Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ, ΤΑΠΕΙΝΩΘΗΤΕ

 

Κυριακοδρόμιο

π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Κυρ. Τελώνου & Φαρισαίου (Λκ 18,10-14)

ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ, ΤΑΠΕΙΝΩΘΗΤΕ

    Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ῥίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω στὴ φύσι, θὰ δοῦμε κάτι ἐκπληκτικό· ὅτι ὅλα τὰ δημιουργήματα προσεύχονται, καθένα μὲ τὸν τρόπο του. Ἡ θάλασσα εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ μὲ τὸ φλοῖσβο τῶν κυμάτων της, τὸ ῥυ­άκι μὲ τὸ κελάρυσμά του, τὰ δέντρα μὲ τὸ θρόισμα τῶν φύλλων τους, τὰ πουλιὰ μὲ τὴ μελῳδία τους, τὰ ἄστρα μὲ τὸ φῶς τους ποὺ τρεμοσβήνει… Εἴδατε καὶ τὴν ὄρνιθα ὅταν πίνῃ νερό; σὲ κάθε γουλιὰ σηκώνει τὸ κεφάλι ψηλά, σὰ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ».

Ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ προσκλητήριο μποροῦσε ν᾿ ἀπουσιάζῃ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται. Ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια ἡ καλὴ μητέρα μᾶς ἔμαθε νὰ σταυρώνουμε τὰ χεράκια μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς καὶ νὰ ψελλίζουμε μιὰ ἁπλῆ προσευχὴ στὸν οὐράνιο Πατέρα – ἀλησμόνητες στιγμές. Ἀρ­γότερα μάθαμε κοντὰ στ᾿ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀ­παγγέλλουμε στὴν ἐκκλησία τὸ «Πάτερ ἡ­μῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐκ­κλησίασμα νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριό μας.

Ἡ εὐγενέστερη ἐκδήλωσι τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς εἶνε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς. Τὸ κτίσμα ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ Δημιουργό του.

Εἶνε ἡ στι­γμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσῃ γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες, ἀλ­λὰ καὶ ἡ στιγμὴ πού, γεμᾶτος θλῖψι καὶ μὴ ἔχον­τας ἐλπίδα βοηθείας, καταφεύγει στὴν παντο­δυναμία του καὶ ζητάει βοήθεια καὶ προστασία.

Ἀλλά, ἀδελφοί μου, τί βλέπω, τί ἀκούω; Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ βεβηλώνει· τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁμαρτάνει. Μὰ πῶς; Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίνει ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σημερι­νὴ παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου.

* * *

Κύριος μᾶς μεταφέρει στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἐν ὥρᾳ προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ἔνιωθε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κατεβαίνει σ᾿ αὐτὸν καὶ αὐ­τὸς ἀνυψώνεται στὸ Θεό. Πλήθη, λοιπόν, μπαίνουν στὸ ναὸ μὲ εὐλάβεια, γιὰ νὰ προσ­ευχηθοῦν. Οἱ κινήσεις καὶ ἡ στάσι τους εἶνε ἀθόρυβες.

Τὴν ἱερότητα ὅμως αὐτὴ διαταράσσει κάποιος. Εἶνε ὁ φαρισαῖος. Τί κάνει αὐτός; Ἀποφεύγει τοὺς ἄλλους, βαδίζει μόνος. Τὸ βάδισμά του ὑπερήφανο, τὸ παράστημά του ἀγέρωχο. Θεωρεῖ, ὅτι αὐτός εἶνε ἅγιος, δίκαιος, καθαρός· δὲν συμφύρεται μὲ ἄλλους, μὴ τυ­χὸν τὸν μολύνουν. Ἐπὶ τέλους εἰσέρχεται μὲ θόρυβο. Πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ σταματήσουν καὶ νὰ στρέψουν τὸ βλέμμα σ᾿ αὐτόν. Μία προσ­ευχὴ πρέπει ν᾿ ἀκουσθῇ, ἡ δική του. Κατευθύνεται λοιπὸν στὸ μέσον τοῦ ναοῦ καὶ σηκώνει τὰ χέρια γιὰ ν᾿ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεται σὲ τόνο ὑψηλό.
Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶνε προσευχή. Ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου εἶνε ἐμπαιγμὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν σκέφθηκε, ὅτι ἀπέναντί του δὲν ἔχει κάποιον ἁπλοϊκὸ Ἰουδαῖο ἀλλ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τρέμουν τὰ σύμπαντα. Φουσκωμένος ἀπὸ ἐγωισμό, δὲν ἐννοεῖ νὰ σκύψῃ τὸ κεφάλι, νὰ γονατίσῃ καὶ νὰ ζητήσῃ ἔλεος. Καὶ ἀρχίζει λοιπόν.

Ἀρχίζει μὲ τὸ «εὐχαριστῶ» (Λουκ. 18,11). Γιὰ ποιό πρᾶ­γμα ἆραγε εὐχαριστεῖ τὸ Θεό; Γιὰ τὴν ὑ­γεία, γιὰ τὰ πλούσια ἀγαθὰ ποὺ σκόρπισε στὸ σπίτι του, γιατὶ τὸν φύλαξε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; γιὰ ποιό εὐχαριστεῖ; Ἀκοῦστε τον· «Εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀν­θρώπων, ἅρπα­γες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗ­τος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (ἔ.ἀ. 18,11-12). Σ᾿ εὐ­χα­ριστῶ, Θεέ μου, για­τὶ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλ­λους ἀνθρώπους· δὲν ἁρπάζω τὰ ξένα πρά­γματα καὶ χρήματα, δὲν εἶ­μαι ἄδικος, δὲν εἶ­μαι μοιχός, δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη· ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴ βδομάδα, κι ἀπὸ τὰ ἀγαθά μου δίνω τὸ ἕνα δέκατο… Τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴν ἔκανε στὸ Θεό; Τὴν ἔκανε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ν᾿ ἀκού­σουν τὶς ἀρετές του καὶ νὰ τὸν θαυμάσουν. Μετέτρεψε δηλαδὴ καὶ τὴ στάσι τῆς προσ­ευχῆς σὲ βῆμα ἐπιδείξεως. Ποῦ ἡ συναί­σθησι, ποῦ ἡ κατάνυξι, ποῦ ἡ ταπεινὴ στάσι, ποῦ ἡ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ ἡ ἐκ­ζήτησι τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς περιστρέφεται στὸν ἑαυτό του. «Δὲν εἶμαι ἅρ­­παγας, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός…». Δὲν εἶσαι αὐτά, ἀλλ᾿ εἶσαι ἐγωιστὴς καὶ ὑπερή­φανος. Καὶ στὸ Θεὸ περισσότερο μισητὴ ἀπὸ κάθε ἄλλο πάθος καὶ κακία εἶνε ἡ ὑπερη­φάνεια. Μακάρι νὰ ἤσουν ἅρπαγας ἄδικος μοιχός, καὶ νὰ μὴν ἤσουν ὑπερήφανος. Διότι τότε ἡ ταπείνωσι θὰ σὲ ὡδηγοῦσε σὲ μετάνοια καὶ ἔτσι θὰ εἵλκυες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ὦ φαρισαῖε· ἔφυγες φουσκωμένος ἀπὸ τὸ ναό, γιατὶ κατώρθωσες ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων· σὲ μακάρισαν καὶ σὲ ἔ­κριναν ὡς καλόν. Συμφώνησε ὅμως μὲ τὴν κρίσι αὐτὴ καὶ ὁ Θεός; σοῦ εἶπε μπράβο ὁ Θεός; δέχτηκε τὴν προσευχή σου; Τέτοια προσ­ευχὴ δὲν φτάνει στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του αὐτὲς τὶς καταστάσεις, εἶπε πῶς πρέπει νὰ προσευχώμαστε· Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ ἐπικοινωνήσῃς μὲ τὸν οὐρανό; Κλείσου στὸ «ταμιεῖόν σου», στὴν κάμαρά σου, κ᾿ ἐκεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ πὲς στὸ Θεὸ τὰ αἰτήματά σου (βλ. Ματθ. 6,6). Προσευχὲς φαρισαϊκὲς πηγαίνουν χαμένες.

Νά λοιπὸν πῶς, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, εἶνε δυνατὸν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσ­ευχῆς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁμαρτήσῃ φοβερά.

Μὰ γιατί νὰ μείνουμε μὲ τὴν θλιβερὴ εἰκόνα τοῦ φαρισαίου; Ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ μᾶς παρουσιάζει, στὸν ἴδιο ναό, καὶ τὴν ἰδανι­κὴ εἰκόνα προσευχομένου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἴ­χαμε ἕναν ἐγωιστὴ καὶ ὑπερήφανο, ἐδῶ ἔχου­με ἕνα ταπεινὸ καὶ συνετὸ ἄνθρωπο. Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ὁ τελώνης. Ἐξετάζει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του. Ὁ φαρισαῖος ἔβλεπε ὅλο ἀρετές· ὁ τελώνης βλέπει ὅλο ἁμαρτίες. Ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ φαρισαίου ἔβγαινε ἕνα εὐχαριστῶ γεμᾶ­το αὐταρέσκεια· ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τελώνη βγαίνει ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (ἔ.ἀ. 18,13) γεμᾶτο πόνο καρδιᾶς. Ἐκεῖνος ἐκόμπαζε, τοῦ­τος χτυπᾷ τὰ στήθη του. Ἐκεῖνος δὲν ἔνιωθε ποιόν ἔχει ἀπέ­ναντί του, τοῦτος νιώθει ὅτι ἀ­πέναντί του εἶ­νε ὁ Θεός, ὁ μόνος ἅγιος καὶ τέλειος, ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀρετή του «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Νιώθει πὼς εἶνε ἕνας ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς ἁμαρτω­λός. Οὔτε κἂν τὰ μάτια του σηκώνει. Πῶς τὰ βλαμμένα μάτια ν᾿ ἀντικρύσουν τὸν ἥλιο; καὶ πῶς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄν­θρωπος ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν ἅγιο Θεό; Πονεῖ, κλαίει, ὀδύρεται, χτυπᾷ τὰ στήθη του καὶ φωνάζει· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ὦ καρδιὰ ταπεινή, ποὺ κατάλαβες τὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ δική σου ἀθλιότητα! ποὺ δὲν ἦρθες γιὰ ἐπίδειξι, οὔτε γιὰ ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἦρθες νὰ πῇς τὸν πόνο σου, νὰ ἐξομολογηθῇς τὴν κατάστασί σου, νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀ­γάπη του!

Γι᾿ αὐτὸ ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνη δὲν πῆγε χαμένη. Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐ­τός, σὰν ἁμαρτωλός, δὲν θὰ εἰσακουόταν ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὅλοι τὸν περιφρόνησαν καὶ περισσότερο ὁ φαρισαῖος. Ὤ, ἡ κρίσι τῶν ἀν­θρώ­πων τὶς περισσότερες φορὲς εἶνε λανθασμένη. Δὲν ξέρουμε τί γίνεται στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρ­διᾶς τοῦ καθενός. Ἡ κρίσι τῶν ἀν­θρώ­πων ἦταν καταδίκη τοῦ τελώνη, ἡ κρίσι ὅ­μως τοῦ Θεοῦ δικαίωσις. Οἱ ἄνθρωποι τὸν περιφρόνησαν, μὰ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν προσ­ευχή του. Ἡ ταπείνω­σι τοῦ τελώνη εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

* * *

Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν φαρι­σαῖοι καὶ τελῶνες. Καὶ σήμερα ἄνθρωποι ἔρ­­χονται στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦν. Πόσοι, ὅπως ὁ φαρισαῖος, δὲν ἔρχονται μὲ ὕ­φος ὑπερήφανο, μὲ παράστημα ἀγέρωχο! Πόσοι καὶ πόσες δὲν κάνουν μεγάλους σταυροὺς γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν. Πόσες δὲν ἔρχονται ὄχι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδείξουν τὸ φό­ρεμα, τὸ ἐπανωφόρι, τὰ βραχιόλια τους, μὲ σκο­πὸ ν᾿ ἀποσπάσουν τὸ θαυμασμό, νὰ γίνουν θέμα συζητήσεως! Πόσοι δὲν λένε «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, γιατὶ εἴμαστε καλύτε­ροι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους»! Πόσοι δὲν λένε, ὅτι Ἐ­γὼ εἶμαι καλὸς χριστιανός! Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν πάντοτε καὶ οἱ τελῶνες. Ἐκείνη ἡ γερόντισσα, ποὺ κάθεται στὴ γωνιὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ λέει, Παναγία μου σῶσε με, στὸν τελώνη μοιάζει. Ὤ ἅγιες ψυχές!…

Ἀπευθύνομαι στοὺς φαρισαίους. Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, μὴν ἐπαναπαύεσθε στὸ τί λέ­νε οἱ ἄνθρωποι γιὰ σᾶς. Ἐξετάστε τὸν ἑαυτό σας, μήπως ὁ ὄφις τῆς ὑπερηφανείας σᾶς δάγ­κασε καὶ νοσεῖτε. Ἐξετάστε νὰ δῆτε ἂν ὁ Θεὸς εἶνε μαζί σας. Καὶ ἂν ὄχι, κλάψτε, πενθῆστε καὶ πῆτε κ᾿ ἐσεῖς «Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτω­λοῖς», γιὰ νὰ δικαιωθῆτε. Διότι οὐδείς ἀναμάρτητος. Σὲ ὅσο ὕψος ἀρετῆς κι ἂν φθάσετε, σὲ κάτι θὰ ὑστερῆτε. Γι᾿ αὐτὸ ταπεινωθῆ­τε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσῃ (βλ. Ἰακ. 4,10. Α΄ Πέτρ. 5,6). Διότι ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσε­ται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3,34. Ἰακ. 4,6. Α΄ Πέτρ. 5,5).

 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ πιθανὸν τῶν Ἀθηνῶν τὴν 2-2-1958

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΒ΄ Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1139

π. Αυγουστίνος Καντιώτης » Blog Archive » Φαρισαιοι, ταπεινωθητε (augoustinos-kantiotis.gr)