S. D. Amédée Thierry
Το τέλος του Ιερού Χρυσοστόμου
H παρουσία τους κοντά στον εξόριστο Ιωάννη είχε κάτι το απαίσιο. Φαίνονταν να επιδεικνύουν τη βαναυσότητά τους κι επαναλάμβαναν στον καθένα περαστικό ότι ήθελαν να κερδίσουν την προαγωγή, που τους είχαν υποσχεθεί. Διατυμπάνιζαν μάλιστα πως, αν αυτός ο ισχνός και άρρωστος άνθρωπος δεν έφθανε στον προορισμό του, λίγο τους ένοιαζε, αφού αυτοί δεν θα έχαναν την αμοιβή τους. Αν τα λόγια αυτά έφθασαν στ’ αυτιά του Χρυσοστόμου, θα χρειάστηκε τελεία υποταγή στο θέλημα του Κυρίου, για να ενισχύσει την καρδιά του. Με τέτοιους οιωνούς και τέτοιους οδηγούς ξεκίνησε το ταξίδι του μετά την κοινοποίηση της διαταγής.
Από την Αραβισσό προς την Πιτυούντα ο δρόμος περνούσε αρχικά προς τη Σεβάστεια, πρωτεύουσα της Μεγάλης Αρμενίας. Έπειτα έκλινε προς τη δύση, διέσχιζε τα όρια της επαρχίας του Πόντου και κατέληγε στα Κόμανα, μια από τις μεγάλες πόλεις αυτής της επαρχίας. Από ’κει έστριβε δεξιά, παράλληλα προς την όχθη του Εύξεινου Πόντου κι έφθανε στους πρόποδες του Καυκάσου. Τα Κόμανα βρίσκονταν στο ένα τρίτο σχεδόν της απόστασης ανάμεσα στην Αραβισσό και την Πιτυούντα. Ο δρόμος ήταν από τους πιο τραχείς και επικίνδυνους της Ασίας. Σε μεγάλο μέρος της διαδρομής σκαρφάλωναν σε ψηλά βουνά, συναντούσαν σχεδόν σε κάθε βήμα ποταμούς ή χείμαρρους συχνά ξεχειλισμένους. Ο Χρυσόστομος ταξίδευε τον περισσότερο καιρό με τα πόδια.
Αν είναι αληθινό αυτό που αναφέρει ο σύγχρονός του ιστορικός Παλλάδιος, είτε επειδή οι δυσκολίες του δρόμου ήταν υπέρμετρες είτε λόγω της πολύ μεγάλης του κόπωσης, χρειάστηκαν τρεις μήνες, για να πάνε από την Αραβισσό στα Κόμανα. Οι οδηγοί του άλλωστε προσπαθούσαν να του κάνουν το ταξίδι όσο γινόταν πιο κουραστικό. Η φαντασία τους, γόνιμη σε βασανιστήρια, τα πολλαπλασίαζε πάνω στον άτυχο δέσμιό τους. Έβρεχε καταρρακτωδώς; Διάλεγαν αυτόν τον καιρό για να προχωρήσουν και συνέχιζαν, ώσπου να μουσκευτούν τα ρούχα του αδύναμου εξόριστου σε τέτοιο σημείο, που το στήθος και η πλάτη κολυμπούσαν, θα λέγαμε, στο νερό. Αντίθετα, αν έφθαναν σε κάποια πεδιάδα που έκαιγε κάτω από έναν ασυννέφιαστο ουρανό, είχαν την άγρια ευχαρίστηση να τον βάζουν να περπατά με γυμνό κεφάλι κάτω από τον ήλιο τις πιο ζεστές ώρες της μέρας. Ο Χρυσόστομος ήταν φαλακρός όπως ο Ελισσαίος, μας λέει ο Παλλάδιος, κι αυτό το βασανιστήριο τού ήταν θανάσιμο. Τέτοια ήταν τα μέσα που επινοούσαν οι άθλιοι, για να πετύχουν γρηγορότερα τα αξιώματά τους.
Όταν διέσχιζαν μια πόλη, όπου ο εξόριστος θα μπορούσε να αναπαυθεί και να πάρει ένα λουτρό τόσο αναγκαίο, τη στιγμή που ο πυρετός τον έκαιγε εσωτερικά όπως ο ήλιος εξωτερικά, το απόσπασμα αρνούνταν να σταματήσει. Οι στάσεις γίνονταν σε ασήμαντα χωριά και σ’ έρημους τόπους, όπου δεν μπορούσαν να του παρέχουν καμία ανακούφιση. Κάθε επιστολή ήταν απαγορευμένη, κάθε επικοινωνία με οποιονδήποτε είχε καταργηθεί. Ο ένας από τους αξιωματικούς ήταν τόσο άγριος, ώστε τον έπιανε μανία κάθε φορά που οι περαστικοί σπλαχνίζονταν τον κρατούμενό του ή του απηύθυναν παρηγορητικά λόγια. Απειλούσε, χτυπούσε, σαν να είχαν βρίσει τον ίδιο. Ο άλλος αξιωματικός φαινόταν λιγότερος κακός. Η πραότητα και η καρτερία του Χρυσοστόμου τον είχαν συγκινήσει. Του έδειχνε τη συμπάθειά του, αλλά μυστικά. Φοβόταν τον σύντροφό του και ήθελε επίσης να κερδίσει την προαγωγή.
Τρεις μήνες, κατά τον Παλλάδιο, βάδιζαν έτσι, διασχίζοντας βουνά και λαγκάδια, περνώντας από πεδιάδες και ποτάμια, μέχρι που έφθασαν στα Κόμανα. Ο Χρυσόστομος μόλις που σερνόταν. Το πρόσωπό του ήταν σαν καμένο. Ο βιογράφος του Παλλάδιος κάνει μια φοβερή παρομοίωση. Με το κεφάλι κατακόκκινο, κρεμασμένο στο στήθος του, έμοιαζε σαν ώριμος καρπός, που πρόκειται να πέσει από το κλαδί. Τα Κόμανα τα ονόμαζαν επίσης «Κόμανα Ποντικά», για να τα διακρίνουν από τα άλλα Κόμανα της Καππαδοκίας. Ήταν μεγάλη πόλη, συνηθισμένος σταθμός των ταξιδιωτών, όπου έβρισκαν κάθε είδος προμήθειες και ανάπαυση. Αλλά ο άσπλαχνος αξιωματικός έδωσε σήμα να προχωρήσουν παραπέρα και διέσχισαν την πόλη, όπως περνά κανείς μια γέφυρα, προσθέτει ο ίδιος ιστορικός.
Σε απόσταση δέκα ή έντεκα χιλιομέτρων από ’κει βρισκόταν μικρός έρημος ναός, όπου οι αξιωματικοί διέταξαν να σταθμεύσει η φρουρά. Ο Χρυσόστομος εξαντλημένος τοποθετήθηκε σ’ ένα από τα παραρτήματα του ναϋδρίου. Το εξωκλήσι αυτό ήταν αφιερωμένο στον άγιο μάρτυρα Βασιλίσκο (22 Μαΐ.). Εκεί μέσα βρισκόταν και ο τάφος του. Ο Βασιλίσκος ήταν επίσκοπος Κομάνων τον 3ο αιώνα. Διώχθηκε για την πίστη στην Αντιόχεια μαζί με τον μάρτυρα Λουκιανό κατά το διωγμό του Μαξιμίνου Δάια. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο Χρυσόστομος είδε ένα όραμα. Του φάνηκε ότι ο επίσκοπος Βασιλίσκος στεκόταν όρθιος μπροστά του και του απηύθυνε τα εξής λόγια: «Έχε θάρρος, Ιωάννη, αδελφέ μου· αύριο θα είμαστε μαζί!». Την ίδια νύχτα ή την προηγούμενη ο ιερέας, ο καθορισμένος για τη συντήρηση του ναού και τη φύλαξη του τάφου, είδε παρόμοιο όραμα. Ο μάρτυρας τού είχε πει: «Ετοίμασε θέση για τον αδελφό μας Ιωάννη. Πρόκειται να έλθει…». Αυτός ο ιερέας βεβαίωσε αργότερα την αλήθεια του οράματος. Ο Χρυσόστομος με τη σιγουριά ότι πήρε εντολή από τον Θεό, προσπάθησε την επομένη το πρωί να εμποδίσει την αναχώρησή τους. «Μείνετε, σας ικετεύω!», παρακαλούσε τους αξιωματικούς· «Μείνετε τουλάχιστον ως την πέμπτη ώρα». Αναμφίβολα πίστευε ότι η ώρα αυτή του υποδείχθηκε με τρόπο υπερφυσικό. Αλλά οι πραιτωριανοί, αντί να υποχωρήσουν, επιτάχυναν την αναχώρηση.
Είχαν βαδίσει περίπου πέντε χιλιόμετρα, όταν ο εξόριστος κυριεύθηκε από ένα παραλήρημα πυρετού, που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του. Τρομαγμένοι μήπως τον δουν να πεθαίνει στα χέρια τους, πάνω στο δρόμο, οι στρατιώτες γύρισαν πίσω και ξαναμπήκαν στο εξωκλήσι, που είχαν αφήσει λίγες ώρες πριν. Ο Χρυσόστομος, δίχως να μπορεί πια να στηριχθεί, οδηγήθηκε κοντά στην αγία Τράπεζα. Από τον φύλακα ιερέα του ναού ζήτησε να φορέσει ολόλευκα άμφια. Ένοιωθε ότι πλησιάζει το τέλος του. Ο ιερέας τού τα έφερε κατά την επιθυμία του. Κι ο Χρυσόστομος ντύθηκε, αφού πρώτα μοίρασε όλα όσα είχε, ακόμη και τα παπούτσια του, στους παρευρισκομένους. Στη συνέχεια, θέλησε να κοινωνήσει τα άχραντα Μυστήρια από τα χέρια του ιερέα. Μετά τη θεία Κοινωνία προσευχήθηκε με θέρμη. Αποτελείωσε την τελευταία του προσευχή μ’ εκείνη τη φράση, που συχνά ανέβαινε στα χείλη του: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Αμήν». Έκανε το σημείο του σταυρού κι έγειρε πάνω στο πλακόστρωτο, για να μην ξανασηκωθεί ποτέ πια…
«Η ψυχή του», λέει ο ιστορικός για τη συγκινητική αυτή σκηνή, «τίναξε τη σκόνη απ’ αυτή τη θνητή ζωή. Ενώθηκε με τους πατέρες του». Κοντά στο ναό κατά τύχη πρόσφατα είχε ανοιχθεί ένας τάφος. Τον μετέφεραν εκεί. Κι ο δεύτερος αυτός μάρτυρας τάφηκε δίπλα στον πρώτο. Αυτό συνέβη στις 18 των καλενδών του Οκτωβρίου, κατά την έβδομη υπατεία του Ονωρίου και τη δεύτερη του νέου Θεοδοσίου. Συμπίπτει με τις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έζησε εξήντα χρόνια. Διετέλεσε επίσκοπος εννιά χρόνια κι επτά μήνες περίπου. Από το διάστημα αυτό τρία χρόνια και τρεις μήνες ήταν εξόριστος. (…)
Στο μεταξύ ο θάνατος, χρόνο με το χρόνο, έκανε ομαλότερο το έδαφος πάνω στο οποίο τόσα πάθη ανακινούνταν εδώ κι ένα τρίτο του αιώνα γύρω από το πρόσωπο ή το όνομα του Χρυσοστόμου. Οι σχισματικοί «ιωαννίτες», οι πιστοί οπαδοί του διωγμένου για την αγάπη και τη δικαιοσύνη πατριάρχη, άρχισαν να επιστρέφουν διαδοχικά σε κοινωνία με τους αρχιεπισκόπους. Κι ενώ ξαναχτίζοταν η ενότητα, ο ενθουσιώδης σεβασμός για τον εξόριστο της Κουκουσού όλο και ζωντάνευε στην Εκκλησία του. Δεν φοβόντουσαν πια να διακηρύττουν δημόσια τη δόξα και το μαρτύριό του, ακόμη και μπροστά στους διώκτες του. Τέλος, οι εκλογές για τον κενό πατριαρχικό θρόνο της Βασιλεύουσας οδήγησαν στον θρόνο, το 434, έναν άνθρωπο, που στα νεότερα χρόνια του ήταν αναγνώστης και γραμματέας του Χρυσοστόμου. Ένας ιστορικός μάλιστα τον χαρακτηρίζει «υποτακτικό αφοσιωμένο στο πρόσωπό του».
Ο Πρόκλος -αυτό ήταν το όνομα του νέου αρχιεπισκόπου- διατηρούσε ευλαβικά τη μνήμη του παλιού του διδασκάλου και δεν παρέλειπε καμιά ευκαιρία να την υπενθυμίζει στο λαό. Μια μέρα, λοιπόν, του 437, ενώ έπλεκε τον πανηγυρικό λόγο του Χρυσοστόμου με αφορμή τη γιορτή του, οι παρευρισκόμενοι τον διέκοψαν με ζητωκραυγές. «Ζητούμε», φώναζαν, «να μας δώσουν πίσω τον επίσκοπό μας Ιωάννη! Θέλουμε το σώμα του πατέρα μας!». Ο Πρόκλος έσπευσε να γνωστοποιήσει στον αυτοκράτορα αυτήν την επιθυμία του λαού. Στην ικανοποίησή της έβλεπε την πλήρη αποκατάσταση της ειρήνης.
Ο Θεοδόσιος ο Β΄, που κατείχε πάντα το θρόνο των καισάρων της Ανατολής και κυβερνούσε τότε μόνος του, αποδέχθηκε χωρίς δισταγμό την επιθυμία του λαού και του αρχιεπισκόπου. Στα χρόνια της νιότης του ανατράφηκε με τις φροντίδες της μεγαλύτερης αδελφής του Πουλχερίας. Ποτέ δεν είχε συμμεριστεί η αδελφή του, ούτε και στις οξύτερες θρησκευτικές διενέξεις, τα αισθήματα της μητέρας της Ευδοξίας. Από νωρίς ο Θεοδόσιος θαύμασε και πόνεσε μυστικά τον μεγάλο κατατρεγμένο ρήτορα. Τον αποκαλούσε «διδάσκαλο της οικουμένης και πατριάρχη με χρυσό στόμα».
Δόθηκε αμέσως διαταγή να μεταφέρουν το σώμα του εξόριστου στην Κωνσταντινούπολη και να το αποθέσουν στο ναό των Αγίων Αποστόλων (27 Ιαν.). Ο Χρυσόστομος άφησε, λοιπόν, το εκκλησάκι του Αγίου Βασιλίσκου, όπου αναπαυόταν εδώ και τριάντα χρόνια. Το φέρετρο, που περιείχε τα λείψανά του, μεταφέρθηκε από πόλη σε πόλη ως τη Χαλκηδόνα μέσα από αναρίθμητη συρροή λαού, ιερέων και μοναχών. Στη Χαλκηδόνα τον περίμενε η αυτοκρατορική τριήρης μεγαλόπρεπα στολισμένη. Ο αυτοκράτορας δεν θέλησε να παραλάβει την ιερή παρακαταθήκη κάποιο άλλο πλοίο. Όλη η πόλη ήταν εκεί· ο αυτοκράτορας, η σύγκλητος, οι πρώτοι άρχοντες, οι ανώτεροι αξιωματικοί. Και η θάλασσα καλύφθηκε από αμέτρητα πλοία και καΐκια γεμάτα κόσμο και φωταγωγημένα με πυρσούς. Είχε ήδη βραδιάσει. «Από το στόμιο του Ευξείνου Πόντου ως την Προποντίδα θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι η θάλασσα ήταν ξηρά», έτσι εκφράζονται οι ιστορικοί.
Η πομπή στο πέρασμά της από την πόλη δέχθηκε μεγαλοπρεπείς τιμές. Για το φέρετρο ορίστηκε μια θέση στο ναό των Αγίων Αποστόλων, που κτίστηκε από τον Κωνσταντίνο, για να ενταφιάζονται οι χριστιανοί αυτοκράτορες και οι επίσκοποι της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί είχαν ταφεί ο Αρκάδιος και η Ευδοξία. Τη στιγμή που το φέρετρο του Χρυσοστόμου τοποθετήθηκε πάνω στην πλάκα, ο Θεοδόσιος έβγαλε τον πορφυρό του μανδύα και το κάλυψε. Έπειτα με μάτια και μέτωπο στραμμένα προς τα κάτω, μπροστά στα μαρτυρικά λείψανα, ζήτησε συγνώμη για τον πατέρα και τη μάνα του, παρακαλώντας τον άγιο επίσκοπο να ξεχάσει το κακό, που από άγνοια τού είχαν κάνει. Πριν σφραγίσουν τα λείψανα στον τάφο, ο Πρόκλος θέλησε να τα παρουσιάσει στο λαό ψηλά από το θρόνο που κάθονταν οι αρχιεπίσκοποι. Και ο λαός με τρομερή κραυγή, που έσεισε τους θόλους του ναού, κραύγαζε με μια φωνή: «Πατέρα, πάρε ξανά το θρόνο σου!».
Τέτοιος
ήταν ο τελευταίος θρίαμβος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Έπειτα πήρε τη
θέση του κοντά στον Αρκάδιο και την Ευδοξία. Διώκτες και καταδιωγμένος
κοιμήθηκαν μαζί κάτω από τη συγχώρεση του θανάτου. Η αποκατάστασή του
έγινε αναμφίβολα πολύ γρήγορα. Ολοκληρώθηκε, όταν η Εκκλησία τον
ανακήρυξε άγιο και μάρτυρα χωρίς να έχει χύσει αίμα· γιατί πέραν όλων
των αναρίθμητων άλλων, ήταν ένας μεγαλομάρτυρας μετά τους διωγμούς…
(D. AMEDEE THIERRY (1797–1873): «Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μεγαλομάρτυρας μετά τους διωγμούς». Βιβλίο Η΄, §3 και §4, σελ. 416–420 και 439–442. Μετάφραση: Θεοφανή Σουγκάκη και Βασιλική Μπαρακλή. Επιμέλεια: Μαρία Γούδα και Βασιλική Μπαρακλή. Εκδόσεις «Χριστιανική Ελπίς»)
ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ: ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (toeilhtarion.blogspot.com)