ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Ο EΛΛΗΝ από μικρός ποτίζεται από το ύδωρ «το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», όπως ποτίζεται το μικρό φυτούργημα με το φυσικό νερό. Για τούτο γράφει ένας Ορθόδοξος συγγραφέας «Η Ορθοδοξία δεν διαπαιδαγωγεί τον λαό με λόγους από τον άμβωνα και με τη διδασκαλία της καλής ανατροφής, αλλά προ πάντων, και πριν από όλα, με την πνευματική καλλιέργεια, με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Είναι μια θρησκεία κυρίως λειτουργική. Η Ορθοδοξία εξυψώνει τον λαό όχι με παραγγέλματα καλής συμπεριφοράς, αλλά με τα παραδείγματα της ζωής των αγίων και με την αγιότητα. Το κέντρο της θρησκευτικής ζωής είναι για την Ορθοδοξία η προσευχή, η ομιλία με τον Θεό και όχι μια πειθαρχία της ζωής. Αυτή η αντίληψη που έχει η Ορθοδοξία, την κάνει να είναι από όλες τις μορφές που πήρε ο Χριστιανισμός, εκείνη που είναι πιο ξεκολλημένη από την γήινη ζωή κ’ από τα κοσμικά πράγματα, επειδή πιστεύει περισσότερο από όλες τις άλλες πως ο άνθρωπος είναι προορισμένος για την αθάνατη ζωή και γιατί περισσότερο από τις άλλες διατήρησε τους δεσμούς με την παράδοση των πρώτων Χριστιανών και την συνεχίζει».
Αλλά για να μετέχει ο κάθε ορθόδοξος Χριστιανός στη λατρεία αληθινά και να γεύεται από τον «άρτον τον από του ουρανού καταβάντα», πρέπει η Εκκλησία να μείνει αληθινά στην ορθόδοξη παράδοση της λατρείας, κ’ ο κάθε ένας ορθόδοξος Χριστιανός να πιστεύει πως όλα είναι «καλά λίαν» όπως είναι μέσα σ’ αυτή τη λατρεία και να μην επιθυμεί να, ήτανε αλλιώτικα, γιατί αυτό θα πει πως δεν έχει η ψυχή ,του καμμιά αληθινή ανταπόκριση με την πνευματική ουσία που βρίσκεται μέσα στη θρησκεία. Η λατρεία είναι τα διάφορα μέσα που μεταχειρίζεται η Εκκλησία για να μπορέσει ο πιστός να νοιώσει με τις αισθήσεις τα μυστήρια της θρησκείας, δηλαδή τη γλυκύτητα της βασιλείας που Θεού. Κ’ αυτά τα μέσα είναι υλικά, ο ναός, τα σκεύη του, η υμνωδία, η ψαλμωδία, η αγιογραφία, το σχήμα και τα άμφια των ιερέων κ.λ.π.
Κ’ αυτά όλα πήρανε σιγά σιγά μιαν άγια μορφή στην οποία αποτυπώθηκε η μυστική σφραγίδα του Πνεύματος. Με αλλά λόγια δεν είναι έργα τυχαίας ανθρωπίνης φιλαρεσκείας, αλλά έργα μυστικής ενεργείας. Ας προσέξουν πολλοί από αυτούς που θέλουν νεωτερισμούς και ζητούν κοσμική τέρψη από τη λατρεία, σ’ αυτά που γράφονται παραπάνω. Γιατί έχουνε την ιδέα πως το σχήμα που έχει ο ναός, τα ιερά σκεύη του, ο χαρακτήρας που έχει η ψαλμωδία, η αγιογραφία, τα άμφια και η μορφή των ιερέων κ.λ.π. έχουνε «επουσιώδη» μοναχά σημασία και πως μπορούνε ν’ αλλάζουνε ολότελα, ακόμα και τα ιερά σύμβολα, αναλόγως την αντίληψη που έχουνε τυχόν κάποιοι εκκλησιαζόμενοι που παίρνουνε ως μέτρο γι’ αυτά το κοσμικό πνεύμα της κάθε εποχής.
Και έχουνε αυτή την ιδέα επειδή, το ξαναλέω, τα θεωρούνε συμβατικά ανθρώπινα κατασκευάσματα και όχι εκφράσεις μόνιμες, αιώνιες και αληθινές του ενός και μόνου πνεύματος της Ορθοδόξου πίστεως. Γι’ αυτούς, ο τύπος των αγίων εικόνων στην αγιογραφία, ο χαρακτήρας που έχει η εκκλησιαστική ψαλμωδία, το αρχιτεκτονικό σχήμα του ναού κ.λ.π. είναι απλά «αισθητικά» εφευρήματα των ανθρώπων, που τα δημιουργούνε με την καλαισθησία τους και με τη φαντασία τους και δεν γνωρίζουν πως αυτά είναι έργα αληθινά του θείου Πνεύματος καμωμένα με τα χέρια και με την αγιασμένη διάνοια των πιστών, αληθινά «ακηλίδωτα αρχέτυπα», με τα οποία γίνεται φανερή και χειροπιαστή στις αισθήσεις η θεία ουσία της χριστιανικής θρησκείας.
Οι τέτοιοι Χριστιανοί δεν μπορούνε να νοιώσουνε διόλου τη λατρεία και γι’ αυτό δεν μετέχουν αληθινά σ’ αυτή. Βρίσκονται έξω του νυμφώνος. Είναι κάτι αισθηματολόγοι που θέλουνε συγκινήσεις «αισθητικές», κοσμικές, επιπόλαιες. γι’ αυτό δεν ξεχωρίζουνε το «ιερό» από το κοσμικό, την «κατάνυξη» από την αισθητική συγκίνηση. Γι’ αυτούς είναι ένα το ψάλσιμο και το τραγούδι, η ζωγραφιά με την αγιογραφία, η λογοτεχνία με την υμνογραφία και γενικά με τον θρησκευτικό λόγο. Αυτή η «κοσμίκευση» της Εκκλησίας έγινε πριν από αιώνες σε άλλες χώρες. Εκεί η Εκκλησία έχασε τον υπερκόσμιο χαρακτήρα της, παρ’ όλες τις θεατρικές σκηνοθεσίες που με αυτές θελήσανε οι ανακαινισταί να αντικαταστήσουνε τη γνήσια μορφή της λατρείας, που τη χάσανε με το να επεμβαίνει η «αισθητική», δηλαδή η ματαιοδοξία των ανθρώπων στα ιερά έργα.
Αυτή την απογύμνωση της λατρείας από το πνεύμα της αλήθειας, που διατηρείται με την παράδοση, θέλουνε να φέρουνε και στη δική μας Εκκλησία κάποιοι ματαιόδοξο: και κούφοι άνθρωποι, αντιθρησκευτικοί, που δεν πάνε στην εκκλησιά για να προσευχηθούνε αλλά για να περάσουνε ευχάριστα τον καιρό τους, να κάνουνε «το κέφι τους». Τι θα πει «κατάνυξη» δεν το ξέρουνε. Πως λοιπόν να μη θέλουνε να γίνη η εκκλησία ένα θέατρο κι η λατρεία μια παράσταση ; Όλα να τα στραπατσάρουμε, να τα κάνουμε του γούστου μας. Τι θα πει θρησκεία και λατρεία κλπ. ; Αυτά είναι γι’ αυτούς κάποια συμβατικά, φτιαστά πράγματα, που πρέπει να υπηρετούνε τα πάθη μας, τις ψυχικές αδυναμίες μας, μ’ έναν λόγο «τα γούστα» μας ! Ορίστε Χριστιανισμός, μάλιστα Ορθόδοξος! Αυτό θα είναι φαίνεται το τέρας το ονομασθέν από κάποιον «ενδελεχή και εμπεριστατωμένον και προοδευτικόν» θεολόγο «Χριστιανικός υλισμός»! Το ακούσατε, Έλληνες, ή δεν το ακούσατε; «Χριστιανικός υλισμός»! Τι επιστημονική αρλουμποειδή μεγαλοπρέπεια έχει, στ’ αλήθεια, αυτός ο σουρρεαλιστικός όρος !
Μα τι κατάρα έχει βρει, τέλος πάντων, πολλούς από μας και τρώγουνται ολοένα με ανακαινισμούς, με ενορχηστρώσεις, με αναπροσαρμογές, με λογιών λογιών μοντερνοποιήσεις της θρησκείας μας ! Αυτό γίνεται γιατί πολλές ψυχές έχουνε κρυφή αλαζονεία που φανερώνει μέσα τους μεγάλη ξεραΐλα και για τούτο είναι ακατάνυχτες, και μαζί έχουνε καρδιά στενή και φτωχή σε πνευματικά πλούτη.
Πως να μπούνε σε τέτοιον ξέρακα και να πιάσουνε ρίζα και να ανθίσουνε και να μοσκοβολήσουνε «οσμήν ευωδίας πνευματικής» τα εξαίσια εκείνα και μυστικά φυτουργήματα της Βασιλείας του Θεού ; Αυτοί, μη νοιώθοντας τίποτε από την ορθόδοξη λατρεία (που είναι η αληθινή λατρεία), καταγίνουνται με μικρολογίες ανόητες και ταράζουνε ολοένα τους Χριστιανούς, που καίγεται η καρδιά τους από τη φλόγα που έκαιγε την καρδιά του Λουκά και του Κλεόπα στο Εμμαούς και που ξεδιψάνε «αντλούντες εκ των πηγών του σωτηρίου». Κάποιοι τέτοιοι είναι αυτοί που κάνουνε φασαρία κάθε τόσο και εδώ στην Ελλάδα, για να αλλάξουνε κατά τα γούστα τους τη βαθειά παράδοσή μας από την οποία δεν καταλαβαίνουνε τίποτα, άνθρωποι ελαφρόμυαλοι, ελαφρόκαρδοι, «γογγυσταί μεμψίμοιροι, κατά τας επιθυμίας αυτών πορευόμενοι και το στόμα αυτών λαλεί υπέρογκα», όπως γράφει στην Επιστολή του ο απόστολος Ιούδας.
«Εκ σκότους γαρ καλούμενοι προς ανέσπερον φέγγος, εκ τον θανάτου προς ζωήν εις ουρανούς εξόδου, οργίζονται και μαίνονται κατά των διδασκάλων» κατά τον Άγιον Συμεών τον Νέον θεολόγον.
Αυτά τα απλά λόγια που κλείνουνε μέσα ένα νόημα ακαταμέτρητο, ας τα σπουδάσουνε καλά, αν θέλουνε να βγούνε από το σκοτάδι που το νομίζουνε για φως, όσοι μιλάνε άσκεφτα και με ελαφράδα για τα θρησκευτικά πράγματα. Μα επειδή πολλοί απ’ αυτούς είναι αμετάνοιωτοι, κούφια πιθάρια, που βουίζουνε σε κάθε χτύπημα έχοντας μέσα μοναχά αγέρα, θα πούνε: «Μα αυτά είναι για τους θεολόγους και για εκείνους που θέλουνε να αγιάσουνε !»
Έ ! Τότε, αφού καταλάβετε πως δεν είναι τα νερά της θρησκείας τόσο ρηχά όσο τα νομίζατε, όποτε πηγαίνετε στην εκκλησία, να καθόσαστε σε μιαν άκρη, ταπεινοί, συμμαζεμένοι και να συλλογιζόσαστε πως και οι άγιοι ακόμα λέγανε πως είναι «αχρείοι δούλοι». Και να μην λέτε: «Τούτο πρέπει ν’ αλλάξει, τ’ άλλο έπρεπε νάναι αλλοιώς» ! Γιατί ο τόπος που πατάτε δεν είναι θέατρο ή καμμιά αίθουσα για να παίζουνε βιολιά και πιάνα, «αλλά φοβερός· ουκ έστιν άλλο, ειμή οίκος Θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού».
Φώτης Κόντογλους
Φωτογραφία από The Essence of the Jesus Prayer to Orthodox Christians (livesofthesaintscalendar.com)
«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ-Β.ΜΟΥΣΤΑΚΗ – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΕΤΟΣ Γ’ ΙΟΥΝΙΟΣ—ΙΟΥΛΙΟΣ 1954 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛ. 30—31– ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ