Απάντηση σε απορίες…
Ο Άγ. Ιω. Χρυσόστομος
απαντώντας στις ενστάσεις, τις απορίες και τις … δικαιολογίες, αναφέρει πολύ
ωραία:
«Θα έλεγε κάποιος: Θα ήθελα να είμαι καλός αναγκαστικά
και να αποστερηθώ όλων των αμοιβών παρά να είμαι με τη θέλησή μου φαύλος και να
κολάζομαι και να τιμωρούμαι.
Aλλά δεν είναι ποτέ δυνατόν να είναι
κάποιος αναγκαστικά καλός. Αν μεν λοιπόν αγνοείς τι πρέπει να πράξεις, δείξε
το, και τότε θα πούμε ό,τι πρέπει. Αν όμως γνωρίζεις ότι η ασέλγεια είναι
πονηρή πράξη, για ποιο λόγο δεν αποφεύγεις το πονηρό;
Aλλ’ άλλοι που κατόρθωσαν μεγαλύτερα
θα σε κατηγορήσουν και θα σε αποστομώσουν με πολλά επιχειρήματα. Συ δηλαδή
ίσως, παρ’ όλον ότι έχεις γυναίκα, δεν είσαι σώφρων, ενώ άλλος, αν και
στερείται γυναίκας, διατηρεί ακέραια την αγνότητά του. Ποια λοιπόν απολογία
έχεις για το ότι δεν τηρείς το μέτρο, ενώ άλλος υπερβαίνει το σύνηθες;
Aλλά –θα έλεγε κάποιος– η φύση του σώματός μου και η
βούλησή μου δεν είναι τέτοια.
Δεν είναι, επειδή δεν θέλεις, όχι
επειδή δεν μπορείς. Γιατί αποδεικνύω ότι όλοι μπορούν να ασκήσουν την αρετή.
Δηλαδή κάποιος ό,τι δεν μπορεί να το κάνει, δεν θα μπορεί να το κάνει ούτε κι
όταν βρίσκεται στην ανάγκη. Eκείνος όμως που μπορεί, όταν αναγκάζεται, αν δεν
το κάνει, δεν το κάνει, επειδή δεν θέλει.
Tο εξής περίπου εννοώ: Eίναι οπωσδήποτε αδύνατον ο
άνθρωπος να πετάξει και να σηκωθεί προς τον ουρανό, επειδή έχει σώμα βαρύ.
Λοιπόν; Αν κάποιος βασιλιάς τον διέτασσε να πράξει αυτό και τον απείλησε με
θάνατο λέγοντας ότι διατάσσει οι άνθρωποι που δεν πετούν να αποκεφαλιστούν και
να καούν ή κάτι άλλο τέτοιο να πάθουν, άραγε θα υπάκουε κανείς; Kαθόλου, γιατί
είναι αντίθετο απ’ τη φύση.
Aν το ίδιο συμβεί με τη σωφροσύνη και ο βασιλιάς εκδώσει
διατάγματα ο αισχρός να τιμωρείται, να καίγεται, να μαστιγώνεται, να παθαίνει
άπειρα δεινά, άραγε πολλοί θα πείθονταν στη διαταγή; Όχι, λέει. Γιατί βεβαίως
ισχύει και τώρα νόμος που απαγορεύει τη μοιχεία, και όμως δεν υπακούουν όλοι,
όχι επειδή εξασθένησε ο φόβος, αλλ’ επειδή οι περισσότεροι ελπίζουν ότι δεν θα
γίνουν αντιληπτοί. Γιατί, εάν, όταν επρόκειτο να κάνουν αισχρές πράξεις, ήταν
κοντά τους ο νομοθέτης κι ο δικαστής, ο φόβος θα ήταν ικανός ν’ αφαιρέσει την
επιθυμία τους. Aν επιβάλω ποινή άλλη ελαφρότερη αυτής και, αφού συλλάβω τον
μοιχό, τον απομακρύνω από την ερωμένη του και δέσμιο τον φυλακίσω, θα δυνηθεί
να τα υποφέρει και δεν θα πάθει τίποτα βαρύ.
Nα μη λέμε λοιπόν ότι ο δείνα είναι εκ
φύσεως καλός και ο δείνα εκ φύσεως κακός. Γιατί, εάν είναι εκ φύσεως αγαθός,
ουδέποτε θα είναι δυνατόν να γίνει κακός. Kι αν είναι εκ φύσεως κακός, ποτέ δεν
θα ήταν δυνατόν να γίνει καλός. Tώρα όμως βλέπουμε ότι συμβαίνουν απότομες
μεταβολές και οι άνθρωποι μεταβάλλονται και μεταπίπτουν απ’ το καλό στο κακό κι
αντίθετα.
Kι αυτά δεν είναι δυνατόν να τα δούμε μόνο στις γραφές
και στην Kαινή και στην Παλαιά Διαθήκη, ότι δηλαδή
τελώνες έχουν γίνει απόστολοι
και μαθητές προδότες
και πόρνες γυναίκες σώφρονες
κι ότι ληστές απέκτησαν καλή φήμη
και μάγοι προσκύνησαν
κι ότι ασεβείς έγιναν ευσεβείς.
Θα μπορούσε κάποιος να δει ότι πολλά τέτοια συμβαίνουν
καθημερινά. Αν όμως εκ φύσεως ήταν ό,τι ήταν, δεν θα υφίσταντο αλλαγή.
Ως γνωστόν, εκ φύσεως υποκείμεθα σε αλλοιώσεις, και ποτέ
με την άσκηση δεν θα μπορούσαμε να γίνουμε αμετάβλητοι. Γιατί ό,τι κάτι είναι
εκ φύσεως ποτέ δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικό.
Kανείς βεβαίως κατόρθωσε να μην κοιμάται, ενώ ήταν στη φύση του να χρειάζεται τον ύπνο,
κανείς πέτυχε την αφθαρσία, ενώ υπόκειται στη φθορά,
κανείς πέτυχε να μην πεινάει ποτέ, ενώ χρειάζεται τροφή.
Για το λόγο αυτό αυτά ούτε θεωρούνται παραπτώματα ούτε
χλευάζουμε τους εαυτούς μας γι’ αυτά, ούτε κανείς ποτέ θέλουν να κατηγορήσει
κάποιον του είπε, ω συ φθαρτέ και μεταβλητέ. Aλλά τη μοιχεία ή την πορνεία ή
κάτι σχετικό πάντοτε τα αποδίδουμε στους υπεύθυνους και τα φέρουμε στους
δικαστές, οι οποίοι τα κατηγορούν και τα τιμωρούν, ενώ τιμούν τα αντίθετά τους.
Όταν λοιπόν
η πείρα απ’ τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων,
οι καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων,
η θέσπιση νόμων,
οι κατηγορίες εναντίον του εαυτού μας,
κι όταν ακόμη κανείς δεν μας κατηγορεί και το γεγονός ότι με τη ρύθμιση μεν γινόμαστε χειρότεροι, απ’ τον φόβο δε καλύτεροι και το ότι βλέπουμε άλλους να κατορθώνουν και να φτάνουν στην άκρα βαθμίδα της φιλοσοφίας,
όταν εξ όλων αυτών είναι φανερό ότι κι εμείς μπορούμε να
κατορθώσουμε, γιατί μάταια οι περισσότεροι εξαπατούμε τους εαυτούς μας με
αστήρικτες προφάσεις και απολογίες, που όχι μόνο δεν φέρνουν τη συγνώμη αλλά
και αφόρητη κόλαση, ενώ πρέπει έχοντας προ των ματιών μας εκείνη τη φοβερή ημέρα
να φροντίζουμε για την αρετή, κι αφού κοπιάσουμε λίγο, να λάβουμε τα αληθινά
στεφάνια;
Oι λόγοι αυτοί καθόλου δεν θα μας δικαιολογήσουν. Aλλά το γεγονός ότι συνάνθρωποι με την ίδια ανθρώπινη φύση έχουν κατορθώσει ανώτερα θα αποτελεί αιτία καταδίκης για όλους όσοι αποτυγχάνουν,
η ύπαρξη του φιλανθρώπου θα ελέγχει τον σκληρό,
του εναρέτου τον πονηρό,
η ύπαρξη του επιεικούς θα ελέγχει τον ορμητικό,
του ευγενικού τον φθονερό,
η ύπαρξη του φιλόσοφου θα ελέγχει τον κενόδοξο,
του φιλόπονου το ράθυμο, του σώφρονος τον ακόλαστο.
Έτσι θα μας κρίνει ο Θεός και θα χωρίσει τους ανθρώπους
σε δύο μέρη, και τους μεν θα επαινεί, ενώ τους άλλους θα τιμωρεί.
Aλλά είθε κανείς απ’ τους παρόντες να μη βρεθεί μεταξύ των τιμωρουμένων και περιφρονημένων, αλλά μεταξύ των στεφανουμένων και των κληρονόμων της Βασιλείας»
[Απ’ την Β΄ Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ Α΄ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ»]