Ἐπέτειος τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας
Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ἀρετες των ἡρωων – 5 χαντρες
(ἐκκλησιασμός, νηστεία, προσευχή, ἀγάπη – συγγνώμη, εὐσπλαχνία)
Δοξάσουμε τὴν ἁγία Τριάδα γιὰ τὸ μέγα ἔλεός της. Διότι ὁ Πατὴρ
εὐδόκησε ν᾽ ἀποστείλῃ τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ, καὶ ὁ Υἱὸς κατῆλθε
ἐδῶ στὴ πολυστένακτη γῆ μας, τὸ δὲ πανάγιο Πνεῦμα συνήργησε ὥστε σὰν
σήμερα ὁ Θεὸς Λόγος νὰ συλληφθῇ ὡς τέλειος ἄνθρωπος πραγματικὰ στὴν
καθαρὰ μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματά της, καὶ ν᾽
ἀρχίσῃ νὰ κυοφορῆται ἐν αὐτῇ, ὥστε νὰ γεννηθῇ μετὰ ἀπὸ ἐννέα μῆνες.
«Σήμερον», λοιπόν, «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον (= ἡ ἀρχή) καὶ τοῦ
ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τῆς Παρθένου
γίνεται…» (ἀπολυτ.). Τὸν δοξάζουμε, γιατὶ εὐδόκησε νὰ γεννηθῇ, νὰ ζήσῃ
ἀνάμεσά μας ἐπὶ 33 χρόνια, νὰ μᾶς συναναστραφῇ, καὶ νὰ μᾶς λυτρώσῃ διὰ
τῆς σταυρικῆς θυσίας καὶ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεώς του ἐκ τῆς δουλείας
τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου.
«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν»
(μεγαλυνάρ.).
Ἂς εὐχαριστήσουμε ὅμως σήμερα τὸν Κύριο καὶ γιὰ τὸ ἔλεός του
στὴν ταλαίπωρη πατρίδα μας. Γιατὶ Ἐκεῖνος ἔδωσε τότε δύναμι στοὺς
προπάτορές μας ν᾽ ἀρχίσουν τὸν δύσκολο ἀγῶνα τῆς ἐθνεγερσίας, ἐναντίον
σκληροῦ δυνάστου, ποὺ ἔτρεμαν κι αὐτοὶ οἱ ἡγέτες τῶν κρατῶν τῆς
Εὐρώπης, καὶ ν᾽ ἀποτινάξουν ζυγὸ τεσσάρων αἰώνων.
Οἱ ἀγωνισταὶ ἐκεῖνοι δὲν ἦταν
ὑπεράνθρωποι· ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἦταν, ἀλλὰ ἡ πίστι τους στὸ Θεὸ τοὺς
κινοῦσε σὲ ὑπεράνθρωπα τολμήματα· καὶ μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι εἶδαν θαύματα.
Ἐσέβοντο καὶ λάτρευαν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, εὐλαβοῦντο τὴν
Παναγία, τιμοῦσαν τοὺς ἁγίους.
Δὲν ἦταν τέλειοι· ἀτελεῖς ἄνθρωποι ἦταν, μὲ πολλὰ πάθη,
ἐλαττώματα καὶ ἀδυναμίες· ὀργή, θυμό, ἀμέλεια, φαγοπότια, κακὲς
συνήθειες ὅπως κάπνισμα, ἀθυροστομία κ.λπ. Ἡ σκληρὴ ζωὴ τῶν
στερήσεων, τῶν κινδύνων καὶ τῶν θυσιῶν, ποὺ ζοῦσαν διαρκῶς, ἐσκλήραινε
ὁπωσδήποτε τὸ χαρακτῆρα τους, πίεζε τὴν ψυχή τους, τοὺς ἔφερνε σὲ
ἐκρήξεις. Ὅλα αὐτὰ βάραιναν σὰν μαῦρος κλοιὸς ἐπάνω τους.
Ἐὰν κανεὶς τοὺς κρίνῃ μὲ τὰ μέτρα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀσφαλῶς θὰ
τοὺς βρῇ ἐλλιπεῖς. Ἐμεῖς μὴν τοὺς ἀδικήσουμε. Αὐτὸ τὸ λάθος κάνουν
ὡρισμένοι λεγόμενοι ἐπιστήμονες, ἄνθρωποι τοῦ γραφείου καὶ τῶν
ἀνέσεων· δὲν τοὺς κατανοοῦν σωστά. Ἡ τελικὴ ὅμως κρίσις ἀνήκει στὸ
Θεό, ποὺ εἶνε δίκαιος καὶ κρίνει ὅλους μὲ φιλανθρωπία.
Παρὰ τὶς ἀδυναμίες τους οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι πρόγονοί μας εἶχαν
πίστι στὸ Θεό. Καὶ ἡ πίστι τους δὲν ἦταν μόνο λόγια· ἦταν ἔμπρακτη, εἶχε
ἁπτὲς καὶ συγκεκριμένες ἐκδηλώσεις. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ἐκεῖ θέλω νὰ στρέψω
τὴν προσοχή σας. Ἀπέναντι στὸ μαῦρο κλοιό, στὴ λίστα τῶν ἀδυναμιῶν,
ποὺ τοὺς καταλογίζουν αὐστηροὶ κριταί, ν᾽ ἀντιτάξουμε πρὸς τιμήν τους
κάποιες ἀρετὲς ποὺ ἐξεδήλωναν κι ἀποτελοῦν χάντρες σ᾽ ἕνα φωτεινὸ
κομπολόι. Ἀναφέρω λοιπὸν 5 τέτοιες χάντρες.
* * *
Ἐκκλησιασμός. Ἦταν πιστοὶ στὴν
Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ φιλακόλουθοι· δὲν ἦταν οὔτε ἀλειτούργητοι οὔτε
ἀλιβάνιστοι. Ἐκκλησιάζοντο, ἔκαναν τὸ σταυρό τους, ἄναβαν κερί,
ἑώρταζαν τὶς ἑορτὲς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.
Ἐπικαλοῦντο τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔπαιρναν χάρι καὶ εὐλογία γιὰ τὴ ζωὴ
καὶ τὸν ἀγῶνα τους.
Νηστεία. Στὴ στεριὰ καὶ στὶς θάλασσες δὲν ξεχνοῦσαν νὰ τιμοῦν
τὴν Τετάρτη, τὴν Παρασκευὴ καὶ τὶς ἄλλες ἡμέρες ποὺ ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία
νὰ νηστεύῃ ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ὅταν μετὰ ἀπὸ μακρὰ πολιορκία
κατέλαβαν τὴν Τριπολιτσὰ ἦταν ἡμέρα νηστείας, καὶ παρὰ τὴν ἐξάντλησι
ἀπὸ τὸν πόλεμο οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι ἄντρες τιθάσευσαν τὴν πεῖνα τους καὶ
τίμησαν τὴν ἡμέρα. Τὸ ἴδιο καὶ στὰ καράβια· οὔτε σὲ ταξίδια εἴτε σὲ
ναυμαχίες, δὲν ἤθελαν νὰ μαγαρίζουν τὶς γολέττες, τὰ μπρίκια καὶ τὰ
πυρπολικά τους μαγειρεύοντας καὶ τρώγοντας κρέατα.
Προσευχή. Σῴζονται στὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν μαρτυρίες,
ὅτι καὶ στὰ σπίτια τους κατ᾽ ἰδίαν καὶ στὶς ἐκκλησιὲς ἀπὸ κοινοῦ
δέονταν καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο ἱκετεύοντάς τον εἴτε μὲ λόγια καὶ
ὕμνους τῆς θείας λατρείας εἴτε μὲ αὐτοσχέδιες προσευχὲς ποὺ ἔβγαιναν
ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς ψυχῆς τους.
Ἀγάπη – συγχώρησι. Ἐνῷ ἡ ἐπανάστασι κατὰ τῶν Τούρκων ἄρχισε τὸ
1821, ἐν συνεχείᾳ ἀνέκυψαν διαφωνίες, ἀντιθέσεις καὶ θανάσιμοι
ἀνταγωνισμοὶ τῶν ὁπλαρχηγῶν. Τὸ 1824, κατὰ τὴ διάρκεια ἐμφυλίας
διαμάχης, σκότωσαν τὸν γυιὸ τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ, τὸν Πάνο. Ὁ
Κολοκοτρώνης εἶχε ἐπιροή, δύναμι, καὶ ἤξερε ποιός ἦταν ὁ δράστης. Πῆγε
λοιπὸν κατόπιν καὶ τὸν βρῆκε. Ἐκεῖνος μόλις τὸν εἶδε φοβήθηκε. –Ἔλα ἐδῶ
μαζί μου, τοῦ λέει. Τὸν ἔφερε στὸ σπίτι. Ἡ γριὰ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη
–ζοῦσε ἀκόμη–, μόλις τὸν εἶδε εἶπε· –Βρὲ παιδί μου, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ
σου μᾶς ἔφερες ἐδῶ; Μὰ τί ᾽νε αὐτὰ ποὺ κάνεις; –Σώπα, μάνα, καὶ στρῶσε
τραπέζι νὰ φάῃ καὶ νὰ πιῇ ἕνα ποτήρι κρασί· αὐτό, μάνα, εἶνε τὸ καλύτερο
μνημόσυνο τοῦ παιδιοῦ μου!… Πάρτε τώρα σεῖς ζυγαριὰ καὶ ζυγίστε αὐτὴ τὴ
στάσι κι αὐτὰ τὰ λόγια. Εἶνε ἢ δὲν εἶνε μίμησις Χριστοῦ;
Εὐσπλαχνία. Μεγάλη ἀξία ἔχει ἡ εὐσπλαχνία. Ἀκόμη μεγαλύτερη ὅμως
ἀξία ἀποκτᾷ αὐτὴ ὅταν τὴν βρίσκῃ κανεὶς σὲ ψυχὲς ἀνθρώπων ἀναγκασμένων
ν᾽ ἀναπνέουν μπαρούτι καὶ καπνοὺς τῆς μάχης καὶ ν᾽ ἀναστρέφωνται κάθε
στιγμὴ μέσα στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου, τὸν ἀναβρασμό, τὰ χτυπήματα, τὰ
βόλια, τὸ αἷμα, τὰ τραύματα, καὶ τοὺς θανάτους. Θέλετε ἕνα δεῖγμα; Ὅταν
λυτρώθηκε ὁ τόπος, γιὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ ἀνυπότακτοι, ἔφεραν στὸ Ναύπλιο
λαιμητόμο, καρμανιόλα, γιὰ ν᾽ ἀποκεφαλίζωνται οἱ καταδικαζόμενοι εἰς
θάνατον. Ποιός τώρα θὰ ἀνελάμβανε νὰ γίνῃ δήμιος; Ἕλληνας δὲν βρέθηκε.
Διπλασίασαν τὸ μισθό· κανείς. Τὸν τριπλασίασαν· κανείς. Ἔφεραν μετὰ ἕναν
Ἰταλὸ ἐπὶ πληρωμῇ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ζήσῃ στὸ Ναύπλιο· ἡ
κοινωνία τὸν εἶχε ἀπομονώσει· στὸ καφφενεῖο, καφφὲ δὲν τοῦ ἔδιναν, ὁ
κουρέας δὲν τὸν κούρευε, ὁ φούρναρης ψωμὶ δὲν τοῦ ἔδινε. Ὦ εὐσπλαχνία
καὶ εὐγένεια τῶν προγόνων μας!
* * *
Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Σᾶς
ἔδειξα, σὰν πέντε φωτεινὲς χάντρες, μερικὲς ἀρετὲς τῶν ἡρώων ἐκείνων
ποὺ χάρισαν στὴν πατρίδα μας τὴν ἐλευθερία· πρώτη ὁ ἐκκλησιασμός,
δεύτερη ἡ νηστεία, τρίτη ἡ προσευχή, τέταρτη ἡ ἀγάπη – συγγνώμη, πέμπτη ἡ
εὐσπλαχνία.
Καὶ τώρα ἐρωτῶ· Ποῦ εἶνε σήμερα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τῶν προγόνων
μας τοῦ ᾽21; Ἔχουμε σήμερα ἐκείνη τὴν πίστι; Ἐκκλησιαζόμαστε;
Νηστεύουμε; Προσευχόμαστε; Ἀγαποῦμε καὶ συγχωροῦμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας;
Σπλαχνιζόμαστε στὸν πόνο καὶ στὸ θάνατο; Μᾶς πῶς ἀλλάξαμε τόσο πολύ!
Χτίσαμε σπίτια, γεφύρια, ἐργοστάσια, στρώσαμε δρόμους…, ἀλλάξαμε τὴ
μορφὴ τῆς γωνιᾶς αὐτῆς. Τί μὲ τοῦτο; Ποιό τὸ ὄφελος ἀπὸ τὸ ὅτι
προκόψαμε στὸν τεχνικὸ πολιτισμό; Ὡς πρὸς τὸν ψυχικὸ πολιτισμὸ μείναμε
πολὺ πίσω. Γιατί ἀλλάξαμε; ποιά ἡ αἰτία ποὺ ἀλλοιώθηκε ὁ θρησκευτικὸς
καὶ ἠθικὸς χαρακτήρας μας; ποιός φταίει; Ἐμένα ῥωτᾶτε; ῾Ρωτῆστε τὸ
Μακρυγιάννη. Σᾶς συμβουλεύω νὰ διαβάσετε τὰ Ἀπομνημονεύματά του. Τὰ
λέει ἁπλᾶ, πολὺ ἁπλᾶ, σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό.
Ὁ Μακρυγιάννης ζωγράφισε εἰκοσιτέσσερις εἰκόνες. Σᾶς λέω μιὰ
εἰκόνα μόνο, τὴν ὁποία πῆγε ἀστυνομία νὰ τοῦ τὴν κατασχέσῃ, ἀλλὰ
πρόλαβε αὐτὸς καὶ τὴν ἔκρυψε. Τί ἔδειχνε ἡ εἰκόνα ἐκείνη; Ἔδειχνε μιὰ
ὄμορφη κοπέλλα, ποὺ τὴν γέννησε ὁ οὐρανός, στολισμένη στὰ λευκά, μ᾽ ἕνα
σταυρὸ μπροστά, μὲ στεφάνι στὸ κεφάλι καὶ κλαδὶ στὸ χέρι, ἐνῷ πάνω στὸν
ὦμο της πετοῦσαν πουλιά. Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ ἡ κόρη αὐτὴ προχωροῦσε
τραγουδώντας ὄμορφα τραγούδια, ξαφνικὰ ἕνα μαῦρο χέρι μὲ νύχια, σκιὰ τοῦ
ᾅδου, ἁπλώθηκε πάνω της, ἔσχισε τὰ σπλάχνα της, ξερρίζωσε τὴν καρδιά
της, κι αὐτὴ ἔπεσε κάτω. Συμβολικὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Μακρυγιάννη. Ποιά εἶνε ἡ
ὄμορφη κοπέλλα; Ἡ Ἑλλάδα μας. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μαῦρο χέρι ποὺ τῆς
ἔβγαλε τὴν καρδιά; Οἱ ξένοι, ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸν Σηκουάνα, ἀπὸ τὴ
Μόσχα, ἀπὸ τὸ Λονδῖνο, οἱ ἄπιστοι Βαυαροὶ καὶ κάποιοι ντόπιοι – δικοί
μας ποὺ σπούδασαν στὸ Παρίσι καὶ στὸ Μόναχο, καὶ αὐτοί, ντόπιοι καὶ
ξένοι, ξερρίζωσαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τὴν καρδιά της. Καὶ ἡ καρδιὰ τῆς
Ἑλλάδος ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ Πίστι μας, ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Χριστός μας. Μᾶς τὸν
ξερρίζωσαν. Διεφθαρμένοι ἐπιστήμονες, μασόνοι καὶ χιλιασταὶ ἀφαίρεσαν
τὴν καρδιά, καὶ ἡ Ἑλλάδα πεθαίνει.
Ἀδέρφια μου, ὁ ἐπίσκοπος ποὺ σαράντα χρόνια δουλεύει στὸ ἔθνος
καὶ δὲν σᾶς εἶπε ψέμα, σᾶς καλεῖ σὲ συναγερμό. Ὀφείλουμε νὰ ἐπανέλθουμε
στὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Νέοι Κανάρηδες νὰ γίνουμε, πιστοί, ἄντρες
καὶ γυναῖκες· νὰ νηστεύουμε, νὰ προσευχώμαστε, νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Μόνο
ἔτσι ἡ Ἑλλάδα θὰ ζήσῃ. Καὶ θὰ ζήσῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων καὶ τῶν
ἐχθρῶν της, γιὰ νὰ ὑμνῇ καὶ δοξάζῃ –καὶ ἡ νέα γενιά– τὸν Χριστό· ὅν,
παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν καθεδρικὸ ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 25-3-1973, Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τὸ ἑσπέρας, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφή, ἀναπλήρωσις καὶ σύντμησις 16-2-2024.