Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Φανάρι; Κρήτη; Αὐστραλία; ΗΠΑ;

Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λαμπρόπουλος, θεολόγος

  Ὑπεσχέθημεν ὅτι θὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τὸ ζήτημα καὶ διὰ τοῦ παρόντος ἄρθρου πράττομεν αὐτό, καθὼς ἡ ρίζα ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δεινῶν εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή: ἡ καταστρατήγησις τοῦ συνοδικοῦ συστήματος. Δι’ αὐτῆς ἐξέπεσεν ὁ Πάπας εἰς τὴν αἵρεσιν, δι’ αὐτῆς ἐταλαιπωρήθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ ἀριστίνδην συνόδους, ἐπ’ αὐτῆς ὡς κάστρον ἐπὶ ἄμμου ὠκοδομήθη τὸ Κολυμβάριον, δι’ αὐτῆς οἱ Ἀμερικανοὶ κατευθύνουν τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως. Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸ Φανάρι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχη λάβει τὰ μέτρα του, ὅμως συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον, ὡς ὑπεδείξαμεν εἰς τὸ προηγηθὲν ἄρθρον, μὲ αἰχμὴν τὴν ἀλλαγὴν ἡ ὁποία ἐκκολάπτεται εἰς τὴν Ἱ. Ἀ. Αὐστραλίας.

  Πρίν, ὅμως, ἀναφερθῶμεν εἰς ὅσα παρελείψαμεν εἰς τὸ δημοσιευθὲν ἄρθρον μας, ὀφείλομεν νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὸ ἐγγὺς παρελθόν.

  Πρὸ ἔτους ἐγράφη μία ἐπιστολὴ μὲ ἡμερομηνίαν 10ης Μαρτίου 2023 καὶ ἐκυκλοφορήθη μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων, ἐδημοσιεύθη καὶ εἰς τὸ διαδίκτυον, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφέρετο ὡς συντάκτης ὁ Ἐπίσκοπος Μελόης Αἰμιλιανός. Πολλὰ ἀναφύονται ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεοφιλέστατος δύναται νὰ ἀπαντήση, ἂν καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν ἀρνηθῆ τὴν συγγραφὴν αὐτῆς. Δὲν ἔχει ὅμως κἄν σημασίαν ἡ γνησιότης ἢ ὄχι τῆς ἐπιστολῆς, διὰ τὰ ὅσα γράφονται ἐνταῦθα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔχει ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι τὸ περιεχόμενον αὐτῆς ἀνταποκρίνεται εἰς τὸ κλασσικὸν ἐπαναλαμβανόμενον ἱστορικὸν σχῆμα, τὸ ὁποῖον ὁ μακαριστὸς Βασίλειος Στεφανίδης εἶχεν ἐπισημάνει καὶ παρεθέσαμεν εἰς τὸ προηγούμενον ἄρθρον, δηλ. ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατήργησε διὰ Συνόδων τοὺς χωρεπισκόπους, διότι ἐδημιουργοῦντο διενέξεις μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῶν πόλεων. Χαρακτηριστικὴ ἡ 54η ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀπευθυνομένη πρὸς χωρεπισκόπους, ὅπου ἀναφέρει:

  «Νῦν δὲ πρῶτον μὲν ἡμᾶς παρωσάμενοι καὶ μηδὲ ἀναφέρειν ἡμῖν καταδεχόμενοι, εἰς ἑαυτοὺς τὴν ὅλην περιεστήσατε αὐθεντίαν»

Καίτοι, λοιπόν, τὸ πρόβλημα ἔχει ἐπισημανθῆ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν Διδάσκαλον τῆς Καισαρείας, τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως δὲν ἀναφαίνεται ἰδιαιτέρως προβληματισμένον διὰ μίαν τοιαύτην ἀπόφασιν.

Ὑπὸ ποίας προϋποθέσεις ἐλήφθη ἡ ἀπόφασις;

 Ἐρωτήματα προξενοῦν τὰ πέριξ τῆς ἀποφάσεως, τὰ ὁποῖα ὅμως ἴσως νὰ εἶναι οὐσιωδέστερα ἀπὸ τὴν ἰδίαν τὴν ἀπόφασιν.

  Τὸ πρῶτον ἐξ αὐτῶν εἶναι ἡ χρονικὴ συγκυρία, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐλήφθη αὐτὴ ἡ ἀπόφασις. Ἦτο ἡ τελευταία συνεδρίασις τῆς ἑξαμηνιαίας Συνόδου, τῆς ὁποίας ἡ θητεία θὰ ἔληγεν εἰς μόλις δύο ἡμέρας. Οἱ Βρυούλων κ. Παντελεήμων, Σάρδεων κ. Εὐάγγελος, Ρόδου κ. Κύριλλος, Γουΐννιπεγκ κ. Ἱλαρίων, Πισιδίας κ. Ἰὼβ καὶ Γαλλίας κ. Δημήτριος, ἐπρόκειτο νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ τοὺς Καναδᾶ κ. Σωτήριον, Ἀνέων κ. Μακάριον, Λαοδικείας κ. Θεοδώρητον, Κώου καὶ Νισύρου κ. Ναθαναήλ, Σικάγου κ. Ναθαναὴλ καὶ Σελευκείας κ. Θεόδωρον. Δὲν θὰ ἦτο προτιμώτερον ἡ ἀκολουθοῦσα σύνθεσις νὰ διαθέση μερικὰς συνεδρίας ἕως ὅτου καταλήξη τί εἶναι βέλτιον διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν; Πλέον ὀρθὸν θὰ ἦτο ἡ σύγκλησις ὁλοκλήρου τῆς Ἱεραρχίας, ἀλλά…

  Τὸ δεύτερον ἀφορᾶ εἰς τὰς γνωματεύσεις. Εἰς τὸ ἀνακοινωθὲν ἀναφέρεται ὅτι τὰ μέλη τῆς Συνόδου ἐμελέτησαν «ἔκθεσιν τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν Κανονικῆς καὶ ἐπὶ τῶν ἐν τῷ Ἐξωτερικῷ Ἐπαρχιῶν τοῦ Θρόνου περὶ τοῦ σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, ὑποβληθέντος ὑπὸ τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Μακαρίου». Ἀπὸ αὐτὰ συμπεραίνει κανεὶς ὅτι ὑπεβλήθη μία ἔκθεσις τῶν δύο Ἐπιτροπῶν ἀπὸ κοινοῦ. Ὡστόσον, ἐκ τῶν τριῶν Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἀπαρτίζουν τὴν «Κανονικὴν Ἐπιτροπήν», ὁ εἷς εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξαιρεθῆ, καθ’ ὅσον τὸ ζήτημα ἀφορᾶ τὴν Ἀρχιεπισκοπήν του, διὰ λόγους ἀμεροληψίας;

  Τὸ τρίτον εἶναι ὁ τρόπος δημιουργίας τοῦ νέου σχεδίου Συντάγματος, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι: «τοῦ σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, ὑποβληθέντος ὑπὸ τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Μακαρίου, συνταχθέντος ὑπὸ ἐπιτροπῆς κανονολόγων καθηγητῶν, ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν αὐτοῦ, ἐγκεκριμένου δὲ ὑπὸ τῶν ἐν Αὐστραλίᾳ διακονούντων Ἐπισκόπων, τῶν μελῶν τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Συμβουλίου…». Ἀναγράφεται λοιπὸν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας ὑποβάλλει τὸ σχέδιον πρὸς τὴν Σύνοδον, ἀφοῦ πρῶτα διῆλθε τὰ ἑξῆς ὄργανα: ἐπιτροπὴ Καθηγητῶν, τὴν ὁλομέλειαν τῶν βοηθῶν Ἐπισκόπων καὶ τὸ Ἀρχιεπισκοπικὸν Συμβούλιον, εἰς τὰ ὁποῖα: ἡ μὲν ἐπιτροπὴ ἦτο ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν του, οἱ δὲ Ἐπίσκοποι τελοῦν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του καὶ τὸ Ἀρχιεπισκοπικὸν Συμβούλιον ὑπὸ τὴν προεδρείαν του.

  Τὸ τέταρτον ἐρώτημα εἶναι πότε πρόλαβε τὸ Ἀρχιεπισκοπικὸν Συμβούλιον νὰ μελετήση αὐτὸ τὸ κρίσιμον διὰ τὸ μέλλον τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας ζήτημα, καθὼς ὁ μεσολαβὼν χρόνος ἦτο ἰδιαιτέρως σύντομος. Τὸ νέον Ἀρχιεπισκοπικὸν Συμβούλιον ὡρκίσθη μόλις τὴν 20ὴν Ἰανουαρίου 2024 καὶ ἡ ἀπόφασις τοῦ Φαναρίου ἐλήφθη τὴν 27ην Φεβρουαρίου 2024. Μάλιστα, εἰς τὰς προτεραιότητας, τὰς ὁποίας εἶχε θέσει ὁ Σεβ. Αὐστραλίας κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν δὲν ἀναφέρεται ἡ ἔγκρισις τοῦ νέου σχεδίου Συντάγματος καίτοι θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ παραληφθῆ ὡς κατ’ ἐξοχὴν κομβικὸν γεγονός.

  Τὸ πέμπτον καὶ κυριώτερον ἔγκειται εἰς τὴν ἀντίφασιν τῆς ἰδίας τῆς Συνόδου τοῦ Φαναρίου: ἀφ’ ἑνὸς προσδιώρισε τὸ νέον διοικητικὸν σχῆμα, δηλ. Σύνοδος «προεδρευομένη ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ ἐχούσης μέλη τοὺς βοηθοὺς Ἐπισκόπους», ἀφ’ ἑτέρου, ὅμως, πληροφορεῖ ὅλους ὅτι «αἱ δύο ἁρμόδιαι Συνοδικαὶ Ἐπιτροπαὶ συνεχίσουν τὸ ἔργον των… ὑποβάλλουσαι τὴν τελικὴν ἔκθεσιν αὐτῶν τῇ Ἁγίᾳ καὶ Ἱερᾷ Συνόδῳ περὶ τὸ Πάσχα». Ἀπεφασίσθη καὶ ἐνεκρίθη, ἑπομένως, νέον διοικητικὸν σχῆμα χωρὶς νὰ ὑπάρχη «Σύνταγμα», χωρὶς δηλαδὴ τὸ προαπαιτούμενον καταστατικόν, καὶ χωρὶς κἄν νὰ ἔχουν ὁλοκληρώσει τὸ ἔργον των αἱ πρὸς τοῦτο ἐργαζόμεναι Ἐπιτροπαί. Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι συνοδικὸν καινοφανές, τότε τί εἶναι;

  Καθίσταται ἀντιληπτὸν ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα, ὅτι αἱ συνοδικαὶ διεργασίαι εἰς τὸ Φανάρι πάσχουν, ὅπως πάσχουν καὶ αἱ ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι λαμβάνονται ὑπὸ αὐτὰς τὰς συνθήκας.

Ἡ ἀπόφασις αὐτὴ καθαυτὴ

  Δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ ὑπὸ οὐδενός, καθ’ ὅσον δύναται νὰ τυγχάνη ἡμῖν γνωστόν, τὸ οὐσιῶδες αἴνιγμα αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως: τί εἴδους σύστημα εἶναι τὸ νέον αὐτό, τὸ ὁποῖον καθιερώνεται. Τὸ ἀνακοινωθὲν ἀναγράφει «ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Αὐστραλίας διοικεῖται ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐπὶ τῇ βάσει Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου», τὸ ὁποῖον εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ νὰ ἀνέγραφε «ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Αὐστραλίας διοικεῖται ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὑπὸ Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου». Πρόκειται, λοιπόν, ὄχι διὰ Ἐπαρχιακὴν Σύνοδον, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἦτο μία Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος.

  Πράγματι, δὲν προκύπτει ὅτι θὰ εἶναι Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος, καθὼς τοιαύτη εἶναι π.χ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης χαρακτηρίζεται ἐπισήμως «ἡμιαυτόνομος» (ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ δημιουργεῖ πολλὰ ἐρωτηματικά), καθεστὼς τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει ἡ Ἱ. Ἀ. Αὐστραλίας, πολλῷ δὲ μᾶλλον καθεστὼς «αὐτονομίας» ἢ «αὐτοκεφαλίας». Ἐπιπλέον, ὅμως, δὲν ἔχει οὔτε τὸ καθεστώς, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει εἰς τὴν Ἱ. Ἀ. Ἀμερικῆς, καθὼς ἐκεῖ οἱ μετέχοντες εἰς τὴν Ἐπαρχιακὴν Σύνοδον εἶναι Μητροπολῖται. Συμπέρασμα: εἴτε ἡ Ἱ. Ἀ. Αὐστραλίας εἰς τὸ ἄμεσον μέλλον θὰ ἀλλάξη καθεστὼς (τί εἴδους;) εἴτε αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀπεκλήθη Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος, δὲν εἶναι κατ’ οὐσίαν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπαγγέλλεται ὅτι εἶναι. Παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι μὲ τὰς βεβιασμένας ἀποφάσεις τοῦ Φαναρίου δημιουργοῦνται ἀπίθανα διοικητικὰ σχήματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡς συνέπειαν συνοδικότητας δύο, τριῶν ἢ καὶ περισσοτέρων «ταχυτήτων», κάτι τὸ ὁποῖον θολώνει τὴν ὀργανικὴν ἔννοιαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς συνοδικότητος.

  Τὸ κλειδὶ τῶν ἀπαντήσεων εἶναι ὁ ρόλος τῶν μελῶν αὐτῆς τῆς «βαπτισθείσης» Συνόδου. Ἄλλωστε, καὶ εἰς τὸ προηγηθὲν ἄρθρον ἐπεσημάναμεν ὅτι «τὸ μεῖζον σήμερα εἶναι ἡ ὀρθὴ νοηματοδότησις τῆς ἐπισκοπικῆς βαθμίδος».

  Ἀπὸ τὸ ἀνακοινωθὲν μαθαίνουμε ὅτι «ἐχούσης μέλη τοὺς βοηθοὺς Ἐπισκόπους αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι μετονομάζονται εἰς «χωρεπισκόπους»…». Ἕνα ἀπὸ τὰ «ἐγκλήματα», τὰ ὁποῖα ἔχει διαπράξει ὁ Πατριάρχης Κων/λεως τὰς τελευταίας δεκαετίας εἶναι ὅτι προεκάλεσε σύγχυσιν τῶν τίτλων. Προκειμένου νὰ «στρατολογήση» πλῆθος εὐπόρων ἢ δικτυομένων κοινωνικὰ ἀνθρώπων ἀπέδωσεν ἀφειδῶς τίτλους εἰς «Ἄρχοντας», οἱ ὁποῖοι τίτλοι εἶχαν κάποτε θεμελιώδη ρόλον, καθὼς ἀπεδίδοντο εἰς τὰ μέλη τοῦ συνδιοικοῦντος πρεσβυτερείου. Κατέληξαν τοιουτοτρόπως οἱ μὲν τίτλοι ἄνευ ἀξίας καὶ οἱ ἄνθρωποι ἄνευ ρόλων. Παρομοίως συμβαίνει τώρα μὲ τὴν μετονομασίαν τῶν βοηθῶν εἰς χωρεπισκόπους, ὅπου οὔτε οἱ ἴδιοι πιθανῶς δὲν γνωρίζουν τὴν διαφοράν.

Περὶ «βαθμίδων»… τῶν Ἐπισκόπων

  Οἱ βοηθοὶ Ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν μίαν κατ’ οἰκονομίαν πρακτικήν, τὴν ὁποία ἐπέτρεψεν ἡ Ἐκκλησία εἰς μεμονομένας περιπτώσεις καὶ ἀποκλειστικῶς διὰ γηραιοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶχον χρείαν βοηθείας. Ἡ Ἐκκλησία σεβομένη καὶ οὐχὶ ἐξωθοῦσα εἰς παραίτησιν –ὡς πράττει σήμερον- τοὺς εὐσεβεῖς γηραιοὺς Ἐπισκόπους, ἐτοποθέτη ἕνα καὶ μόνον ἕνα βοηθόν, διὰ νὰ μὴ δημιουργηθῆ (θεολογικὰ καὶ διοικητικὰ ἀνεπίτρεπτος) πολυαρχία ἐντὸς τῆς Ἐπισκοπῆς, εἰς «διακονίαν ἀποστελλόμενον». Ἐξ αὐτῶν προκύπτει ὅτι ἦτο ἐντελῶς ἄτοπος ἡ διεμβόλησις τῆς Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου διὰ τῶν Δορυλαίου Δαμασκηνοῦ καὶ Εὐμενείας Εἰρηναίου. Εἰς τὴν Αὐστραλίαν ὑπάρχουν αὐτὴν τὴν στιγμὴν 10 Ἐπίσκοποι βοηθοὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Μακαρίου, ὁ ὁποῖος τὴν 15ην Μαρτίου συμπληρώνει μόλις τὸ 50 ἔτος τῆς ἡλικίας του. Οὔτε ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἐπισκόπων οὔτε ἡ ἡλικία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἐδικαιολόγουν τὴν ὕπαρξιν βοηθῶν (δὲν εἰσερχόμεθα κἄν εἰς τὰ προαπαιτούμενα πνευματικὰ προσόντα αὐτῶν).

  Οἱ χωρεπίσκοποι εἶχον Ἐπισκοπή, δηλ. ποίμνιον καὶ συγκεκριμένα ὅρια δικαιοδοσίας. Κατὰ τὴν παροῦσαν κατάστασιν εἰς τὴν Αὐστραλίαν οἱ νῦν χωρεπίσκοποι ἀφ’ ἑνὸς εἶναι ὑπεύθυνοι ὄχι ἰδικῶν των, ἀλλὰ Ἀρχιεπισκοπικῶν Περιφερειῶν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου δύνανται ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν νὰ μετατεθοῦν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Οὔτε ὀλίγον οὔτε πολὺ εὑρίσκονται εἰς «τύπον καὶ τόπον» Ἀρχιερατικῶν Ἐπιτρόπων. Ὡστόσον, δὲν εἶναι πρεσβύτεροι ἀλλὰ Ἐπίσκοποι. Τί εἴδους ἐκκλησιαστικὸν «σύστημα», λοιπόν, φαίνεται νὰ εἰσάγεται;

Ἀνταγωνισμὸς Φαναρίου (ΗΠΑ) – Μόσχας

  Σήμερα διαφαίνεται ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Αὐστραλίας θὰ εἶναι «Ἐπισκοπικοὶ Ἐπίτροποι», μία κατ’ ἐξαίρεσιν ἀπαντῶσα περίπτωσις εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν. Ἐπρόκειτο δι’ Ἐπισκόπους ἑδρεύοντας εἰς λίαν μικρὸν τόπον καὶ ὄντας ἀπολύτως καὶ ἄκρως ἐξηρτημένους εἰς ἅπαντα ἀπὸ τὸν ἀνώτατον Ἐπίσκοπον τῆς περιφερείας. Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ποῦ ὁδηγεῖται τὸ συνοδικὸν σύστημα;

  Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι τὸ σύστημα αὐτὸ σήμερα διατηρεῖται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας! Τὸ Φανάρι ἐπικρίνει τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας, ἀλλὰ παραλλήλως τὸ ἀντιγράφει εἰς τὸ πλαίσιον ἀνταγωνισμοῦ.

  Εἴμεθα καὶ πάλιν ἀναγκασμένοι νὰ ἐπανέλθωμεν προσεχῶς εἰς τὸ ζήτημα, διότι τὸ μεῖζον σήμερα εἶναι ἡ ὀρθὴ νοηματοδότησις τῆς ἐπισκοπικῆς βαθμίδος.