Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

ΙΕΡΟΜ. ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΗΣΥΧΙΟΣ Ο ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ

 «Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Κοντά στά ἄλλα πνευματικά  ἄνθη πού μεγαλώνουν καί καρποφοροῦν ἐδῶ στό εὐλογημένο Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, καί κατόπιν αἰώνια δοξάζονται στόν οὐρανό, συναριθμήθηκε καί ὁ π. Ἡσύχιος Ἁγιαννανίτης, φημισμένος καί ἐνάρετος Πνευματικός.

Λίγα λόγια βιογραφικά θά μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα γιά νά γνωρίσουμε καλλίτερα τόν σεβαστό Γέροντα καί ἐκτιμήσουμε βαθύτερα τόν πλοῦτο τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν του.

Γεννήθηκε λοιπόν σ᾿ ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας, τήν Δράϊνα, τό 1905 ἀπό γονεῖς πού τοῦ ἔδωσαν τήν πατρογονική κληρονομιά, τήν εὐσέβεια πρός τά Θεῖα, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μά δέν γνώρισε τόν κατά σάρκα πατέρα του, διότι πέθανε πρίν αὐτός γεννηθῆ. Εἶχε καί ἄλλα τέσσερα μεγαλύτερα ἀδέλφια. Στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Δημοσθένης. Ἐπῆρε τήν στοιχειώδη μόρφωσι στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του διακρινόμενος γιά τήν σεμνότητα καί ἐπιμέλειά του. Ὁ δάσκαλός του, βλέποντας τήν ἐπίδοσί του, τόν ἐβοήθησε ὥστε νά τελειώση τίς δύο τελευταῖες τάξεις μέσα σ᾿ ἕνα χρόνο.

Ἔχοντας ὡς ἐφόδια γιά τό ξεκίνημα τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας τά ζωήρρυτα νάματα, ἕνα πρωϊνό ἀναχωρεῖ γιά τήν πλησιέστερη κωμόπολι Μεσσήνη πρός ἐκμάθησι μιᾶς τέχνης.

Γίνεται τώρα πάλι μαθητής γιά τέσσαρα χρόνια κοντά σ᾿ ἕνα ράφτη. Κι ἐδῶ ἡ ζωή του δέν ἄλλαξε. Εἶναι βαθειά ποτισμένος μέ τό ἀθάνατο νερό τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Γρήγορα ξυπνάει μέσα του ἡ ἐπιθυμία μιᾶς ἀνωτέρας πνευματικῆς ζωῆς. Τά χρήματα πού παίρνει ἀπό τήν δουλειά του τά κάνει ἐλεημοσύνες ἤ βοηθάει τήν χήρα μητέρα του. Ὁ κόσμος ψυχικά τόν κουράζει. Ὁ θόρυβος τόν ἀναγκάζει νά ἀναζητῆ μία εἰρηνικώτερη ζωή. Καί δέν ἄργησε ὁ πόθος του νά γίνη πραγματικότης. Ἦταν πλέον ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ὁ καλεσμένος γιά τά οὐράνια καί ἀναφαίρετα ἀγαθά.

2. Ἡ θεία Κλῆσις.

Τά παρακάτω γραφόμενα μᾶς τά διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Ἡσύχιος κατόπιν πολλῶν παρακλήσεων.

"Ὅταν ἤμουνα 15 ἐτῶν, μ᾿ ἔστειλαν οἱ γονεῖς μου στήν κωμόπολι Μεσσήνη νά μάθω ράφτης. Πρίν φύγω, ἕνας καλός Χριστιανός μέ συμβούλεψε: "Παιδί μου, Δῆμο, τώρα πού θά πᾶς στήν πόλι, θά ἔχης πολλούς πειρασμούς. Τό ἀφεντικό σου θά σέ παιδαγωγῆ μέ διαφόρους τρόπους γιά νά μάθη ποιός εἶσαι καί τί χαρακτῆρα ἔχεις. Μήν ἐγκαταλείψης τήν ἐκκλησία καί τήν προσευχή".

Ὅταν ἐπῆγα στήν πόλι, μοῦ συνέβαιναν ὅλα ὅσα μοῦ εἶχε εἰπεῖ ἐκεῖνος ὁ καλός Χριστιανός. Ἕνα βράδυ παρεκάλεσα τήν Παναγία νά μέ ὁδηγήση στόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Τότε στόν ὕπνο μου παρουσιάζεται ἕνας μεγαλοπρεπής νέος, λαμπροστολισμένος μέ στρατιωτικά ροῦχα καί μοῦ λέγει: "Θά πᾶς στό τάδε μαγαζί, θά βρῆς τόν τάδε, θά ζητήσης τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶναι μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος. Θά ταξιδεύσης μέ τά μέσα συγκοινωνίας μέχρι τήν Οὐρανούπολι Χαλκιδικῆς, ἀπό ἐκεῖ μέ καϊκι θά πᾶς στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καί ἐκεῖ θά σέ περιμένουν οἱ Ἀδελφοί μιᾶς Καλύβης". Καί λέγοντάς μου αὐτά, μοῦ ἔδειξε συγχρόνως καί ὅλα τά γεωγραφικά ἐδάφη ἀπό τά ὁποῖα θά περνοῦσα, δηλαδή εἶδα ὅτι ἔφθανα στήν Οὐρανούπολι, μπῆκα στό Ὄρος, ἀνέβηκα στήν Σκήτη μας καί εἶδα μοναχούς, οἱ ὁποῖοι μέ περίμεναν.

Σέ μιά ἀπό τίς ἑπόμενες ἡμέρες μοῦ συνέβη ἕνας μεγάλος πειρασμός. Τό ἀφεντικό μου μέ στέλλει νά μεταφέρω μέ τό γαϊδούρι τήν γυναῖκα του στό χωριό της, πού ἦταν δύο χιλιόμετρα μακριά. Μαζί της θέλησε νά ἔλθη καί ἡ ἀνεψιά της. Μεταξύ τους ἀπό πολύ καιρό ἐμηχανεύοντο πῶς νά μέ ρίξουν στόν βόρβορο τῆς ἀκολασίας. Ἀλλά δέν τά κατάφερναν. Καί ἐθεώρησαν κατάλληλη αὐτή τήν εὐκαιρία, γι᾿ αὐτό καί κατάρτισαν τό σατανικό σχέδιό τους.

Ξεκινῶντας γιά τήν ὁδοιπορία καί κρατώντας τό γαϊδούρι ἀπό τό καπίστρι, ἔκανα τόν σταυρό μου λέγοντας. "Παναγία μου, ἔλα μαζί μου σέ παρακαλῶ".

Στόν δρόμο προφασίζεται ἡ γυναῖκα ὅτι βιάζεται νά φθάση γρήγορα καί τρέχει, ἐνῶ στό γαϊδούρι ἀνέβηκε ἡ ἀνεψιά της. Οἱ προσπάθειές της ἔμειναν ἄκαρπες... Τά δελεάσματά της δέν μέ ἐλύγισαν ἀλλ᾿ ἀντιθέτως ἐχαλύβδωσαν τό φρόνημά μου. Κρατώντας πέτρες στά χέρια μου, τήν ἀπειλοῦσα λέγοντας: "Μή τολμήσης νά κατέβης, γιατί θά σέ σκοτώσω μέ τίς πέτρες". Συνάμα ἐφώναζα. "Παναγία μου, σῶσε ἀπό τόν κίνδυνο". Καί ἀμέσως παρουσιάζεται μπροστά μου ἡ Παναγία μέσα σ᾿ ἕνα ἀνέκφραστο καί ἐξαίσιο φῶς καί μοῦ λέγει: "Πέταξε τίς πέτρες καί μή φοβᾶσαι. Εἶμαι κοντά σου". Τότε ἐπῆρα πολλή δύναμι καί χαρά. Ἐκείνη, ὅταν ἄκουσε τήν συνομιλία αὐτή, χωρίς νά βλέπη ποιά μέ ἐπισκέφθηκε, φοβήθηκε καί ἡσύχασε.

Ὅταν φθάσαμε στό χωριό, ἐκείνη ἔκανε τά πονηρά της ἔργα μέ ἄλλον κι ἐγώ, δοξάζοντας τόν Θεό καί τήν Παναγία, ἐπέστρεψα ἀνενόχλητος στό ἀφεντικό μου.

Μιά ἄλλη βραδυά ὁ ἴδιος στρατιωτικός ἅγιος παρουσιάζεται καί μοῦ λέγει: "Εἶναι καιρός, Δῆμο, ν᾿ ἀναχωρήσης γιά τό ταξίδι σου. Αὔριο θά φύγης καί στόν δρόμο θά συναντήσης ἕνα μεγάλο πειρασμό. Μή φοβηθῆς. Παρακάλεσε τήν Παναγία, κάνε τόν σταυρό σου καί θά ἐλευθερωθῆς. Τήν ἄλλη ἡμέρα φεύγω καί σέ λίγο διάστημα δρόμου βλέπω ἔνα μπουλοῦκι ἀπό δαίμονες. Ἦταν ἄγριοι καί κατάμαυροι μέ κέρατα καί οὐρές. Ἐχόρευαν, γελοῦσαν, ἔκαναν ἀσχήμιες μέσα στόν δρόμο. Ὁ μεγαλύτερος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ ἀρχηγός τους, ὁρμᾶ νά μέ πιάση φωνάζοντας καί τούς ἄλλους: "Ἐλᾶτε νά τόν πιάσουμε νά τόν σκοτώσουμε". Τότε πιανόμαστε στά χέρια καί φωνάζω κάνοντας τόν σταυρό μου: "Παναγία μου, σῶσε με". Ἀμέσως ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι ἀπό μπροστά μου.

Ὅταν ἔφθασα μέ τό καλό στήν Θεσσαλονίκη, ἕνας γνωστός μου μέ παίρνει καί χωρίς νά τό γνωρίζω, μέ ὁδηγεῖ στά ἐργαστήρια τῆς ἀνομίας καί ἀνηθικότητος. Δέν ἤξερα πῶς νά ξεφύγω. Ἤμουνα κυκλωμένος ἀπό ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς. Μέ ὁδηγεῖ σέ κάποια. Προφασίζομαι ὅτι δέν εἶναι καλή. Μέ ὁδηγεῖ σέ ἄλλη. Τοῦ λέγω. "Πήγαινε ἐδῶ ἐσύ κι ἐγώ θά προτιμήσω τήν προηγούμενη". Τό εἶπα αὐτό γιά νά γλυτώσω ἀπό τόν κίνδυνο. Ἐπιστρέφοντας βλέπω ἐπάνω στό σπίτι ἐκείνης τῆς γυναίκας ἕνα διάβολο καί ἔκανε νόημα σέ μένα καί στούς ἄλλους νά μποῦμε μέσα. Ὅσοι τοῦ ἔκαναν ὑπακοή, γελοῦσε καί χαιρόταν ὑπερβολικά.

Παραμέρισα καί καθισμένος σέ μιά πέτρα ἐκύτταζα τήν κατάστασι τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά μου ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ὁ στρατιωτικός Ἅγιος, ὁ ὁποῖος μέ καθωδηγοῦσε καί μοῦ λέγει: "Βλέπε, Δῆμο, γιά τελευταία φορά τήν σαπίλα αὐτοῦ τοῦ ματαίου κόσμου".

Φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ ἐταξίδευσα. Ὅπως τά εἶδα στόν ὕπνο μου, τά ἔβλεπα τώρα μέ τά μάτια μου. Ἔφθασα στήν Οὐρανούπολι μέ τό καΐκι στόν ἀρσανᾶ τῆς Σκήτης μας καί ἀνηφόριζα γιά την Σκήτη. Στόν δρόμο συνάντησα ἕνα μοναχό. Ἦταν ὁ διάβολος μεταμφιεσμένος σέ μοναχό.

-Εὐλόγησον, πάτερ.

-Ποῦ πηγαίνεις, παιδί μου; (Δέν εἶπε ὁ Κύριος νά σ᾿ εὐλογῆ).

-Πάω γιά Καλόγερος στήν Ἁγία Ἄννα.

-Σέ ποιούς;

-Στήν Καλύβα τοῦ ἁγίου Μοδέστου, στόν Πνευματικό παπᾶ Λεόντιο.

-Ἄαα, αὐτός δέν εἶναι καλός ἄνθρωπος. Εἶναι ἀπατεώνας, πονηρός καί κακός. Καταστρέφει τούς νέους καί δέν ξέρει ἀπό καλογερική. Ἔλα σέ μένα καί θά σέ μάθω πολλά.

-Δέν χρειάζομαι νά μοῦ εἰπῆς ποιός εἶναι. Ἐγώ θά πάω ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί κάνοντας τόν σταυρό μου ξεκίνησα. Ὁ φαινόμενος μοναχός γκρεμοτσακίστηκε κάτω σέ μία χαράδρα, ἀφήνοντας στό μέρος πού στεκόταν ἕνα σύννεφο καπνοῦ καί φωνάζοντας: "Φεύγω - φεύγω ἀπό τήν Ἁγία Ἄννα. Μοῦ χαλάει τήν δουλειά ὁ παπᾶ-Λεόντιος. Μοῦ πῆρε ὅλους τούς μοναχούς...".

Ὅταν ἔφθασα τό σπίτι, μέ περίμενε ἔξω ὁ Γέροντας καί μοῦ εἶπε: "Ἔλα, παιδί μου, καί σέ περίμενα. Εἶσαι πολύ ταραγμένος. Τί σοῦ συνέβη; ("Ο Γέροντας παπᾶ-Λεόντιος ἦταν προορατικός, ἀλλά προσποιόταν ὅτι τά ἀγνοοῦσε).

3. Ἐξελεξάμην παραρριπεῖσθαι ἐν τῶ Οἴκῳ τοῦ Κυρίου μᾶλλον ἤ ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν".

Ἀφοῦ ἐνίκησε ὁ νεαρός Δημοσθένης μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ κόσμο καί κοσμοκράτορα, ἔσκυψε τόν αὐχένα στόν ἐλαφρό ζυγό τοῦ Κυρίου, γενόμενος δόκιμος μοναχός στήν Καλύβα τῶν Ἁγίων Μοδέστου καί Χαραλάμπους.

Τήν συνοδία ἀποτελοῦσαν πέντε Ἀδελφοί, ὅλοι ἱερομόναχοι. Ἦταν ἄνθρωποι μεγάλης ἀρετῆς. Ἀγωνιστές στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἐγκρατεῖς καί λιτοδίαιτοι. Πιστοί στίς ὑποσχέσεις τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἀξιώθηκαν ὑπερφυῶν χαρισμάτων. "Τά ὀνόματά τους ἦσαν: Ὁ Γέροντας παπᾶ-Λεόντιος καί οἱ ὑποτακτικοί του, π. Χαράλαμπος, π. Παντελεήμων, π. Δανιήλ καί π. Μόδεστος.

Ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ μία παρένθεσις γιά ν᾿ ἀφιερωθῆ στόν προορατικό παπᾶ-Λεόντιο.

Ἦταν ἔμπειρος καί ἱκανός χειραγωγός τῶν ψυχῶν, ὥστε ἔτρεχαν πολλοί στό ἀσκητικό του Καλύβι γιά ἐξομολόγησι, συμβουλές καί λόγια διδασκαλίας. Ἐγνώριζε τά παρελθόντα καί πρέβλεπε τά μέλλοντα. Ἡ ζωή του ἦτο ἕνας καθρέπτης πού ἀντανακλοῦσε τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ καί τῶν μεγάλων Ὁσίων τῆς ἐρήμου. Ἡ καρδιά του, μία πηγή ἱερῶν ἀπαυγασμάτων τῆς θείας Χάριτος. Ὁ νοῦς του, μία φλόγα ἀΰλου πυρός πού τό ἐφανέρωνε  τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον.

Τό Θεῖο Πνεῦμα τοῦ ἀπεκάλυπτε τά κρύφια καί τά ἄδηλα τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων. Καί αὐτός τούς ὡδηγοῦσε ἀσφαλέστατα στό σωτήριο λιμάνι τῆς μετανοίας.

Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ παπᾶ-Ἡσύχιος γιά τόν Γέροντά του τό ἑξῆς περιστατικό ὅτι κάποτε εἶχε κατέβη στήν πατρίδα του τήν Μεσσηνία. Περνῶντας ἔξω ἀπό ἕνα καφενεῖο, ἐκεῖ ἦταν μία συντροφιά ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν νά τόν ὑβρίζουν, νά βλασφημοῦν τά Θεῖα καί νά κατηγοροῦν τούς Καλογήρους. Τούς πλησίασε μέ πραότητα, τούς ἐνουθέτησε καί ἐν συνεχείᾳ ἀπεκάλυψε στόν καθένα ὅλα τά ἁμαρτήματά τους. Οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά τρέμουν. Συγκινήθηκαν ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Γέροντος. Μετενόησαν. Ζήτησαν συγχώρησι καί, ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκαν, ἐπέστρεψαν στά σπίτια τους κατάπληκτοι καί συγκινημένοι ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἁγιορείτη ἱερομόναχο.

Πρίν ἀπό τήν ὁσιακή του κοίμησι ἐκάλεσε ὅλους τούς Ἀδελφούς τῆς συνοδείας του, τούς εὐλόγησε, εἶπε στόν καθένα πῶς θά περάση τήν ὑπόλοιπη ζωή του καί πότε θά πεθάνη. Στόν μακαριστό παπᾶ-Ἡσύχιο, τόν νεώτερο τῆς συνοδίας τοῦ εἶπε: "Θά ζήσης πολλά χρόνια, θά πεθάνης εἰρηνικά σέ βαθειά γεράματα, θά ἀποκτήσης συνοδία καί θά ἔχης πολλές θλίψεις καί στενοχώριες στήν ζωή σου, ἀλλά  "ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται".

Ἐπανερχόμεθα στόν Δόκιμο μοναχό Δημοσθένη, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία 22 ἐτῶν εὑρίσκεται τό 1927 στήν συνοδία μιᾶς ἁγιασμένης μικρῆς Ἀδελφότητος. Ἀσκεῖται σ᾿ ὅλες τίς ἀρετές, μά κυρίως διαπρέπει στήν ὑπακοή καί τήν πραότητα. Ἀκούραστος διακονεῖ στήν ἐκκλησία καί ἐξυπηρετεῖ τούς μεγαλυτέρους Ἀδελφούς. Ἐξασκεῖ καί τό ἐπάγγελμα τοῦ ράφτη σάν ἐργόχειρο πλέον καί σάν ἔργο ὑπακοῆς, ἀφοῦ ἔμαθε νά ράβη πολύ καλά καί τά καλογερικά ροῦχα.

Μετά ἀπό ἕνα χρόνο γίνεται μεγαλόσχημος μέ τό ὄνομα Ἡσύχιος μοναχός. Ἐνδύεται τόν χιτῶνα τῆς εὐφροσύνης καί ἀγαλλιάσεως, τήν πανοπλία τοῦ Πνεύματος γιά νά  ἀποδυθῆ πρός  "μείζονες ἀγῶνες τῆς πρός αὐτόν πάλης".

Μετά ἀπό δύο χρόνια, τό 1930, χειροτονεῖται διάκονος στό Κυριακό τῆς Ἁγίας Ἄννης ἀπό τόν ἐφησυχάζοντα Ἐπίσκοπο Μιλιτουπόλεως κ. Ἱερόθεο. Τό 1932 λαμβάνει τό ἱερατικό χάρισμα ἀπό τόν ἴδιο Ἐπίσκοπο, ἐνῶ τό 1954 γίνεται Πνευματικός, ἀνήμερα τῆς Ἁγίας Ἄννης.

4. "Μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος"(Α΄Τιμ. 4,14).

Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ἀνοίγεται μία νέα πνευματική περίοδος στήν ζωή τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης.

Πλουτισμένος μέ τά θεῖα δῶρα καί ἀξιώματα, κεκαθαρμένος μέ τίς γνωστές μοναχικές ἀρετές ἀπό τά ἐπίγεια σκιρτήματα καί ἐνθυμήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, στολισμένος μέ τό ἔνδυμα τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως, μέ τόν γλυκύτατο χιτῶνα τῆς πραότητος, μορφωμένος μέ τήν ἐπιστήμη τῆς μεγαλύτερης, κατά τόν Μέγα Ἀντώνιο, ἀρετῆς τῆς διακρίσεως, προσφέρεται ὁλόκληρος ὁ δοῦλος στόν Δεσπότη, ὁ ἀδελφός στόν συνάνθρωπο, ὁ πατέρας στά πνευματικά παιδιά του, ὁ χειραγωγός γιά τούς "μέλλοντας κληρονομεῖν Βασιλείαν", ὁ ἀσφαλής κυβερνήτης καί ὁδηγός τῶν πλανεμένων ψυχῶν.

Καί ἦταν πολύς ὁ θερισμός. Καί ὁ καρπός ὄχι ὀλίγος. Σέ πολλά κοινόβια τῆς δυτικῆς πλευρᾶς ἦταν ὁ Πνευματικός τους πατέρας. Ἄνθρωπος ὄνομα καί πρᾶγμα. Μέ ἡσυχία ἐργάσθηκε γιά τό μέλι τῶν ἀρετῶν, μέ ἡσυχία καί ταπείνωσι προσφέρει ἀπό τούς θησαυρούς τῆς ψυχῆς του, ὅ,τι βότανο θά χρειασθῆ γιά τήν θεραπεία τοῦ μετανοοῦντος ἀνθρώπου, μέ ἡσύχιο καί ἁπλό τρόπο ἐξομολογεῖ, ἥσυχα μιλᾶ καί ἥσυχα βαδίζει. Κανών ἐγκρατείας καί εἰκόνα πραότητος. Οἱ παλαιοί Πατέρες τῶν Μονῶν πού ἐξωμολογοῦσε, ἔχουν πολλά νά διηγοῦνται γιά τήν μορφή καί τό πνευματικό ὕψος τοῦ Πνευματικοῦ π. Ἡσυχίου. Δέν ἦταν αὐστηρός στίς ἐξομολογήσεις του. Ἐστήριζε μέ τήν βακτηρία τῆς στοργῆς, ἐπαίδευε μέ τήν ράβδο τῆς πραότητος. Στό πρόσωπό του καθρεπτιζόταν ἡ γλυκύτης τοῦ Ναζωραίου Ἰησοῦ.

Δέν ἐξωμολογοῦσε μόνο τούς μοναχούς, ἀλλά καί πολλούς λαϊκούς, πού εἶχαν ἀκούσει τήν φήμη του. Ἡ δρᾶσις του ἐπεκτάθηκε καί ἔξω τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Βαστάζοντας τό ἱερό Κιβώτιο τοῦ μυροβλύτου Λειψάνου τῆς Ἁγίας Ἄννης, Προστάτιδος καί ἰατροῦ τῆς Σκήτης, ὤργωνε τά χωριά τῆς Χαλκιδικῆς καί ἄλλων τόπων τῆς Μακεδονίας. Στά χρόνια τῆς Κατοχῆς ἡ Ἁγία Ἄννα ἦταν ἡ προσφιλέστερη παρηγοριά στίς καρδιές τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Παντοῦ, ὅπου τήν καλοῦσαν, μέ τόν πιστό δοῦλο Της τόν παπᾶ Ἡσύχιο, ἔτρεχε, ἐθεράπευε ἀσθενεῖς, διέσωζε κινδυνεύοντας, ἔλυνε τήν στείρωσι ἀτέκνων γυναικῶν μέ ἀποτέλεσμα τά βαπτιζόμενα παιδιά νά παίρνουν τά ὀνόματα τῶν ἁγίων Ἰωακείμ καί Ἄννης.

            Καί σήμερα ἀκόμη ἄνθρωποι πού φέρουν τά ὀνόματα αὐτά, ἔχουν νά διηγοῦνται μιά δική τους ἱστορία, ἕνα θαῦμα τῆς Ἁγίας, πού γινόταν στήν μητέρα τους. Μερικά θαύματα, ὅσα θυμόταν ὁ μακαριστός Γέροντας ἤ τά δύο  Καλογέρια του, ὁ παπᾶ Λεόντιος καί ὁ διάκονος Παντελεήμων, θά ἀναφέρουμε παρακάτω.

5. "Ἐγώ δέ ὡσαί ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῶ Οἴκῳ τοῦ Θεοῦ".

Παραμονές  τοῦ Βου Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ ἐπιστράτευσις εἶναι γενική μή ἐξαιρουμένων καί τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν. Ὁ παπᾶ-Ἡσύχιος βάζει μετάνοια στήν Ἁγία Ἄννα, λέγοντας: "Ἁγία Ἄννα μου, βοήθησέ με καί ὅσο ζῶ θά σέ ὑπηρετῶ" καί ἀνεχώρησε γιά τό γραφεῖο στρατολογήσεως τῆς Καλαμάτας. Ὁ ἀξιωματικός ὑπηρεσίας τοῦ ζητάει τά στοιχεῖα του. "Ἐγώ δέν πάω φαντάρος, γιατί εἶμαι μοναχός ἁγιορείτης", τοῦ ἀπήντησε καί ἔφυγε γιά νά ἐπισκεφθῆ τούς συγγενεῖς του.

-Νά ξαναπεράσης μετά ἀπό δέκα ἡμέρες νά πάρουμε τά στοιχεῖα σου, ἐπιμένει ὁ ἀξιωματικός.

Σέ δέκα ἡμέρες ἐπέστρεψε ὁ Παπᾶς, ἀλλ᾿ αὐτή τήν φορά ἡ συμπεριφορά τοῦ ἀξιωματικοῦ ἦταν διαφορετική.

-Πάτερ  μου, τοῦ λέγει, εἶδα στόν ὕπνο μου μία γριά γυναῖκα καί μοῦ εἶπε: "Οἱ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους δέν στρατολογοῦνται".

Τρεῖς φορές ἦλθε καί μοῦ τό εἶπε καί σέ κάθε φορά μοῦ μιλοῦσε αὐστηρότερα. Στό τέλος μοῦ ἐπρόσθεσε: "Ὅταν ἔλθη πάλι αὐτός ὁ ἁγιορείτης Παπᾶς, νά τοῦ δώσης ἀπαλλαγή ἀπό τόν στρατό".

Λοιπόν, πάρε τό ἀπολυτήριό σου, πάτερ μου, καί πές μου ποιά εἶναι αὐτή ἡ Γριά.

-Εἶναι ἡ ἁγία Ἄννα, ἡ Προστάτις τῆς Σκήτης μας στό Ἅγιον Ὄρος.

-Παρακάλεσέ την, πάτερ μου, νά μέ συγχωρήση.

Καθώς  ἔμαθα κατόπιν, μᾶς ἔλεγε ὁ π. Ἡσύχιος, τή ὥρα πού παρουσιάσθηκα στό γραφεῖο στρατεύσεως, οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί τῆς Καλύβας μας ἔκαναν Παράκλησι στήν Ἁγία Ἄννα νά μέ βοηθήση.

Ἡ ἐπέμβασις τῆς Ἁγίας Ἄννας δέν εὐεργέτησε μόνο τόν π. Ἡσύχιο, ἀλλά ὅλους τούς ἁγιορείτας Μοναχούς, διότι οἱ ἐπικεφαλῆς τοῦ στρατοῦ μαθαίνοντας τό ἀνωτέρω γεγονός, ἀπήλλαξαν τῆς στρατεύσεως αὐτούς, ἐνῶ τούς μοναχούς, ἐκτός τοῦ Ἁγίου Ὄρους τούς ἐστρατολόγησαν ὅλους.

Σ᾿ ἕνα χωριό τῆς Χαλκιδικῆς περνοῦσε ὁ π. Ἡσύχιος μέ τό Λείψανο τῆς Ἁγίας Ἄννης καί στήν αὐλή ἑνός σπιτιοῦ εἶδε μιά γυναῖκα πού ἔκλαιγε καί τραβοῦσε τά μαλλιά της γιά τό ἀλογάκι της, τό ὁποῖο ἐκείνη τήν στιγμή ἦταν κατά γῆς καί ἄφριζε.

-Τί ἔχει, Χριστιανή μου, τό ἀλογάκι σου;

-Ἄχ, πάτερ μου, θά ψοφήση. Μοῦ τό εἶπε ὁ κτηνίατρος καί δέν ἔχω ἄλλο ἡ καϋμένη.

-Μή κλαῖς. Θά γίνη καλά. Ἔχω μαζί μου τήν Ἁγία Ἄννα. Θά διαβάσουμε στήν Χάρι της μία Παράκλησι καί θά κάνουμε καί ἁγιασμό. Μετά τίς προσευχές πότισε τό ζῶο μέ ἁγιασμό καί, ὦ τοῦ θαύματος, τό ζῶο ἀμέσως σηκώθηκε καί περπάτησε.

Ἐνῶ συνέβαιναν αὐτά, δύο κτηνίατροι, στόν δεύτερο ὄροφο ἄρχισαν νά κατηγοροῦν τόν Παπᾶ λέγοντας: "Νᾶτος ὁ Καλόγερος. Ἦλθε νά πάρη τό πενηντάρικο τῆς δυστυχισμένης γυναίκας. Πᾶμε νά τόν πειράξουμε". Ἐπλησίασαν καί τοῦ εἶπαν:

-Τί κάνεις, παπᾶ; Ἔκαμες καλά τό ἄλογο;

-Καί ὁ παπᾶς μέ ὕφος αὐστηρό τούς ἀπήντησε: "Θεομπαίκτες, δέν ντρέπεσθε νά μέ κατηγορῆτε, ὅτι ἦλθα νά πάρω τά λεφτά τῆς γυναίκας; Περιμένετε καί θά δῆτε τό θαύμα".

Ἐκεῖνοι, μετά τήν θεραπεία τοῦ ζώου ἔμειναν ἄφωνοι. Ἐζήτησαν συγχώρησι καί ἀνεχώρησαν.

Μιά ἄλλη φορά, διηγεῖται ὁ ἴδιος, κατόπιν προσκλήσεως τῆς Μητροπόλεως καί τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, ἐπῆρα τήν Ἁγία Ἄννα καί περιωδεύσαμε χωριά τῆς Χαλκιδικῆς. Σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτά, ὡς συνήθως, κατέλυσα τό βράδυ στό σπίτι τοῦ παπᾶ τῆς ἐνορίας καί ἔδωσα στό μεγαλύτερο παιδί του τήν βαλίτσα μέ τ᾿ Ἅγιο Λείψανο νά τήν ἀνεβάση στό δωμάτιό μου. Καί πράγματι τήν ἄφησε ἔξω ἀπό τήν πόρτα. Ἐγώ μετά τό φαγητό πού εἶχα μέ τήν οἰκογένεια τοῦ παπᾶ, κουρασμένος ὅπως ἤμουνα, ἐξάπλωσα νά κοιμηθῶ στό δωμάτιό μου. Ξέχασα νά πάρω τήν βαλίτσα, που στεκόταν ἔξω ἀπό τό δωμάτιό μου. Τήν νύκτα παρουσιάζεται ἡ Ἁγία Ἄννα καί ἀφοῦ μοῦ ἔδωσε ἕνα γερό χαστούκι, μοῦ εἶπε: "Γιατί μέ ἄφησες μονάχη μου ἔξω;" Ἀπό τά δυνατά κτυπήματα ξύπνησα. Ἔψαξα γιά τήν βαλίτσα, πουθενά. Ἀνοίγω τήν πόρτα καί ἡ βαλίτσα ἦταν ἐπάνω στόν καναπέ. Ἔβαλα μετάνοιες  πολλές στήν Ἁγία καί ἔκτοτε ποτέ δέν τήν ἀποχωρίσθηκα, ὅταν ἔβγαινα ἔξω μαζί της.

Στά χρόνια τῆς Κατοχῆς συνέβη τό ἑξῆς περιστατικό. Ὁ π. Ἡσύχιος ἐδιάβαινε σ᾿ ἕνα χωριό. Σέ κάποιο σπίτι, ὅταν ἔμαθαν ὅτι ἦλθε τό Ἅγιο Λείψανο, ἔτρεξαν νά τό ὑποδεχθοῦν μέ λαχτάρα. Μέ πολλά δάκρυα καί λόγια εὐχαριστίας προσκυνοῦσαν καί καταφιλοῦσαν τήν Ἁγία.

-Τί ἐπάθατε, Χριστιανοί μου, καί προσκυνᾶτε τήν Ἁγία μέ τόση προθυμία καί ἀφοσίωσι.

-Λέγει ὁ πατέρας τῆς οἰκογενείας:

-Νά, Γέροντα, ἡ Ἁγία Ἄννα ἔσωσε τό σπιτικό μας ἀπό τό θανατικό καί ἐφύλαξε τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπειά μας. Πρό ὀλίγου καιροῦ ἦλθαν στό χωριό Γερμανοί φέρνοντας μαζί τους καί καμμιά εἰκοσαριά Μογγόλους ἄγριους μέ σκοπό νά τρομοκρατήσουν καί ν᾿ ἀτιμάσουν τίς γυναῖκες τοῦ χωριοῦ μας. Μέ τήν βοήθεια ἑνός προδότη ἔκαναν πολλές ἀτιμίες καί κακοπραγίες. Ἦλθαν ἕνα βράδυ ἕξι ἀπ᾿ αὐτούς στό δικό μας σπίτι. Μ᾿ ἔβγαλαν ἔξω. Ἑτοιμάσθηκαν νά ἐπιτεθοῦν κατά τῆς μεγαλύτερης κόρης μου, ἀλλά αὐτή τούς ἀντιπάλαισε. Ἅρπαξε ἕνα τσεκούρι καί παρ᾿ ὀλίγο νά ἔκοβε τό χέρι ἑνός  ἐξ  αὐτῶν. Φοβήθηκαν. Ἔφυγαν γιά νά γυρίσουν 16 ἄτομα συνολικά, ὅλοι τους ἁρματωμένοι. Ἐμεῖς ἀμπαρώσαμε τό σπίτι ἀπό παντοῦ καί ἡ πολιορκία ἄρχισε. Ἐπέσαμε στό πάτωμα γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τίς σφαῖρες παρακαλώντας διαφόρους Ἁγίους σέ βοήθεια. Σέ μιά στιγμή ἡ μιά κόρη μου ἐφώναξε: "Ἁγία Ἄννα, βοήθησέ μας, πεθαίνουμε".

-Μή φοβᾶσθε, εἶμαι μαζί σας, ἀκούσθηκε ἡ φωνή τῆς Ἁγίας.

-Μά ποῦ εἶσαι δέν σέ βλέπουμε. Καί τότε ἀμέσως ἔλαμψε τό σπίτι ἀπό ἕνα ἐξαίσιο καί οὐράνιο φῶς, ἐνῶ ἦταν νύκτα.

Οἱ πολιορκητές σέ λίγο φύγανε τρομαγμένοι. Ποιός ξέρει μέ τί τρόπο τούς ἐδίωξε ἡ Ἁγία Ἄννα.

Κάποιος Χριστιανός μέ δέκα ἐργάτες ἄνοιγαν τρύπες στό πηγάδι μέ ἀρίδι, δίπλα στό σπίτι του γιά νά εὗρουν  περισσότερο νερό. Εἶχαν κτυπήσει τό ἀρίδι πολλά μέτρα καί σέ πολλά σημεῖα, ὁπότε αὐτό σέ μιά στιγμή, καθώς τό ἐβύθιζαν μέσα, ἐσκάλωσε σέ μία πέτρα καί ἦταν ἀδύνατον νά κουνηθῆ, παρά τίς ἀλλεπάλληλες προσπάθειες τῶν ἐργατῶν.

Περνοῦσε ἀπ᾿ ἐκεῖ ὁ π. Ἡσύχιος καί ὁ  νοικοκύρης, πολύ πιστός Χριστιανός, σκέφθηκε νά ζητήση τήν βοήθεια τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἔγραψε τά ὀνόματα τῶν οἰκείων τους καί τῶν ἐργατῶν σέ ξεχωριστό χαρτί καί κάλεσε τόν παπᾶ νά διαβάση Ἁγιασμό. Ὅταν τελείωσε ἡ τελετή, ἐπῆρε ὁ ἰδιοκτήτης τόν Ἁγιασμό καί τά ὀνόματα τῶν ἐργατῶν καί τά ἔριξε μέσα στό ἀρίδι ἀπό τό ἐπάνω μέρος. Κάλεσε ὕστερα τούς ἐργάτες νά ἐπαναλάβουν τίς προσπάθειές τους. Ἐκεῖνοι τόν ἐχλεύαζαν. Ἀρνοῦντο νά ἔλθουν, γιατί ἐγνώριζαν ὅτι κάθε προσπάθεια ἀποβαίνει ἄκαρπος. Τελικά ἐπῆγαν καί μέ τήν πρώτη κίνησι ἐλευθερώθηκε τό ἀρίδι καί ἄρχισε νά βγαίνει νερό ἀπό τό ἐπάνω μέρος του.

Τότε βγῆκε καί τό χαρτί μέ τά ὀνόματα. Τό ἐπῆρε ὁ ἀρχιμάτορας, τό ἐδιάβασε καί ἄρχισε νά βλασφημῆ τόν νοικοκύρη ὅτι εἶναι μάγος καί ὅτι ἔχει κάνει μάγια. Ἔφεραν τόν παπᾶ-Ἡσύχιο στό σπίτι, τούς ἐξήγησε τό θαῦμα καί ἐπίστευσαν ὅλοι τους ζητώντας συγχώρησι γιά τήν δυσπιστία τους.

Σ᾿ ἕνα ἄλλο χωριό μιά γυναῖκα εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά ἀπό σπονδυ-λοαρθρίτιδα. Ἦταν γιά πολύ καιρό ἀκίνητη στό κρεββάτι καί πονοῦσε ὑπερβολικά.

Ὅταν ἐπέρασα, διηγεῖται ὁ παπᾶ-Ἡσύχιος, ἀπό τό χωριό μ᾿ ἐφώναξε ὁ ἄνδρας της νά τῆς δώσω τό Ἅγιο Λείψανο, νά τό βάλη μία νύκτα στό δωμάτιο τῆς γυναίκας του.

-Αὐτό δέν γίνεται, τοῦ εἶπα. Θά φέρω τό Λείψανο καί θά κοιμηθῶ τό βράδυ στό σπίτι σας. Μαζεύτηκε ὅλη ἡ γειτονιά γιά ν᾿ ἀγρυπνήσουν χάριν τῆς ἄρρωστης. Ἔγινε πρῶτα ὁ Ἁγιασμός καί μετά ἄρχισε ἡ ἀγρυπνία. Ἡ ἀσθενής εἶδε στόν ὕπνο της ἐκείνη τήν νύκτα μία γριά γυναῖκα. Ἔπιασε καί τράβηξε τούς σπονδύλους τῆς σπονδυλικῆς της στήλης κι ἀμέσως σταμάτησαν οἱ πόνοι καί σηκώθηκε ἀπό τό κρεββάτι της. Οἱ εὐχαριστίες ὅλων καί ἰδιαίτερα τῆς θεραπευμένης γυναίκας δέν ἐπεριγράφοντο.

Τό 1963, ὁ ὑποτακτικός τοῦ π. Ἡσυχίου, ἱερομόναχος Λεόντιος ἦταν σοβαρά ἄρρωστος. Κανένα γιατρικό δέν σταματοῦσε τούς πόνους πού ἔνοιωθε στά νεφρά. Δέν μποροῦσε νά βαδίση ὄρθιος, ἀλλά περπατοῦσε μέ τά τέσσαρα. Ὁ Γέροντάς του παπᾶ-Ἡσύχιος τοῦ εἶπε: "Πήγαινε ἔτσι μέ τά τέσσαρα στό Καθολικό (κεντρική ἐκκλησία τῆς Σκήτης) καί φέρε ἐδῶ μέ τήν βοήθεια τοῦ Δικαίου τό Λείψανο τῆς Ἁγίας Ἄννης γιά νά διαβάσουμε Ἁγιασμό". Ὁ παπᾶ Λεόντιος ἔκανε ὐπακοή. Ἔφερε τήν Ἁγία Ἄννα, ἔγινε ὁ Ἁγιασμός, ἤπιε ἀμέσως καί βγῆκε ἔξω στήν ἁπλωταριά, ἔκανε ἐμετό κι ἔγινε τελείως καλά.

Ἐγράψαμε ἀντιπροσωπευτικῶς μερικά ἀπό τά θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅσα ἐνθυμοῦντο ὁ παπᾶ-Ἡσύχιος καί οἱ ὑποτακτικού του, στούς ὁποίους κάποτε τά εἶχε διηγηθῆ ὁ ἴδιος.

Στό Μοναστήρι μας, τό τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ὁ Γέροντας παπᾶ-Ἡσύχιος ἐχρημάτισε Πνευματικός 13 χρόνια (1963-1976). Οἱ παλαιοί Πατέρες, ὅσοι τόν εἶχαν Πνευματικό, διατηροῦν καθαρά στήν μνήμη τους τίς ἀρετές καί τήν πνευματικότητα αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἀνδρός. Ἕνας Γρηγοριάτης μοναχός, ὁ π. Ἡσύχιος μοῦ εἶπε: "Τί νά σοῦ πῶ, ἀδελφάκι μου. Αὑτοί ἦταν ἀσκητές, ἅγιοι ἄνθρωποι. Πολύ σπουδαῖος ἦτανε καί ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς του, ὁ παπᾶ Λεόντιος. Ἔκανε κι αὐτός Πνευματικός στό Μοναστήρι μας. Γι᾿ αὐτόν μοῦ εἶχε διηγηθῆ ὁ παπᾶ-Ἡσύχιος ὅτι ἕνα χρόνο, πρίν πεθάνει, περνοῦσε μία βαρειά ἀρρώστεια καί τόν περίμεναν. Ἐγώ ἤμουνα στόν κῆπο μιά ἡέρα καί μέ φωνάζει ὁ Γέροντάς μου λέγοντας: "Κάτι μαῦροι ἀραπάδες ἔχουν ἔλθει, παιδί μου Ἡσύχιε, ρώτησε τί θέλουνε καί ποῦ θέλουν νά πᾶνε;

Κι ἐγώ νέος τότε, περιέπαιξα τά λόγια τοῦ ἑτοιμοθανάτου Γέροντά μου. Μερικοί καρβουνιαραῖοι, εἶναι τοῦ εἶπα. Ἔχουν ἔλθει ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Ζωγράφου καί ζητᾶνε δουλειά".

-Καί ἐκεῖνο τό λαμπρό παλληκάρι πού στέκεται στό παράθυρο ποιό εἶναι; Μοῦ εἶπε, ὅτι θά ἔλθη μετά ἀπό ἕνα χρόνο νά μέ πάρη. Καί πράγματι ὁ λαμπρός αὐτός νέος ἦταν Ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τήν ἴδια ὥρα καί ἡμέρα  τόν ἑπόμενο χρόνο ἐπῆρε τήν Ψυχή τοῦ Γέροντος καί τήν ἔφερε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ.

Οἱ συνηθισμένες συμβουλές του στά Καλογέρια του ἦταν οἱ ἑξῆς: "Πρῶτα νά ἐπιμελῆσθε τόν μοναχικό σας Κανόνα καί τίς ἐκκλησιαστικές σας Ἀκολουθίες. Νά ἔχετε εἰρήνη, ἑνότητα καί ἀγάπη μεταξύ σας καί μέ ὅλους τούς ἄλλους Πατέρες. Κατόπιν νά κυττάζετε τό διακόνημα. Ὅποιος πτωχός ἔλθει στό Κελλί μας, νά τόν φιλοξενῆτε καί νά τοῦ δίνετε ἐλεημοσύνη, ὅ,τι μπορεῖτε. Διότι αὐτά τά προσφέρετε στόν Ἴδιο τόν Χριστό μας, ὁ ὁποῖος μᾶς τά προσφέρει ὕστερα διπλᾶ. Νά ἔχετε εὐλάβεια στήν Ἄγία Ἄννα, διότι Αὐτή εἶναι ἡ Προστάτις καί ἡ Ἰατρός μας".

Ἀδελφός τῆς Μονῆς μας, ἐπισκέφθηκε τόν Γέροντα Ἡσύχιο πρίν τρία χρόνια καί τοῦ εἶπε: "Γέροντα, ἐάν ἔχει εὐλογία νά μοῦ δώσετε κάτι σάν δῶρο καί ἐνθύμιο γιά νά σᾶς μνημονεύω, ἄς εἶναι καί τό πλέον ταπεινό". Τήν ἄλλη Ἡμέρα τό πρωΐ ἁπλώνει τό χέρι του καί τοῦ δίνει μία εἰκονίτσα, κάρτα τῆς Ἁγίας Ἄννης, λέγοντάς του: "Πάρε αὐτή τήν εἰκόνα. Εἶναι ὅ,τι πολυτιμώτερο εἶχα στήν ζωή μου. Αὐτόν τόν θησαυρό ἀγάπησα καί πιστά ὑπηρέτησα. Νά τήν βάλης στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ σου καί θά τῆς βάζης μετάνοια, ὅταν βγαίνης καί ὅταν μπαίνης. Καί αὐτή θά σέ προστατεύη καί θά πρεσβεύση γιά τήν σωτηρία σου".

6." Δίκαιος ἐάν φθάση τελευτῆσαι ἐν ἀναπαύσει ἔσται".

Ἐπί ἀρκετά χρόνια ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἐδοκιμάζετο μέ μία ἀρρώστεια, τήν λεγομένη "πάρκινσον", μέ ἀποτέλεσμα νά τρέμουν τά χέρια του. Ἐβάδιζε λίγο. Ἀπό τόν Ἰούλιο τοῦ 1981, λόγῳ καί τῆς ἡλικίας του κατέπεσε στό κρεββάτι. Συγχρόνως ἀπό τά ἄκρα τῶν ποδιῶν του ἄνοιξαν μεγάλες πληγές ἀπό τήν ἀκινησία. Ὑπέφερε πολύ, ἀλλά ὑπέμενε μέ καρτερία τίς δοκιμασίες σάν θεῖες ἐπισκέψεις. Εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά τόν κανόνα πού τοῦ ἔδωσε καί ἔλεγε στά Καλογέρια του: "Μή γογγύζετε γιά τίς ἀρρώστειες μου. Θά πάρετε μισθό ἀπό τόν Θεό γιά τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία μέ διακονεῖτε".

Πλησίαζε τό τέλος του καί δέκα ἡμέρες περίπου πρίν πεθάνη, εἶπε: "Ἐγώ θά φύγω τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους". Ἦλθε ἡ γιορτή τοῦ δευτέρου Προστάτου τοῦ Κελλιοῦ τους, τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους καί τοῦ εἶπε ὁ ἱεροδιάκονος Παντελεήμων: "Ἔλα, Γέροντα, νά ψάλλουμε τόν Ἑσπερινό".

-Πηγαίνετε ἐσεῖς κι ἐγώ ἑτοιμάζομαι γιά τήν ἄλλη ζωή.

Ἦταν τά τελευταῖα λόγια του. Δέν ξαναμίλησε, ἀλλά συννεννοεῖτο μέ τά  μάτια. Καί ἡ ὥρα τῆς ὁριστικῆς ἀποδημίας του ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο δέν ἄργησε ἄλλο. Μία ὥρα μετά τήν δύσι τοῦ ἡλίου, παρέδωκε ὁ σεβαστός Γέροντας Ἡσύχιος τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐκοιμήθη τόν ὕπνο τοῦ δικαίου καί συγκαταριθμήθηκε μέ τίς στρατιές τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων καί τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων.

Ἦταν ἀπολύτως γαλήνιος καί εἰρηνικός.  Στό πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε ἡ γλυκειά ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀφθάρτων ἀγαθῶν, γιά τά ὁποῖα ἀπό μικρό παιδί ἀγωνίσθηκε καί κατώρθωσε χάριτι Θεοῦ νά τά ἀποκτήση ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Δέν εἶχε ἐπιθανάτιο ρόγχο. Μέ μιά βαθειά ἀναπνοή μετώκισε στήν ἄλλη ὄχθη τῆς αἰωνίου καί παντοτεινῆς πατρίδος μας. Δέν ἦταν τυχαῖος ὁ χρόνος τῆς ἀποβιώσεώς του, στήν μνήμη τοῦ δευτέρου Προστάτου τοῦ Κελλιοῦ τους. Εἶναι μεγάλη εὐλογία νά αἰσθάνεται κανείς τή συντροφιά τῶν Ἁγίων, ἀκόμη καί μέχρι τοῦ θανάτου του. Παρέμεινε τό σκήνωμά του ἄταφο δύο ἡμέρες μέχρις ὅτου ἔλθουν οἱ Πατέρες ἀπό τά Κονόβια καί τίς ἄλλες Σκῆτες γιά νά τόν προπέμψουν στήν τελευταία κατοικία του. Στό διήμερο αὐτό δέν παρουσίασε καμμία δυσοσμία.

Ἦλθαν οἱ Ἀδελφοί καί Συλλειτουργοί του, οἱ ὁποῖοι μέ τό γνωστό ἁγιορειτικό τυπικό τόν ἐδιάβασαν τελευτώντας μέ τήν εὐχή: "Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιμακάριστε καί ἀείμνηστε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ ἡμῶν".

Εὐχαριστοῦ με τόν Θεό διότι στίς ἡμέρες μας δοξάζεται τό Πανάγιο Ὄνομά Του μέ τήν ἀκτινοβολία τέτοιων ἁγίων ἀνθρώπων, πού πιστοποιοῦν ἔμπρακτα σ᾿ ἐμᾶς τούς νεωτέρους τήν δυνατότητα σωτηρίας καί ἁγιασμοῦ τῶν ψυχῶν μας.

Ὁ ἀείμνηστος παπᾶ-Ἠσύχιος δέν εἶναι ἕνα δῶρο δικό μας πρός τόν Θεό, ἀλλά ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Καί μέ τέτοια ἀκριβά δῶρα ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου πρός ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.

Εὐχαριστοῦμε τήν Κυρία τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, Παντάνασσα Παρθένο Μαρία γιά τά μυρίπνοα ἄνθη πού ἡ Ἴδια καλλιεργεῖ καί προετοιμάζει στόν Τόπο της γιά τήν αἰωνιότητα.

Εὐχαριστοῦμε τόν μακαριστό π. Ἡσύχιο, διότι μέ τήν παρουσία του στήν γῆ μᾶς ἔφερε πιό κοντά στόν οὐρανό. Καί μέ τήν ὁσιακή του ἀποδημία μᾶς ἄφησε ὡς πολύτιμη κληρονομιά τήν ἁγία ζωή του.

Τώρα θά πρεσβεύη στήν Ἁγία Τριάδα γιά ὅλο τόν κόσμο, ἰδιαίτερα γιά ἐμᾶς τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρας.

Δι᾿ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἡσυχίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου