Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Ἡ παλαια γενεα ευθυνεται για τη νεα

atenizei Εσταυρωμeno

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μάρκ. 9,17-31)
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ἡ παλαια γενεα ευθυνεται για τη νεα

(περὶ πατρίδος καὶ οἰκογενείας)

Τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας, ἀγαπητοί μου, εἶνε μιὰ κραυγὴ γιὰ βοήθεια, εἶνε ἕνα ΣΟΣ (SOS). Ποιός φωνάζει «βοήθεια»; Εἶνε ἡ φωνὴ ὲνὸς δυστυχισμένου πατέρα, ποὺ εἶχε παιδὶ δαιμονιζόμενο (βλ. Μάρκ. 9,17-31). Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ἀκαθάρτου δαιμονίου τὸ παιδὶ σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι ὅταν τὸ βγάζουν στὴν ἀμμουδιά. Τὸ ἔπιαναν κρίσεις κ᾽ ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό. Ἄφριζε κ᾽ ἔτριζε τὰ δόν­τια, παρουσίαζε θέαμα σπαραξικάρδιο. «Βοήθεια», φώναζε ὁ πατέρας στοὺς μάγους, στοὺς γιατρούς, σὲ κάθε ἄνθρωπο. «Βο­ήθεια», φώ­ναξε καὶ στοὺς ἀποστόλους. Ἐπὶ τέλους, ἀπελπισμένος, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ φώναξε «βοήθεια».

* * *

Ὁ πατέρας αὐτὸς εἶνε ἕνα πραγματικὸ σύμβολο χιλιάδων γονέων. Ἐὰν λίγα παιδιὰ ἔχουν τὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ ἐκείνου, ὑ­πάρχουν ὅμως χιλιάδες ἄλλα παιδιὰ ποὺ ὑποφέρουν κατὰ διαφορετικὸ τρόπο. Ἔχουν κακί­ες, ἐλαττώματα, ἀνωμαλίες. Εἶνε οἱ μικροὶ δαιμονισμένοι τῆς σημερινῆς κοινωνίας.
Γιὰ ῥίξτε, ἀγαπητοί μου, μιὰ ματιὰ στὴν παι­δική, στὴν ἐφηβικὴ καὶ στὴ νεανικὴ ἡλικία, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ 4 χρόνια καὶ φτάνει μέχρι τὰ 20. Τὸ παιδὶ στὸ σπίτι εἶνε τύραννος. Στὸ σχολεῖο εἶνε θηρίο. Στοὺς δρόμους, στὶς πλα­τεῖες καὶ στὰ κέντρα ἔχει ἀποβάλει πλέον τὴ ντροπή. Αἰσχρολογεῖ, βωμολοχεῖ, δὲν τὸ ἔχει τίποτε νὰ ἐκσφενδονίσῃ ἐπάνω σὲ σεβαστὰ πρόσωπα ὅ,τι βρῇ μπροστά του. Ἔγιναν τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος μικροὶ σάτυροι· ἔφτασαν σὲ σημεῖο νὰ ἐπιτίθενται ἐναντίον σεμνῶν γυναικῶν, ἀγάμων καὶ ἐγγάμων!…

Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐδῶ δὲν θ᾿ ἀπαγγείλω «κατηγο­ρῶ» ἐναντίον τῶν παιδιῶν. Οὔτε ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ ἔκανε αὐτό. Ὅταν πα­ρουσιάστηκε μπροστά του τὸ παιδὶ ποὺ ἄφριζε, ποὺ ἐσπάραζε, ποὺ ἔτριζε τὰ δόντια, δὲν τὸ ἐπέπληξε ὁ Κύριος.

Ὁ ἔλεγχός του στράφηκε σὲ τρεῖς κατευθύνσεις. Πρῶτον στράφηκε πρὸς τοὺς μαθητάς του, ποὺ δὲν εἶχαν τὴ δύναμι νὰ τὸ θερα­πεύσουν. Δεύτερον στράφηκε πρὸς τὸν ταλαί­πωρο πατέρα, ποὺ δὲν ἦρθε ἐγκαίρως στὸ Χρι­στὸ καὶ δὲν ἔλαβε «παιδιόθεν» (ἔ.ἀ. 9,21) τὰ κατάλ­ληλα μέτρα. Καὶ τρίτον στράφηκε πρὸς ὅ­λο τὸ λαό, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο ἦταν κι αὐ­τὸς ὑπεύθυνος γιὰ τὸ δρᾶμα τοῦ παιδιοῦ, καὶ εἶπε· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (ἔ.ἀ. 9,19). Ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δείχνει τοὺς ὑπευθύνους γι᾿ αὐτὸ τὸ κατάντημα.

Ἀκριβῶς αὐτό, ἀδελφοί μου, ἐπιθυμῶ νὰ ἐντυπώσω στὴ σκέψι σας· ὄτι ἡ παλαιὰ γενεὰ ἔχει εὐθύνη γιὰ τὴ νέα γενεά.

Τὰ παιδιὰ θέλουν διδασκαλία, λόγια φωτει­νά, ἅγιο παράδειγμα. Θέλουν ἰδανικά. Τὸ παι­δὶ λατρεύει τοὺς ἥρωες. Ἀλλοίμονο στὴ γενεὰ ποὺ δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ἥρωες. Αὐ­τοὶ εἶνε οἱ κορυφές, ποὺ βλέπει τὸ ἔθνος.

* * *

Γεννᾶται τὸ μεγάλο ἐρώτημα· Ἡ κοινωνία μας ἔχει ἰδανικά;

⃝    Ἂν ἀνοίξουμε τὰ συντάγματα καὶ τοὺς νόμους, θὰ δοῦμε, ὅτι στὰ βιβλία ὑπάρχουν. Τρία εἶνε τὰ ἰδανικὰ κάθε Ἕλληνος, τρία τὰ ἀστέρια τοῦ ἔθνους μας· οἰκογένεια, πατρίδα, πίστι. Ἀλλ᾿ αὐτὰ μένουν στὰ λόγια καὶ στὰ χαρτιά. Τὰ ζωγραφίζουμε μὲ θεωρίες, στὴν πρᾶξι ὅμως δὲν κάνουμε τίποτε.

Φωνάζει ὁ ἕνας· Θέλουμε οἰκογένεια! Τί εἶ­νε οἰκογένεια; Μέσα στὰ βιβλία εἶνε θεσμὸς ἅγιος, μυστήριο μέγα. Εἶνε ἕνωσις καρδιῶν, συνταυτισμὸς σκέψεως, συμβόλαιο ἱερό, δεσμὸς ἀδιάλυτος. Ἡ οἰκογένεια εἶνε ὑ­πόθεσι τῆς καρδιᾶς. Ὡραῖα λόγια· ἀλλὰ στὴν πρᾶξι;

Μιὰ κόρη περιμένει χρόνια τὸ νυμφίο, καὶ κινδυνεύει νὰ μείνῃ στὸ ῥάφι γιατὶ λείπει …τὸ παραδάκι. Εἶνε φτωχιά, σὰν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Κανείς δὲν πλησιάζει τὴν πόρτα της. Μιὰ ἄλλη ἀντιθέτως, ποὺ ἔχει χρυσίον καὶ ἀρ­γύριον, «ἀγοράζει» ὅποιον θέλει. Καὶ ἡ καλὴ κό­ρη πικραίνεται. Ὁ γάμος ἔγινε πλέον, ἀπὸ ὑπόθεσι τῆς καρδιᾶς, ὑπόθεσι τοῦ χρήματος.

Ἕνας πατέρας, φτωχὸς οἰκογενειάρχης, εἶ­χε μιὰ κόρη ἐργατικὴ καὶ φιλότιμη, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν παντρέψῃ. Γέρασε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ κλείσῃ τὰ μάτια του ἀφήνοντας τὴν κόρη ἀνύπαντρη. Σκέφτηκε κάτι. Διέδωσε μὲ τρόπο στὰ γύρω χωριά, ὅτι κάποιος πλούσιος συγγενής τους πέθανε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἄ­φησε κληρονομιὰ στὴν κόρη πολλὰ δολλάρια. Μόλις αὐτὸ διαδόθηκε, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ντουζίνες οἱ ὑποψήφιοι γαμπροί…

Ἄρα, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε πλέον ὁ γάμος μυστήριον μέγα καὶ ἱερὸν καὶ ἕνωσις καρδιῶν, ἀλλὰ ὑπόθεσις τοῦ χρήματος.

Ὁ ἄγγελος παίρνει κιμωλία καὶ γράφει· ὁ γάμος = μυστήριον μέγα. Καὶ ὁ διάβολος γράφει· ὁ γάμος = ἐμπόριο αἰσχρότατο.

Ὅταν τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νέοι βλέπουν, ὅτι ὁ γάμος στὰ χαρτιὰ καὶ στὴ θεωρία εἶνε ἕνα μεγάλο ἰδανικό, ἐνῷ στὴν πρᾶξι εἶνε μιὰ ἐμπορικὴ συναλλαγή, πῶς αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ πιστεύουν στὰ ἰδανικά;

Φωνάζουν γιὰ οἰκογένεια, καὶ τὴν οἰκογένεια τὴν ἔχουν διαλύσει. Τὸ ἀστέρι αὐτὸ τὸ πήραμε ἀπὸ ᾿κεῖ ψηλά, ποὺ βρισκόταν, καὶ τὸ ῥίξαμε στὸ βοῦρκο καὶ στὴν ἁμαρτία.

⃝    Τὸ ἄλλο ἀστέρι τώρα, ποὺ λέγεται πατρίδα. Στὰ παλιὰ ἀτομικὰ βιβλιάρια τῶν στρατιωτῶν ἔγραφε· «Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλ­λων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ πατρίς» (Πλάτ., Κρίτ. 12). Καὶ αὐτὴ ἡ πατρίδα εἶνε ἡ Ἑλλάδα. Πόσο σοῦ στοιχίζει ἡ πατρίδα; Ὄχι σὲ λόγια καὶ σὲ θεωρίες, ἀλλὰ σὲ θυσίες. Ἔλα νὰ ζυγίσω τὸν πατριωτισμό σου.

Φωνάζει ἡ πατρίδα σ᾿ αὐτὸν μὲ τὰ χρήματα τὰ πολλά. Δὲν τοῦ ζητᾷ τώρα νὰ δώσῃ τὸ αἷ­μα του· ζητᾷ κάτι πολὺ μικρό, ζητᾷ τὰ χρήματά του. Ἂν ἀγαποῦσε τὴν πατρίδα, θὰ ἦταν συ­νεπὴς στὶς οἰκονομικές του ὑποχρεώσεις, θὰ πλήρωνε τὸν φόρο του τίμια καὶ εἰλικρινά. Ἀλλὰ οἱ μεγάλοι κάνουν δῆθεν τὸν πατριώτη, καὶ ἀποφεύγουν τοὺς φόρους. Ἔτσι τὰ βάρη πέφτουν στοὺς ὤμους τοῦ μικροῦ λαοῦ, ποὺ κάμπτεται κάτω ἀπὸ τὴν βαρύτατη φορολογία. Ψηφίζει τὸ κράτος νόμους ἐπὶ νόμων, ἀλλ᾿ αὐτοὶ καταφέρνουν νὰ ξεφεύγουν, νὰ μὴν πληρώνουν, καὶ νὰ μένουν ἀσύλληπτοι.

«Πατρίδα», φωνάζουν οἱ ἐφοπλισταί. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἀγαποῦσαν τὴν πατρίδα, θὰ θεωροῦσαν χαρὰ νὰ ὑψώσουν ἑλληνικὴ σημαία στὰ καράβια τους. Στὰ κατάρτια τους δὲν ἀνεμίζει ἡ ἑλληνικὴ σημαία, ἀλλὰ οἱ σημαῖες ἄλλων ἀσημάντων κρατῶν. Γιατί; Γιατὶ ἐκεῖ εἶνε ὅλα φτη­νά. Γιὰ τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα προτιμοῦν ξένες σημαῖες. Θὰ βάλουν τὴν ἑλ­ληνική, ἂν τὸ κράτος τοὺς ἀφήσῃ ἀφορολόγητους…

Ἂν εἶσαι πατριώτης, στὸ πορτοφόλι σου θὰ ἔχῃς φράγκα ἑλληνικά. Καὶ ὅμως αὐτοὶ περιφρονοῦν τὸ φτωχὸ ἑλληνικὸ νόμισμα. Αὐτοὶ τὰ λεφτά τους, σὲ ῥάβδους χρυσοῦ, τὰ φυ­λᾶ­νε στὴν Ἑλβετία καὶ σ᾿ ἄλλες χῶρες.

Ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, φρουρεῖτε τὸν τόπο μας, τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια μας! Γιατὶ ἂν ἔρθῃ κίνδυνος, θὰ δοῦμε τοὺς κυρίους αὐ­τοὺς νὰ φεύγουν μὲ τὰ ἑλικόπτερα καὶ νὰ μένῃ ὁ μικρὸς λαὸς γιὰ νὰ ὑποφέρῃ…

«Πατρίδα» φωνάζουν, καὶ οὔτε μιὰ δραχμὴ δὲν δίνουν γιὰ τὰ εὐαγῆ ἱδρύματα. Ποῦ εἶνε οἱ μεγάλοι ἐκεῖνοι ἐθνικοὶ εὐεργέτες μας! Φτωχαδάκια εὐλογημένα, ἔφευγαν στὸ ἐξωτερικὸ γυμνοί, μόνο μὲ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας. Ἄλλος πήγαινε στὴ Μόσχα, ἄλλος στὴν Ὀ­δησσό, ἄλλος στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μιὰ λαχτάρα εἶχαν· ν᾿ ἀποκτήσουν χρήματα, γιὰ νὰ κάνουν καλὸ στὴ φτωχή μας τὴν πατρίδα· νὰ χτί­σουν σχολεῖα, νοσοκομεῖα, ἐκκλησιές. Ποῦ εἶνε σήμερα οἱ εὐεργέτες; Ποῦ εἶνε ὁ «Ἀβέρωφ», τὸ θρυλικό μας καράβι;…

Ὅλα ἔγιναν συμφέρον. Τὸ ἀστέρι τῆς πατρίδος τὸ ῥίξαμε μέσα στὸ χρηματοκιβώτιο τοῦ Ἰούδα.

⃝   Τὸ δὲ τρίτο φωτεινὸ ἀστέρι εἶνε ἡ πίστις. Ὦ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία! Ἐδῶ ὅμως θὰ σταμα­τήσω. Ἔχω μιλήσει ἐπανειλημμένως καὶ ἔχω γράψει γι᾿ αὐτό. Ὅσοι θέλετε, διαβάστε τὸ βιβλίο «Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία». Θὰ δῆ­τε, σὲ ποιό ὕψος βρισκόταν τὸ ἀστέρι αὐτό, καὶ ποῦ κατήντησε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας.

* * *

Κάθε παιδὶ ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο, ἀγαπητοί μου, κλείνει μέσα του ἕνα μεγαλεῖο ἀλ­λὰ καὶ μιὰ τραγικότητα. Ἔχει καλὲς καὶ κακὲς κλίσεις. Ἔχει ἀγγελικὰ καὶ δαιμονικὰ στοιχεῖα. Ποιά ἀπὸ τὰ δύο θὰ νικήσουν; Ἐξαρτᾶ­ται κατὰ μέγα μέρος ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐ­ρωτῶ· Τὰ παιδιὰ ἀπὸ ποῦ ἦρθαν; Ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι ἢ ἀπ᾿ τὸν Ἄρη; Στὰ δικά μας χέρια δὲν γεννήθηκαν; Ποιός φταίει λοιπόν;

Ἂς βάλουμε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ κι ἂς ἐ­ρωτήσουμε, ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου· Ἐ­μεῖς τί κάναμε γιὰ τὰ παιδιά;

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης πλ. Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν τὴν 27-3-1960. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-4-2000, ἐπανέκδοσις 29-2-2024.