Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Ν. Γκουρβέλος, Θεολόγος Καθηγητής
Ὅταν ἕνας χριστιανός προσέλθει στό ἱερό καί φιλάνθρωπο μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως καί ἐξαγορευθεῖ στόν πνευματικό του πατέρα πώς, ὄντας ἄγαμος, ἔχει παράνομες σαρκικές σχέσεις μέ κάποια γυναίκα, ἐξομολογηθεῖ δηλαδή πώς πορνεύει, τότε αὐτός (ὁ πνευματικός) θά τοῦ ἐπιβάλει τό ἀνάλογο ἐπιτίμιο, ὅπως καθορίζεται ἀπό τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐάν πάλι κάποιος ἄνθρωπος πτωχός καί κατατρεγμένος ἐξομολογηθεῖ ὅτι ἔχει διαπράξει μιά σοβαρή κλοπή, ὁ πνευματικός του θά τοῦ ἐπιβάλει ἐπίσης ἕνα ἐπιτίμιο, ὥστε νά ἔλθει σέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του καί νά μετανοήσει, ἀφ’ ἑνός καί νά παραδειγματίσει καί σωφρονίσει καί τούς ὑπόλοιπους πιστούς, τό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ἀφ’ ἑτέρου.
Ἀπό τά δυό αὐτά χαρακτηριστικά παραδείγματα, συμπεραίνουμε πώς στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τά ἐπιτίμια («ὁ μικρός ἀφορισμός»), πού ἐπιβάλλεται ἀπό τόν ἐξομολόγο σέ βαριά ἁμαρτάνοντες, δέν ἔχουν σκοπό ἐκδικητικό, τοὐτέστιν δέν ἀποβλέπουν στήν ἐξόντωση τῶν βαρειά ἁμαρτανόντων ἀδελφῶν μας, ἀλλά ἀντιθέτως ἀποσκοποῦν στή διόρθωση, στό σωφρονισμό τοῦ ἰδίου τοῦ ἁμαρτάνοντος, ἀλλά καί στήν προφύλαξη τῶν ὑπολοίπων χριστιανῶν ἀπό τό θανάσιμο μολυσμό τῆς ἁμαρτίας.
Ἀκόμη, στήν χριστιανική ἠθική καί κατά συνέπειαν στήν ποιμαντική πράξη τῆς Ἐκκλησίας («στήν Ἐξομολόγηση») ὑπάρχει μιά διαβάθμιση τῶν ἁμαρτιῶν σέ βαρύτερες καί ἐλαφρότερες καί γι’ αὐτό δέν τιμωροῦνται («δέν κανονίζονται») ὅλες ἀπό τόν πνευματικό μέ τό ἴδιο ἐπιτίμιο. Ἄλλο ἐκκλησιαστικό ἐπιτίμιο βάζει ὁ πνευματικός στόν πόρνο καί ἄλλο ἐπιτίμιο, βαρύτερο στόν μοιχό, καθότι ὁ μοιχός ἀπολαμβάνει τή νόμιμη σαρκική ἡδονή ἀπό τήν σύζυγό του, ὥστε νά μή παρεκτρέπεται σέ μοιχεία καί μιαίνει τόν γάμο του -ἔτσι λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί βέβαια μέ πολύ βαρύτερο ἐπιτίμιο κανονίζεται ὁ ὁμοφυλόφιλος, ὁ ἀρσενοκοίτης, δεδομένου ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία («ἀρσενοκοιτία») συνιστᾶ παρά φύσιν σαρκική ἁμαρτία -ἔτσι ὁρίζει τό Πηδάλιο, τό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας πού περιέχει τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πάντως ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία ὡς καταπάτηση τοῦ ἁγίου νόμου τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ παρά φύσιν κατάσταση καί ἐκτροπή, ὅμως ἡ κυρίως ἐκτροπή καί παρά φύσιν κατάσταση εἶναι ἡ ὁμοφυλοφιλία, διότι παραβιάζει καί ἀνατρέπει τόσο τήν ἠθική ὅσο καί τήν φυσική -βιολογική τάξη, τίς ὁποῖες ἀμφότερες ἔχει θέσει ὁ Δημιουργός.
Καί στό δεύτερο παράδειγμα πού ἐσκεμμένα παρέθεσα στόν πρόλογο, ὁ πτωχός καί ἀνήμπορος συνάνθρωπός μας πού ὑποπίπτει στό ἁμάρτημα τῆς κλοπῆς, τιμωρεῖται ἀπό τόν ἐξομολόγο του σαφῶς ἐλαφρύτερα ἀπό ἐκεῖνον πού κλέβει χωρίς νά ἔχει καμμιά οἰκονομική ἀνάγκη. Ἡ Ἐκκλησία μας ὅλα τά κανονίζει καλά καί ἅγια, πρός τό ἀληθινό καί αἰώνιο συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου!
Ὅ,τι ἀναφέρθηκε μέχρι τώρα ἀφορᾶ ἁμαρτήματα τά ὁποῖα τελοῦνται ἑκούσια μέν, πλήν ὅμως ἀπό ἀδυναμία, ὀφειλόμενα στήν πεπτωκυΐα, τήν διαρκῶς ρέπουσα πρός τό κακό ἀνθρώπινη φύση μας. Γι’ αὐτό καί, ὅταν οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι βαρειές, ὀρθῶς καί δικαίως καί γιά τό δικό μας ψυχικό συμφέρον τιμωροῦνται κατά τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση, μέ ἀνάλογες ποινές (ἐπιτίμια), μέ τόν λεγόμενο ἀλλοιῶς μικρό ἀφορισμό, πού εἶναι «ἡ προσωρινή ἀπαγόρευση συμμετοχῆς τοῦ χριστιανοῦ στή Θεία Κοινωνία».
Ἐκτός ὅμως τοῦ μικροῦ ἀφορισμοῦ, δηλαδή τοῦ ἐπιτιμίου στήν Ἐξομολόγηση, ὑπάρχει καί «ὁ μεγάλος ἀφορισμός ἤ τό ἀνάθεμα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ παντελής ἀποκοπή τοῦ παρεκτραπέντος ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἡ στέρηση τῆς ἰδιότητας τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀπόφαση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου ἤ τῆς Συνόδου. Ὁ μεγάλος ἀφορισμός ἤ ἀνάθεμα λογίζεται ὡς ἐπισφράγιση τῆς ἑκούσιας ἐξόδου ἑνός μέλους ἀπό τή στρατευόμενη Ἐκκλησία καί ἰσοῦται μέ πνευματικό θάνατο, διότι, αὐτός πού ἐξέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν συμμετέχει στήν ἁγιάζουσα Θεία χάρη καί νεκρώνεται πνευματικῶς. Γι’ αὐτό καί ἐπιβάλλεται ἐν ἐσχάτῃ ἀνάγκῃ» (Παναγιώτη Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2000, σσ. 245-247).
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ὁ μεγάλος ἀφορισμός ἤ τό ἀνάθεμα πρέπει νά ἐπιβάλλεται ὡς ἐσχάτη λύση σέ ἐκείνους μόνο τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πεισματικά μέχρις τέλους, ἀμετανόητα, μέ φοβερή ἀλαζονεία καί χωρίς ντροπή, διαστρέφουν καί καταπολεμοῦν τήν ἐξ ἀποκαλύψεως Χριστιανική ἀλήθεια, εἴτε σέ θέματα πίστεως εἴτε σέ θέματα ἠθικῆς (Ματθ. ιβ’ 31-32. βλ. καί Μᾶρκ. γ’ 28-30, Λουκ. Ιβ΄ 10). Ἄξιοι τοῦ μεγάλου ἀφορισμοῦ ἤ ἀναθέματος καθίστανται δυστυχῶς οἱ διεστραμμένοι καί πωρωμένοι ἄνθρωποι «οἱ λέγοντες τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν πονηρόν, οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος» (Ἡσαΐα ε’ 20). «Εἶναι αὐτοί πού ἀναίσχυντα καί ἀμετανόητα «ἐμπαρρησιάζονται ταῖς ἀτόποις πράξεσιν», ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καυχῶνται δηλαδή οἱ ἴδιοι γιά τίς ἁμαρτίες τους καί τίς διαστροφές τους, καί μέ δῆθεν ἐπιστημονική ἐμβρίθεια προσπαθοῦν νά πείσουν καί τούς ἄλλους γιά τήν ὀρθότητα τῶν ἐπιλογῶν τους» (ekklisiaonline.gr).
Στήν ἀπευκταία περίπτωση πού ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων ἀποτολμήσει τήν φρικτή πράξη νά νομοθετήσει τόν μιαρό καί διεστραμμένο γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων καί τήν ἀλλόκοτη τεκνοθεσία παιδιῶν ἀπ’ αὐτούς, μήπως θά πρέπει στούς βουλευτές ἐκείνους πού θά τούς ὑπερψηφίσουν νά ἐπιβληθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ μεγάλος ἀφορισμός, μέχρι νά συνετιστοῦν καί νά μετανοήσουν; Ἄν ἕνας χριστιανός τιμωρεῖται ἀπό τόν πνευματικό του -καί σωστά, ἀφοῦ εἶναι γιά τό συμφέρον τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του!- γιά ἕνα βαρύ ἁμάρτημα πού διαπράττει ὅμως ἀπό ἀνθρώπινη ἀδυναμία, πόσο μᾶλλον θά πρέπει νά τιμωρηθεῖ ἕνας βουλευτής πού ἀμετανόητα καί ἀναίσχυντα θά ψηφίσει ἕνα νόμο πού μέ δαιμονική αὐθάδεια ἐναντιώνεται καί ναρκοθετεῖ τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική πίστη καί ζωή;