειτο στην μητρόπολη Σμύρνης (1766-1922 Φεβρ.). Μικρός ο βίος μιας μητροπόλεως που το ποίμνιό του με τον ιεράρχη του μαρτύρησαν τον Σεπτ. του 1922.

Η μητρόπολη Βρυούλων συνεστήθη τον Μάρτιον του 1922 επί Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη με πρώτο μητροπολίτη τον Διονύσιο Μηνά (22 Φεβ. – 25 Οκτ. 1922), που δεν πρόλαβε να επισκεφθεί το ποίμνιό του λόγω της διενέξεως Αθηνών – Φαναριού και της επελθούσης καταστροφής. Συνήντησε το ποίμνιό του στην Χίο, στην προσφυγιά πλέον. Η μητρόπολη Βρυούλων, με τα χωρία Ρουτέμκιοϊ, Σιβριχίσαρ, Γκιουλ μπαξέ, Σκάλα Βρυούλων, άνω και κάτω Δεμιρτζιλή, Γιαγτζιλάρ, Ορτάτζα, Ναρλή δερέ κ.ά., αποσπάσθηκαν από την μητρόπολη Εφέσου.

Η μητρόπολη Περγάμου συνδέεται, και αυτή με την ομώνυμη πόλη, γνωστή στην ιστορία από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου (Λυσίμαχος, Σελευκίδες), τον ιδρυτή της Άτταλο τον Α’, τους Ρωμαίους. Η πόλη κατεστράφη από τους Άραβες (716 μ.Χ.), αλλά την ανοικοδόμησαν ο Λέων Γ’ Ίσαυρος (717-741) και ο Κωνσταντίνος Ε’ ο Πορφυρογέννητος (741-775). Το 1310 οι Σελτζουκίδες Τούρκοι ίδρυσαν το σουλτανάτο της Περγάμου, το 1401 ο Ταμερλάνος κατέσκαψε την πόλη, που λίγο αργότερα περιήλθε στους Οθωμανούς. Η Πέργαμος είναι παγκοσμίως γνωστή για τις αρχαιότητές της: το Ασκληπιείον, το θέατρον, τον ιππόδρομο, το αρχαιολογικό μουσείο, το Σεράπειον, την ακρόπολη, με τους ναούς του Διός, της Αθηνάς, την βιβλιοθήκη, τα ανάκτορα των Ατταλιδών κ.ά.

Η Πέργαμος αναφέρεται στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, όπου επαινείται ο επίσκοπος Αντίπας, αλλά κατηγορούνται και κάτοικοι που πιστεύουν στα είδωλα. Ο Αντίπας είναι ο πρώτος μάρτυς της πόλεως και στην παλαιά πόλη της Περγάμου σώζεται ακόμη ο ναός του. Η επισκοπή Περγάμου εμφανιζόταν συχνά ως μία των επισκοπών της Μητροπόλεως Εφέσου, τον 12° αι. φέρεται ως αρχιεπισκοπή και μητρόπολη, τον 14° αι. καθίσταται πάλιν επισκοπή της Εφέσου, ως τον Μάρτιο του 1922. Το Σεράπειον κατέστη χριστιανικός ναός επ’ ονόματι του Ευαγγελιστού Ιωάννου με τους δύο παρακείμενους πύργους, του αγίου Αντίπα και του επισκόπου Γάίου. Μετά το 1453 στην Πέργαμο έμειναν λίγοι ρωμιοί που σταδιακώς αυξήθηκαν και έκτισαν το ναό των αγίων Θεοδώρων, που ήταν και ο μητροπολιτικός. Τον 18° αι. ο τιμαριούχος Καρασμάν Ογλού, έχοντας υπό την δικαιοδοσία του και την Πέργαμο, και με εκτίμηση προς τους ρωμιούς, προεκάλεσε ισχυρό ρεύμα αποδήμων στην πόλη.

Πριν από την Ανταλλαγή στην πόλη ζούσαν 9000 Έλληνες, τον Μάρτιο του 1922 η επισκοπή ανυψώνεται σε μητρόπολη ως Περγάμου και Αδραμυττίου με είκοσι κωμοπόλεις και χωριά υπό την δικαιοδοσία της (Αδραμύττι, Τανταρλή, Κλησίκιοϊ, Φρένελι, Πουρχάνιε, Δικελή κ.λ.π.). Κατά την καταστροφή μητροπολίτης ήταν ο Αλέξανδρος Δηλανάς (Φεβρρ. 1922 – Οκτ. 1924), που λόγω των γεγονότων, δεν πρόλαβε να μεταβεί στην επαρχία του.

Η μητρόπολη Φιλαδελφείας, πόλη της αρχαίας Λυδίας, πλησίον της Σμύρνης και της Εφέσου, ιδρύθηκε από τον βασιλέα της Περγάμου Άτταλο Β’ (138-154 μ.Χ.), τον επονομαζόμενο Φιλάδελφο, από τον οποίο έλαβε και το όνομά της. Η πόλη ήκμασε κατά την ρωμαϊκή εποχή και δικαίως ονομαζόταν «Μικραί Αθήναι». Περιήλθε στην βυζαντινή αυτοκρατορία και οι αυτοκράτορες έκτισαν φρούρια, τείχη, που τα ερείπιά της σώζονται ως σήμερα. Περί το 1074 περιήλθε στους Σελτζούκους και μετά την Δ’ Σταυροφορία στο βασίλειο της Νίκαιας (1204-1261)· επανήλθε στην βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά το 1330 κατελήφθη από τον Βαγιαζήτ, το 1402 από τον Ταμερλάνο και το 1424 από τους Οθωμανούς. Είναι η τελευταία πόλη της Ελληνικής Ανατολής που κατέλαβαν οι Οθωμανοί. Σήμερα ονομάζεται Αλάσεχιρ, δηλ. πόλη του Θεού, ή ωραία πόλη, ή λευκή πόλη κ.λ.π.

Είναι και αυτή μία από τις Εκκλησίες της Αποκαλύψεως και στην επιστολή αυτή (ΣΤ’ στην σειρά) επαινούνται οι κάτοικοί της και κατακρίνονται οι Ιουδαίοι κάτοικοί της. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (50-113) εκφράζεται επαινετικώς για τους χριστιανούς της πόλεως. Μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης συμμαρτύρησαν και δώδεκα Φιλαδελφείς. Στο νεότερο μαρτυρολογίο μνημονεύονται οι νεομάρτυρες Δημήτριος (Μαρτ. 1657) και ο Παχώμιος (μαρτ. 1730).

Η μητρόπολη Φιλαδέλφειας υπέκειτο κατά τον 11° και 12° αι. στην μητρόπολη Σάρδεων. Το 1347 της ανετέθη η εκκλησία της Σμύρνης, το 1354 η Παλαιά Φώκαια, το 1369 η μητρόπολις Σάρδεων, το 1385 οι μητροπόλεις και οι επισκοπές Ιεραπόλεως, Συνάδων, Φρυγίας, Λαοδικείας, Κολοσσών. Το 1577 το Οικουμενικό Πατριαρχείον μετέφερε την έδρα της μητροπόλεως στην Βενετία προς διαποίμανση της εκεί πολυάριθμης ελληνικής κοινότητος, έδρα που διατηρήθηκε ως το 1790, με ικανό αριθμό λογιών μητροπολιτών, πρώτος των οποίων υπήρξε ο Γαβριήλ Σεβήρος (1577-1616). Η μικρασιατική μητρόπολη Φιλαδέλφειας, διαλύθηκε και απετέλεσε εξαρχία του Οικουμενικού θρόνου και αργότερα υπήχθη στον Εφέσου (1652 περίπου). Το 1713 μετά τον θάνατο του λατινόφρονος μητροπολίτου Φιλαδέλφειας Μελετίου Τυπάλδου η έδρα από την Βενετία μεταφέρεται στην Λυδία, μολονότι ως το 1790 εξηκολούθησαν εκλεγόμενοι μητροπολίτες Φιλαδέλφειας στην Βενετία. Στα νεότερα χρόνια ως Φιλαδέλφειας, στην Μ. Ασία πλέον, διακρίνουμε τον Δωρόθεο Πρώιο (1805- 1813), τον Προκόπιο Λαζαρίδη (1906-1911), και τέλος τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου (1913-1922) ως τότε Τράλλεων και από τον Φεβρ. του 1922 Εφέσου. Ο Οικουμενικός πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος διετέλεσε Φιλαδέλφειας (1972-1990), ενώ διάδοχός του υπήρξε ο Μελίτων Καράς, αρχιγραμματεύς της I. Συνόδου (Οκτ. 1990-).

Πριν από την Ανταλλαγή η μητρόπολη Φιλαδέλφειας διατηρούσε οκτώ αρρεναγωγεία, πέντε παρθεναγωγεία, τέσσερα νηπιοπαρθεναγωγεία και έξι νηπιαγωγεία, με 20 διδασκάλους, 23 διδασκάλισσες και περί τους 1400 μαθητές και μαθήτριες. Πριν από την Ανταλλαγή λειτουργούσαν 17 εκκλησίες, με 19 ιερείς, 23 σχολεία· στην πόλη της Φιλαδέλφειας υπήρχαν 5 ναοί: ο άγιος Γεώργιος, οι Ταξιάρχες, η Παναγία, η αγία Μαρίνα, οι άγιοι Θεόδωρου Αρκετοί κάτοικοι ήσαν τουρκόφωνοι.

Μεγάλοι ευεργέτες μέλη της οικογένειας Θεολόγου, που το 1817 ίδρυσαν τα Θεολόγεια σχολεία.

Η μητρόπολη Σάρδεων στην ομώνυμη πόλη στους πρόποδες του όρους Τμώλου, που διαβρέχεται από τους ποταμούς Έρμο και Πακτωλό. Η πόλη είναι κατάστικτη ερειπίων από τα χρόνια ακόμη του βασιλέως των Περσών Κροίσου που είχε καταλάβει την πόλη το 546 π.Χ. Στην πόλη Σαλιχλί 2 χιλ. βορειότερα κείνται τα θαυμάσια ανάκτορα του Κροίσου. Αργότερα πέρασε στο βασίλειο της Περγάμου και το 133 π.Χ. κατέστη επαρχία ρωμαϊκή. Η πόλη καταστράφηκε από τους Σελτζούκους, τον Ταμερλάνο (1402) και από το 1424 τελεί υπό τους Οθωμανούς. Από τότε αρχίζει η παρακμή της πόλεως, όπου μόνον τα ερείπια ιστορικών περιόδων μαρτυρούν το μεγαλείο της. Τον 14° αι. η παρηκμασμένη πόλη υπαγόταν στην μητρόπολη Φιλαδέλφειας ως επαρχία Λυδίας. Από το 1924 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έδωκε τον τίτλο των Σάρδεων σε αρχιερείς με πρώτον ιεράρχη τον Γερμανό Αθανασιάδη (Μάρτιος 1924) και Μάξιμο Χριστόπουλο (1946-1986) με πλούσιο πνευματικό και ποιμαντικό έργο.

1.4. ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ

Η ιερά μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου, στο σημερινό Τσανάκκαλε, στα στενά του Ελλησπόντου, στρατηγικό κέντρο που ενώνει την Ευρώπη με την Μ. Ασία, γνώρισε Πέρσες (480), Μ. Αλέξανδρο (334 π.Χ.), Ρωμαίους και τελικώς υπήχθη στους βυζαντινούς που οχύρωσαν την πόλη. Το 1354 οι Οθωμανοί για πρώτη φορά περνούν απ’ εδώ και την Καλλίπολη προς την Ευρώπη. Το 1740 ονομάσθηκε Τσανάκ καλέ, εκ των πήλινων δοχείων που κατασκευάζονται, ακόμη και σήμερα, στην περιοχή. Η εγκατάσταση των ρωμιών αρχίζει στην πόλη από τις αρχές του 17ου αι. Πριν την Ανταλλαγή κατοικούσαν 5000. Η μητρόπολη συνεστήθη τον Μάρτιο του 1913, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέσχισε κωμοπόλεις και χωρία, ως τότε υποκείμενα στην μητρόπολη Κυζίκου (Βίγα, Ιντζέκιοϊ, Βαραμίτσι, Αδατεπέ, Λάμψακος, Κιουτσούκ-Κουγιού κ.λ.π.) και δημιούργησε αυτήν των Δαρδανελλίων και Λαμψάκου. Στο Τσανάκαλε υπήρχε, πριν την Ανταλλαγή, η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με τρεις ιερείς, αστική σχολή με 5 διδασκάλους και 180 μαθητές, παρθεναγωγείο κ.λ.π.

Η μητρόπολη Κυζίκου στην Προποντίδα· η πόλη γνώρισε και αυτή ποικίλες ιστορικές περιπέτειες: αποικία Μιλησίων, Περσική κυριαρχία, ο Μ. Αλέξανδρος την απελευθερώνει το 334 π.Χ., ενούται με το βασίλειο της Περγάμου, ρωμαιοκρατία, βυζαντινή κυριαρχία, Σελτζουκίδες 1078 μ.Χ., πάλιν βυζαντινή κυριαρχία, κατάληψη από Οθωμανούς τέλη 14ου αι. Εκκλησιαστικώς ανυψώνεται σε μητρόπολη περί το 350 μ.Χ. και κατά τους βυζαντινούς χρόνους είχε 13 επισκοπές. Έδρα του μητροπολίτου ήταν η Αρτάκη. Στην μητροπολιτική περιφέρεια ανήκαν 70.000 ρωμιοί, διασκορπισμένοι σε 65 κοινότητες, με συνολικό αριθμό εκκλησιών ανερχόμενο στις 71 με 98 ιερείς και 5 αστικά σχολεία, 43 δημοτικά, 17 γραμματοδιδασκαλεία, 8 παρθεναγωγεία, 12 νηπιαγωγεία, 80 διδασκάλους, 5.833 μαθητές και μαθήτριες. Τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται λίγο πριν την Ανταλλαγή. Στην Αρτάκη μητροπολιτικός ναός ήταν αυτός του αγίου Νικολάου και έτερος των αγίων Θεοδώρων. Στην μητρόπολη Κυζίκου γνωστές ήσαν οι κωμοπόλεις Μηχανιώνα, Πέραμος, Πάνορμος, Ρόδα, Γωνιά, Βίγα, Παπαζλή, Ναρλή, Ρεν-Κιοϊ (Οφρύνιο) και άλλες εν συνόλω 65.

Από τον μακρύ επισκοπικό κατάλογο διακρίνουμε τον Άνθιμο (1831-1841, έπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη), τον Ιωακείμ Κοκκώδη (1845-1860, έπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη), τον Αθανάσιο Μεγακλή (1903-1909), τον Γρηγόριο Ζερβουδάκη (1909-1913, έπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη), τον Κωνσταντίνο Αράμπογλου (1913-1922, έπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη), τον λόγιο Καλλίνικο Δελικάνη (1922-1932).

Η μητρόπολη Νικομηδείας στην Προποντίδα, στην σημερινή Ιζμίτ, που ευρίσκεται στην αρχαία Νικομήδεια. Ιδρύθηκε από τον βασιλέα της Βιθυνίας Νικομήδη Α’ (228-250). Το 74 π.Χ. η πόλη παραδόθηκε στους Ρωμαίους και επί Διοκλητιανού γνώρισε μεγάλη ακμή. Ο Ιουστινιανός ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για την Νικομήδεια. Την περίοδο 1073-1097 τελούσε υπό τους Σελτζούκους, από το 1097-1339 πέρασε και πάλι στο Βυζάντιο ενώ από το 1339 τελεί υπό τους Τούρκους. Η Νικομήδεια πριν από την Ανταλλαγή είχε 10.000 περίπου ρωμιούς. Από τις παλαιότερες μητροπόλεις αναφέρεται κατά τον 6° και 7° αι. με οκτώ επισκοπές. Πριν από την Ανταλλαγή η μητρόπολη αποτελούνταν από δύο μεγάλα τμήματα: Νικομήδεια και Απολλωνιάς. Συνολικώς στην μητρόπολη υπάγονταν 64 κοινότητες. Στην Νικομήδεια πριν την Ανταλλαγή ζούσαν 8.000 ρωμιοί, που είχαν μητροπολιτικό ναό του αγίου Βασιλείου, αστική σχολή, νηπιαγωγείο – παρθεναγωγείο· σ’ αυτήν υπάγονταν οι γνωστές κωμοπόλεις Νεοχώρι, Μιχαλήτσι, Αδαπαζάρ, Σαπάντζα, Φουλατζίκι, Ελμαλί, Κατιρλί, Ηράκλεια (Τεπέκιοϊ) κ.ά. εν όλω 32. Στην Απολλωνιάδα και στις υποδιοικήσεις Κίου, Μιχαλητσίου υπάγονταν άλλα 41 χωριά. Από τον επισκοπικό κατάλογο διακρίνουμε στους νεότερους χρόνους τον Άνθιμο Β’ (1837-1840, έπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Αλέξανδρο Ρηγόπουλο (1910-1928).

Η μητρόπολη Νικαίας στην σημερινή τουρκική Ιζνίκ, που ως πόλη γνώρισε τις περιπέτειες των γειτονικών με αυτήν πόλεων: ιδρύθηκε από Μακεδόνες Βοττιαίους, επί Αντιγόνου του Μακεδόνος (316 π.Χ.) και ο Λυσίμαχος, προς τιμήν της συζύγου του, την μετονόμασε σε Νίκαια, ενώ από άλλους υποστηρίζεται ότι την ονόμασαν έτσι Μακεδόνες του Μ. Αλεξάνδρου, από πόλη κοντινή στην Θεσσαλονίκη, ονομαζόμενη Νίκαια· από το 74 π.Χ. άρχισε η ρωμαιοκρατία, μετά η βυζαντινή, ώσπου το 1204 κατέστη πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας του βασιλείου της Νίκαιας. Από το 1331 άρχεται η οθωμανική κατάκτηση. Τον Χριστιανισμό στην Νίκαια εισήγαγε ο Απόστολος Ανδρέας και κατ’ επέκταση στην Βιθυνία. Πρώτος επίσκοπος ο Θέογνις (325 μ.Χ.). Έδρα της μητροπόλεως, μετά την οθωμανική κατάκτηση, κατέστη η Κίος παρά την Προποντίδα. Έξοχοι βυζαντινοί συγγραφείς καλλιέργησαν τα γράμματα στο βασίλειο της Νίκαιας; Νικήτας Χωνιάτης, Νικηφόρος Βλεμμύδης, Γ. Ακροπολίτης, Γ. Παχυμέρης (13ος αι.), ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις (1254-1258). Η μητρόπολη Νίκαιας κατά τον 10″ αι. αριθμούσε έξι επισκοπές. Το 325 μ.Χ. στην Νίκαια έλαβε χώρα η Α ’ Οικουμενική Σύνοδος, το 787 η Ζ ’ με αφορμή την Εικονομαχία. Πριν από την Ανταλλαγή η μητρόπολη Νίκαιας είχε 25 εκκλησίες και 2 μονές, 40 ιερείς, 36 σχολεία, 42 διδασκάλους, 28 διδασκάλισσες, 3526 μαθητές και μαθήτριες. Ο αριθμός των ρωμιών της επισκοπικής περιφέρειας ανερχόταν σε 60.000. Πριν από την Ανταλλαγή στην ιστορική αυτή πόλη κατοικούσαν μόνον 400-500, που είχαν μια εκκλησία, της Κοιμήσεως, έναν ιερέα, ένα δημοτικό σχολείο, ενώ ο μητροπολίτης Νίκαιας, που έδρευε στην Κίο, την επισκεπτόταν μια φορά το χρόνο. Στην μητροπολιτική έδρα, την Κίο υπήρχε ανθούσα ρωμέικη κοινότητα, με τρεις ενορίες, της Κοιμήσεως, της Οδηγητρίας και του αγίου Ιγνατίου, δύο μονές, τρία σχολεία με 720 μαθητές, μορφωτικούς συλλόγους. Στην μητρόπολη Νίκαιας ανήκον άλλα δέκα επτά χωριά, γνωστότερα των οποίων ήταν η Λεύκη, το Μιχαλήτσι, το Ορτάκιοϊ, το Λωπάδι. Από τους τελευταίους μητροπολίτες σημειώνουμε τον Βασίλειο Γεωργιάδη (1910-1925), έπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Βενιαμίν (1925-1933) ωσαύτως, Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Βασίλειος ήταν μητροπολίτης Αγχιάλου, όταν το 1906 επεσυνέβη το ολοκαύτωμα της Αγχιάλου.

Η μητρόπολη Προύσης στην ομώνυμη πόλη της Βιθυνίας, κοντά στην Προποντίδα, πόλη που είχε ιδρυθεί από τον βασιλέα της Βιθυνίας Προυσία Α’ (236-180 π.Χ.) που της έδωσε και το όνομά του· ήκμασε κατά την ρωμαιοκρατία, αλλά και κατά την βυζαντινή περίοδο (323-1328), φημισμένη για τα λουτρά της, εξαιτίας των οποίων, αλλά και της λαμπρής θέσεώς της, είλκυσε το ενδιαφέρον των βυζαντινών αυτοκρατόρων (Ειρήνη Αθηναία, Κωνσταντίνος ΣΤ’, Βασίλειος ο Μακεδών κ.ά.).  Τον Χριστιανισμό διέδωσε ο Απόστολος Ανδρέας. Πρώτος επίσκοπός της ήταν ο Αλέξανδρος.

Πριν από την Ανταλλαγή στην Προύσα κατοικούσαν πάνω από 7.000 ρωμιοί που είχαν τρεις ενορίες, των Ταξιαρχών, των Αποστόλων, του Ιωάννου του Θεολόγου (μητροπολιτικός), με δύο ιερείς έκαστος ναός, με αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, νηπιαγωγεία. Στην επισκοπική περιφέρεια Προύσης υπάγονταν άλλα δώδεκα χωριά, με γνωστότερα το Τεπετζίκι, το Δεμιρδέσι, τους Ελιγμούς, την Μεσαίπολη, τα Μουδανιά, την Συγή, την Τριγλιά. Έδρα της μητροπόλεως η Προύσα, ενώ στην μητρόπολη υπήρχαν 25 εκκλησίες, με 29 ιερείς, 31 διδάσκαλοι, 35 διδασκάλισσες, με 3100 μαθητές και συνολικό αριθμό 27.500 ρωμιών. Κατά την Ανταλλαγή μητροπολίτης ήταν ο Κωνσταντίνος Αράμπογλου (Φεβρ. 1922-1924).

Η μητρόπολη Καλλιουπόλεως και Μαδύτου στην παραλία της Προποντίδας στην ομώνυμη πόλη που πιθανώς κτίσθηκε από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα. Πέρασαν από εκεί ρωμαίοι και βυζαντινοί, σταυροφόροι (1204), ξανά βυζαντινοί του βασιλείου της Νίκαιας, ενώ το 1305 την κατέλαβον οι Καταλανοί και το 1357 οι Οθωμανοί, που για πρώτη φορά έφθασαν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Γνωστή στην ιστορία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την αποτυχούσα επίθεση των Άγγλων που αποκρούσθηκε από τους Οθωμανούς – με επικεφαλής τον Κεμάλ Ατατούρκ. Κατά τον 4°-6° αι. ως επισκοπή υπαγόταν στην μητρόπολη Ηράκλειας, ενώ επί Ανδρονίκου Γ’ του Παλαιολόγου (1328-1341) η Καλλίπολις ανυψώθηκε σε μητρόπολη, μετά το 1453 ενώθηκε με την μητρόπολη Ηράκλειας – ως επισκοπή Καλλιουπόλεως και Μαδύτου. Τον 10° αι. η επισκοπή Μαδύτου υπαγόταν στην μητρόπολη Ηράκλειας, τον 11°-12° αι. ανυψώθηκε σε μητρόπολη, που παρέμεινε ως τοιαύτη ως τον 14° αι., οπότε συνενώθηκε με την Καλλιουπόλεως. Τον Δεκέμβριο του 1901 η επισκοπή ανυψώθηκε σε μητρόπολη με πρώτο μητροπολίτη τον, ως τότε, επίσκοπο Ιερώνυμο Γοργία (1897- 1909). Κατά την Ανταλλαγή μητροπολίτης ήταν ο Κωνσταντίνος Κοϊδάκης (1912-1924).

Στην μητρόπολη υπάγονταν ένδεκα κωμοπόλεις και χωριά, όπως το Καβακλή, το Πλαγιάρι, το Αγγελοχώρι, η Κριθιά, το Νεοχώρι, το Καβακλή. Στις αρχές του 20ου αι. στην Καλλίπολη κατοικούσαν 4000 ρωμιοί, με δύο δημοτικά, ένα παρθεναγωγείο με τέσσερις διδασκάλους, τρεις διδασκάλισσες και 500 περίπου μαθητές· είχαν τέσσερις ναούς, τον μητροπολιτικό του αγίου Γεωργίου, του αγίου Νικολάου, του αγίου Δημητρίου, της Κοιμήσεως και επτά ιερείς.

Στην Μάδυτο κατοικούσαν 4500-5000 ρωμιοί που είχαν από ένα δημοτικό, νηπιαγωγείο, παρθεναγωγείο, έξη διδασκάλους, πέντε διδασκάλισσες και 900 περίπου μαθητές. Πριν από την Ανταλλαγή η μητροπολιτική περιφέρεια είχε 30 εκκλησίες, 40 ιερείς, 15 σχολεία, 27 διδασκάλους, 7 διδασκάλισσες, 2200 μαθητές.

Η μητρόπολη Ηρακλείας στην ομώνυμη κωμόπολη στα παράλια της Προποντίδος· είναι η αρχαία Πέρινθος και λόγω της θέσεώς της προεκάλεσε το ενδιαφέρον ρωμαίων και βυζαντινών, ιδίως του Ιουστινιανού. Τον 14° αι. κατελήφθη από τους Οθωμανούς. Τον Χριστιανισμό εισήγαγε ο Απόστολος Ανδρέας και η Ηράκλεια ήταν επισκοπή από τον 2° αι. εξελιχθείσα σε εκκλησιαστικό κέντρο και ο επίσκοπος του γειτονικού Βυζαντίου (ΚΠόλεως) χειροτονούνταν από τον Ηράκλειας, ο οποίος έδιδε και την πατριαρχική ράβδο στον Πατριάρχη ΚΠόλεως κατά την ενθρόνισή του. Η σπουδαιότης της μητροπόλεως καταφαίνεται εκ του γεγονότος ότι σ’ αυτήν υπάγονταν τον 12° αι. 16 επισκοπές, ενώ τον 19° αι. τρεις.

Στην ευρεία επισκοπική περιφέρεια κατά τις αρχές του 20ου αι. υπάγονταν 100 κωμοπόλεις και χωρία με 95.000 ρωμιούς, 175 ναούς, 130 ιερείς, 120 σχολεία, 121 διδασκάλους και 45 διδασκάλισσες και 6500 περίπου μαθητές. Η μητρόπολη είχε επτά τμήματα: Ηράκλεια, Ραιδεστός, Κεσσάνη, Μάλγαρα, Τυρολόη, Ουζούν Κιοπρού (Μακρά Γέφυρα), Χαριούπολις. Γνωστότερα χωριά Τσαντώ, Πάνιδον, Κούμβαον, Ναΐπκιοϊ, Σχολάρι, Εξαμήλι, Κιρμένι, Στράντζα κ.ά.

Η μητρόπολη Σηλυβρίας στην ομώνυμη πόλη της Προποντίδος, που κτίσθηκε από τους Μεγαρείς τον 7° αι. π.Χ.· γνώρισε την ρωμαιοκρατία και περιελήφθη στο βυζαντινό κράτος. Στον μητροπολιτικό ναό της, του Σωτήρος Χριστού, είχαν κατατεθεί τα οστά του αυτοκράτορος Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Το 1453 την κατέκτησαν οι Οθωμανοί. Γενέθλια πόλη του αγίου Νεκταρίου του Κεφαλά. Κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους αναφέρονται επτά ναοί, ορισμένοι σωζόμενοι ως σήμερα μετατραπέντες σε τεμένη: ναός του αγίου Σπυρίδωνος, του Σωτήρος Χριστού, των Γενεθλίων της Θεοτόκου, της Κοιμήσεως, του Ιωάννου του Θεολόγου, του αγίου Αγαθονίκου, του αγίου Γεωργίου. Στην μητρόπολη δεν υπέκειντο επισκοπές. Πρώτος επίσκοπος ήταν ο Σέργιος (325 μ.Χ.), ενώ κατά την Ανταλλαγή μητροπολίτης ήταν ο Ευγένιος Παπαθωμάς (1913-1926). Στην Σηλυβρία ετιμάτο η Αγία Παρασκευή η Επιβατιανή με ομώνυμο ναό που κατεδαφίστηκε το 1970, ενώ περίφημα ήσαν τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια, του καθηγητού της Ιατρικής της Κπόλεως Σαράντη Αρχιγένη. Στην Σηλυβρία κατοικούσαν πριν την Ανταλλαγή περίπου 2000 ρωμιοί, που είχαν τρία σχολεία, με 11 διδασκάλους και 405 μαθητές. Σημαντική κωμόπολη, οι Επιβάτες με 2000 ρωμιούς και 4 σχολεία, με ένα δημοτικό, παρθεναγωγείο. Γνωστότερα χωριά: Φανάρι, Δελλιώναι, Επιβάτες, Εξάστερον, Αιγιαλοί, Οικονομείον κ.τ.λ.

 

1.5. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

Η μητρόπολη Τυρολόης και Σερεντίου αναφέρεται αρχικώς στην Τυρολόη της Ανατολικής Θράκης. Παρακείμενη κωμόπολη το Σερέντιον (τουρκ. Ιστράντζα), που μαζί με την Τυρολόη ήταν επισκοπές της μητροπόλεως Ηράκλειας. Στα Τακτικά αναφέρονται ως Τζουρουλλού, Τζουρουλόη, Τυρουλώη, Τυρουλού, Σαργέντζη, Σερεντζίου. Το 1840 ανυψώθηκε σε μητρόπολη, αλλά το 1848 και οι δύο επισκοπές υπήχθησαν στην μητρόπολη Ηράκλειας· τον Μάρτιο του 1907 ανυψώθηκε πάλι σε μητρόπολη.

Πριν από την Ανταλλαγή στην Τυρολόη υπάγονταν 23 χωρία και κατοικούσαν 6500 ρωμιοί, που είχαν από ένα δημοτικό και ένα παρθεναγωγείο με 500 μαθητές και οκτώ διδασκάλους, η Στράντζα 6000 ρωμιούς με τον ίδιο αριθμό σχολείων και 7 διδασκάλους. Συνολικός στο τμήμα Τυρολόης κατοικούσαν 20.000 ρωμιοί, που είχαν 8 εκκλησίες, 14 ιερείς, 16 διδασκάλους, 700 μαθητές.

Σημερινός (τιτουλάριος εν ενεργεία) μητροπολίτης είναι ο ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ. Σεβ. κ. Παντελεήμων Ροδόπουλος.

Η μητρόπολη Γάνου και Χώρας στην Ανατολική Θράκη που οφείλει την ονομασία της στις δύο κωμοπόλεις Γάνος και Χώρα. Η Γάνος ήταν αποικία των Μεγαρέων. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, και ύστερα κατά τους βυζαντινούς, η περιοχή κατέστη σημαντικό μοναστικό κέντρο, που διατηρήθηκε ως ακόμη τον 14° αι. Στην αρχή η Γόνος ήταν τμήμα της επισκοπής Πανιού και κατόπιν της επισκοπής Περιστάσεως της μητροπόλεως Ηράκλειας· αργότερα, τέλη 13ου αι., ανυψώθηκε σε αρχιεπισκοπή. Το 1324 μ.Χ. υπήχθη «κατ’ επίδοσιν» στην μητρόπολη Πηγών και Παρίου και αργότερα στην μητρόπολη Κυζίκου. Δεν είχε επισκοπές.

Στις αρχές του 20ου αι., στην επισκοπική περιφέρειά της υπάγονταν 10 χωριά με 8.000-9.000 περίπου ρωμιούς, που είχαν 22 εκκλησίες, 32 ιερείς, 6 μονές, 13 σχολεία, 1500 μαθητές. Στην Γάνο κατά την Ανταλλαγή κατοικούσαν 3000 ρωμιοί και στην Χώρα 5000. Στην Γάνο υπήρχαν οι ναοί των Ταξιαρχών, του αγίου Νικολάου, του αγίου Χαραλάμπους, της Παναγίας της Οδηγητρίας· στην Χώρα: του αρχαγγέλου Μιχαήλ, της Μεταμορφώσεως, του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κατά την Ανταλλαγή μητροπολίτης ήταν ο Τιμόθεος Λαμνής (1913-1924).

Η μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως στις ομώνυμες κωμοπόλεις της Ανατ. Θράκης στην Προποντίδα, ιδρυμένες κατά τον πρώτο αποικισμό (7ος αι. π.Χ.). Εκκλησιαστικός υπήγοντο στην μητρόπολη Ηράκλειας. Τον 16° αι. αποτελούσαν επισκοπή της μητροπόλεως Ηράκλειας και τον 18° αι. ξεχωριστή επισκοπή. Τον Ιανουάριο του 1909 ανυψώθηκε σε μητρόπολη με πρώτο μητροπολίτη τον επίσκοπό της Φιλόθεο. Γνωστές κωμοπόλεις και χωριά: Ηρακλείτσα, Λούπονδα, Στέρνα, Πλάτανος κ.ά. Λίγο πριν την Ανταλλαγή λειτουργούσαν 8 αστικές σχολές, 5 δημοτικά, 6 μικτά, με 17 διδασκάλους και 7 διδασκάλισσες και 2000 περίπου μαθητές. Κατά την Ανταλλαγή μητροπολίτης ήταν ο Σωφρόνιος Σταμούλης (1917-1923).

Η μητρόπολη Μετρών και Αθύρων στις ομώνυμες κωμοπόλεις της Ανατολικής Θράκης ήκμασε στα χρόνια του Ιουστινιανού και κατελήφθη από τους Οθωμανούς το 1371. Η επισκοπή τους υπάγονταν στας Ηράκλειας· μετά την Άλωση οι Μέτραι ήταν εξαρχία του Πατριαρχείου. Τον Οκτώβριο του 1909 η επισκοπή ανυψώθηκε σε μητρόπολη με πρώτο μητροπολίτη τον Γρηγόριο και έδρα τις Μέτρες.

Στις αρχές του 20ου αι. στις Μέτρες κατοικούσαν 1500 περίπου ρωμιοί με ένα σχολείο, 120 μαθητές και 4 διδασκάλους και τα Άθυρα 500 περίπου, με μία σχολή, 96 μαθητές και ένα διδάσκαλο, στην Καλλικράτεια 1200, μία σχολή, με 100 μαθητές. Γνωστές κωμοπόλεις και χωριά: Πετροχώρι, Δημοκράτεια, Καλλικράτεια, Πλάγια.

Η μητρόπολη Βιζύης στην ομώνυμη πόλη της Ανατολικής Θράκης κειμένη σε υψηλό λόφο στις υπώρειες του Μικρού Αίμου, σε στρατηγική θέση κοντά στην Κπολη, απ’ όπου πέρασαν Θράκες, αρχαίοι Έλληνες, μεταξύ των οποίων και Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί. Στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, το 325 μ.Χ., συμμετείχε και επίσκοπος Βιζύης. Τον 14ο αι. ανυψώθηκε σε μητρόπολη και το 1354 της παραχωρείται «κατ’ επίδοσιν» η μητρόπολη Δέρκων και το 1365 η μητρόπολη Μηθύμνης.

Αφού διήλθε περίοδο παρακμής προ του 1682 ενώνεται μεταξύ της και η ερημωθείσα μητρόπολη Μήδειας. Στην πόλη σώζεται τμήμα του βυζαντινού ναού της Αγίας Σοφίας (του ΣΤ’ αι.), ενώ δύο λαμπροί ναοί της, της αγίας Σοφίας και του αγίου Νικολάου μετά το 1453 έγιναν τεμένη.

Στις αρχές του 20ού αι. η Βιζύη είχε 3000 ρωμιούς με 2 σχολεία, 195 μαθητές και 2 διδασκάλους. Στην επισκοπική περιφέρεια της Βιζύης ζούσαν στα τέλη του 19ου αι. περί τις 30.000 ρωμιοί, που κατοικούσαν σε 30 κωμοπόλεις και χωρία μεταξύ των οποίων αναφέρουμε: Κρυόνερον, Μαγκριώτισσα, Μήδεια, Σαμακόβι, Σαρακήνα, Σοφίδες· λειτουργούσαν 27 σχολεία, με 1800 μαθητές και 34 διδασκάλους. Στον επισκοπικό κατάλογο πρώτοι επίσκοποι φέρονται οι Γεώργιος και Παπιανός, ενώ κατά την Ανταλλαγή μητροπολίτης ετέλει ο Άνθιμος Σαρίδης (1908-Νοέμ. 1922). Πατρίδα του Γ.Βιζυηνού.

Η Ιερά Μητρόπολη Αδριανουπόλεως στην ομώνυμη πόλη της Ανατ. Θράκης κτισμένη από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό το 127 π.Χ. Η πόλη γνώρισε πολλές ιστορικές περιπέτειες δεχθείσα επιθέσεις Γότθων (378), θύννων (5ος αι.), Αβάρων ( 6ος αι.), Βουλγάρων (9ος, 10ος αι.) Φράγκων (1189-1190, 1204). Το 1361 κατελήφθη από τους Οθωμανούς.

Στην Αδριανούπολη υπεγράφη η ομώνυμη συνθήκη της Αδριανουπόλεως, το 1829, μία εξ εκείνων που οδήγησαν στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους μετά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο.

Την πόλη κατέλαβαν οι Βούλγαροι το 1913 και οι Έλληνες Ιούλ. 1920 – 25 Οκτ. 1922. Η επισκοπή Αδριανουπόλεως καθίσταται γνωστή ως αρχιεπισκοπή Αιμιμόντου και ως μητρόπολη Αδριανουπόλεως υπήρξε μεταξύ των πρώτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τον 10° αι. είχε 11 επισκοπές, τον 10°-13″ ένδεκα, τον 13° 13, μετά την Αλωση είχε μία μόνον, της Αγαθουπόλεως.

Στην επισκοπική περιφέρεια υπάγονταν 301 χωριά και με πληθυσμό 125.00 ρωμιούς (περί το 1870), ενώ κατά την Ανταλλαγή είχε 5 κωμοπόλεις με 60.000 ρωμιούς και χωριά με 68 ναούς, 104 ιερείς, 97 σχολεία, 122 διδασκάλους, 75 διδασκάλισσες, 9000 μαθητές. Διοικητικώς υπήρχον επτά καζάδες: Αδριανουπόλεως, Χάφσας, Μουπαφά πασά, Σαράντα Εκκλησιών, Βιζύης, Λουλέ Βουργάζ, Βαβά Εσκί. Γνωστές κωμοπόλεις στον καζά Αδριανουπόλεως που είχε 17 χωριά: Καραγάτς, Σκούταρι, Αρναούτκιοϊ, στον Καζά Χάφσας με 7 χωριά, το Χάσκιοϊ, στον Μουταφά Πασά με 9 χωρία, στον Σαράντα Εκκλησιών, με 6 χωριά: η Σκόπελος, η Πέτρα, ο Σκοπός, στον Βιζύης με 4 χωριά, το Σκεπαστό, η Γέννα, στον Λουλέ Βουργάζ με 4 χωριά, το Αϊβαλή, τον Βαβά Εσκί, το Καρχαλήλ.

Η Αδριανούπολη ήταν πάντα μια πλούσια πόλη και από το 1840 γνώρισε σπουδαία οικονομική και πνευματική άνθιση με τα Ζάππεια εκπαιδευτήρια, το Γυμνάσιον, τις αστικές σχολές, τις συντεχνίες.

Αλλά και κατά τον 16° αι. την σχολή Αδριανουπόλεως δίδασκε ο σοφός Ιω. Ζυγομαλάς. Τον 17° αι. ο σοφός μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Νεόφυτος κάλεσε τον Ευγένιο Αιτωλό, τον 19° αι. ο μητροπολίτης ιεροεθνομάρτυς Δωρόθεος Πρώιος έδωκε σημαντική ώθηση στην εκπαιδευτική κίνηση και ζωή της πόλεως. Πρώτος επίσκοπος ήταν ο Ευτρόπιος (336 μ.Χ.) και κατά την Ανταλλαγή ο Πολύκαρπος Βαρβάκης (1910-1931).

Η μητρόπολη Αίνου στην αρχαία Αίνο (τουρκ. Ενέζ), κοντά στην Αλεξανδρούπολη, την Κεσσάνη και τα Ύψαλα, αρχαία πόλη της Θράκης αναφερόμενη και από τον Όμηρο. Θεωρείται αποικία των Αιολέων. Λόγω της θέσεώς της υπέστη επιδρομές Περσών, κατακτήθηκε από τον Φίλιππο και τον Μ. Αλέξανδρο, αργότερα εισέβαλαν Γότθοι, θύννοι, Αβάροι, Φράγκοι, Βούλγαροι, Γενοβέζοι, ώσπου το 1457 κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Επί Ιουστινιανού κατέστη αρχιεπισκοπή και επί Αλεξίου Α’ του Κομνηνού ανυψώθηκε σε μητρόπολη με έδρα, στις αρχές του 20ού αι. το Δεδεαγάτς.

Η Αίνος είχε στις αρχές του 20ου αι. 7.000 ρωμιούς που κατοικούσαν σε 25 χωρία με 18 σχολεία, 22 διδασκάλους και 700 μαθητές. Πρώτος επίσκοπος φέρεται ο Ολύμπιος και κατά την Καταστροφή ο Ιωακείμ Γεωργιάδης (1907-1923). Γνωστότερα χωρία ο Μαΐστρος, η Αμυγδαλιά, το Κεμερλή.

Η Ιερά Μητρόπολη Σαράντα Εκκλησιών στην ομώνυμη θρακική πόλη με πρώτους επισκόπους τον Άνθιμο Αναστασιάδη (1906-1910) και τον Αγαθάγγελο Παπαναστασιάδη (1910- 1922). Επί Πατριάρχου Ιωακείμ, τον Μάιο του 1906, η επισκοπή ανυψώθηκε σε μητρόπολη. Σ’ αυτήν υπάγονταν τα χωρία Σκοπός, Υέννα, Σκεπαστό, Ευκαρπία, Πέτρα, Σκόπελο (που είχε και ιδιαίτερη επισκοπή), τα οποία απεκόπησαν από την επαρχία Αδριανουπόλεως.

 

1.6. ΠΟΝΤΟΣ

Η μητρόπολη Τραπεζούντος στην ομώνυμη πόλη του Ευξείνου Πόντου, γνωστή ως ελληνική πόλη από την Κύρου Ανάβαση των Μυρίων του Ξενοφώντος. Γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη επί ρωμαιοκρατίας εκ της στρατηγικής της θέσεως και της οδού προς Περσία και Ασία. Κατεστράφη το 257 μ.Χ. από τους Γότθους και αργότερα ο Ιουστινιανός φρόντισε για την προκοπή της ως αναχώματος των περσικών και αραβικών εισβολών. Η οικογένεια Γαβράδων επεδίωξε απόσχισή της από το Βυζάντιο και τον μετασχηματισμό της ως φέουδου. Μετά το 1204 κατέστη η περιώνυμη Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος επί Μεγαλοκομνηνών ως την οριστική κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1461, οπότε οι χριστιανικοί ναοί μετεβλήθησαν σε τζαμιά.

Στον Πόντο η διάδοση του Χριστιανισμού συνδέεται με τις Πράξεις των Αποστόλων 2,6-11 και την Α’ Καθολική του Πέτρου 1,1. Στον Πόντο εμόνασαν και διετύπωσαν τους κανόνες του μοναχισμού οι Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης και Γρηγόριος Νεοκαισαρείας.

Η μητρόπολη Τραπεζούντος είχε υπό την δικαιοδοσία της τον 12ο-13ο αι. 15 επισκοπές, αλλά τον 14ο αι. 1 ή 2. Ο άγιος και πρωτοστάτης της Τραπεζούντος ήταν (και είναι) ο άγιος Ευγένιος, μαρτυρήσας επί Διοκλητιανού (284-305).

Στην Τραπεζούντα άνθισαν οι τέχνες και τα γράμματα, με εξέχουσες μορφές όπως ο Ιω. Ξιφιλίνος (1010-1075), ο Βησσαρίων Νίκαιας (1403-1472), ο Γεώργιος Τραπεζούντιος (1396-1486), ο Γεώργιος Αμοιρούτσης κ.ά. Κατά την Τουρκοκρατία συνεχίσθηκε η αυτή άνθιση με το Φροντιστήριο Τραπεζούντος και εξέχοντες λογίους ως οι Σεβαστός Κυμινήτης, Γεώργιος Υπομενάς, Λάζαρος Σκρίβας, Θεόδωρος Συμεώνος, μία άνθιση που διατηρήθηκε ως την Ανταλλαγή.

Σημαντικοί ναοί ήσαν ο ναός της Παναγίας Χρυσοκεφάλου, της αγίας Αννης, του αγίου Βασιλείου, της Ευαγγελίστριας, οι μονές της Παναγίας Θεοσκεπάστου, του αγίου Σάββα και ο ναός και μονή της αγίας Σοφίας. Περιώνυμες ήσαν ως το 1922 οι μονές της Παναγίας Σουμελά, του αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος και του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Από την Τραπεζούντα κατάγονταν οι μεγάλες φαναριωτικές οικογένειες των Υψηλαντών και Μουρούζηδων. Κατά την Τουρκοκρατία 1461-1665 μητροπολιτικός ναός ήταν του αγίου Φιλίππου και έπειτα ο ναός του αγίου Γρηγορίου Νύσσης.

Στην μητρόπολη Τραπεζούντος κατά την Ανταλλαγή υπήρχαν 96 ναοί, 102 ιερείς, 66 σχολεία, 98 διδάσκαλοι, 27 διδασκάλισσες, 3500 μαθητές, 1500 μαθήτριες. Στην μητρόπολη υπάγονταν εκκλησιαστικώς 77 χωριά διασκορπισμένα στις περιφέρειες Τραπεζούντος, Πλατάνων, Ελεβής, Γεμουράς, Σουρμαίνων, Όφεως, Ριζαίου. Συνολικός αριθμός ρωμιών περί τις 40.000.

Ένεκα, κυρίως, των ρωσσοτουρκικών πολέμων ήδη από τις αρχές του 18ου αι. ως το 1918, υπήρξαν συνεχή ρεύματα μεταναστεύσεως Ποντίων προς την νότιο Ρωσία και τον Καύκασο.

Από τον επισκοπικό κατάλογο διακρίνουμε ως πρώτο επίσκοπο τον Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο ενώ κατά την Ανταλλαγή Χρύσανθο Φιλιππίδη (1913-1938), τον κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1941-1945), συγκλονιστική προσωπικότητα με πλούσιο συγγραφικό και εθνικό έργο.

Η μητρόπολη Χαλδίας στην Αργυρούπολη του Πόντου γνώρισε την ρωμαιοκρατία και μετά την βυζαντινή, υπαγόμενη ως περιοχή στο θέμα της Χαλδίας. Και εδώ οι δούκες της Χαλδίας επεχείρησαν αυτονόμηση της περιοχής, ώσπου επ’ ολίγον την κατέλαβαν οι Σελτζουκίδες Τούρκοι, τους οποίους εξεδίωξε ο Θεόδωρος Γαβράς. Μετά το 1204 η επισκοπική περιφέρεια υπήχθη στην αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντος ως το 1461. Η Αργυρούπολη ονομάσθηκε έτσι εκ των ορυχείων του αργύρου και ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο που συνέδεε δρόμους προς την Περσία, Συρία και Ινδία. Οι μεταλλωρύχοι, που ήσαν ρωμιοί, είχαν αποκτήσει πολλά προνόμια, αφού ο άργυρος ήταν προσοδοφόρα πηγή για το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο. Αυτοί βοήθησαν, εκ του πλούτου τους, τα πρεσβυγενή πατριαρχεία και την Ρωμιοσύνη του Πόντου. Στις αρχές του 19ου αι. καταργήθηκαν τα προνόμια και άρχισε η παρακμή των ορυχείων. Μεταξύ 1624-1653 η επισκοπή ανυψώθηκε σε αρχιεπισκοπή και το 1767 σε μητρόπολη.

Στην επισκοπική περιφέρεια λειτουργούσαν 223 σχολεία, με 437 διδασκάλους και 11250 περίπου μαθητές, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν συνολικό αριθμό ρωμιών 103.000, 119 κοινότητες, 248 εκκλησίες, 300 ιερείς. Στην Αργυρούπολη υπήρχαν πέντε ναοί: του αγίου Γεωργίου (μητροπολιτικός), του αγίου Ιωάννου, των αγίων Θεοδώρων, του Τίμιου Σταυρού, της Κοιμήσεως, καθώς και η μονή Χουτουρά. Σημαντική προσωπικότητα του 18ου αι. ήταν ο αρχιεπίσκοπος Ιγνάτιος Φυτίανος που ίδρυσε το 1730 ελληνικό σχολείο και συνεργάσθηκε με άλλους Ποντίους λογίους ευρισκομένους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Από τις οικογένειες της Αργυρουπόλεως ξεχωρίζει αυτή των Σαρασιτών.

Η Κερασούς, αρχαία αποικία των Μιλησίων, προσαρτήθηκε στην μητρόπολη Χαλδίας τον Οκτώβριο του 1913. Αρχικώς ήταν ανεξάρτητη μητρόπολη, αργότερα κατέστη επισκοπή της Νεοκαισαρείας, κατά την Οθωμανοκρατία υπαγόταν στην μητρόπολη Τραπεζούντος. Γνώρισε την κατάκτηση των Ρωμαίων, στην συνέχεια αποτέλεσε τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, την περίοδο 1204-1461 της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος. Στην πόλη κατοικούσαν 12.000 ρωμιοί με μητροπολιτικό ναό της Μεταμορφώσεως.

Οι ρωμιοί είχαν νηπιαγωγεία, αρρεναγωγεία, παρθεναγωγείο, ημιγυμνάσιο με 1.000 μαθητές.

Στον επισκοπικό κατάλογο ως πρώτος επίσκοπος φέρεται ο Θεόληπτος, ενώ πριν την Ανταλλαγή τελούσε ο Λαυρέντιος Παπαδόπουλος (Μάιος 1905-Οκτ. 1922), ενώ ο προκάτοχός του Βασίλειος Κορβόπουλος (Οκτ. 1922-1924) μεταβάς στην Αμερική αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός της αυτοκεφάλου ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας των Η.Π.Α. και Καναδά, καθαιρέθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλάτελικώς αποκατεστάθη το 1930 ως πρώην Χαλδίας· τελικώς εξελέγη μητροπολίτης Δράμας (1930-1941).

Η μητρόπολη Νεοκαισαρείας, τα αρχαία Κάβειρα, κατόπιν Διόσπολις, Σεβαστή και τέλος Νεοκαισάρεια (τουρκιστί Νικσάρ). Με το όνομα Νεοκαισάρεια τιμήθηκε, προφανώς, κάποιος Ρωμαίος Καίσαρ. Ιστορική πόλη ως πρωτεύουσα του Πόντου με τα ανάκτορα του βασιλέως του Πόντου Μιθριδάτου. Μετά την ρωμαιοκρατία οι Γότθοι κατέστρεψαν την πόλη (253, 254 μ.Χ.). Υπήχθη στην βυζαντινή αυτοκρατορία και κατά τα τέλη του 11ου αι. η πόλη κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους. Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε, κατά τις παραδόσεις, από τους Αποστόλους Ανδρέα και Πέτρο· ως πρώτος επίσκοπος φέρεται ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός (μέσα 3ου αι.). Το 319 μ.Χ. συνήλθε στην Νεοκαισάρεια Σύνοδος, όπου εξετάσθηκαν θέματα εκκλησιαστικής ευταξίας, όπου έλαβον μέρος 20 επίσκοποι της Μ. Ασίας. Κατά τον 9° και 10° αι. στην μητρόπολη υπάγονταν 4 επισκοπές και κατά τον 13° και 14° αι. επτά. Μετά τον 15° αι. δεν είχε επισκοπές και η μητρόπολη περίπτει σε παρακμή και εξ αιτίας των διενέξεών της με την μητρόπολη Χαλδίας· κατά περιόδους, μάλιστα, εξ αυτής της παρακμής η μητρόπολη περίπτει σε εξαρχία (1684, 1742-1744). Το 1873 χωριά της μητροπόλεως από την Παφλαγονία υπάγονται στην μητρόπολη Αγκύρας και ο μητροπολίτης μεταθέτει την έδρα στην Τοκάτη. Στην ίδια μητρόπολη υπάγονταν οι γνωστές κωμοπόλεις Σεβάστεια, Κασταμονή, Ζαφράμπολις (Θεοδωρούπολις), τα Κοτύωρα (Ορντού), Φάτζα, Οινόη, Ινέπολις. Στις αρχές του 20ου αι. και ως την Ανταλλαγή έδρα της μητροπόλεως ήταν τα Κοτύωρα, ενώ ο συνολικός πληθυσμός της επισκοπικής αυτής περιφέρειας ανερχόταν σε 100.000 ρωμιούς, που είχαν 150 σχολεία, 170 διδασκάλους και διδασκάλισσες και 5.000 μαθητές.

Κατά μία άλλη εκτίμηση κατά την Ανταλλαγή η επισκοπική περιφέρεια είχε 195 κοινότητες με 68.000 ρωμιούς, ενώ στην Νεοκαισάρεια ζούσαν μόνον 300 ρωμιοί. Στην Τοκάτη ζούσαν περί τους 1.000 τουρκόφωνοι ρωμιοί, στα Κοτύωρα 5.500 με αστική σχολή – σχολαρχείο δωρεά του Κωνστ. Ψωμιάδη, η καλουμένη Ψωμιάδειος Σχολή, κοντά στον ναό της Υπαπαντής, σωζόμενη, όπως και ο ναός, ως σήμερα. Είχε στην ενορία του αγίου Νικολάου 350 μαθητές και 7 διδασκάλους. Στην ενορία του αγίου Νικολάου υφίστατο η Καρνείδιος σχολή με 3 διδασκάλους και 150 μαθητές. Ο τελευταίος μητροπολίτης Πολύκαρπος Ψωμιάδης (1911-1922) ίδρυσε το Πολυκάρπειο Παρθεναγωγείο με 3 διδασκάλισσες και 150 μαθητές.

Η μητρόπολη Κολωνείας γειτονική προς τους νομούς Σιβάς (Σεβάστειας), Ορντού (Κοτυώρων), Αργυρουπόλεως και Τραπεζούντος, ανήκε στο βασίλειο του Μιθριδάτου του Ευπάτωρος (115-66 π.Χ.) και ο Πομπήιος που την κατέλαβε την ονόμασε Κολώνεια, ενώ η γειτονική της ήταν η Νικόπολις, που περιτείχισε ο Ιουστινιανός ο Μέγας. Με την εμφάνιση των Τουρκομάνων, από τον 11°-15° αι., υπέστη πολλές καταστροφές, ώσπου το 1473 κατελήφθη από τους Οθωμανούς. Η επισκοπική αυτή περιφέρεια υφίστατο κατά καιρούς πολλά δεινά εκ των συγκρούσεων σιϊτών και σουνιτών. Οι Απόστολοι Ανδρέας και Πέτρος, κατά την παράδοση, διέδωσαν τον Χριστιανισμό. Τον 4° αι. μ.Χ. υφίστατο επισκοπή Νικοπόλεως, ενώ περί το 375 μ.Χ. πρώτος επίσκοπος Κολωνείας φέρεται ο Ευφρόνιος. Την ίδια εποχή εμφανίσθηκε ο αρειανισμός, τον οποίο καταπολέμησε ο Μ. Βασίλειος. Αργότερα (7ος αι.) στην περιοχή εμφανίσθηκαν οι Παυλικιανοί, πολλούς των οποίων οι βυζαντινοί αυτοκράτορες μετέφεραν στα Βαλκάνια. Στην Κολωνεία και στην Νικόπολη σώζονταν πολλά χριστιανικά μνημεία, μεταξύ των οποίων και η Μονή της Παναγίας Καγιά Ντιμπή (5ος αι., ανοικοδ. 18ος-1810), που υπήρξε προσκύνημα των Ποντίων, ο ναός του Ευαγγελισμού στο χωριό Μπάλτζανα (6ος αι.), ο άγιος Γεώργιος στο χωριό Σουγιανλή (Ποτάμια). Κατά την παράδοση στην Νικόπολη και σε βυζαντινό πύργο φυλακίσθηκαν οι Τεσσαράκοντα μάρτυρες. Το 1889 επανιδρύθηκε η μητρόπολη Κολωνείας, που το 1391 είχε ενσωματωθεί στην μητρόπολη Τραπεζούντος.

Σύνολο ρωμιών στην επισκοπική περιφέρεια προ της Ανταλλαγής 35.000 περίπου, που είχαν 92 σχολεία, 105 διδασκάλους και 3.450 μαθητές. Άλλη πηγή αναβιβάζει τον αριθμό των ρωμιών σε 67.000, που είχαν 121 ναούς και 6 μονές.

Η μητρόπολη Ροδοπόλεως στην βυζαντινή πόλη Ροδόπολη, όπου αρχικώς λειτούργησε ως επισκοπή που μαζί με την μητρόπολη Φάσιδος υπήχθη στην μητρόπολη Τραπεζούντος. Η ιστορία της συνδέεται με τις γνωστές μονές (Σουμελά, Περιστερεώτα), που ήσαν προ των Γεν. Κανονισμών (1862) πατριαρχικές εκκλησίες. Κατά τα έτη 1863-1867 ιδρύθηκε η μητρόπολη Ροδοπόλεως με πρώτο μητροπολίτη τον Γεννάδιο Βασιλειάδη, που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις των εντοπίων, που συνδέονταν από μηνών με τις άνω μονές, με εξαίρεση, πάντως, τους κατοίκους της Σάντας. Ετσι το Πατριαρχείο αναγκάσθηκε να την καταργήσει και να επανιδρύσει τις εξαρχίες. Το 1902 ανασυστάθηκε πάλιν η μητρόπολη με μητροπολίτη τον από Ναζιανζού Γερβάσιο Σαρασίτη με έδρα τα Λιβερά.

Προ της Ανταλλαγής ζούσαν εκεί 37.000 ρωμιοί, που είχαν 46 κοινότητες, 80 εκκλησίες με 104 ιερείς, 67 σχολεία, 137 διδασκάλους και 4.000 περίπου μαθητές.

Η μητρόπολη Αμασείας στην ομώνυμη πόλη, γενέτειρα του γεωγράφου Στράβωνα (γεν. 62 π.Χ.). Γνωστή ως πρωτεύουσα του βασιλείου των Μιθριδατών, όπου πολλά ερείπια ανακτόρων και τάφων. Ο Απόστολος Ανδρέας εισήγαγε τον Χριστιανισμό στην περιοχή. Τον 1° αι. π.Χ. περιήλθε στους Ρωμαίους ενώ αργότερα ο Ιουστινιανός την ανοικοδόμησε. Το 712 μ.Χ. κατελήφθη από τους Άραβες, τον 11° από τους Σελτζούκους, το 1392 από τους Οθωμανούς. Η πόλη γνώρισε μεγάλη άνθιση εκ της θέσεώς της. Προ της Ανταλλαγής στην Αμάσεια ζούσαν 20.000 ρωμιοί ενώ στην σύνολη περιοχή κατοικούσαν 153.000 ρωμιοί, σε 392 κοινότητες, 392 ναούς, 439 ιερείς, 325 σχολεία, 10.000 μαθητές, 565 δασκάλους. Στην Αμάσεια λειτουργούσε ο τρισυπόστατος ναός των αγίων Χαραλάμπους, Βασιλέως (επισκόπου, 40ς αι.) και Γεωργίου και ο ναός της αγίας Τριάδος. Πρώτος επίσκοπος ο Φαίδιμος (235 μ.Χ.) και από τους νεοτέρους ο Άνθιμος Αλεξούδης (1887-1908), ο Γερμανός Καραβαγγέλης (1908-1922), ο Σπυρίδων Βλάχος (1922-1924), ο Απόστολος Τρύφωνας (1951-1957). Στην μητρόπολη Αμασείας υπάγονταν περί τις 5-7 επισκοπές. Έδρα της μητροπόλεως η Αμισός και σ’ αυτήν περιλαμβάνονταν η Αμάσεια, η Αμισός, η Πάφρα.

 

1.7. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Η μητρόπολη Δέρκων στην ομώνυμη στρατηγική περιοχή, που η αρχή της ως επισκοπή είναι ο 6ος αι., υπαγομένη στην μητρόπολη Ηράκλειας, για να ανυψωθεί σε μητρόπολη το 1380. Το 1655 αποκατεστάθη ως μητρόπολη Δέρκων και Νεοχωρίου, στην οποία προσετέθηκαν και τα πατριαρχικά χωριά Θεραπειά και Βαθυρύαξ (Βουγιούκδερε). Έτσι ο Δέρκων μετέφερε την έδρα του στά Θεραπειά και από τα μέσα του 19ου αι. ως χειμερινή το Μακροχώρι στην Προποντίδα. Προ της Ανταλλαγής στην μητρόπολη υπάγονταν 41 χωριά, αλλά μετά το 1923 απέμειναν μόνον 5: τα Θεραπειά, ο Βαθυρρύαξ, ο Γενή Μαχαλές, το Μακροχώρι και ο άγιος Στέφανος. Προ του 1923 υπήρχαν 50 ναοί, 50 ιερείς, 59 διδάσκαλοι και 23 διδασκάλισσες με 3500 μαθητές. Σήμερα στους ναούς λειτουργούν 4 εφημέριοι, με 1 δημοτικό σχολείο. Στα Θεραπειά λειτουργούν οι ναοί αγίας Παρασκευής, αγίας Ελένης στον Βαθυρρύακα της αγίας Παρασκευής, του αγίου Γεωργίου, στο Γενή Μαχαλέ του Ιωάννου του Προδρόμου, στο Μακροχώρι ο άγιος Γεώργιος και η Ανάληψη και στον άγιο Στέφανο ο ομώνυμος ναός. Από τον επισκοπικό κατάλογο ξεχωρίζουμε τον Ιωακείμ Πελεκάνο (1931-1950), τον Ιάκωβο Παπαπαϊσίου (1950-1977), τον Κωνσταντίνο Χαρισιάδη (1977 -).

Η μητρόπολη Ίμβρου και Τενέδου συνδεόμενη με την νήσο Ίμβρο που ήταν κληρουχία των Αθηναίων ως ακόμη τους ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά την βυζαντινή περίοδο η Ίμβρος υπέστη την περιπέτεια της Δ ‘ Σταυροφορίας, επανήλθε στους βυζαντινούς και λίγο αργότερα στους Γενουάτες και τους Βενετούς. Πριν το 1453 τελούσε υπό τους Γατελούζους και το 1453 υπό τους Οθωμανούς με διοικητή τον Κριτόβουλο Ίμβριο, φίλο του Πορθητή. Από το 1923 τελεί υπό τις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης. Εκκλησιαστικώς ηΊμβρος τον 11° αι. ήταν πατριαρχική εξαρχία, το 1321 ήταν ενωμένη με την αρχιεπισκοπή Λήμνου. Επί Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου κατέστη αρχιεπισκοπή. Από τα μέσα του 15ου αι. αναφέρεται ως μητρόπολη μέχρι το 1923, οπότε σ’ αυτήν προσαρτήθηκε και η Τένεδος με έδρα αρχικώς το Κάστρον και έπειτα την Παναγία. Γνωστά χωριά: το Κάστρο, το Σχοινούδιο, η Παναγία, το Ευλάμπιον, οι άγιοι Θεόδωροι, τα Αγρίδια, το Γλυκύ. Το 1930 υπήρχαν στην Ίμβρο 9 μονές, οκτώ (και δέκα) ενοριακές εκκλησίες. Μετά την συνθήκη της Λωζάνης το εκπαιδευτικό καθεστώς γνώρισε πολλές περιπέτειες, ώσπου με τον τουρκικό νόμο 12564/4 Απρ. 1967 καταργήθηκε η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσης, παύθηκαν οι διδάσκαλοι, δημεύθηκαν τα σχολεία.

Η μητρόπολη Χαλκηδόνος στην γνωστή αποικία των Μεγαρέων (περί το 865 π.Χ.) στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, με την σημερινή ονομασία Καδήκιοϊ, αφού ο Μωάμεθ ο Πορθητής την εδώρισε στον Καδή Κιδίρ μπέη, κατακτήθηκε από τους Πέρσες του Δαρείου. Αργότερα πέρασε στο βασίλειο της Βιθυνίας και το 74 π.Χ. πέρασε στους Ρωμαίους. Κατελύθη από τους Οθωμανούς το 1350. Η ακμή της πόλεως άρχισε, και συνεχίζεται, από τις αρχές του 19ου αι. Η επισκοπή υπαγόταν στην μητρόπολη Νικομήδειας και πρώτος επίσκοπος υπήρξε ο Θεόκριτος. Επί Διοκλητιανού μαρτύρησε στην Χαλκηδόνα η αγία Ευφημία (303 μ.Χ.), που το ιερό λείψανο φυλάσσεται στον πατριαρχικό ναό. Στην Χαλκηδόνα συνεκλήθη το 451 μ.Χ. στον ναό της αγίας Ευφημίας η Δ’ Οικουμ. Σύνοδος. Ο επίσκοπος Χαλκηδόνος τότε ανυψώθηκε σε μητροπολίτη, αλλ’ ουδέποτε είχε υπ’ αυτόν επισκόπους, αλλά, όταν λίγο πριν το 1453, διαλύθηκε η μητρόπολη Κλαυδιουπόλεως και Ονωριάδος στον Πόντο προσηρτήθη στην Χαλκηδόνος. Έδρα της μητροπόλεως μετά το 1453 κατέστη το χωρίο Κουσκουντζούκι, όπου παρέμεινε ως τα μέσα του 19ου αι., οπότε και μεταφέρθη στην Χαλκηδόνα.

Πριν από την Ανταλλαγή η επισκοπική περιφέρεια Χαλκηδόνος είχε 130.000 περίπου ρωμιούς και 33 κοινότητες, με 45 ναούς, 63 ιερείς, 35 σχολεία, 77 διδασκάλους, 61 διδασκάλισσες, 6.000 περίπου μαθητές. Στην Χαλκηδόνα λειτουργούσαν πέντε ναοί: αγίας Ευφημίας (1694, μητροπολιτικός, αγίας Τριάδος Ιω. του Χρυσοστόμου, Ιγνατίου (κοιμητηρίου), αγίου Γεωργίου του Γελδεγιρμέν. Στην Χαλκηδόνα λειτουργούσαν σωματεία και αδελφότητες. Με την Ανταλλαγή σημειώθηκε μείωση του ελληνικού πληθυσμού και οι τέσσερις νήσοι της Προποντίδας προσαρτώνται στην νεοσύστατη μητρόπολη Πριγκηποννήσων (1924). Σήμερα στην Χαλκηδόνα ζουν 750 ομογενείς. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος διετέλεσε Χαλκηδόνος την περίοδο Ιανουάρι. 1990 – Οκτ. 1991 και σήμερα ο Ιωακείμ Νεραντζούλης (Δεκ. 1991 – ).

Η μητρόπολη Πριγκηποννήσων, το νησί των πριγκήπων, αφού εδώ διέμειναν ή εξορίζονταν βυζαντινοί πρίγκηπες· άλλη ονομασία, νησιά των μοναχών (παπαδονήσια). Το σύνολο των νησιών επτά: Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος, μαζί και τα μικρότερα: Οξεία, Πλάτη, Πίτα, Νείανδρος, Τερέβινθος. Στα μεγάλα νησιά παρέμειναν κατά καιρούς πρώην πατριάρχες, μητροπολίτες και από τον 18° αι. πλούσιοι ρωμιοί. Μετά το 1453 υπήχθησαν εκκλησιαστικώς στην μητρόπολη Χαλκηδόνος· και μετά το 1924 απετέλεσαν την νεοσυσταθείσα μητρόπολη Πριγκηποννήσων, με έδρα την Πρίγκηπο. Περί τις αρχές του 1990 στην μητροπολιτική περιφέρεια υπήρχαν 4 ρωμέϊκες κοινότητες με 3 εφημερίους και ένα σχολείο και 350 ρωμιούς. Στην Πρώτη υπάρχει η μονή της Μεταμορφώσεως, στην Χάλκη της αγίας Τριάδος, στην Πρίγκηπο της Μεταμορφώσεως και του αγίου Νικολάου. Στην Αντιγόνη η μονή του αγίου Γεωργίου Καρύπη συνδέεται με την μονή του Μ.Σπηλαίου, στην Χάλκη η του αγίου Γεωργίου του Κρημνού με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, στην Πρίγκηπο του αγίου Γεωργίου του Κουδουνά με την αγία Λαύρα της Πελοποννήσου. Στην Χάλκη λειτουργούσε η Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1844-1971), στην Πρίγκηπο το ορφανοτροφείο, το ορφανοτροφείο θηλέων στην Πρώτη. Στην Πρώτη λειτουργεί ο ναός των Γενεθλίων της Θεοτόκου (1878), στην Αντιγόνη του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, στην Χάλκη του αγίου Νικολάου, στην Πρίγκηπο της Κοιμήσεως και του αγίου Δημητρίου. Από τον μακρύν κατάλογο των μητροπολιτών μνημονεύουμε τον Δωρόθεο Γεωργιάδη (1946-1974), τον Κωνσταντίνο Χαρισιάδη (1974-1977), τον Αγάπιο Ιωαννίδη (1977-1979), κ.ά. Σήμερον μητροπολίτης είναι ο κ. Ιάκωβος.

 

1.8. ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ

Η μητρόπολη Προικοννήσου (από την λέξη προίξ-είδος ελαφιού που ζούσε στην νήσο) συνδέεται με τον Μαρμαρά παρά τον Ελλήσποντο, αποικήθηκε από Μιλησίους ή Σαμίους, συνδέθηκε κατά τους αρχαίους χρόνους με την Αθήνα, υπετάγη στους Κυζικηνούς, γνώρισε την ρωμαϊκή κυριαρχία και στην συνέχεια απετέλεσε τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το 1453 κατελήφθη από τους Οθωμανούς. Κατά την παράδοση τον Χριστιανισμό διέδωσε ο Απόστολος Ανδρέας.

Πολιούχος ο άγιος Τιμόθεος, επίσκοπος κατά τους χρόνους του Ιουστινιανού. Η Προικόννησος ως επισκοπή υπαγόταν στην μητρόπολη Κυζίκου ως τον 8° αι., οπότε ανυψώθηκε σε αρχιεπισκοπή και μόλις το 1821 σε μητρόπολη με πρώτο μητροπολίτη τον Κοσμά (1821-1830) με έδρα την Αλώνη και μετά το 1900 τον Μαρμαρά και την Αλώνη. Στην μητρόπολη υπάγονταν τα τέσσερα νησιά: Μαρμαράς (Προικόννησος), Αλώνη (Πασσά λιμάνι), Οφιούσα, Κύταλις (Κούταλι).

Προ της Ανταλλαγής ο Μαρμαράς είχε τρεις ενορίες (των Ταξιαρχών, της Κοιμήσεως, του αγίου Ισιδώρου) με 4.500 ρωμιούς, 300 μαθητές, 3 διδασκάλους και δύο διδασκάλισσες. Μεγάλοι ευεργέτες ο Νικ. Κυριακίδης και οι υιοί του. Στο Πραστειό υπήρχαν οι ναοί του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του αγίου Θεοδώρου, της Κοιμήσεως, του αγίου Γεωργίου, σχολείο και 2.685 ρωμιούς.

Στο Κλαζάκι με ναό του αγίου Αθανασίου και 356 ρωμιούς. Στην Αφθονη υπήρχαν δύο ναοί, του Γενεθλίου της Θεοτόκου, του αγίου Νικολάου με 2.015 ρωμιούς. Στα Παλάτια υπήρχαν οι ναοί της Κοιμήσεως, αγίου Γεωργίου, αγίου Δημητρίου, αγίου Ιωάννου με 3.700· έδρα πλούσιων ομογενών.

Στην Γαλιμή κατοικούσαν 2.000 που είχαν τον ναό της Θεοτόκου. Στην Κούταλη κατοικούσαν 2.700 με ναούς της Κοιμήσεως, του αγίου Νικολάου, το Ρόδον το Αμάραντον. Κατά την Ανταλλαγή μητροπολίτης ήταν ο Γεώργιος Μισαηλίδης (1920-1922).

 

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΔΩΝ ΤΗΣ ΚΑΘ΄ΗΜΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

ΣΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

 Εκδότης: ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ Δήμου Νέας Ιωνίας Νομαρχία Αθηνών

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

https://www.entaksis.gr/%ce%b7-%ce%b5%ce%ba%ce%ba%ce%bb%ce%b7%cf%83%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%b1-%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%b1/