Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

«Ὑπεραγια Θεοτοκε, σωσον ἡμας»

Gorgoυπ. p. Aυg ιντ

Γ΄ στάσις τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου

Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

«Ὑπεραγια Θεοτοκε, σωσον ἡμας»

(Καν. Ἀκαθ., προΰμν. τροπ.)

Καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου, ἤρθαμε στὴν ἐκκλη­σιά, ν᾽ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας στὸ Θεό· κι ἀπόψε ἰδιαιτέρως, ν᾽ ἀκούσουμε τὸ ὁλόγλυκο ἀγγελι­κὸ τραγούδι τῆς Παναγί­ας, τὸν Ἀκά­θιστο ­ὕμνο.

Πα­­λαιότερα οἱ γυναῖκες γράμματα δὲν ἤξε­ραν, τηλεοράσεις δὲν εἶχαν, εἶχαν ὅ­μως στὴν καρδιὰ Θεό, καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Θεοτόκου τοὺς ἤ­­­ξεραν. Τώρα; ξέρουν τραγούδια τοῦ σα­τανᾶ, τρα­­γούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας δὲν ξέρουν.

Ἕνα τμῆμα τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς, πρὶν ἀ­πὸ τοὺς Χαιρετισμούς, εἶνε ὁ Κανόνας τοῦ Ἀ­κα­­θίστου. Ἀρχίζει «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…». Ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ κάθε τροπάριο οἱ ψάλτες λένε τὸ στίχο «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Σ᾽ αὐτὸ τὸ στίχο θέλω νὰ κά­νουμε τώρα μία μικρὴ πρακτικὴ ἐμβάθυνσι.
Ἤρθαμε ἀπόψε νὰ παρακαλέσου­με τὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ· γιατὶ Ἐκείνη ἀκούει, καὶ κάνει θαύμα­τα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· δικαίωμά τους. Ἂν καὶ δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν πιστεύει· ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ Θεό, θὰ πιστέψῃ στὸν δι­άβολο ἢ κάπου ἀλ­λοῦ. Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει ὅ­τι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ, ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὴν παρακαλεῖ, αὐτὸς βλέπει θαύματα.
Νὰ μετρήσουμε τὰ θαύματα; Ἂν ἤθελα ἀπόψε νὰ σᾶς πῶ θαύματα τῆς Παναγίας, θὰ ἔφταναν μεσάνυχτα, θὰ ξημερώναμε· καὶ ὄχι μιὰ ἢ δυὸ καὶ τρεῖς μέρες, ἀλλὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο νὰ σᾶς διηγοῦ­μαι –ἐσεῖς νὰ εἴ­χατε ὑπομονὴ κ᾽ ἐγὼ νὰ εἶχα δύνα­μι–, δὲν θὰ μᾶς ἔφτανε. Τὰ θαύματα εἶνε ἀμέτρητα.
Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ θαύματα τῆς Παναγίας διαλέ­γω ἕνα· ἕνα θαῦμα ποὺ διάβασα σὲ παλαιὸ βιβλίο. Θὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἁπλᾶ λόγια· θέλω νὰ προσέξετε.

* * *

Στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας σ᾽ ἕνα ὀρ­θό­δοξο χωριὸ ζοῦσε ἕνας ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος. Δὲν ἦ­ταν κληρικός. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ πᾶνε στὸν παρά­δεισο εἶνε περισσότερο λαϊκοὶ πιστοὶ στὸ Θεὸ καὶ ὄχι τό­σο πα­πᾶδες καὶ δεσποτάδες. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν φτω­χὸς μὰ ἐργατικός· ἔσκαβε τὴ γῆ, τὴν πότι­ζε μὲ τὸν ἱδρῶτα του καὶ ἔβγαζε τὸ ψωμάκι μὲ τὸν τίμιο κόπο του. Ἦταν παν­τρεμένος, εἶχε γυναῖκα καὶ μαζί της εἶχε ἀποκτήσει παιδιά. Πόσα παιδιά;
Ἐδῶ θὰ γελάσουν τώρα μερικοί. Κάποια μέρα ὅ­μως θὰ κλάψουν. Ἕνα ἀ­πὸ τὰ πιὸ μεγά­­λα ἁμαρτή­ματα τῆς ἐποχῆς μας εἶνε ἡ ἀ­ποφυγὴ τῆς τεκνογονίας. Τὸ χωράφι θέλουμε νά ᾽νε γεμᾶτο σιτάρι, τὸ δέντρο γεμᾶτο καρπό, ἡ ἀμυγδαλιὰ ἀμύγδαλα καὶ ἡ μηλιὰ μῆλα. Καὶ ἡ γυναίκα μιὰ μηλιά, μιὰ ἀμυ­γδαλιὰ εἶνε. Τὰ ῥημάζουν ὅμως τώρα τ᾽ «ἀμύγδαλα»· δὲν θέλουν παιδιὰ οἱ Ἕλληνες. Ἔχουμε τὰ λι­γώτερα παιδιὰ ἀπ᾿ ὅλους στὰ Βαλκάνια. Οἱ ἄλλοι αὐξάνονται, ἐμεῖς σβήνου­με – μάλλιασε ἡ γλῶσσα μου νὰ τὸ λέω. Ἔχουμε τόσους ὑ­παλλήλους· ἐργά­ζονται τίμια, ἀποδοτικά, κ᾽ εἶνε ἄξιοι τοῦ μισθοῦ τους· ἔχουν λοιπὸν τὰ μέσα νὰ ζήσουν. Ἂν τοὺς ἐ­πισκεφθῇς ὅμως ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, βλέπεις ὅτι δὲν ἔχουν παιδιά· μόνο ἕνα – δύο, ἕνα – δύο!… Αὐτὴ εἶ­νε ἡ μόδα. Ἂν κάποιος γεννήσῃ περισσότερα, οἱ ἄλλοι τὸν κοροϊδεύουν. Βρὲ τὸ βλᾶκα! λένε.
Ἐπανέρχομαι στὸ διήγημα. Αὐτὸ τὸ φτωχα­δάκι ἔ­λεγε μὲ πίστι· Ὁ Θεὸς ποὺ τρέφει τὰ κο­ράκια, τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, θ᾽ ἀφήσῃ τὰ παι­διά μου; Καὶ εἶχε – πόσα παιδιὰ λέτε· 9 παιδιά! Ὑπάρχει ἐδῶ κανεὶς ἀπὸ σᾶς ποὺ νά ᾽χῃ 9 παιδιά; Πρὶν ἀπὸ πενήν­τα ἢ ἑκατὸ χρόνια ὑπῆρχαν. Οἱ ἄνθρωποι τότε εἶ­χαν λιγώτερα λεφτά, κι ὅμως γεννοῦ­σαν. Τώρα; Ντρέπον­ται. Ἐπικράτησε ἡ μόδα τοῦ διαβόλου.
Αὐτὸς μὲ τὰ 9 παιδιά, λοιπόν, δὲν μποροῦ­σε νὰ τὰ θρέψῃ ὅλα. Ὅ­ταν τὸ μεγαλύτερο ὡρίμασε, τοῦ λέει μὲ δάκρυα στὰ μάτια· Παιδί μου, μέχρι ἐδῶ σὲ κρατοῦσα, ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν μπορῶ. Πάρε τὴν εὐχή μου καὶ πήγαι­νε κάτω στὴν πολιτεία νὰ βρῇς τρόπο νὰ ζή­σῃς. Θὰ παλέψῃς, θὰ δουλέψῃς, ἀλλὰ ὁ Θεὸς σὲ ἀγαπᾷ, δὲν θὰ σ᾽ ἀφήσῃ. Νὰ προσεύχε­σαι σ᾽ αὐτὸν καὶ νὰ ἐπικαλῆσαι τὴν Παναγία. Ἄ­κου­σέ με καὶ τήρησε τοῦτο ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Ὅ­που βρε­θῇς, ὅταν ἀκοῦς τὴν καμ­πάνα νὰ χτυπάῃ, ἄσε γιὰ λίγο τὴ δουλειά σου, τὸ ἀλέτρι ἢ τὸ δρεπάνι, τὸν κασμᾶ ἢ τὸ τσαπί, τὸ σκεπάρνι ἢ τὸ σφυρί, καὶ πήγαινε ἐκεῖ νὰ προσ­ευχηθῇς· ἂν πάλι εἶσαι περαστι­κὸς ἀπὸ ἐκκλη­σιά, μπὲς ν᾽ ἀ­νάψῃς ἕνα κερί. Ἔτσι νὰ κάνῃς καὶ θὰ μὲ θυμηθῇς. Ἀγκάλιασε ὁ πατέρας τὸ παιδί, τοῦ ᾿δωσε τὴν εὐχή του, κ᾽ ἐ­κεῖνο ἔφυγε.
Ὅποιο παιδὶ ἔχει τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας του, εἶνε προκομμένο· «χῶμα πιάνει καὶ μάλαμα γίνεται». Ἐνῷ, ἂν δὲν ἔχῃς τὴν εὐχὴ τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα, μάλαμα θὰ πιάνῃς – φίδια θὰ σὲ τρῶνε.
Τὸ παλληκαράκι ἐκεῖνο ἔβαλε κα­λὰ στὴν καρδιὰ τὰ λόγια τοῦ πατέρα. Πῆγε μακριά. Τὸ φτωχαδά­κι ἔπιασε δουλειὰ στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς πλου­σίου Τούρκου ἄρχοντα. Αὐτὸς ἦταν κα­λὸς ἀ­φέντης· τὸ συμ­πάθησε, γιατὶ ἦ­ταν ἐργατικό, τίμιο, ἔλεγε τὴν ἀ­λήθεια. Ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι ἡ σύζυγός του ἦταν διαβολεμένη γυναί­κα. Αὐτὴ τὰ εἶχε φτειάξει μ᾽ ἕναν ἄλλον ὑπηρέτη, κακὸ καὶ πονηρὸ δοῦλο. Κ᾽ ἐπειδὴ καὶ οἱ δυό, κυρὰ καὶ ὑπηρέτης, φοβοῦν­ταν μήπως τὸ τίμιο παιδὶ μαρτυρήσῃ τὶς ἀτιμίες τους, τί ἔκανε;
Ἡ κακιὰ αὐτὴ γυναίκα συκοφάν­τησε τὸ ἀθῷο παιδί. Μιὰ μέρα, ὅ­ταν ὁ ἀφέντης γύρισε στὸ σπίτι, ἔ­στρωσε τὸ τραπέζι καὶ τοῦ λέει· –Ἄντρα, ἐγὼ δὲν ἔχω ὄρεξι νὰ φάω· κ᾽ ἔκανε πὼς κλαίει. –Τί ἔχεις, γυναίκα; –Ξέρεις τί ἔπαθα, ἀφέντη μου, σήμερα; Αὐτὸς ὁ κακορρίζικος (τὸ καλὸ παιδὶ δηλαδή), σήμερα ποὺ ἤμουν μόνη στὸ σπίτι, μοῦ ἐπιτέθηκε μὲ σκοπὸ νὰ μὲ ἀτιμάσῃ!… καὶ δός του κροκοδείλεια δάκρυα. –Μὴν κλαῖς, γυναίκα, τῆς λέει, καὶ θὰ τὸν τιμωρήσω ἐγώ. –Βγάλ᾽ τον ἀπὸ τὴ μέση, ἀφέντη· κλεῖσ᾽ τον στὴ φυλακή, σκότωσέ τον· δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ μέσ᾿ στὸ σπίτι μου…
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Τοῦρκος συνεννοήθηκε μὲ τὸ φρούραρχο, τὸν ἀ­ξι­ωματικὸ τῆς πόλεως, –δικαστή­ρια τότε δὲν ὑπῆρχαν– καὶ τοῦ λέει· Αὔριο τὸ πρωί, μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, θὰ σοῦ στείλω ἕναν κακὸ ὑ­πηρέτη· ἐπιτέθηκε στὴ γυναῖκα μου· σὲ παρακαλῶ, μόλις ἔρθῃ, νά ᾽χῃς ἕτοιμο τὸ σπαθί· κόψ᾽ του τὸ κεφάλι, βάλ᾽ το σὲ σακκί, καὶ ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα, μὲ τὸ ῥολόϊ, σοῦ στέλνω ἕναν ἄλλο ὑπηρέτη· δός του τὸ σακκὶ μὲ τὸ κεφάλι νὰ τὸ φέρῃ.
Τὸ παιδὶ δὲν εἶχε ἰδέα τί τοῦ ἑτοιμάζουν. Τὸ πρωὶ τοῦ λέει ὁ ἀφέντης·
–Πήγαινε στὸ φρούραρχο καὶ πές του χαιρετίσματα ἀπὸ μένα.
–Δὲν θέλεις τίποτε ἄλλο, ἀφέντη;
–Ὄχι, τίποτ᾽ ἄλλο.
Φεύγει ὁ ἀθῷος. Πηγαίνοντας στὸ φρούραρχο ἀκούει ντάν ντάν! τὴν καμπάνα. Θυμήθηκε τὰ λόγια τοῦ πατέρα του καὶ μπαίνει στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ λειτουργοῦσε ὁ παπᾶς. Στάθηκε σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ προσευχήθηκε μέσα του· «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶ­­σον ἡμᾶς», «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»… Θὰ πέρασε μιὰ ὥρα. Ὅταν τελείωσε ἡ λειτουργία, πῆρε ἀντίδωρο, βγῆκε ἔξω καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του ἀνύποπτος.
Ὁ ἀφέντης, ἀφοῦ πέρασε μιὰ ὥρα, ἔστειλε τὸν ἄλλο ὑπηρέτη. Καταλαβαίνετε τί συνέβη. Μόλις πῆγε ἐκεῖνος, ὁ φρούραρχος κράπ! τοῦ ᾽κόβει τὸ κεφάλι καὶ τὸ βάζει στὸ σακκί. Πάει τώρα ὁ ἄλλος, ὁ ἀθῷος, παίρνει τὸ σακκὶ μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὸ φέρ­νει πίσω στὸν ἀφέντη. Ὅταν τὸν εἶδαν σάστισαν.
Τότε ἡ πονηρὴ χανούμισσα, ποὺ ἔχασε τὸν ἐραστή της, ἀναγκάστηκε καὶ ὡμολόγησε στὸν ἄντρα της· Ἀφέντη, πέφτω στὰ πόδια σου, κόψε μου τὸ κεφάλι. Αὐτὸς εἶνε ἀθῷος. Ἐκεῖνος ἦταν ἔνοχος, καὶ τιμωρήθηκε. Τιμώρησε τώρα κ᾽ ἐμένα…

* * *

Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα, ἀδελφοί μου, εἶνε γεγονός· εἶνε γραμμένο σὲ μιὰ ἱστορία πολὺ παλαιὰ ποὺ περιγράφει πολλὰ ἀπὸ τὰ μαρτύρια τῆς φυ­λῆς μας. Τί μᾶς λέει; Τρία πράγματα.
� Πρῶτον, τί κακὸ μπορεῖ νὰ κάνῃ ἡ πονηρὴ γυναίκα· εἶνε χειρότερη κι ἀπ᾽ τὸ διάβολο. Μακριά!
� Δεύτερον τί ἀξίζει ὁ λόγος ἑνὸς πιστοῦ πατέρα! Εἴδατε; ὁ πατέρας δὲν ἄφησε στὸ παιδὶ πλούτη, τοῦ εἶπε ὅμως ἕνα λόγο καὶ αὐτὸς τὸ ἔσωσε.
� Καὶ τέλος ἡ ἱστορία αὐτὴ δείχνει τί δύναμι ἔ­χει ἡ προσευχὴ στὴν Παναγία· τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς».

* * *

Θὰ μοῦ πῇ τώρα κάποιος· Αὐτὰ εἶνε παλαιὰ πρά­γματα. Ἔ, θέλετε λοιπὸν νὰ σᾶς πῶ ἕνα καινούργιο θαῦ­μα; Ἀκοῦστε.
Στὴν Ἀθήνα μία ἀρχοντικὴ οἰκογένεια, ποὺ κάθε­ται στὸ Κολωνάκι, εἶχε ἕνα ἀγοράκι. Τὸ παιδὶ ἀρ­­­ρώστησε, ἔπεσε στὸ κρεβάτι· τὸ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός». Ἔπεσαν πάνω του ὅλοι οἱ γιατροί. Ἔφεραν καὶ καθηγητὰς ἀπὸ τὴν Ἑλβετία καὶ τὴν Ἀγγλία. Δὲν γινόταν ὅμως τίποτα. Ἔγινε ἰατρικὸ συμβούλιο καὶ εἶπαν· Τὸ παιδὶ ἔχει ζωὴ μόνο δύο μέρες· θὰ πεθάνῃ, δὲν σῴζεται.
Ἡ μάνα ὅμως πίστευε στὸ Θεό. Τὴ νύχτα, ποὺ ἔ­μεινε μόνη κοντά του στὸ θάλαμο, γονάτιζε καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα· Παναγία Δέσποινα, γιάτραινα τοῦ κόσμου, γιάτρεψε καὶ τὸ παιδάκι μου!… Τὴν κορόιδευαν γιατροὶ καὶ νοσοκόμοι ξέροντας τὴν κατάστασι. Ἀλλ᾽ ἐνῷ περίμεναν τὸ τέλος, ἔπεσαν ἔξω. Τὸ παιδὶ τὴ νύχτα ἵδρωσε, ἵδρωσε, ἵδρωσε…, καὶ τὸ πρωὶ ἦταν καλά. –Ἀπύρετος! λέει ὁ Ἑλβετός. –Αὐτὸ εἶνε θαῦμα! εἶπε ὁ Ἄγγλος.
Νά λοιπόν, γενεὰ ἄπιστη! ἡ Παναγία, ὅπου ὑ­πάρχει πίστι, καὶ τότε, καὶ τώρα, καὶ πάντοτε θαυματουργεῖ.
Πιστεύετε, ἀδελφοί μου, πιστεύετε! Κι ἂν ἔρθῃ μέρα ποὺ μείνῃς ἕνας πιστός, κι ὅλοι οἱ ἄλλοι πᾶ­νε μὲ τὸν διάβολο, ἐσὺ μεῖνε μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Παναγιά. «Ὅσοι πιστοί», ὅσοι πιστεύετε, κρα­τῆ­στε τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν δὲν πίστευα κ᾽ ἐ­­γώ, δὲν θὰ σᾶς μιλοῦσα. Πιστεύω στὸ Θεό, στὸ Εὐ­αγγέλιο, στὴν Ὀρθοδοξία. Μείνετε ἀφωσιωμένοι στὴν ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία· καὶ ὁ Θεὸς διὰ πρε­σβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου θὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ὑμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Σιταριᾶς – Φλωρίνης τὴν 27-3-1970 βράδυ. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-3-2024.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις στὸ cd …΄Φ τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=109192#more-109192