Κυρ. Γ΄ Νηστ.-Σταυρ/σεως (Μᾶρκ. 8,34 – 9,1)
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου
Οι ἐχθροι και το ὅπλο
«Ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» (Μᾶρκ. 8,34)
Κάτι
πολὺ περίεργο, ἀγαπητοί μου, λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Μάρκ.
8,34 – 9,1). Θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς δώσω νὰ τὸ καταλάβετε.
Στὴ στρατιὰ τοῦ Κυρίου μας προσκαλούμεθα ὅλοι νὰ καταταγοῦμε, ἀπὸ τὸ
μικρὸ παιδάκι μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέρο. Κάνει σήμερα μ᾿ ἄλλα λόγια ὁ
Χριστός μας γενικὴ ἐπιστράτευσι. Μᾶς καλεῖ ὅλους, ἄντρες καὶ γυναῖκες,
μαύρους καὶ ἄσπρους, κόκκινους καὶ κίτρινους, νὰ γίνουμε στρατιῶτες του
καὶ νὰ ὑποταχθοῦμε στὸ βασίλειό του. Μὲ μόνη τὴ διαφορά, ὅτι ἡ
ἐπιστράτευσις αὐτὴ δὲν εἶνε ὑποχρεωτική.
Μποροῦσε ὁ Χριστὸς καὶ εἶχε δικαίωμα νὰ μᾶς πάρῃ ἀπὸ τὸ αὐτὶ καὶ νὰ μᾶς
βάλῃ βιαίως στὴν Ἐκκλησία. Δὲν τὸ κάνει αὐτό· σέβεται τὴν ἐλευθερία μας.
Μᾶς ἀφήνει νὰ διαλέξουμε· ἢ νὰ πᾶμε μαζί του ἢ νὰ πᾶμε μὲ τὸν διάβολο.
Βάζει μπροστά μας τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιὰ καὶ μᾶς λέει· Διαλέξτε· ἂν
θέλετε, βάλτε τὸ χέρι σας στὸ νερὸ καὶ θὰ δροσιστῆτε, ἂν θέλετε βάλτε
το στὴ φωτιὰ καὶ θὰ καῆτε (βλ. Σ. Σειρ. 15,16). Εἶστε ἐλεύθεροι. Γι᾿
αὐτὸ ἔτσι ἀρχίζει τὸ εὐαγγέλιο· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…»,
ὅποιος θέλει (Μάρκ. 8,34). Δὲν ἀναγκάζει κανέναν ἀπολύτως ὁ Χριστός.
Στρατιῶτες λοιπὸν εἴμαστε. Ἀρχηγός μας εἶνε ὁ Χριστός. Σάλπιγγά του
εἶνε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ μᾶς καλεῖ σ᾿ ἕνα πόλεμο ἱερὸ καὶ ἅγιο. Νὰ
πολεμήσουμε τοὺς ἐχθρούς μας. Ποιοί εἶνε οἱ ἐχθροί μας;
* * *
Περίεργοι οἱ στρατιῶτες, περίεργος ὁ
Ἀρχηγός, περίεργα τὰ σαλπίσματα, ἀλλὰ περίεργοι καὶ οἱ ἐχθροί. Κανείς
δὲν φαντάζεται ποιοί εἶνε. Ὁ Χριστὸς λέει· Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς δὲν
εἶνε ὁ γείτονας· δὲν εἶνε οἱ Τοῦρκοι, οἱ Βούλγαροι ἢ δὲν ξέρω ποιοί
ἄλλοι. Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς εἶνε πολύ κοντά μας· εἶνε ὁ ἑαυτός μας.
Ναί, ὁ ἑαυτός μας, δηλαδὴ οἱ κακίες καὶ τὰ πάθη μας· αὐτά εἶνε ποὺ μᾶς
καταστρέφουν.
Δὲν πᾶνε πολλὲς ἡμέρες ποὺ ἕνα χωριὸ ξύπνησε ἀνάστατο. Κανείς δὲν πῆγε
στὴ δουλειά. Συνέβη δυστύχημα ποὺ δὲν εἶχε ξαναγίνει. Βρῆκαν μέσα σ᾿
ἕνα σταῦλο ἕναν ἄνθρωπο κρεμασμένο. Ποιός τὸν κρέμασε; Ὁ ἐχθρός του; ὁ
γειτονάς του; Ὄχι· ὁ ἑαυτός του. Ἔδεσε ἕνα σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε.
Γιατί κρεμάστηκε; Γιατὶ ἀπὸ νέος πήγαινε στὶς ταβέρνες. Ἔγινε
ἀλκοολικός, μέθυσος. Δὲν μποροῦσε νὰ ζήσῃ χωρὶς κρασί. Μιὰ μέρα,
μεθυσμένος πολύ, ἀντὶ νὰ βάλῃ στὸ ποτήρι κρασί, ἔβαλε νέφτι· καὶ ἔκαψε
τὸ λάρυγγά του. Ἔκανε ἕνα χρόνο στὰ νοσοκομεῖα. Δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ
μιλήσῃ· ἡ φωνή του μόλις καὶ μετὰ βίας ἀκουγόταν. Δὲν μποροῦσε νὰ φάῃ
μπουκιά· ἔγινε πολὺ λεπτὸ καὶ εὐαίσθητο τὸ λαρύγγι του. Μόνο γάλα, σὰν
μικρὸ παιδάκι, μποροῦσε νὰ πάρῃ. Ἔζησε ἕνα – δυὸ χρόνια. Βλαστημοῦσε τὰ
θεῖα, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ζοῦσε παράνομα μὲ ξένες γυναῖκες. Ἐκκλησία
δὲν πατοῦσε. Στὸ τέλος, ἀπελπισμένος σὰν τὸν Ἰούδα, πῆρε σχοινὶ καὶ
κρεμάστηκε. Ποιός τοῦ ἔφταιγε; ποιός τὸν κρέμασε; Ὁ ἑαυτός του.
Ἕνα ἄλλο πάλι χωριό, τὴ νύχτα, στὴ μιάμιση ἡ ὥρα, ἀναστατώθηκε. Τ᾽
ἀκοῦτε; Ἂν μᾶς φωνάξῃ τὴ νύχτα ἡ Ἐκκλησία γιὰ προσευχή, ποιός ἔρχεται;
Ἀλλ᾽ ὅταν τὰ μεσάνυχτα φωνάζῃ ὁ διάβολος, πλήθη τρέχουν στὶς ταβέρνες
καὶ τὰ νυχτερινὰ κέντρα, ποὺ φύτρωσαν σὰν τὰ μανιτάρια πάνω στὴν
κοπριά… Στὴ μιάμιση ἡ ὥρα λοιπὸν ἀναστατώθηκε τὸ χωριό. Βγῆκαν ὅλοι
ἔξω. Τί ἔγινε; Λογομάχησαν δύο, ἐκεῖ ποὺ κάθονταν, καὶ ὁ ἕνας ἔβγαλε τὸ
μαχαίρι, τὸ ἔμπηξε στὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου καὶ τὸν ἄφησε νεκρό. Τώρα τὸν
κυνηγάει ἡ ἀστυνομία…
Ποιός λοιπὸν εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας; Ὁ ἑαυτός μας, οἱ κακίες καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἔχουμε ὅλοι μέσα μας.
Ἄλλος ἐχθρός, ποὺ ἔχουμε, εἶνε ὁ κόσμος. Ποιός κόσμος; Γιὰ παράδειγμα,
ἕνας ἄντρας ποὺ δὲν πιστεύει. Ἦρθε κάποτε μιὰ γυναίκα καὶ μοῦ λέει·
–Δὲν ἀντέχω πιά. Ὅλα τὰ ἐλαττώματά του τὰ ἀνέχομαι, μὰ αὐτὸ δὲν τὸ
ὑποφέρω. Δὲν μ᾿ ἀφήνει νὰ πάω στὴν ἐκκλησία. Δὲν μ᾿ ἀφήνει νὰ κάνω
προσευχή. Μόλις δῇ νὰ προσεύχωμαι, βλαστημάει τὸ Χριστό. Μιὰ μέρα, ποὺ
μὲ εἶδε νὰ κάνω προσευχή, πῆρε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τὴν ἔκαψε…
Κόσμος λοιπὸν εἶνε ὁ σύζυγος ποὺ θέλει νὰ ξερριζώση ἀπὸ τὴ γυναῖκα του
τὴν πίστι στὸ Θεό. Κόσμος εἶνε ἡ γυναίκα, ἡ ἀνήθικη καὶ διεφθαρμένη, ποὺ
μπαίνει ἀνάμεσα στὰ ἀντρόγυνα καὶ τὰ χωρίζει. Μιὰ μέρα ἦρθε στὴ
μητρόπολι μιὰ ἄλλη γυναίκα καὶ μοῦ λέει·
–Εἴκοσι χρόνια ἔζησα μὲ τὸν ἄντρα μου, μὰ τώρα χωρίζω.
Τὴ ῥώτησα, γιατί; Καὶ μοῦ ἀπάντησε·
–Ἦρθε μιὰ τραγουδίστρια ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ἄδειασε τὰ πορτοφόλια τοῦ
κόσμου καὶ πῆρε καὶ τὸν ἄντρα μου. Πῆγε τώρα στὴ Θεσσαλονίκη μαζί της,
γιὰ νὰ φάῃ τὰ λεφτά, ποὺ ἔκανε μὲ κόπους στὴ Γερμανία.
Κόσμος εἶνε ὁ ἄντρας ποὺ δὲν πιστεύει, κόσμος εἶνε ἡ διεφθαρμένη
γυναίκα. Κόσμος εἶνε ἐκεῖνος ὁ γραμματισμένος, ποὺ πῆγε στὸ σχολεῖο,
ἔμαθε πέντε γράμματα, καὶ πάει στὸ χωριό, ἀνοίγει τὸ στόμα του καὶ λέει,
ὅτι δὲν πιστεύει.
Κόσμος εἶνε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς σπρώχνουν στὴν ἁμαρτία καὶ τὸ κακό.
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὁ κόσμος μᾶς ἔσπρωχνε στὸ Θεό. Τώρα ὁ κόσμος μὲ τὰ
ῥαδιόφωνά του, μὲ τὶς τηλεοράσεις του, μὲ τὰ αἰσχρά του τραγούδια, μὲ
τοὺς ἔξαλλους χορούς καὶ μ᾿ ἄλλα παρόμοια μᾶς σπρώχνει μὲ χίλια χέρια
στὸν διάβολο, στὸ κακὸ καὶ στὴν ἁμαρτία.
Λοιπόν, ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ. Θέλεις νὰ καταταγῇς στὴ στρατιὰ τοῦ
Χριστοῦ; θέλεις νὰ εἶσαι Χριστιανός; Θὰ προσπαθήσῃς νὰ ξερριζώσῃς τὸ
κακὸ ποὺ εἶνε μέσα σου, ποὺ εἶνε στὸ σπίτι σου, ποὺ εἶνε δίπλα σου.
Ἐπαναλαμβάνω. Ἐχθρός μας ἡ σάρκα, ποὺ θέλει σὰν τὸ γουρούνι νὰ κυλιέται
μέσα στὶς βρωμιὲς καὶ τὶς ἀκαθαρσίες. Ἐχθρός μας ὁ ἄπιστος κόσμος, ποὺ
ζητεῖ μὲ κάθε μέσο νὰ μᾶς παρασύρῃ. Ἐχθρός μας τέλος, μεγάλος ἐχθρός,
εἶνε ὁ διάβολος.
–Μὰ ὑπάρχει διάβολος; θὰ σοῦ πῇ ὁ ἄλλος. Ἄκου τώρα, στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα νὰ μιλοῦν γιὰ διαβόλους!…
Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀναφέρω πολλὲς ἀποδείξεις γιὰ τὴν ὕπαρξι τῶν δαιμόνων. Ἂν
ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιὰ νὰ δῆ τοὺς
δαιμονισμένους, ποὺ ἀφρίζουν. Τοὺς δένουν μὲ ἁλυσίδες κι αὐτοὶ τὶς σπᾶνε
σὰν κλωστές. Βλαστημᾶνε τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, λένε πράγματα
ἄπρεπα…! Ἀλλ᾿ ὅταν ἐκεῖ στὸ μοναστήρι βγῇ ὁ σταυρός, ἕνας σταυρὸς ὄχι μὲ
ἀσήμι καὶ διαμάντια, ἀλλὰ ὁ σιδερένιος σταυρὸς ποὺ κρατοῦσε ὁ ἅγιος
Γεράσιμος καὶ ἀκουστῇ, «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
ἁγίου Πνεύματος», τότε οἱ δαιμονισμένοι φωνάζουν «Μ᾿ ἔκαψες, Καψάλη, μ᾿
ἔκαψες…», καὶ σπαράζουν σὰν τὰ ψάρια· καὶ βγαίνουν τὰ δαιμόνια.
Λοιπὸν αὐτοί εἶνε οἱ ἐχθροί μας· ὁ κακός ἑαυτός μας, ὁ κόσμος, καὶ ὁ
διάβολος. Αὐτούς πρέπει νὰ πολεμήσουμε, γιὰ νὰ γίνουμε Χριστιανοί.
* * *
Ἀρχηγός μας εἶνε ὁ Χριστός, σάλπιγγα τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅπλο μας;
Ὅπλο, ποὺ κάνει θαύματα καὶ ἀσφαλίζει τὸν ἄνθρωπο 100%, εἶνε ὁ τίμιος
σταυρός. Αὐτὸ τὸ ὅπλο παρουσιάζεται σήμερα, Κυριακὴ τῆς
Σταυροπροσκυνήσεως, μπροστὰ στὰ μάτια μας, μέσα στὰ λουλούδια καὶ μέσα
στὰ ἀρώματα.
Αὐτὸς ὁ τίμιος σταυρός, ποὺ κρατοῦν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι· αὐτὸς ὁ
τίμιος σταυρός, ποὺ στήθηκε στὸ Γολγοθᾶ κ᾽ ἐπάνω του χύθηκε τὸ αἷμα τοῦ
Χριστοῦ, αὐτὸς εἶνε τὸ ὅπλο μας. Αὐτὸ εἶνε τὸ ὅπλο τῶν παιδιῶν, τῶν
γυναικῶν, τῶν ἀντρῶν, τῶν ἀσκητῶν, τῶν ἱερέων, τοῦ στρατοῦ μας.
Ναί, ὅπλο παντοδύναμο εἶνε ὁ σταυρός. Καὶ κάνει θαύματα. Πότε; Κάνει
θαύματα ὁ σταυρὸς πρῶτα – πρῶτα ὅταν πιστεύῃς. Τί πρέπει νὰ πιστεύῃς; Νὰ
πιστεύῃς, ὅτι Αὐτός, ποὺ κρεμάστηκε ἐπάνω στὸ σταυρὸ τὴ Μεγάλη
Παρασκευή, δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ὁ Χριστός,
ποὺ ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων μας ἐπάνω στὸ σταυρό, εἶνε
Θεός. Τὸ φωνάζουν τὰ λόγια του στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του
τὰ ἄπειρα. Τὸ φωνάζει ἡ ζωή του. Τὸ φωνάζει ἡ ἀνάστασί του.
Εἶνε Θεὸς ὁ Χριστός. Καὶ ἂν ἐμεῖς δὲν τὸ πιστέψουμε καὶ δὲν τὸ
φωνάξουμε, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε καὶ τὰ ποτάμια καὶ οἱ θάλασσες καὶ
τὰ ἄστρα θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν
Θεοῦ Πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Πιστεύεις στὸ Χριστό; πιστεύεις ὅπως πίστευαν οἱ ἅγιοι καὶ οἱ μάρτυρες;
Τότε ὁ σταυρός του θὰ εἶνε ὅπλο πανίσχυρο στὰ χέρια σου. Ἂν ὅμως δὲν
πιστεύῃς, τότε γιατί ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία;
Ὁ σταυρὸς εἶνε τὸ ὅπλο τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα τὸν παρουσιάζει
μπροστά μας ἡ Ἐκκλησία μας. Μ᾿ αὐτὸν θὰ πολεμήσουμε τοὺς τρεῖς μεγάλους
ἐχθρούς· τὸν ἑαυτό μας, τὸν κόσμο, καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα – τὸν διάβολο.
Θὰ πολεμήσουμε. Καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ τιμίου σταυροῦ, θὰ διαπλεύσουμε τὸ
ὑπόλοιπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ θὰ φτάσουμε
νικηταὶ στὴν ἁγία Ἀνάστασι.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη – Φλωρίνης τὴν 12-3-1972. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 14-3-1999, ἐπανέκδοσις 28-2-2024.