Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Μάρθα, Μαρία και Λάζαρος Από τη διακονία της αλήθειας στη διακονία των δακρύων

Η ιστορία της ανάστασης του Λαζάρου έχει ένα δικό της μοναδικό σκηνικό. Συνήθως όταν ο Χριστός έπαιρνε είδηση έναν ασθενή, ανταποκρινόταν αμέσως, αλλάζοντας μερικές φορές το αρχικό του σχέδιο, για να μπορέσει να προσφέρει την ίαση.[1] Το ίδιο έπραξε και στην περίπτωση του φίλου του, Λαζάρου. Πληροφορήθηκε την ασθένειά του και άλλαξε το σχέδιό του, εις βάρος όμως του φίλου του. Η αλλαγή του σχεδίου ήταν να παρατείνει για δύο επιπλέον ημέρες την παραμονή του στην πόλη όπου βρισκόταν.[2] Το έπραξε σκόπιμα, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η καθυστέρηση αυτή θα είχε τραγική επίπτωση στη ζωή του φίλου του.

Τρία είναι τα κεντρικά πρόσωπα του 11ου κεφαλαίου του ευαγγελίου του Ιωάννη, του κεφαλαίου όπου περιγράφεται η ανάσταση του Λαζάρου. Η Μάρθα, η Μαρία και ο Λάζαρος, δύο αδελφές και ένας αδελφός. Ο Χριστός τους αγαπούσε ιδιαίτερα. Στην αρχή του κεφαλαίου, το μήνυμα που έρχεται για την ασθένεια του Λαζάρου ήταν: «Κύριε, αυτός που αγαπάς είναι ασθενής».[3] Η ιδιαίτερη αγάπη φαίνεται και προς το τέλος του κεφαλαίου, όταν οι Ιουδαίοι είπαν: «Δες πώς τον αγάπησε (τον Λάζαρο)».[4] Ήταν πλέον γνωστό ότι ο Χριστός ήταν πολύ κοντά στη Μαρία, τη Μάρθα και τον Λάζαρο. Υπήρχε μια ιδιαίτερη φιλία, μια ιδιαίτερη αγάπη.

Ο Χριστός απουσιάζει όταν ο Λάζαρος ασθενεί βαριά και είναι πλέον νεκρός όταν φτάνει στη Βηθανία. Όλοι πενθούν και όλοι θρηνούν, και τότε ξεκινά το έργο του Χριστού. Αρχικά διαλέγεται με τις δύο αδελφές. Η Μάρθα παρουσιάζεται και λέει: «Κύριε αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει».[5] Στη συνέχεια, εμφανίζεται η Μαρία και λέει ακριβώς τα ίδια λόγια με την αδελφή της: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει».[6] Δύο γυναίκες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο είδος θλίψης, και χρησιμοποιούν ακόμη και τα ίδια λόγια, αλλά η απάντηση του Ιησού στις δύο αδελφές είναι ριζικά διαφορετική. Είναι απολύτως αντιφατικό ότι δύο γυναίκες, που θρηνούν με τον ίδιο τρόπο, στην ίδια κατάσταση, λέγοντας τα ίδια λόγια, θα έπαιρναν δύο εντελώς διαφορετικές απαντήσεις. Θα περιμέναμε ότι η απάντηση του Χριστού θα ήταν πανομοιότυπη προς τις δύο γυναίκες. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι οι δύο απαντήσεις του Χριστού διαφέρουν όσο ο ουρανός από τη γη, όσο ο Θεός από τον άνθρωπο. Στη Μάρθα ο Χριστός απαντά, μαλώνοντάς την, λέγοντας: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή».[7]

Τη Μαρία όμως όχι μόνο δεν τη μαλώνει, αλλά δεν της λέει απολύτως τίποτα και απλά κλαίει μαζί της.[8] Απέναντι στη Μάρθα, κατά μία έννοια, στέκεται ενάντια στη ροή της καρδιάς της. Αντιστέκεται στη θλίψη της και την καλεί να ελπίζει, αλλά με τη Μαρία, ο Ιησούς διεισδύει κατευθείαν στη θλίψη της, εισέρχεται κατευθείαν στη ροή της καρδιάς της. Δεν λέει τίποτα. Απλά κλαίει, απλά θρηνεί μαζί της. Γιατί ενεργεί διαφορετικά ο Χριστός στις δύο αυτές ίδιες περιπτώσεις; Μάλλον για να δείξει ποιος πραγματικά είναι. Με την απάντησή του στη Μάρθα δείχνει ότι είναι Θεός. Με τα δάκρυά του στη Μαρία δείχνει ότι είναι άνθρωπος. Με άλλα λόγια, είναι ο Θεάνθρωπος. Η συνάντηση με τις δύο αδελφές, αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος.

Στη Μάρθα δεν λέει ο Χριστός ότι είναι μόνο η ανάσταση. Της λέει ότι είναι και η ζωή. Η πηγή της ζωής. Πηγή της ζωής είναι μόνο ο Θεός. Επομένως ο Χριστός στέκεται απέναντι στη Μάρθα ισχυριζόμενος αποφασιστικά ότι είναι ο Θεός. Στη Μαρία ο Χριστός δείχνει ότι είναι άνθρωπος, ότι είναι ο σαρκωμένος Θεός. Δείχνει ότι είναι ένας Θεός που είναι εντελώς ανθρώπινος. Ο Χριστός, εκτός από Θεός, είναι και πραγματικός άνθρωπος. Γι’ αυτό δακρύζει. Είναι άνθρωπος και, ως εκ τούτου, αισθάνεται τη φρίκη του θανάτου. Αν ήταν μόνο Θεός, δεν θα ένιωθε τη φρίκη του θανάτου και τη θλίψη της απώλειας.

Ο Χριστός παρέχει στον κάθε πιστό αυτό που του ταιριάζει. Ο Χριστός είναι ο θαυμαστός σύμβουλος, σύμφωνα με την προφητεία του Ησαΐα.[9] Θαυμαστός και αλάνθαστος σύμβουλος. Δεν χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι τα ίδια πράγματα. Κάποιοι χρειάζονται άμεσα την αλήθεια και κάποιοι χρειάζονται απλά πνευματική και ψυχική στήριξη. Κάποιοι χρειάζονται τη διακονία της αλήθειας και κάποιοι τη διακονία των δακρύων. Η Μάρθα είχε ανάγκη από τη διακονία της αλήθειας, και αυτό έπραξε ο Χριστός. Η Μαρία είχε ανάγκη τη διακονία των δακρύων, και δεν ντράπηκε να το πράξει ο Χριστός. Είναι βέβαιο ότι γίνεται εναλλαγή των δύο διακονιών στη ζωή του κάθε πιστού. Άλλοτε χρειαζόμαστε τη μία και άλλοτε την άλλη. Όλοι χρειαζόμαστε τις διακονίες αυτές σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μας.[10]

Ο Χριστός είναι ο τέλειος σύμβουλος γιατί είναι ο τέλειος Θεάνθρωπος. Είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται όλο το φάσμα των ανθρωπίνων αναγκών, είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει στον κάθε άνθρωπο αυτό ακριβώς που χρειάζεται. Αρκεί ο άνθρωπος να τον κοιτάξει και να του παραδοθεί.

Ο Χριστός γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να βγάλει τον Λάζαρο από τον τάφο ήταν να μπει ο ίδιος μέσα σε τάφο. Ο Χριστός γνώριζε επίσης ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η κηδεία του ανθρωπίνου γένους, ήταν να προκαλέσει τη δική του κηδεία. Έπρεπε να πάει στο σταυρό. Ο Χριστός ήξερε ότι ο μόνος τρόπος για να μας σώσει ήταν να πιεί το πικρό ποτήρι των αμαρτιών μας.[11] Ο Χριστός βάδισε προς το σταυρό, όχι χαρούμενος, όπως ο πρωτομάρτυς Στέφανος λίγα χρόνια μετά,[12] αλλά περίλυπος. Περίλυπος γιατί η αμαρτία έχει μεγάλο βάρος.

Ο Χριστός ικανοποίησε όλες μας τις ανάγκες. Τάισε τους πέντε χιλιάδες για να ικανοποιήσει την ανθρώπινη πείνα λέγοντας: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής».[13] Άνοιξε τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός, για να δει και να γνωρίσει τον Θεό, έχοντας προηγουμένως δηλώσει: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου».[14] Τέλος, ανέστησε το φίλο του τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν νεκρός τέσσερις ημέρες, και ισχυρίστηκε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή». Ο Χριστός είναι η ζωή του πιστού πριν από τον θάνατο και είναι η ανάσταση του πιστού μετά τον θάνατο. Όλα αυτά τα θαύματα είναι σημεία, που δείχνουν την αλήθεια, ότι ως άνθρωποι πεινάμε πνευματικά, είμαστε τυφλοί και νεκροί πνευματικά και ότι μόνο ο Χριστός μπορεί να χορτάσει την πείνα μας, να αποκαταστήσει την όρασή μας και να μας ανεβάσει σε μια νέα ζωή.[15] Αρκεί να δεχθούμε το κάλεσμά Του. Φοβερός ο λόγος του Χριστού στην Ιερά Αποκάλυψη: «Ιδού, έχω σταθεί έξω από την θύρα και κτυπώ δυνατά. Εάν κανείς ακούσει την φωνή μου και ανοίξει την θύρα της καρδίας του, τότε εγώ θα εισέλθω σ´ αυτόν και με πολλή αγάπη και οικειότητα θα δειπνήσω μαζί του και εκείνος θα δειπνήσει μαζί μου».[16] Το κρίσιμο ερώτημα είναι: «Σε ποια πλευρά της πόρτας θέλουμε τον Χριστό; Στην εξωτερική ή στην εσωτερική;». Εμείς αποφασίζουμε.

Πρωτοπρεσβυτέρου Χριστοφόρου Χρόνη
Εφημερίου Ι. Ν. Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου
(Δρ. Θεολογίας-Μ.Α Φιλοσοφίας)

[1] Philip Yancey, The Jesus I never knew, Zondervan Publishing House, USA 1995, σ. 102.
[2] Ιωαν. 11,6 «ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας».
[3] ό.π., 11,3.
[4] ό.π., 11,36.
[5] ό.π., 11,21.
[6] ό.π., 11,32.
[7] ό.π., 11,25.
[8] ό.π., 11,35.
[9] Ησ. 9,6 «ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελός, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
[10] Timothy Keller, Encounters with Jesus, Penguin Group, New York 2013, σ. 37.
[11] Ματθ. 26, 42«Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω…»
[12] Πραξ. 6,15 «καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου».
[13] Ιωαν. 6,48.
[14] Ιωαν. 8,12.
[15] John Stott, Basic