Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Ο Θεός δεν τιμωρεί, κρούει τον κώδωνα!

Καλλιτέχνης Παντελής Ζωγραφος
Καλλιτέχνης Παντελής Ζωγραφος

Μια προσωπική μαρτυρία. Σύμπτωση ή θαύμα;

Κ.Ν.Θ.

Αυτό το γεγονός, μου συνέβη πρόσφατα, πριν από την πρωτοχρονιά του 2024. Ήμουν στον τόπο διαμονής μου, σε μια επαρχιακή πόλη της δυτικής Ελλάδας με αφορμή τις χριστουγεννιάτικες εορτές, ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου.

Μια εξ αυτών των ημερών, στις αρχές του Δεκεμβρίου, χρειαζόμουν εκτός των πλακιδίων, που ήδη είχαν τοποθετηθεί σε τμήμα του δαπέδου του αύλειου χώρου της οικίας μου, και μερικά πλακίδια (ρετάλια τα λένε, περισσεύματα) στο χρώμα ή περίπου στο χρώμα των πλακιδίων επίστρωσης του δαπέδου για τις απολήξεις τους και την σύνδεσή τους με τα τοιχώματα. Έψαξα στο διαδίκτυο, σε πολλά μαγαζιά της πόλης, πήρα αρκετά τηλέφωνα. Έβρισκα στο χρώμα που ήθελα, αλλά δεν ήταν άμεσα διαθέσιμα. Έπρεπε να περιμένω από μια εβδομάδα ως δέκα ημέρες για την παραλαβή τους. Εν τω μεταξύ, ο μάστορας ήταν μόνο εκείνες τις ημέρες διαθέσιμος κι εγώ δεν ήθελα οι εργασίες να συμπέσουν με τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης. Μετά την πρωτοχρονιά έπρεπε να φύγω. Έπρεπε, οπωσδήποτε να τα προμηθευτώ άμεσα.

Για να μην τα πολυλογώ, τα βρήκα σε ένα μαγαζί στη γειτονιά που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Σήμερα μένω σε άλλη περιοχή από αυτή που μεγάλωσα, αλλά στην ίδια πόλη.

Πήρα ταξί, ήταν καθημερινή, αργά το απόγευμα κοντοβραδίς, αλλά τα μαγαζιά ήταν ακόμη ανοιχτά. Έφτασα έξω από το κατάστημα οικοδομικών υλικών και ειδών υγιεινής, όπου με άφησε το ταξί. Πλήρωσα το αντίτιμο της διαδρομής, ευχαρίστησα τον οδηγό και μπήκα στο μαγαζί. Είχε ήδη σουρουπώσει. Δεν άργησα να βρω αυτό που ήθελα. Πλήρωσα, τηλεφώνησα στον μάστορά μου να τα παραλάβει την άλλη μέρα με το αυτοκίνητό του, γιατί εγώ δεν έχω αυτοκίνητο, ευχαρίστησα, καληνύχτισα και έφυγα. Γνώριζα πολύ καλά την περιοχή, αφού εκεί γεννήθηκα, μεγάλωσα, πήγα σχολείο μέχρι και πριν μερικά χρόνια είχα σπίτι εκεί και περνούσα πολλές μέρες το χρόνο. Έπαιζα, όπως λένε, στα δάχτυλα την περιοχή αυτή της πόλης. Ήξερα κάθε δρόμο και μικρό σοκάκι με τα όνοματά τους.

Ήταν σούρουπο. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω για ταξί, μόλις βγήκα από το μαγαζί, αλλά κάτι μου ήρθε και θέλησα να περπατήσω στα δρομάκια της περιοχής, της συνοικίας και της γειτονιάς που «αλώνιζα» από τα παιδικά μου χρόνια. Στην ίδια περιοχή της πόλης διαμένουν πολλά συγγενικά μου πρόσωπα. Ήθελα να ζήσω για λίγο τις όμορφες στιγμές του παρελθόντος και των παιδικών μου χρόνων, απλά να τις ανανεώσω.

Άρχισα λοιπόν να περπατώ από το νότιο τμήμα της περιοχής, όπου βρίσκεται και η εθνική οδός εξόδου από την πόλη, προς το κεντρικό τμήμα του συνοικισμού, όπου βρίσκεται η πλατεία, η αγορά, τα μαγαζιά, η εκκλησία και το τοπικό παράρτημα του δήμου της πόλης, τα σχολεία κλπ. Γνώριζα, ότι εκεί από παλιά υπήρχε και μια πιάτσα των ταξί, όπου κάποια ταξί στη σειρά περίμεναν να πάρουν πελάτες για να τους μεταφέρουν εντός (χωρίς κόμιστρο) και εκτός (με κόμιστρο) των ορίων της πόλης.

Αφού περπάτησα για περίπου 20 λεπτά, καμαρώνοντας και αναπολώντας την παλιά μου γειτονιά, έφτασα στην κάτω πλατεία, όπου βρισκόντουσαν εκείνη τη στιγμή σταθμευμένα 2 ταξί. Ανήκουν σε έναν συνεταιρισμό ταξί με ένα κέντρο που ελέγχει τα δρομολόγια και επικοινωνεί με οδηγούς και πελάτες με ραδιοτηλέφωνο. Εγώ, προφανώς, δεν είχα τηλεφωνήσει στο κέντρο, επειδή ήθελα να περπατήσω και σκέφτηκα να πάρω το ταξί από τον τόπο στάθμευσής του, την πλατεία, για να γυρίσω στο σπίτι. Είχε ήδη νυχτώσει, αλλά δεν ήταν αργά. Γύρω στις οχτώμισι.

Πλησίασα στον οδηγό του πρώτου ταξί στη σειρά, διότι είχε προτεραιότητα στο δρομολόγιο. Δεν τον γνώριζα, ήταν άγνωστός μου, αν και τους γνώριζα όλους στη γειτονιά μου. Ίσως, ήταν από άλλη περιοχή, αλλά βρέθηκε εκεί τυχαία. Ήταν καθισμένος στη θέση του οδηγού και μόλις με είδε να πλησιάζω, προφανώς για να πάρω ταξί, έβαλε το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί του, σαν να δέχτηκε κάποια κλίση, αλλά εγώ δεν άκουγα συνομιλία, ούτε κινήσεις των χειλιών του έβλεπα, που έδειχναν διάλογο και συνομιλία.

— «Καλησπέρα σας, είστε ελεύθερος;» τον ρώτησα, έξω από το τζάμι.

Μου έγνεψε, σηκώνοντας το κεφάλι του, αρνητικά. Όση ώρα ήμουν δίπλα του, δεν άνοιξε ούτε το τζάμι του παραθύρου, να μου πει κάτι. Συνέχισε να κρατά αμίλητος το ακουστικό στο αυτί. Περίμενα λίγο ακόμη, δεν τον έβλεπα να φεύγει.

Τον αφήνω και απευθύνομαι στο δεύτερο ταξί που ήταν πίσω του. Ο ταξιτζής, ήταν ο αδελφός ενός φίλου μου, γείτονα και συμμαθητή μου.

— «Συγγνώμη, μήπως είστε ελεύθερος;»... του λέω.

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου, ανοίγει το παράθυρο, αφού με αναγνώρισε και μου λέει:

— «Συγγνώμη, μόλις τώρα και όση ώρα μιλούσατε στον πρώτο οδηγό, πήρα κλήση για δρομολόγιο και φεύγω βιαστικά..»

Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και έφυγε.

Τι να κάνω τώρα; Να πάω σε άλλη περιοχή της πόλης, ήταν μακριά με τα πόδια. Να ενοχλήσω τους συγγενείς μου, ήταν βράδυ και δεν ήθελα να τους ταλαιπωρήσω. Προφανώς ήθελαν να ξεκουραστούν μετά τον κόπο της ημέρας.

Σκέφτηκα να περπατήσω λίγο ακόμη πιο πάνω, πέντε λεπτά με τα πόδια ως τη μεγάλη πλατεία, όπου βρίσκεται και η εκκλησία, η ενορία της συνοικίας. Περπάτησα ως εκεί. Μάταια, δεν υπήρχε ταξί, ούτε εκεί. Άρχισα να κατηφορίζω σε γνωστή οδό και κεντρική της συνοικίας και σταματώ τυχαία έξω από ένα παλιό διώροφο κτίριο, όπου στεγαζόταν παλιά η τοπική κοινότητα και μετέπειτα η ομάδα των προσκόπων εθελοντών. Φαινόταν ακατοίκητο, χωρίς φώτα. Αναζήτησα και διάβασα στον τοίχο τον αριθμό του κτιρίου για να τηλεφωνήσω, αφού γνώριζα την οδό, ήταν πασίγνωστη.

Έπρεπε να τηλεφωνήσω στο κέντρο για να καλέσω ταξί, αφού άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Σχεδόν πάντα παραγγέλνω ταξί με τηλεφωνική κλίση στο κέντρο. Τηλεφώνησα.

Απαντά η υπάλληλος:

— «Από πού θέλετε να σας πάρει το ταξί;»

Εκείνη τη στιγμή αυθόρμητα, χωρίς να σκεφτώ, γιατί γνώριζα καλά σε ποια οδό βρίσκομαι, μια φωνή κάλυψε τη δική μου φωνή στην ονομασία της οδού και με καθοδήγησε να απαντήσω σε χρόνο μηδέν και να προφέρω το όνομα άλλης οδού, επίσης κεντρικής της συνοικίας, που βρισκόταν 2 τετράγωνα παρακάτω, κοντά στην πλατεία που ήταν σταθμευμένα τα 2 ταξί. Ο αριθμός του παλιού κτιρίου φυσικά ήταν αυτός που εγώ διάβασα στον τοίχο του κτιρίου.

Δόθηκε η κλήση από το κέντρο στο πλησιέστερο ταξί προς το σημείο που βρισκόμουν και περίμενα. Ήταν το πρώτο ταξί στη σειρά εκ των 2 στα οποία πριν λίγη ώρα απευθύνθηκα για να επιβιβαστώ και μου αρνήθηκε.

Ο οδηγός, παίρνοντας την κλίση με το όνομα και τον αριθμό της οδού, που έδωσα στην υπάλληλο, έφτασε άμεσα στο σημείο, δεν με έβλεπε εκεί και άρχισε, όπως μου είπε αργότερα ένας τρίτος οδηγός που ήρθε τελικά να με παραλάβει, να γυροφέρνει επίμονα στο σημείο, σε γειτονικές οδούς, να κάνει μανούβρες με το ταξί, χωρίς να με βρίσκει. Αφού ταλαιπωρήθηκε πάνω από ένα τέταρτο της ώρας, επέστρεψε χωρίς να πάρει το δρομολόγιο.

Μου τηλεφώνησε ξανά η υπάλληλος από το κέντρο. Επίμονα άρχισε να μου λέει:

— «Μα, κύριε, πού είστε; Ο οδηγός ψάχνει και δεν σας βρίσκει. Μήπως, μου δώσατε άλλη διεύθυνση; Πέστε μου σωστά, παρακαλώ, τη διεύθυνση που βρίσκεστε».

Απάντησα:

— «Γνωρίζω την οδό αυτή από τη μέρα που γεννήθηκα. Είναι αδύνατο να σας έδωσα διαφορετική διεύθυνση. Να, σας είπα αυτή ακριβώς τη διεύθυνση στο τηλέφωνο». λέγοντάς της, τη διεύθυνση που βρισκόμουν.

Μόλις η υπάλληλος, άκουσε τη διεύθυνση που της είπα, στη δεύτερη συνομιλία μας, έπεσε από τα σύννεφα και μου λέει:

— «Τώρα βγαίνω στο μπαλκόνι να διαπιστώσω αν πράγματι μου λέτε την αλήθεια. Μείνετε στο ακουστικό σας, παρακαλώ».

Ακούω μια γυναικεία φωνή πάνω από το κεφάλι μου.

— «Ναι, κύριε, σας βλέπω. Είστε εσείς, σας ακούω, είστε αυτός που μου τηλεφώνησε. Μα, γιατί μου δώσατε λάθος διεύθυνση, δεν μπορώ να το πιστέψω..».

Το τηλεφωνικό κέντρο των ταξί ήταν ακριβώς πάνω από το σημείο που σταμάτησα εντελώς τυχαία εκείνο το βράδυ και απελπισμένος για να καλέσω ταξί. Αυτό εγώ, φυσικά, δεν το γνώριζα, αφού το κτίριο που βρισκόμουν ήταν πολλά χρόνια ακατοίκητο και έτσι ήταν.

Η υπάλληλος βγήκε στο μπαλκόνι, για να δει αν πράγματι, ήμουν εγώ αυτός που τηλεφώνησε και έδωσε την ...λάθος διεύθυνση. Τη διεύθυνση, που η φωνή της δικαιοσύνης του Θεού, άρθρωσε στα χείλη μου την κατάλληλη στιγμή.

Γιατί, όμως, συνέβησαν έτσι τα πράγματα;

Η συνέχεια είναι εξίσου ενδιαφέρουσα...

Η υπάλληλος του κέντρου, κάλεσε εν τέλει ένα τρίτο ταξί να έρθει να με πάρει. Ο οδηγός αυτού του ταξί δεν άργησε να έρθει, αλλά όπως μου περιέγραψε και συζητήσαμε στη διάρκεια της διαδρομής, γνώριζε όλα όσα συνέβησαν εκεί πριν λίγη ώρα και έγινε αποδέκτης παραπόνων από τον πρώτο οδηγό, που αρχικά αρνήθηκε να με πάρει. Γιατί όμως, αφού ήταν ελεύθερος και δεν έφευγε από το σημείο, δεν με παρέλαβε;

Την απάντηση μου έδωσε ο τρίτος οδηγός:

— «Κύριε, κακώς δεν σας πήραν. Από το νόμο απαγορεύεται αυτό. Πράγματι ήταν και τα δύο ταξί ελεύθερα, αλλά απέφυγαν με αυτό τον κωμικό τρόπο να σας πάρουν, έτσι κάνουμε όλοι συνήθως, κι εγώ πολλές φορές κάνω το ίδιο, διότι το κόμιστρο όταν πάρεις το ταξί από το χώρο στάθμευσης είναι 1 ευρώ λιγότερο, από ότι θα είναι όταν καλέσεις το ταξί μέσω του κέντρου από το τηλέφωνο!.»

Του απάντησα:

— «Μα, για ένα ευρώ με ταλαιπώρησαν τόσο πολύ; Άξιζε τον κόπο;»

Ο τρίτος οδηγός χαμογέλασε και δεν βιάστηκε να απαντήσει:

— «Μα, κύριε, εσείς τους ταλαιπωρήσατε περισσότερο!»

Απόρησα, τότε μόνο συνειδητοποίησα πώς και γιατί έτσι συνέβησαν τα πράγματα και είπα την αλήθεια:

—«Θέλω να γνωρίζετε, ότι δεν το έπραξα συνειδητά και σκόπιμα για να ταλαιπωρήσω τους ανθρώπους. Ίσως, αυτό ήταν το θέλημα του Θεού!».

Αυτό το συμβάν θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.

Ήταν πράγματι η επίπληξη του Θεού, όχι η τιμωρία, γιατί ο Θεός δεν τιμωρεί. Κρούει απλώς τον κώδωνα του κινδύνου στους ανθρώπους, για να παραδειγματιστούν, να γίνουν καλύτεροι μέσα από τα λάθη τους και όπως έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον!».