Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Οι Αθάνατοι και τα ανθρώπινα ομοιώματα

Τι κι αν πέθαναν; Ήρωες και πάλι θα τους λένε‧ κι αν σκοτωμένα κείτονται τ' ανδρεία παλικάρια, εδώ θα μένει η δόξα τους και όλοι γι' αυτούς θα κλαίνε”.

Κάπως έτσι τον αισθάνεται τον ήρωα, ο ποιητής, δίδοντας και την ανάλογη ερμηνεία εμμέτρως, μέσω του στίχου του.

Ας ατενίσουμε όμως με ευλάβεια και την δέουσα ευγνωμοσύνη, όσοι εναπομείναμε σεμνοί προσκυνητές των ιερών ιδεωδών μας, τον “αναπαυόμενο” Έλληνα στρατιώτη του '40 στην ανωτέρω παράσταση. Είναι χαρακτηριστική η γαλήνη και η εν γένει ηρεμία που περιβάλλει το πρόσωπό του, παρ' όλη την εισβολή του θανάτου. Τι όμως είναι αυτό που του επέφερε αυτή την ψυχική ευφορία; Η επιτέλεση του καθήκοντός του, παρ' όλη την παρεμπόδιση, λόγω ανύπαρκτης ένδυσης. Τα λιωμένα άρβυλα και τα ανύπαρκτα ποδόκτια, συνθέτουν την θλιβερή εικόνα ενός ετέρου πολέμου. Αυτού, των εξαθλιωμένων συνθηκών εν μέσω των οποίων πάλευαν λιονταρίσια αυτοί οι Αθάνατοι. Αλλά οι ήρωες έτσι πεθαίνουν! Χωρίς να διαμαρτύρονται και αθόρυβα. Γιατί οι ήρωες πάντα σωπαίνουν. Ακούουν μόνο τις μυστικές φωνές της πατρίδος. Τους φτάνει αυτό. Δεν επιθυμούν μεγαλοστομίες και υψηλές θεωρίες. Οι ήρωες πάντα σωπαίνουν. Μόνο η καρδιά τους χτυπά αρμονικά με την καρδιά του Θεού. Οι ήρωες πάντα σωπαίνουν, γιατί τον λόγο τον έχει άλλος‧ τα κατορθώματά τους!

Κι όμως, όπως ο φυσικός κανόνας επιτάσσει, την ύπαρξη παρασίτων και ετέρων ζιζανίων προς επιτέλεση του “δολιοφθορικού” έργου τους, κάπως ανάλογα υφίστανται σκωληκόβρωτα τινά ανθρώπινα ομοιώματα, που ενοχλούνται από τον παράγοντα σιωπή. Εκνευρίζονται φοβερά επειδή, “Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα” και αντεπιτίθενται θορυβωδώς, μέσω της λεκτικής βοθρίλας τους. Δεν μπορώ να λησμονήσω την προ 30 χρονών περίπου “βαρύγδουπη” δήλωση, ενός εξ' ίσου υπέρβαρου συγγραφέα του παρελθόντος, δοκιμιογράφου, κριτικού κιν/φου, δημοσιογράφου και λοιπών ετέρων τίτλων, “ενός πολυταλαντούχου ανδρός”, που εξέπνευσε το 2.000, όταν απεκάλεσε τον ήρωα, “βλάκα”. Κι όμως, ο εν λόγω περιώνυμος, σύντομα λησμονήθηκε, παρ' όλο τον θόρυβο που επιτελούσε με τις αήθεις δηλώσεις του, ενώ ο ανώνυμος ήρωας, “ο βλάκας”, παραμένει αθάνατος εις το διηνεκές. Άσβηστο, απλησίαστο και απείραχτο από το χρόνο παραμένει το όνομά του, γιατί το πήρε η Αθανασία και το 'γραψε και το “'γλυψε” σε άφθαρτες στήλες.

Ποιοί όμως τελικά έχουν το ίδιον της μεγαλοστομίας χωρίς να το δικαιούνται; Οι εγκαταβιούντες στην ασφάλεια του κλεινού άστεος. Οι εν λόγω “αστείοι”, οι λεπτεπίλεπτοι τοις τρόποις, και απόλυτα καλλιεργημένοι και ευγενείς, εκεί διεξάγουν και αυτοί τον αγώνα τους στις δύσκολες στιγμές της πατρίδος και της κοινωνίας. Λαμβάνοντας μέρος στα Λουκούλλεια γεύματα και “χορεύοντας με τους λύκους” στις απέραντες σάλες των πολυτελών κτιρίων, υπονομεύουν την πατρίδα με τις δηλώσεις τους και την εν γένει προκλητική ζωή τους, την ώρα που οι “βλάκες” χαροπαλεύουν στο μέτωπο. Την ώρα που τα φτωχόπαιδα ακρωτηριάζονται στην πρώτη γραμμή, για να εγκαταβιούν εν ασφαλεία οι κριτές τους στην πρωτεύουσα. Στην Αθήνα. “Στην Αθήνα που σήμερα και χτες, κράτησαν τις πόρτες τους κλειστές. Κι ένας ξένος, έρμος και φτωχός, στέκει σε μιαν άκρη μοναχός...” συμπληρώνει ο ποιητής.

Γιατί κράτησαν και εμμένουν να κρατούν τις πόρτες τους κλειστές στον επισκέπτη Χριστό; Γιατί αρέσκονται στο ταμπούρωμα της ηθικής ασχημίας τους. Αυτό τουλάχιστον καταδεικνύεται στις μέρες μας ότι οι παραμένοντες στις ακροπόλεις, έχουν καταστεί οι μνηστήρες της κραιπάλης και της ασύλληπτης ανωμαλίας. Είναι λογικό αυτό, αφού ανετράφησαν από γονείς “μαρκαρισμένους” ή άλλοις λόγοις με αρίθμηση όπως 1 και 2. Προς το παρόν μέχρι εδώ, γιατί συντόμως θα ανέλθουμε και στην αρίθμηση, λόγω πληθωρισμού της ανωμαλίας. Μη ξεχνούμε, έχουν και προέλευση από τον πίθηκο, οπότε χιμπατζοφέρνουν και ανάλογα, στις απελπιστικές εμφανίσεις τους, αναζητώντας τους “γονείς” τους, περιπαθώς!

Τελικά το πάθος της αριθμοποίησης, τους οδήγησε στην κλασματοποίηση του ιδίου τους του εαυτού. Σε αυτό που αναφέρεται ο Λ. Τολστόι. Δηλαδή, καθότι αποτελούν ένα κλάσμα, έθεσαν στον αριθμητή αυτό που είναι, δηλαδή το τίποτα ας πούμε. Σαν παρονομαστή παράλληλα, έθεσαν εκείνο που νομίζουν ότι είναι. Όσο όμως αυξάνεται ο παρανομαστής, καθότι αισθάνονται μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, τόσο μειώνεται η αξία του κλάσματος.

Τελικώς μήπως οι εν λόγω ευφυέστατοι, πρέπει να ζητήσουν βοήθεια από τους “βλάκες”, για να εξέλθουν από τα αδιέξοδα της διχασμένης προσωπικότητάς τους;

Μάλλον όμως δεν τους συμφέρει, γιατί οι τελευταίοι κλείνουν μέσα στα στήθια τους φωτιά από το Μεσολόγγι και θα τους κάψουν. Έχουν ψυχή βυζαντινή και μέσα τους αντιχτυπά η κλαγγή των Μαραθώνων και θα τρομοκρατηθούν. Το πλέον σημαντικό όμως είναι, ότι οι ήρωες είναι γεννημένοι από πατέρα και μάνα, απ' αυτούς που έδωσε προσταγή ο Θεός να τους τιμάμε. “Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου...” για να καταστείς Αθάνατος. Γι' αυτό και είναι Αθάνατοι!

Αυτή η μάνα όμως, προβοδάει άνδρα και παιδιά για το μέτωπο, προστάζοντάς τους ή να γυρίσουν νικητές ή να μείνουν εκεί στην πρώτη γραμμή, για να φράξουν τον δρόμο στους ιμπεριαλιστές του πνεύματος με τα ιερά οστά τους. Αυτή η μάνα διακηρύσσει : “Φιλῶ τέκνα, ἀλλά πατρίδα τήν ἐμήν μᾶλλον φιλῶ”. Με αυτήν την επιθυμία βάδιζαν οι ήρωες προς τον θάνατο άδοντες, γιατί βάδιζαν προς την ζωή. Κάπως έτσι υπάκουαν και πειθαρχούσαν στους νόμους της πατρίδος. “τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι” αυτούς που ποδοπατούν οι σύγχρονοι παπατζήδες νομοθέτες.

Έτσι λοιπόν περπατούσαν αρμονικά συνεργαζόμενοι, άρρεν και θήλυ, πότε στο φως και πότε στο σκοτάδι, πότε στο αγαθό και πότε στο κακοτράχαλο, σε δρόμο ευθύ, αλλά και καμπύλο, σε ήρεμο αλλά και σε κινούμενο, φτάνοντες κάποια στιγμή στο πέρας ή μάλλον συνεχίζοντας στο άπειρο. Στο υπερπέραν!

Αλλά όλα αυτά, έχουν την αντιστοιχία τους και την ποικιλότητά τους, τελώντας ξέμακρα από την μονομέρεια της ξερής και άπνοης αρίθμησης. Η αρίθμηση είναι στοιχείο και αντικείμενο της Άλγεβρας, όπου πάντοτε ενυπάρχει σημείο αναφοράς και σύγκρισης με το μηδέν. Αυτό που αποτελούν οι σύγχρονοι υπάνθρωποι και μόνο με αυτή την ιδιαιτερότητα επιτρέπεται η εισαγωγή της αριθμοποίησης στην σύγχρονη κοινωνία. Για να είναι καταφανεστάτη η μηδενική αξία των εν λόγων. Των ανύπαρκτων.

Γιατί ο Έλληνας, δεν είναι αριθμός. Είναι άνδρας, γυναίκα και παιδί. Γέρος και νέος. Πλούσιος και φτωχός. Γνωστός ή άγνωστος. Κληρικός ή λαϊκός. Προπάντων είναι ήρωας. Μία ξεχωριστή γενιά ανάμεσα στο Θεό και στα λοιπά υποκατάστατα της τωρινής γραικυλικής κατάντιας.

Ανδρείος, λεβέντης, θαρραλέος, αυτοθύτης, ομολογητής, φιλόπατρις, φιλόθεος, με αυταπάρνηση, με πίστη και ιδανικά, με πίστη σε αρχές και αξίες, με ηθικά εφόδια... Με μάνα και πατέρα. Ημίθεος! Ελεύθερος! Ανυπότακτος! Απολιόρκητος! Μάρτυρας! Συγγενής της θυσίας. Η ενσάρκωσή της. Ιερό σφάγιο, θυσιαζόμενο υπέρ βωμών και εστιών. Όχι υπέρ στοών. Ειδικά ποτέ υποχείριο εγχωρίων εντολοδόχων, φτηνών εκτελεστών διαταγών και τρωγλοδυτών υπογείων στοών και λεσχών, όπου εντάσσεται το μείζον μέρος του συγχρόνου κυνοβουλίου. Των εκπροσώπων του λαού, που τελούν απλοί όγκοι, άμορφοι, ασχημάτιστοι, άνευ ηθικής συνειδήσεως, άνευ παλμών και ζωής. Γελοία ρομπότ.

Κυρίες και κύριοι, της έκρυθμης αριθμοποίησης οι περιτυλισσόμενοι με τον μανδύα της ισχύος της εξουσίας και του χρήματος, δεν θα γλυτώσετε από τη νομοτέλεια και από την κυρωτική λειτουργία των κανόνων της κοινωνικής ηθικής. Παντού παραμονεύει η θεία τιμωρία. Η μόνη αρίθμηση που επιτρέπεται πάνω στη γη, είναι ένας Θεός, 300 αθάνατοι και 7.000 ανυπότακτοι. Είναι αυτοί που μεγάλωσαν σε ιερά σπήλαια, σε κατακόμβες και μαθήτευσαν στο υπέρτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα του κρυφού σχολειού. Το λιβάνι τους θα εξαλείψει την μπόχα του συγχρόνου Καλιγούλα. Ήδη ο εν λόγω στοχεύεται από τους ίδιους τους πραιτωριανούς του.

“ –Ω, Ρώμη! Ρώμη–Βαβυλών, ψευτιάς και ειδώλων χώρα! Πότε θα πάψεις μ' αίματα χριστιανικά να ευφραίνεις βάρβαρους όχλους και θεριά της ζούγκλας αιμοβόρα;”

Εμπρός σύγχρονοι ήρωες! Ας βγούμε από τα κρησφύγετά μας. Φτάνουν οι κατακόμβες και τα κρυφά σχολειά. Πόλεμο κατά των απίστων, γιατί, “όταν το δόγμα πλήττεται και εμείς παραμένουμε απαθείς, έχουμε την ίδια ευθύνη, αν όχι μεγαλύτερη” (Χρυσόστομος).

Μέχρις ἐσχάτων”! Για να εξαλείψουμε τα έσχατα της διαφθοράς. Μας καλεί και μας κράζει η φωνή των ιερών προγόνων μας, που αντηχεί από τα βάθη 30 τόσων αιώνων. Τις φωτιές που ανάβουν σήμερα οι ανώμαλοι εμπρηστές, είτε στη φύση, είτε στη σάρκα, να τις στρέψουμε με τον άνεμο του Θεού κατά πάνω τους. Μόνο το “θεῖον” μας λείπει. Αυτό ας το ρίξει εκείνος που δικαιούται. Όσοι χαζογελούν με αυτά που γράφονται σύντομα θα καταστούν στήλες άλατος στην πιο ευνοϊκή μεταχείριση. Εσύ Λωτ, προχώρα απτόητος προς τη Γη της Επαγγελίας.

 

Αρίσταρχος