Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Η καρδιά και η εν γένει καρδιοκρισία.

...ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεί

κηρός τηκόμενος...”

Ψαλ. 21,15

 Ένας τραγουδοποιός του παρελθόντος, σε κάποιο μελωδικό του ξέσπασμα, επιδίδεται σε μία πρωτάκουστη αναζήτηση: “Θέλω ένα καρδιολόγο, να μου αλλάξει την καρδιά‧ μεταμόσχευση να κάνει και μια άλλη να μου βάλει‧ και να είναι άσπρη ή μαύρη, ή οποιαδήποτε καρδιά, (αρκεί) την δική μου να αφαιρέσει, για να παύσει να πονά...”.

Ο πόνος, αυτό το δυσάρεστο σωματικό αλλά και ψυχικό αίσθημα, ο οξύς, ο έντονος και ο επίμονος, έχει οδηγήσει τον ανωτέρω καλλιτέχνη σε ένα ψυχικό αδιέξοδο. Μέσα στα βάθη του, έχοντας εντοπίσει ως επίκεντρο του πόνου, την καρδιά του, ποθεί να την αλλάξει. Ανακαλύπτει, ότι η μόνη σανίδα σωτηρίας του, είναι η μεταμόσχευση, οπότε αναζητά απεγνωσμένα έναν καρδιολόγο να προβεί στην εν λόγω εγχείριση, χωρίς όμως εκ των προτέρων να έχει εξασφαλίσει και τον δότη του νέου οργάνου, αλλά και την ποιότητα της νέας καρδιάς. Αλλά, όταν ηγείται ο πόνος, πολλά μπορούν να συμβούν...

Η καρδιά, εν προκειμένω, δεν προβάλλεται φυσικά ως βασικό όργανο της διασφαλίσεως της ανθρωπίνης ζωής εντός του σαρκίου, αλλά μάλλον ως ψυχική οντότης, που ζωογονεί το πνεύμα. Ως ιδιότυπος βηματοδότης, που εξασφαλίζει τον αρμονικό και αδιατάραχο βηματισμό μιας ψυχικής ευφορίας.

Παρ' όλα αυτά, είναι άξιο θαυμασμού πως η καρδιά, αυτό το κοίλο μυϊκό όργανο, που χρήζει ως αντλία στην κυκλοφορία του αίματος, κατορθώνει και τελικά κρατεί στην ζωή τον άνθρωπο. Αν όμως σκεφθεί κανείς, ότι “ὁ Θεός ἐξελέξατο τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου, ἵνα καταισχύνη τά ἰσχυρά”, κάπως ανάλογα επέλεξε μικρά και ασήμαντα για την ανθρώπινη σκέψη πράγματα, με “καρδιά” όμως, αλλά και σκοπό μεγάλο, να κρατούν στην αληθινή ζωή τον κόσμο ολόκληρο.

Μικρό όργανο λοιπόν η καρδιά, αλλά παρ' όλα αυτά απασχολείται με αυτήν, επισταμένως, ο πιο πολύς κόσμος και δη ο “μεγάλος”. Αυτός της προχωρημένης ηλικίας, αλλά και εκείνος της ακατάπαυστης επιστημονικής έρευνας και λοιπής διερεύνησης, των αδήλων και κρυφίων, των υπό του Θεού τεταγμένων όμως.

Με την καρδιά, την άλλοτε χρυσή και άλλοτε σκληρή. Αυτήν που ματώνει και ραγίζει, αλλά κάποιες φορές μοιάζει με πέτρα. Αρκετές φορές πάλι, με το χέρι στην καρδιά, αποφαίνεται ο ειλικρινής και τίμιος άνθρωπος, έχοντας παράλληλα κλεισμένο μέσα σ' αυτήν, εκείνον που αγαπά. Κάποια στιγμή όμως, ο ίδιος άνθρωπος, με μισή καρδιά, αλλά και βαριά, προσφέρει απρόθυμα, αυτό που του ζητούν κάποιοι “επαίτες” του συμφέροντος.

Αλλά ας αναζητήσουμε τον ορισμό της καρδιάς, στο περιεχόμενο της ρήσης ενός πνευματικού αναστήματος‧ του Βίκτωρος Ουγκώ. Γράφει ο εν λόγω‧ “Η καρδιά είναι ένα μικρό πράγμα, αλλά επιθυμεί μεγάλα. Δεν είναι αρκετή διά το γεύμα ενός αετού και εν τούτοις όλος ο κόσμος δεν είναι αρκετός δι' αυτήν”. Αλήθεια τι παράδοξα πράγματα; Μήπως τελικά ο κόσμος δεν κυβερνάται από την εμφανή ανίσχυρη ισχύ των “μεγάλων”, αλλά από κάτι άλλο πολύ μικρό; Από αυτό που ζητάει ο Θεός από εμάς τους ανθρώπους; “Δός μοι, υἱέ μου, τήν καρδίαν σου” (Παροιμ. 23,26).

Αλλά μάλλον απ' ό,τι καταφαίνεται, ήδη έχουμε εισέλθει στο κεφάλαιο της ουσιαστικής ερμηνείας της “καρδιάς”. Έτσι μιλώντας “από καρδίας” ο Γάλλος Βωβενάργκ (1715-1747), περίφημος για τα αποφθέγματά του, δηλώνει ότι “οι μεγαλύτερες σκέψεις βγαίνουν από την καρδιά”. Αλλά ακόμη και όταν οι εν λόγω δεν επιθυμούν την ως άνω έξοδό τους, τότε, ο πλάσας την καρδία, ο καρδιοπλάστης Θεός, τυγχάνοντας ταυτοχρόνως και μοναδικός καρδιογνώστης, “συλλαμβάνει” επ' αυτοφώρω τους ήδη έγκλειστους λογισμούς της ανθρώπινης καρδιάς και τους διαχειρίζεται ανάλογα στο σωφρονιστήριο της δικής του παιδείας.

Κάπως έτσι προσεγγίσαμε το κέντρο της καρδιάς. Δηλαδή την έδρα της διανοίας, της σκέψεως, αλλά και της βουλήσεως, της θελήσεως. Το πνευματικό κέντρο του ιδίου του ανθρώπου. Την έδρα όπου χαράσσεται ο νόμος του Θεού. Τις έτερες πλάκες του δεκαλόγου, οι οποίες όταν αποκτούν λίθινη σύσταση, σπάζουν και αυτές, διακόπτοντας τις σχέσεις με τον μέγα δωρητή των πνευματικών οργάνων. Αυτό όμως έχει να κάνει με την ελευθερία της βουλήσεως που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο, αλλά και την τελική οδηγία που έδωσε με το “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν...”. Αυτό έχει να κάνει και με το “οὐδείς πιό ἀχάριστος τοῦ εὐεργετηθέντος”.

Κάπως έτσι η κοινωνία των “καρδιακών” ανθρώπων χωρίσθηκε εκ των πραγμάτων σε δύο κατηγορίες: Των βαρυκαρδίων και των ευθέων τη καρδία. Των υιών ανθρώπων που αγαπούν την ματαιότητα και ζητούν το ψεύδος και των καθαρών τη καρδία‧ των εχόντων καθαρές εσωτερικές διαθέσεις. Των παχυκαρδίων, των σαρκικών, των προσηλωμένων στη γη και αυτών που έθεσαν αναβάσεις μέσα στην καρδιά τους‧ δηλαδή πόθησαν ιεραποδημίες, πόθησαν τον Θεό παραπάνω από κάθε τι. Αυτών που επιζητούν την κακία και ακολουθούν την πονηρία και αυτών που παρακαλούν τον Θεό να μην εκτραπεί η καρδιά τους σε λόγους πονηρίας (Ψαλ. 140,4). Σε αυτούς που είναι νωθροί πνευματικά και παχύνοες και σε αυτούς που παρακαλούν τον Κύριο να ανάψει φωτιά μέσα στην καρδιά τους μέσω πειρασμών για να αποδείξουν την υποταγή τους σε αυτόν, (Ψαλ. 25,2).

Παράλληλα όμως, κάποια στιγμή, πλησιάζει και η ώρα της δοκιμασίας των καρδιών μας από τον Θεό. Οπότε μας επισκέπτεται για να πιστοποιήσει την ζέση φιλοξενίας από τον καθένα μας. Πότε ειδικά το κάνει αυτό; Κατά την διάρκεια της νύχτας, καθότι αυτή αποτελεί το βαρόμετρο της ζωής της ημέρας. Οπότε αν το βάθος του ανθρώπου είναι καλό, καλές σκέψεις και αποφάσεις θα λάβει την νύχτα. Αν πάλι είναι κακό, μοχθηρές ενέργειες θα σκεφθεί. Έτσι λοιπόν την νύχτα, ο δίκαιος άνθρωπος, την ώρα που κάνει τον απολογισμό της ημέρας και αυτοεξετάζεται προσευχόμενος, παραλλήλως τότε δοκιμάζεται και η καρδιά του από τον Κύριο. Τότε δέχεται μία ιδιότυπη επίσκεψη στο χωνευτήριο των σκέψεών του (Ψαλ.16,3).

Αλλά και ο άδικος και αυτός δέχεται επίσκεψη από τον Θεό μήπως και αλλάξει, αναζητώντας τελικά το δίκαιο. Αλλά μάλλον εκείνος έχει διαφορετικά ενδιαφέροντα, οπότε αναιρεί ακόμη και την ύπαρξη του Θεού. “Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδία αὐτοῦ‧ οὐκ ἔστι Θεός” (Ψαλ. 13,1). Γιατί ο ίδιος είναι Θεός και ως εκ τούτου επιμένει ότι η ευτυχία του είναι μόνιμη και διαρκής, (Ψαλ. 9,27). Οπότε απομένει το “φάε, πίε, ευφραίνου”. Τελικά όμως πριν παρέλθει η σιγουριά της νύχτας, ο εν λόγω ταξίδεψε “για άλλη γη και άλλα μέρη που κανένας δεν γνώρισε και κανείς δεν τα ξέρει” κατά το λαϊκό άσμα. Τελικά πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι σκέψεις με υπερήφανη αυτοπεποίθηση και αυθάδεια απέναντι στον Θεό το μόνο που πετυχαίνουν είναι η πρόκληση και τελικά η ψυχική απώλεια. Γι' αυτό ο Ηράκλειτος τονίζει‧ “Είναι δύσκολο ν' ανθίστασαι στην καρδιά σου, διότι εκείνο το οποίο επιθυμεί, το αγοράζει με θυσία της ψυχής”. Αυτό έγινε και στην περίπτωση του άφρονος‧ θυσιάσθηκε η ψυχή. Κάπου ο ορθολογισμός πρέπει να παραμερίζει, γιατί “η καρδιά έχει τους λόγους της, τους οποίους αγνοεί η λογική” (Πασκάλ).

Όμως ήγγικεν η στιγμή να κλείσουμε την συνοπτική αναφορά μας στην “καρδιά”, βάζοντας το χέρι μας πάνω σε αυτήν. Να κλείσουμε με τα λόγια του σπουδαίου Ρωμαίου ρητοροδιδασκάλου Κοϊντιλιανού (35-95 μ.Χ.): “Η καρδιά είναι που κάμνει τους εύγλωττους”. Ποιά καρδιά όμως υπονοείται; Η καθαρή καρδιά που ζητάει ο Δαβίδ να του χαρίσει ο Θεός, η ανακαινισμένη, η συντετριμμένη και τεταπεινωμένη. Αυτή έχει το προνόμιο της ευγλωττίας για να σφραγίσει δικαιωματικά τα βλάσφημα στόματα των ημερών μας. Να καταισχύνει τα δεδηλωμένα και πεφανερωμένα αδιάντροπα στοιχεία της ανήθικης παντοειδούς εξουσίας και να προσδώσει στον αδηφάγο όχλο όχι “άρτον και θεάματα”, αλλά το ιερό μάννα και το ύδωρ το ζων.

Αυτή η καρδιά είναι “έτοιμη” (Ψαλ. 56,8) για όλα καθότι είναι στηριγμένη στον Θεό. Γιατί αυτή η καρδιά είναι στηριγμένη με πόθο και πάθος στον Θεό (Ψαλ.118,10), οπότε θα ζήσει αιώνια, (Ψαλ. 21,27).

Αλλά μη λησμονούμε η καρδιά είναι συνώνυμη της ψυχής. Και τα δύο όμως ανήκουν στον Θεό, γιατί αυτός τα χάρισε. Κάποια στιγμή πρέπει να επιστραφούν καθότι αποτελούν το τάλαντο που εδόθη προς επένδυση.

Οι κρύψαντες το τάλαντο, ας αναμένουν τον καρδιόδηκτο και καρδιοφάγο Διάβολο, για την έπουσα καρδιουλκία.


Αρίσταρχος