«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑµῖν µὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ’ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·». (Δηλ.: Ἐγὼ ὅµως σᾶς λέγω νὰ µὴ προβάλετε ἀντίστασιν εἰς τὸν πονηρόν, ποὺ χρησιµοποιεῖ ὡς ὄργανόν του ἐκεῖνον ποὺ σᾶς βλάπτει· ἀλλ’ ὅποιος σὲ ραπίσῃ εἰς τὸ δεξιὸν µέρος τῆς σιαγόνος, στρέψον εἰς αὐτὸν καὶ τὸ ἄλλο µέρος, διὰ νὰ ραπίσῃ καὶ τοῦτο).
Τί σημαίνει αὐτό; Μὴ ἀντιδρᾶς γιὰ ὅ,τι σοῦ κάνουν, ἀλλὰ ὠφελήσου.
«Ἀρετὴ ὅμως εἶναι ἡ τῶν ἀληθῶν δογμάτων ἀκρίβεια καὶ ἡ κατὰ βίο ὀρθότητα. Αὐτὰ κανείς, οὔτε ὁ διάβολος, μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ ἀφαιρέση, ἂν προσέχουμε.
Τὸν Ἀδὰμ δὲν τὸν ὑποσκέλισε ὁ διάβολος, ἀλλὰ ἡ ἀπερισκεψία του καὶ ἡ ρᾳθυμία του.
Τὸν Ἄβελ δὲν τὸν ἔβλαψε ὁ πρόωρος θάνατος οὔτε τὸν Κάιν ὠφέλησε ὁ φόνος. Ὁ πρῶτος ἐγκωμιάζεται στοὺς αἰῶνες καὶ βλέπει τὸ Θεὸ σὰν φῶς, ὁ δεύτερος ἔχει γίνει σιχαμερὸς καὶ ἀπεχθὴς στοὺς αἰῶνες καὶ βλέπει τὸ Θεὸ σὰν φωτιά.
Τὸν Ἰωσὴφ τί τὸν ἔβλαψε τὸ μῖσος τῶν ἀδελφῶν του, ἡ συκοφαντία τῆς γυναίκας τοῦ Πετεφρῆ, ἡ φυλακή…
Τοὺς ἀποστόλους οἱ ὁποῖοι πάλευαν συνέχεια μὲ πεῖνα, δίψα, γυμνότητα, διωγμούς, κατατρεγμούς, συκοφαντίες καὶ στὸ τέλος μαρτύρησαν, τί ἀδικήθηκαν ἀπ’ ὅλα αὐτά;
Τὸν πτωχὸ καὶ ἀσθενῆ Λάζαρο τί τὸν ζημίωσε ἡ πτώχεια, ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ ἀσθένεια, ἡ πεῖνα, ἡ θέα τῆς εὐτυχίας τῶν ἄλλων ἐνῷ αὐτὸς ἔπασχε; Ὄχι ἁπλῶς δὲν τὸν βλάψανε ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐξ αἰτίας αὐτῶν πῆρε τὰ στεφάνια, γιατί δὲν βαρυγκώμησε καὶ τὰ ὑπέμεινε ὅλα. Γιατί ἀπὸ μόνα τους αὐτὰ οὔτε μᾶς δίνουν τὴ σωτηρία οὔτε μᾶς ὁδηγοῦν στὴν κόλαση.
Συνεπῶς ὄχι μόνο δὲν ἀδικεῖται κανεὶς ἀπὸ κανένα, ἀλλὰ καὶ περισσότερα κερδίζει, ἐὰν προσέχη τὸν ἑαυτό του.
Μὰ τότε, ἀφοῦ δὲν ἀδικεῖ κανείς, γιατί ὑπάρχει κόλαση καὶ τόσες τιμωρίες; Μὴ συγχέουμε τὰ πράγματα. Γιατί δὲ λέω ὅτι κανεὶς δὲν ἀδικεῖ, ἀλλὰ ὅτι κανεὶς δὲν ἀδικεῖται.
Πολλοὶ εἶναι οἱ ἀδικοῦντες, οὐδεὶς ὅμως ὁ ἀδικούμενος.
Τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀδίκησαν οἱ ἀδελφοί του, αὐτὸς ὅμως δὲν ἀδικήθηκε.
Τὸν Ἄβελ τὸ ἀδίκησε ὁ Κάιν, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἀδικήθηκε».
- Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς περιγράφει μία ἐμπειρία του:
«Ὅταν ἤμουν σ’ ἕνα μοναστήρι τῆς Τύρου, πρίν βγῶ στήν ἔρημο, μᾶς ἐπισκέφθηκε ἕνας ἐνάρετος ἀσκητής τήν ὥρα πού διαβάζαμε τὰ «Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Γερόντων».
Διαβάζοντας, φτάσαμε στὸ γέροντα ἐκεῖνο, ποὺ πῆγαν λῃστὲς καὶ τοῦ εἶπαν:
– Θέλουμε ὅλα ὅσα ἔχεις στὸ κελλί σου.
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
– Ὅσα σᾶς φαίνονται καλά, παιδιά μου, πᾶρτέ τα.
Τὰ πῆραν λοιπὸν ὅλα κι ἔφυγαν. Ἄφησαν μόνο ἕνα σκαλιστήρι. Τὸ παίρνει ἀμέσως ὁ γέροντας καὶ τρέχει ξοπίσω τους, φωνάζοντας:
– Παιδιά, πᾶρτε κι αὐτὸ ποὺ ξεχάσατε!
Οἱ λῃστὲς τότε, θαυμάζοντας τὴν ἀνεξικακία του, τὰ ἐπέστρεψαν ὅλα στὸ κελλί του καί, μετανοημένοι, εἶπαν μεταξύ τους:
– Πραγματικά, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι τοῦτος ἐδῶ… Μόλις λοιπὸν διαβάσαμε αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο, μοῦ λέει ὁ ἐπισκέπτης μας ἀσκητής:
– Ξέρεις, ἀββᾶ μου, αὐτὸ τὸ περιστατικὸ πολὺ μὲ ὠφέλησε.
– Πῶς, πάτερ; τὸν ρώτησα.
Καὶ μοῦ διηγήθηκε:
– Κάποτε, ποὺ ἔμενα στὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη, τὸ διάβασα, θαύμασα τὸ γέροντα κι ἔκανα προσευχή: “Κύριε, Ἐσὺ ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ πάρω τὸ σχῆμα τῶν ἁγίων αὐτῶν γερόντων; ἀξίωσέ με ν’ ἀκολουθήσω καὶ τὰ ἴχνη τους”.
Καθὼς λοιπὸν εἶχα τοῦτον τὸν πόθο, μετὰ ἀπὸ δύο μέρες κάποιοι μοῦ κτύπησαν τὴν πόρτα. Κατάλαβα πὼς ἦταν λῃστὲς καὶ εἶπα μέσα μου: “Δόξα τῷ Θεῷ, τώρα εἶναι καιρὸς νὰ δείξω τὸν καρπὸ τοῦ πόθου μου”. Ἄνοιξα καὶ τοὺς δέχθηκα μὲ ἱλαρότητα. Ἄναψα ἕνα λυχνάρι καὶ ἄρχισα νὰ τοὺς δείχνω τὰ πράγματα, λέγοντας:
– Μὴ ἀνησυχεῖτε. Πιστεύω ὅτι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ σᾶς κρύψω τίποτα.
– Ἔχεις χρυσάφι; μὲ ρώτησαν.
– Ναί, ἔχω τρία νομίσματα.
Καὶ ἄνοιξα μπροστά τους ἕνα κουτί. Τὰ πῆραν κι ἔφυγαν εἰρηνικά.
Τότε ἐγὼ -συνέχισε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς- ἀστειευόμενος τοῦ εἶπα:
– Γύρισαν πίσω κι αὐτοί, ὅπως οἱ ἄλλοι στὸ γέροντα;
– Θεὸς φυλάξοι! μοῦ ἀπάντησε ἀμέσως. Μὰ δὲν ἤθελα νὰ ἐπιστρέψουν!».
Ὄχι μόνο δὲν ἀδικήθηκε ἀλλὰ καὶ ὠφέλησε.