Γ΄ στάσις τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
«Ὑπεραγια Θεοτοκε, σωσον ἡμας»
(Καν. Ἀκαθ., προΰμν. τροπ.)
Καὶ
πάλι, ἀγαπητοί μου, ἤρθαμε στὴν ἐκκλησιά, ν᾽ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας
στὸ Θεό· κι ἀπόψε ἰδιαιτέρως, ν᾽ ἀκούσουμε τὸ ὁλόγλυκο ἀγγελικὸ
τραγούδι τῆς Παναγίας, τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο.
Ἕνα τμῆμα τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς, πρὶν ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμούς, εἶνε ὁ
Κανόνας τοῦ Ἀκαθίστου. Ἀρχίζει «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται
πνεύματος…». Ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ κάθε τροπάριο οἱ ψάλτες λένε τὸ στίχο
«Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Σ᾽ αὐτὸ τὸ στίχο θέλω νὰ κάνουμε τώρα
μία μικρὴ πρακτικὴ ἐμβάθυνσι.
Ἤρθαμε ἀπόψε νὰ παρακαλέσουμε τὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ· γιατὶ Ἐκείνη
ἀκούει, καὶ κάνει θαύματα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δικαίωμά τους.
Ἂν καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει· ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ
Θεό, θὰ πιστέψῃ στὸν διάβολο ἢ κάπου ἀλλοῦ. Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει
ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ, ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὴν
παρακαλεῖ, αὐτὸς βλέπει θαύματα.
Νὰ μετρήσουμε τὰ θαύματα; Ἂν ἤθελα ἀπόψε νὰ σᾶς πῶ θαύματα τῆς Παναγίας,
θὰ ἔφταναν μεσάνυχτα, θὰ ξημερώναμε· καὶ ὄχι μιὰ ἢ δυὸ καὶ τρεῖς μέρες,
ἀλλὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο νὰ σᾶς διηγοῦμαι –ἐσεῖς νὰ εἴχατε ὑπομονὴ κ᾽
ἐγὼ νὰ εἶχα δύναμι–, δὲν θὰ μᾶς ἔφτανε. Τὰ θαύματα εἶνε ἀμέτρητα.
Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ θαύματα τῆς Παναγίας διαλέγω ἕνα· ἕνα θαῦμα ποὺ
διάβασα σὲ παλαιὸ βιβλίο. Θὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἁπλᾶ λόγια· θέλω νὰ προσέξετε.
* * *
Στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας σ᾽ ἕνα
ὀρθόδοξο χωριὸ ζοῦσε ἕνας ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν κληρικός. Γιατὶ
αὐτοὶ ποὺ θὰ πᾶνε στὸν παράδεισο εἶνε περισσότερο λαϊκοὶ πιστοὶ στὸ
Θεὸ καὶ ὄχι τόσο παπᾶδες καὶ δεσποτάδες. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν φτωχὸς
μὰ ἐργατικός· ἔσκαβε τὴ γῆ, τὴν πότιζε μὲ τὸν ἱδρῶτα του καὶ ἔβγαζε τὸ
ψωμάκι μὲ τὸν τίμιο κόπο του. Ἦταν παντρεμένος, εἶχε γυναῖκα καὶ μαζί
της εἶχε ἀποκτήσει παιδιά. Πόσα παιδιά;
Ἐδῶ θὰ γελάσουν τώρα μερικοί. Κάποια μέρα ὅμως θὰ κλάψουν. Ἕνα ἀπὸ τὰ
πιὸ μεγάλα ἁμαρτήματα τῆς ἐποχῆς μας εἶνε ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας.
Τὸ χωράφι θέλουμε νά ᾽νε γεμᾶτο σιτάρι, τὸ δέντρο γεμᾶτο καρπό, ἡ
ἀμυγδαλιὰ ἀμύγδαλα καὶ ἡ μηλιὰ μῆλα. Καὶ ἡ γυναίκα μιὰ μηλιά, μιὰ
ἀμυγδαλιὰ εἶνε. Τὰ ῥημάζουν ὅμως τώρα τ᾽ «ἀμύγδαλα»· δὲν θέλουν παιδιὰ
οἱ Ἕλληνες. Ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιὰ ἀπ᾿ ὅλους στὰ Βαλκάνια. Οἱ ἄλλοι
αὐξάνονται, ἐμεῖς σβήνουμε – μάλλιασε ἡ γλῶσσα μου νὰ τὸ λέω. Ἔχουμε
τόσους ὑπαλλήλους· ἐργάζονται τίμια, ἀποδοτικά, κ᾽ εἶνε ἄξιοι τοῦ
μισθοῦ τους· ἔχουν λοιπὸν τὰ μέσα νὰ ζήσουν. Ἂν τοὺς ἐπισκεφθῇς ὅμως
ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, βλέπεις ὅτι δὲν ἔχουν παιδιά· μόνο ἕνα – δύο, ἕνα –
δύο!… Αὐτὴ εἶνε ἡ μόδα. Ἂν κάποιος γεννήσῃ περισσότερα, οἱ ἄλλοι τὸν
κοροϊδεύουν. Βρὲ τὸ βλᾶκα! λένε.
Ἐπανέρχομαι στὸ διήγημα. Αὐτὸ τὸ φτωχαδάκι ἔλεγε μὲ πίστι· Ὁ Θεὸς ποὺ
τρέφει τὰ κοράκια, τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, θ᾽ ἀφήσῃ τὰ παιδιά μου; Καὶ
εἶχε – πόσα παιδιὰ λέτε· 9 παιδιά! Ὑπάρχει ἐδῶ κανεὶς ἀπὸ σᾶς ποὺ νά ᾽χῃ
9 παιδιά; Πρὶν ἀπὸ πενήντα ἢ ἑκατὸ χρόνια ὑπῆρχαν. Οἱ ἄνθρωποι τότε
εἶχαν λιγώτερα λεφτά, κι ὅμως γεννοῦσαν. Τώρα; Ντρέπονται. Ἐπικράτησε
ἡ μόδα τοῦ διαβόλου.
Αὐτὸς μὲ τὰ 9 παιδιά, λοιπόν, δὲν μποροῦσε νὰ τὰ θρέψῃ ὅλα. Ὅταν τὸ
μεγαλύτερο ὡρίμασε, τοῦ λέει μὲ δάκρυα στὰ μάτια· Παιδί μου, μέχρι ἐδῶ
σὲ κρατοῦσα, ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν μπορῶ. Πάρε τὴν εὐχή μου καὶ πήγαινε
κάτω στὴν πολιτεία νὰ βρῇς τρόπο νὰ ζήσῃς. Θὰ παλέψῃς, θὰ δουλέψῃς,
ἀλλὰ ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ, δὲν θὰ σ᾽ ἀφήσῃ. Νὰ προσεύχεσαι σ᾽ αὐτὸν καὶ νὰ
ἐπικαλῆσαι τὴν Παναγία. Ἄκουσέ με καὶ τήρησε τοῦτο ποὺ θὰ σοῦ πῶ.
Ὅπου βρεθῇς, ὅταν ἀκοῦς τὴν καμπάνα νὰ χτυπάῃ, ἄσε γιὰ λίγο τὴ
δουλειά σου, τὸ ἀλέτρι ἢ τὸ δρεπάνι, τὸν κασμᾶ ἢ τὸ τσαπί, τὸ σκεπάρνι ἢ
τὸ σφυρί, καὶ πήγαινε ἐκεῖ νὰ προσευχηθῇς· ἂν πάλι εἶσαι περαστικὸς
ἀπὸ ἐκκλησιά, μπὲς ν᾽ ἀνάψῃς ἕνα κερί. Ἔτσι νὰ κάνῃς καὶ θὰ μὲ
θυμηθῇς. Ἀγκάλιασε ὁ πατέρας τὸ παιδί, τοῦ ᾿δωσε τὴν εὐχή του, κ᾽
ἐκεῖνο ἔφυγε.
Ὅποιο παιδὶ ἔχει τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας του, εἶνε προκομμένο·
«χῶμα πιάνει καὶ μάλαμα γίνεται». Ἐνῷ, ἂν δὲν ἔχῃς τὴν εὐχὴ τῆς μάνας
καὶ τοῦ πατέρα, μάλαμα θὰ πιάνῃς – φίδια θὰ σὲ τρῶνε.
Τὸ παλληκαράκι ἐκεῖνο ἔβαλε καλὰ στὴν καρδιὰ τὰ λόγια τοῦ πατέρα. Πῆγε
μακριά. Τὸ φτωχαδάκι ἔπιασε δουλειὰ στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς πλουσίου
Τούρκου ἄρχοντα. Αὐτὸς ἦταν καλὸς ἀφέντης· τὸ συμπάθησε, γιατὶ ἦταν
ἐργατικό, τίμιο, ἔλεγε τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι ἡ σύζυγός του
ἦταν διαβολεμένη γυναίκα. Αὐτὴ τὰ εἶχε φτειάξει μ᾽ ἕναν ἄλλον ὑπηρέτη,
κακὸ καὶ πονηρὸ δοῦλο. Κ᾽ ἐπειδὴ καὶ οἱ δυό, κυρὰ καὶ ὑπηρέτης,
φοβοῦνταν μήπως τὸ τίμιο παιδὶ μαρτυρήσῃ τὶς ἀτιμίες τους, τί ἔκανε;
Ἡ κακιὰ αὐτὴ γυναίκα συκοφάντησε τὸ ἀθῷο παιδί. Μιὰ μέρα, ὅταν ὁ
ἀφέντης γύρισε στὸ σπίτι, ἔστρωσε τὸ τραπέζι καὶ τοῦ λέει· –Ἄντρα, ἐγὼ
δὲν ἔχω ὄρεξι νὰ φάω· κ᾽ ἔκανε πὼς κλαίει. –Τί ἔχεις, γυναίκα; –Ξέρεις
τί ἔπαθα, ἀφέντη μου, σήμερα; Αὐτὸς ὁ κακορρίζικος (τὸ καλὸ παιδὶ
δηλαδή), σήμερα ποὺ ἤμουν μόνη στὸ σπίτι, μοῦ ἐπιτέθηκε μὲ σκοπὸ νὰ μὲ
ἀτιμάσῃ!… καὶ δός του κροκοδείλεια δάκρυα. –Μὴν κλαῖς, γυναίκα, τῆς
λέει, καὶ θὰ τὸν τιμωρήσω ἐγώ. –Βγάλ᾽ τον ἀπὸ τὴ μέση, ἀφέντη· κλεῖσ᾽
τον στὴ φυλακή, σκότωσέ τον· δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ μέσ᾿ στὸ σπίτι μου…
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Τοῦρκος συνεννοήθηκε μὲ τὸ φρούραρχο, τὸν ἀξιωματικὸ
τῆς πόλεως, –δικαστήρια τότε δὲν ὑπῆρχαν– καὶ τοῦ λέει· Αὔριο τὸ πρωί,
μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, θὰ σοῦ στείλω ἕναν κακὸ ὑπηρέτη· ἐπιτέθηκε
στὴ γυναῖκα μου· σὲ παρακαλῶ, μόλις ἔρθῃ, νά ᾽χῃς ἕτοιμο τὸ σπαθί· κόψ᾽
του τὸ κεφάλι, βάλ᾽ το σὲ σακκί, καὶ ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα, μὲ τὸ ῥολόϊ,
σοῦ στέλνω ἕναν ἄλλο ὑπηρέτη· δός του τὸ σακκὶ μὲ τὸ κεφάλι νὰ τὸ φέρῃ.
Τὸ παιδὶ δὲν εἶχε ἰδέα τί τοῦ ἑτοιμάζουν. Τὸ πρωὶ τοῦ λέει ὁ ἀφέντης·
–Πήγαινε στὸ φρούραρχο καὶ πές του χαιρετίσματα ἀπὸ μένα.
–Δὲν θέλεις τίποτε ἄλλο, ἀφέντη;
–Ὄχι, τίποτ᾽ ἄλλο.
Φεύγει ὁ ἀθῷος. Πηγαίνοντας στὸ φρούραρχο ἀκούει ντάν ντάν! τὴν καμπάνα.
Θυμήθηκε τὰ λόγια τοῦ πατέρα του καὶ μπαίνει στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ
λειτουργοῦσε ὁ παπᾶς. Στάθηκε σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ προσευχήθηκε μέσα του·
«Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»… Θὰ
πέρασε μιὰ ὥρα. Ὅταν τελείωσε ἡ λειτουργία, πῆρε ἀντίδωρο, βγῆκε ἔξω καὶ
συνέχισε τὸ δρόμο του ἀνύποπτος.
Ὁ ἀφέντης, ἀφοῦ πέρασε μιὰ ὥρα, ἔστειλε τὸν ἄλλο ὑπηρέτη. Καταλαβαίνετε
τί συνέβη. Μόλις πῆγε ἐκεῖνος, ὁ φρούραρχος κράπ! τοῦ ᾽κόβει τὸ κεφάλι
καὶ τὸ βάζει στὸ σακκί. Πάει τώρα ὁ ἄλλος, ὁ ἀθῷος, παίρνει τὸ σακκὶ μὲ
τὸ κεφάλι καὶ τὸ φέρνει πίσω στὸν ἀφέντη. Ὅταν τὸν εἶδαν σάστισαν.
Τότε ἡ πονηρὴ χανούμισσα, ποὺ ἔχασε τὸν ἐραστή της, ἀναγκάστηκε καὶ
ὡμολόγησε στὸν ἄντρα της· Ἀφέντη, πέφτω στὰ πόδια σου, κόψε μου τὸ
κεφάλι. Αὐτὸς εἶνε ἀθῷος. Ἐκεῖνος ἦταν ἔνοχος, καὶ τιμωρήθηκε. Τιμώρησε
τώρα κ᾽ ἐμένα…
* * *
Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα, ἀδελφοί μου, εἶνε
γεγονός· εἶνε γραμμένο σὲ μιὰ ἱστορία πολὺ παλαιὰ ποὺ περιγράφει πολλὰ
ἀπὸ τὰ μαρτύρια τῆς φυλῆς μας. Τί μᾶς λέει; Τρία πράγματα.
� Πρῶτον, τί κακὸ μπορεῖ νὰ κάνῃ ἡ πονηρὴ γυναίκα· εἶνε χειρότερη κι ἀπ᾽ τὸ διάβολο. Μακριά!
� Δεύτερον τί ἀξίζει ὁ λόγος ἑνὸς πιστοῦ πατέρα! Εἴδατε; ὁ πατέρας δὲν
ἄφησε στὸ παιδὶ πλούτη, τοῦ εἶπε ὅμως ἕνα λόγο καὶ αὐτὸς τὸ ἔσωσε.
� Καὶ τέλος ἡ ἱστορία αὐτὴ δείχνει τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχὴ στὴν Παναγία· τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς».
* * *
Θὰ μοῦ πῇ τώρα κάποιος· Αὐτὰ εἶνε παλαιὰ πράγματα. Ἔ, θέλετε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ ἕνα καινούργιο θαῦμα; Ἀκοῦστε.
Στὴν Ἀθήνα μία ἀρχοντικὴ οἰκογένεια, ποὺ κάθεται στὸ Κολωνάκι, εἶχε ἕνα
ἀγοράκι. Τὸ παιδὶ ἀρρώστησε, ἔπεσε στὸ κρεβάτι· τὸ πῆγαν στὸ
νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός». Ἔπεσαν πάνω του ὅλοι οἱ γιατροί. Ἔφεραν καὶ
καθηγητὰς ἀπὸ τὴν Ἑλβετία καὶ τὴν Ἀγγλία. Δὲν γινόταν ὅμως τίποτα. Ἔγινε
ἰατρικὸ συμβούλιο καὶ εἶπαν· Τὸ παιδὶ ἔχει ζωὴ μόνο δύο μέρες· θὰ
πεθάνῃ, δὲν σῴζεται.
Ἡ μάνα ὅμως πίστευε στὸ Θεό. Τὴ νύχτα, ποὺ ἔμεινε μόνη κοντά του στὸ
θάλαμο, γονάτιζε καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα· Παναγία Δέσποινα, γιάτραινα
τοῦ κόσμου, γιάτρεψε καὶ τὸ παιδάκι μου!… Τὴν κορόιδευαν γιατροὶ καὶ
νοσοκόμοι ξέροντας τὴν κατάστασι. Ἀλλ᾽ ἐνῷ περίμεναν τὸ τέλος, ἔπεσαν
ἔξω. Τὸ παιδὶ τὴ νύχτα ἵδρωσε, ἵδρωσε, ἵδρωσε…, καὶ τὸ πρωὶ ἦταν καλά.
–Ἀπύρετος! λέει ὁ Ἑλβετός. –Αὐτὸ εἶνε θαῦμα! εἶπε ὁ Ἄγγλος.
Νά λοιπόν, γενεὰ ἄπιστη! ἡ Παναγία, ὅπου ὑπάρχει πίστι, καὶ τότε, καὶ τώρα, καὶ πάντοτε θαυματουργεῖ.
Πιστεύετε, ἀδελφοί μου, πιστεύετε! Κι ἂν ἔρθῃ μέρα ποὺ μείνῃς ἕνας
πιστός, κι ὅλοι οἱ ἄλλοι πᾶνε μὲ τὸν διάβολο, ἐσὺ μεῖνε μὲ τὸ Χριστὸ
καὶ μὲ τὴν Παναγιά. «Ὅσοι πιστοί», ὅσοι πιστεύετε, κρατῆστε τὴν πίστι
τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν δὲν πίστευα κ᾽ ἐγώ, δὲν θὰ σᾶς μιλοῦσα. Πιστεύω στὸ
Θεό, στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν Ὀρθοδοξία. Μείνετε ἀφωσιωμένοι στὴν ἁγία
Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία· καὶ ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου θὰ
ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ὑμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Σιταριᾶς – Φλωρίνης τὴν 27-3-1970 βράδυ.
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-3-2024.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd …΄Φ
τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)