Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

            ερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου εἶναι μία ἀπό τίς 20 Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί καταλαμβάνει τήν 18ην θέσιν σύμφωνα μέ τήν κρατοῦσα ἀπό παλαιότερα τάξι τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

            Λόγῳ τῶν διαφόρων ἱστορικῶν περιπετειῶν καί συμφορῶν τῆς Μονῆς δυνάμεθα νά χωρίσουμε τήν Ἱστορία της σέ τέσσαρεις περιόδους:

 

Πρώτη Περίοδος

(1310-1500)

            Πρῶτος Κτίτωρ αὐτῆς ἀναφέρεται ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀφιέρωσε στόν ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκοπο Μύρων Λυκίας τόν Θαυματουργόν. Ὁ Ὅσιος αὐτός προερχόταν ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Σινᾶ. Μέ θέλημα Θεοῦ, ἀφοῦ ἐστάθμευσε πρῶτα στίς μεγαλονήσους Κύπρο καί Κρήτη, ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκατεστάθηκε στήν Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, πλησίον τῆς Μεγίστης Λαύρας. Γιά περισσότερη ἡσυχία, ἀνεχώρησε καί κατώκησε στήν δυτική πλευρά, πλησίον τοῦ χειμάρρου Χρέντελι, ὅπου ἔκτισε ἀσκητήρια μέ τούς μαθητές του Γεράσιμον, Ἰωσήφ, Νικόλαον, Μᾶρκον τόν Θεωρητικώτατον, Κάλλιστον, τόν μετέπειτα πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Ἰάκωβον, τόν ὕστερον ἀρχιερέα Σερβίων καί τόν Γρηγόριον τόν ἀπό Συριάνων. Τά ἀσκητήρια αὐτά ὠνομάζοντο τοῦ Γρηγορίου καί εὑρίσκοντο στό σημεῖο πού σήμερα ἔχει ἱδρυθῆ ἡ Ἱερά Μονή μας.

            Βάσει γραπτῶν μαρτυριῶν μαθαίνουμε ὅτι τά πρῶτα ἀσκητήρια τοῦ ὁσίου Γρηγορίου  τοῦ Σιναΐτου κτίσθηκαν τό 1310. Ὁπότε ἡ πρώτη σύστασις τῆς Μονῆς μας χρονολογεῖται ἀπό τήν χρονολογία αὐτή. Ἐπίσημο Ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, τό ὁποῖον εὑρίσκεται στήν ἱερά Μονή Χιλιανδαρίου, χρονολογούμενο ἀπό τό 1347 ἀναφέρει καί τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς μας, ὡς ἑξῆς: "Ὁ ἁμαρτωλός Καλλίστρατος Ἱερομόναχος καί Καθηγούμενος τοῦ Γρηγορίου".

            Ἐπειδή ὁ Ὅσιος Γρηγόριος δέν ἦτο συνηθισμένη μοναχική φυσιογνωμία, καθ᾿ ὅσον ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐξῆλθε τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ σκοπό νά διδάξη τούς ὀρθοδόξους λαούς τήν ἐν Χριστῶ ζωή, τήν μετάνοια καί τήν νοερά προσευχή. Ἐμπνεόμενος ἀπό θεῖον ζῆλον ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολι, στήν Θράκη, τήν Βουλγαρία καί τήν Σερβία, ὅπου καί παρέδωσε τό πνεῦμα του μακριά ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.

            Ὁ μοναχός Γρηγόριος  ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν, εὑρισκόταν στήν Κωνσταντινούπολι, ὅταν ἄκουσε γιά τήν φήμη τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου. Μετέβη στά Παρόρια τῆς Θράκης γιά νά τόν συναντήση. Ἐκεῖ, μετά τήν κοίμησι τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ὑποτάχθηκε στόν Γέροντα Ἱλαρίωνα, στόν ὁποῖον εἶχε ὑποταχθῆ καί ὁ ὅσιος Ρωμύλος. Λόγῳ ἐπιδρομῶν τῶν Ἀγαρηνῶν, ὁ Γρηγόριος ὁ νεώτερος ἤ Σιωπῶν ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά ἀπό συνεχεῖς μετωκήσεις ἐγκατεστάθηκε στά ἀσκητήρια τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τά ὁποῖα καί διηύρυνε καί τελειοποίησε. Ἔτσι τά κελλιά αὐτά ἐπῆραν τήν μορφή Μονῆς, πού ἀπό τότε λεγόταν τοῦ Γρηγορίου.

Δευτέρα Περίοδος

(1500-1761)

            Βάσει ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους πληροφορούμεθα ὅτι ἡ Ἱερά Μονή μας ὑπέστη μεγάλες καταστροφές ἀπό συνεχεῖς ἐφόδους τῶν Ἀγαρηνῶν (Σαρακηνῶν) καί κατέστη ἐντελῶς ἔρημος. Τότε ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ κοινή σύναξι μέ τούς Ἀντιπροσώπους τῶν Μονῶν ἐκάλεσε ἀπό τήν Μονή τοῦ Γρηγορίου τόν ὁσιώτατον μοναχόν Γρηγόριον καί τοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν ἐκ νέου ἐπανίδρυσι τῆς Μονῆς του. Αὐτός, ἐπειδή δέν εἶχε "ποῦ τήν κεφαλήν κλῖναι", ἐζήτησε βοήθεια ἀπό τόν εὐσεβέστατον ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Ἰωάννην-Στέφανον τόν Μέγα". Τόν κατέπεισε νά γίνη κτίτωρ καί τῆς ἰδικῆς του κατεστραμμένης Μονῆς καί θά μνημονεύωνται τά ὀνόματά τους στόν αἰῶνα ὡς κτιτόρων Αὐτῆς. Δέχθηκε ὁ ἡγεμών τήν παράκλησιν τοῦ πολυπαθοῦς Γέροντος Γρηγορίου καί μέ τά χρήματα πού ἐστάλησαν κτίσθηκε ἡ λεγομένη σήμερα μεσαία πτέρυγα μέ τήν ἄλλη πτέρυγα πού βρέχεται ἀπό τήν θάλασσα πρός δυσμάς. Στήν πτέρυγα αὐτή τῶν τριῶν ὀρόφων ὑπάρχουν σήμερα κελλιά τῶν Μοναχῶν, τό Ἀρχονταρίκιο, τό Ἡγουμενεῖο καί τά γραφεῖα τῆς Μονῆς.

 

Τρίτη Περίοδος

(1761-1859)

            Ἡ τρίτη περίοδος τῆς Μονῆς δοκιμάσθηκε σκληρά ἀπό πυρκαϊά πού συνέβη τό ἔτος 1761. Ἐκάησαν τά πάντα καί μόλις οἱ Πατέρες κατώρθωσαν καί διέσωσαν τά ἱερά Λείψανα, μερικά ἅγια Σκεύη καί Εἰκόνες.

            Οἱ Ἐπίτροποι τῆς Μονῆς ἐκάλεσαν τόν ὁσιώτατον Γρηγοριάτην μοναχόν Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τόν καιρόν ἐκεῖνον ἀσκήτευε σέ μιά σπηλιά τῆς Ἁγίας Ἄννης, νά ἀναλάβη πρωτοβουλίες γιά τήν ἀνασύστασιν καί ἀνοικοδόμησιν τῆς καείσης Μονῆς. Σύμφωνα μέ τήν παράδοσιν, ἔφθασεν ὁ ἀσκητής μοναχός ἀπέναντι τῆς Μονῆς καί ἀντικρύζοντάς την μέσα στίς φλόγες, ἔκλαυσε πικρῶς. Παρουσιάσθηκε κοντά του ἕνας εὐλαβής Γέροντας. Ἦτο ὁ ἅγιος Νικόλαος. Τόν παρηγόρησε καί τοῦ εἶπε ὅτι πάλι τό μοναστήρι θά κτισθῆ. Καί γιά νά πιστεύση ἀκραδάντως, ἐφύτρωσε ἀπό τό πηγούνι του μία μεγάλη γενειάδα πού ἔφθανε μέχρι τό ἔδαφος.

            Ἀπό τό θαῦμα αὐτό κατάλαβε ὁ μοναχός Ἰωακείμ ὅτι εἶναι θέλημα τοῦ ἁγίου Νικολάου νά κτισθῆ ἡ Μονή του. Μέ χρήματα πού συγκέντρωσε ἀπό τίς ἐνορίες τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀπό ἀλλοῦ ἔκτισε τρία μοναστήρια: Τό ἰδικό μας, τήν Μονή Μεταμορφώσεως στήν νῆσο Πρώτη τῆς Προποντίδος καί ἄλλη Μονή στό ἐν Ρουμανίᾳ Μετόχι μας πού λεγόταν Βυζαντία.

            Μεγάλη δοκιμασία ὑπέστη ὄχι μόνο ἡ Μονή μας ἀλλά ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος κατά τήν ἔναρξι τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως. Ἀπό τό 1821 μέχρι τό 1829 ἕνα μεγάλο τουρκικό ἀπόσπασμα ζοῦσε στίς Μονές τοῦ Ὄρους καταστρέφοντας βιβλιοθῆκες, τοιχογραφίες, ἱερά ξυλόγλυπτα ἀντικείμενα κλπ.. Ἀπό τούς 6000 μοναχούς ἀπέμειναν μόλις περίπου 1000, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι, ἄλλοι μαρτυρικῶς ἐτελειώθησαν καί ἄλλοι διαφεύγοντες τόν μέγαν κίνδυνο, εἰσῆλθαν στήν ἠπειρωτική καί τήν νησιωτική Ἑλλάδα συνεχίζοντας ἐκεῖ τόν μοναχικό τους δίαυλο.


Τετάρτη Περίοδος

(1859-1974)

Τό 1840 ἡ Ἱερά Μονή μας μέ ἔγκρισι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετετράπη σέ Κοινόβιο, ὅπως ἦτο καί παλαιότερα.

            Τό 1859, μετά ἀπό εἰσήγησι τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς μας, ἀνέλαβε τήν διαποίμανσι τῆς Ἀδελφότητος ὁ μέχρι τότε Β΄ γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος,  Ἱεροδιάκονος Συμεών, προερχόμενος ἀπό τήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου.

Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος Συμεών, ὅπως θ᾿ ἀναγνώση ὁ ἀναγνώστης στά περί τοῦ βίου του, ἀνεδείχθηκε τέταρτος Κτίτωρ τῆς Μονῆ μας, διότι κτιριακῶς τήν ἐδιπλασίασε. Ἐποίμανε τήν Μονή μας μέχρι τό 1906. Κατόπιν ἐπί τετραετίαν ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος καί ἐν συνεχείᾳ ἄλλοι ἱερομόναχοι.

Ἀπό τό 1974 ἀρχίζει ἡ νέα πέμπτη περίοδος μέ Καθηγούμενο τόν Παν. ἀρχιμ. π. Γεώργιο, κατά τήν ὁποία ἐπετεύχθη στήν Μονή μας ἡ ἐπάνδρωσίς της καί ἡ πνευματική της ἀνασύστασις καί πρόοδος. Περί αὐτῆς θά γράψη προσεχῶς ἡ ἱστορία.

 

ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ

Στήν Μονή μας διασώζονται περί τά 100 καί πλέον τεμάχια ἁγίων Λειψάνων διαφόρων Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Τά κυριώτερα τούτων εἶναι:

1. Πολλά ἀπό τά Λείψανα τῆς ἁγίας Ὁσιοπαρθενομάρτυρος  Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, ὅπως ἄφθαρτο τό δεξί χέρι της, οἱ δύο πόδες της, τό ἕνα πέλμα τοῦ ποδός της καί ἄλλα.

2. Μεγάλο τεμάχιο ἀπό τήν Κάρα τῆς ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος μέ τήν ὁποία συνωμίλησε ὁ Χριστός στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβου.

3. Τό ἄφθαρτο δεξί χέρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἑνός ἐκ τῶν τριῶν εραρχῶν.

5. Τμῆμα ἀπό τήν Κάρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας.

6. Μεγάλο ὀστοῦν ἀπό τόν κάλαμο τοῦ ποδός τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.

7. Μεγάλο μέρος ἀπό τήν Κάρα τοῦ ἁγίου Μοδέστου, Πατριάρχου Ἰεροσολύμων.

8. Ἡ Κάρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζοῦ, πατρός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

9. Ἡ Κάρα τοῦ ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου τοῦ Πέρσου.

10. Τό ἄφθαρτο ἀριστερό χέρι τῆς Ὁσίας Μακρίνης, ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

11. Μεγάλα τεμάχια Λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ.

12. Μέρος ἀπό τό δέρμα τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους καί ἄλλα.

           

ΙΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

            Καθώς μπαίνει ὁ εὐλαβής Προσκυνητής στό Καθολικό τῆς Μονῆς, θά προσκυνήση στό δεξιό μέρος τῆς Λιτῆς μία μικρή Θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὀνομάζεται Ὁδηγήτρια Παντάνασσα ἤ Παλαιολογίνα. Δωρήθηκε στήν Μονή μας τό 1500 ἀπό τήν σύζυγο τοῦ Δευτέρου κτίτορος ἁγίου ἡγεμόνος Στεφάνου τοῦ Μεγάλου, ὀνόματι Μαρία, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπό τήν βυζαντινή δυναστεία τῶν Παλαιολόγων. Τό θαυμαστό μ᾿ αὐτή τήν Εἰκόνα εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἐκάη τό 1761 ὁλοσχερῶς ἡ Μονή καί ὅ,τι ὑπῆρχε μέσα στόν ναό ἔγινε στάκτη, ἐν τούτοις ἡ Εἰκόνα ατή διαφυλάχθηκε σῶα. Ἡ ἀποκάθαρσίς της ἀπό τίς κάπνες τῆς πυρκαϊᾶς καθαρίσθηκαν ἀπό συνεργεῖο τεχνικῶν μόλις τό 1979.

            Στό δεξιό Προσκυνητάρι τοῦ Καθολικοῦ ὑπάρχει ἡ ἐπιβλητική Εἰκών τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς χρονολογεῖται ἀπό τόν 14ον αἰῶνα.

            Στό ἀριστερό Προσκυνητάρι, συνηθίζεται νά τοποθετῆται ἡ εἰκών τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς, τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἔργον τοῦ 18ου αἰῶνος.

            Ἀπέναντι ἀπό τό Προσκυνητάριο τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου εἶναι ἡ μεγαλοπρεπής καί βασιλική μορφή τῆς Κυρίας Θεοτόκου ὡς Βασίλισσας τῶν Οὐρανῶν. Ὀνομάζεται Γαλακτοτροφοῦσα, διότι θηλάζει τόν νηπιάσαντα διά τήν σωτηρίαν μας Σωτήρα τοῦ κόσμου Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν. Προέρχεται ἀπό τό Μετόχιον τοῦ ἁγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης καί εἶναι τοῦ 15ου αἰῶνος.

            Ὅλες οἱ Εἰκόνες, τά λεγόμενα Δεσποτικά, τοῦ Τέμπλου, καθώς καί οἱ μικρές τοῦ Δωδεκαόρτου χρονολογοῦνται ἀπό τό 1778, δηλαδή μετά τήν κατασκευή τοῦ ναοῦ καί τοῦ ξυλόγλυπτου τέμπλου.

            Πλῆθος ἱερῶν Εἰκόνων διαφόρου τέχνης καί ἐποχῆς εἶναι θησαυρισμένες στό Μουσεῖο τῆς Μονῆς, στό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά μεταβῆ ὁ ἐνδιαφερόμενος ἐπισκέπτης καί νά θαυμάση τήν τέχνη καί νά διδαχθῆ ἀπό τήν θεολογική τους ἑρμηνεία.

 

ΙΕΡΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

            1. Τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας.

            Τό παλαιότερο παρεκκλήσιο εἶναι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, ἐντός τοῦ ἐσωτερικοῦ προαυλίου χώρου τῆς Μονῆς, τό ὁποῖον χρονολογεῖται ἀπό τό 1740 περίπου. Διατηροῦνται σέ FRESCO ἀρκετά καλά οἱ τοιχογραφίες του, πού εἶναι οἱ παλαιότερες ἀπό ὅσες ὑπάρχουν στήν Μονή μας. Στό ἐκκλησάκι αὐτό εἶναι θησαυρισμένη ἡ Θαυματουργός Εἰκών τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, τρίτης Προστάτιδος τῆς Μονῆς μας, μετά τόν ἅγιο Νικόλαο καί τόν Κτίτορα Ὅσιο Γρηγόριο. Ἐδῶ σχεδόν καθημερινά τελοῦνται Παρακλήσεις ἐνώπιόν της καί τά θαύματά της εἶναι ἄπειρα καί συνταρακτικά. Κυκλοφορεῖ βιβλίο τῆς Μονῆς μας μέ τίς Ἀκολουθίες της καί τά θαύματά της.

            2. Τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Κτίτορος.

             Κτίσθηκε τό 1850 ἐπί ἡγουμενίας τοῦ ἀρχιμ. π. Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἡγουμένευσε ἀπό τό 1848-1859. Εἶναι ἐνσωματωμένο στήν Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς καί ἐπικοινωνεῖ μέ ἐσωτερική πόρτα. Ἔχει ξύλινο μικρᾶς ξυλογλυπτικῆς ἀξίας τέμπλο. Δέν ἔχει ἀκόμη ἁγιογραφηθῆ.

            3. Τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.

            Εὑρίσκεται στόν πρῶτον ὄροφο τῆς ἀνατολικῆς πτέρυγος τοῦ ὁσιωτάτου τρίτου Κτίτορος Ἰωακείμ. Στά τελευταῖα χρόνια ἔγινε ἡ ἀνακατασκευή του μέ τσιμεντένιο δάπεδο γιά τήν ἀποφυγή κινδύνου ἀπό πυρκαϊά. Στό ἱερόν Βῆμα φυλάσσονται μέ πολλή εὐλάβεια οἱ Κάρες τῶν Ὁσιωτάτων μακαριστῶν Καθηγουμένων π. Συμεών καί π. Ἀθανασίου, οἱ ὁποῖοι διέπρεψαν στήν ἁγιότητα τοῦ βίου τους καί στήν ἀνασυγκρότησι τῆς Μονῆς μας.

            4. Τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου.

            Εὑρίσκεται στό ἄκρον τοῦ τρίτου ὀρόφου τῆς ἰδίας πτέρυγος τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωακείμ. Καταλήγει σέ περίτεχνον, πλακοσκέπαστον τροῦλλο καί δέχθηκε ἀνακαινίσεις καί ἐξωραϊσμούς ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῶν νεωτέρων Πατέρων τῆς Μονῆς μας μέ ἐπικεφαλῆς τόν σεβαστόν μας Γέροντα π. Γεώργιον.

            5. Τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος.

             Εὑρίσκεται στήν ἄκρη τοῦ ἐπάνω ὀρόφου τοῦ Ἀρχονταρικιοῦ τῆς Μονῆς μας. Κτίσθηκε μαζί μέ τήν πτέρυγα τό 1896 ἀπό τόν τέταρτο Κτίτορα τῆς Μονῆς μας, καθηγούμενο παπᾶ Συμεών. Καταλήγει σέ τροῦλλο καί δέν εἶναι ἁγιογραφημένο.

            6. Τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.

Εὑρίσκεται κάτω ἀπό τό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Εἶναι μισοσκότεινο καί κατανυκτικό. Δέν ἔχει ἁγιογραφίες.

7. Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Ὑπῆρχε παλαιότερα μέσα στόν γκρεμισμένο πύργο τῆς Μονῆς μας. Μέ τήν κατασκευή τῆς νέας πτέρυγος ἐπί ἡγουμενίας τοῦ νῦν Γεροντός μας καί Καθηγουμένου παπᾶ Γεωργίου, ἀποφασίσθηκε νά δημιουργηθῆ χῶρος καί γιά τήν στέγασι αὐτοῦ τοῦ Παρεκκλησίου

Κτίσθηκε λοιπόν μαζί μέ τήν νέα πτέρυγα. Εὑρίσκεται στόν τέταρτον ὄροφο. Εἶναι λίαν περικαλλές καί καταλήγει σέ περίτεχνο πλακοσκέπαστο τροῦλλο. Δίπλα εἶναι τμῆμα τοῦ μουσείου Εἰκόνων τῆς Μονῆς μας. Λέγεται ἡγουμενικό Παρεκκλήσιο διότι ἐξυπηρετεῖ τίς λατρευτικές καί λειτουργικές ἀνάγκες τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου, τοῦ ὁποίου τό κελλί εἶναι στήν ἴδια πτέρυγα.

8. Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων.

Εὑρίσκεται στό μέσον τοῦ ἄνω ὀρόφου τῆς μεσαίας πτέρυγος. Εἶναι μικρῶν διαστάσεων καί πολύ κατανυκτικό. Στό παρεκκλήσιο αὐτό διηκόνησαν ὡς ὑπεύθυνοι γιά τά καντήλια καί τήν καθαριότητά του ἐπί πολλά χρόνια ὁ ἀείμνηστος Γέρων Βαρλαάμ καί στά τελευταῖα  55 χρόνια ὁ μακαριστός ἱερομόναχος Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 2005.

 

ΙΕΡΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

1. Τῶν Ἁγίων Πάντων.

            Εὑρίσκεται ἔξω ἀπό τήν μικρή ἀνατολική πύλη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στούς Κήπους καί στά μνήματα τῶν πατέρων. Εἶναι Κοιμητηριακός ναΐσκος, παλαιότερος ἀπό τό Καθολικό τῆς Μονῆς μέ τοιχογραφίες FRESCO, οἱ ὁποῖες διατηροῦνται σχεδόν ἀνέπαφες ἀπό τήν μάστιγα τοῦ πανδαμάτορος χρόνου.

Ἐδῶ κάθε Σάββατο  τελεῖται Θεία Λειτουργία γιά τήν ἀνάπαυσι τῶν Κοιμηθέντων Πατέρων καί διαβάζεται δίσκος Κολλύβων πού μοιράζεται στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ πρός ἀνάπαυσιν τῶν Ψυχῶν τους.

Κάτω ἀπό τόν ναό τοῦ Κοιμητηρίου ὑπάρχει μικρή θολωτή κρύπτη, στήν ὁποία ἔχουν τοποθετηθῆ μέ τάξι τά ὀστᾶ τῶν Πατέρων, τῶν κοιμηθέντων διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀπό τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι καί  σήμερα. Μερικά ἀπ᾿ αὐτά εὐωδιάζουν, πρᾶγμα πού πιστοποιεῖ τήν ἁγιότητά τους καί τήν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ.

2. Τοῦ ἁγίου Τρύφωνος.

Εὑρίσκεται στό σπίτι τῶν Κηπουρῶν, ἔξω καί ἐπάνω ἀπό τήν Μονή μας. Ὁ ἅγιος Τρύφων εἶναι ὁ Ἅγιος τῶν Κηπουρῶν, ὁ διώκτης τῶν ἀσθενειῶν τῶν λαχανικῶν, ὁ καταπέλτης τῶν μικροβίων καί σκωλήκων τά ὁποῖα μαστίζουν τούς λαχανόκηπους. Ἐδῶ καθημερινά τελοῦν τίς σύντομες ἀκολουθίες τοῦ Ὄρθρου καί τοῦ Ἑσπερινοῦ οἱ Κηπουροί μας γιά νά εὑρίσκονται ἀπό τίς ἕξι τό πρωΐ μέσα στά χώματα γιά τό διακόνημά τους.

3. Τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.

Εὑρίσκεται στό Νεώριο, ὑπεράνω τοῦ ναυστάθμου-κτιρίου ὅπου φυλάσσονται τήν χειμερινή περίοδο οἱ βάρκες καί τά πλοιάρια τῆς Μονῆς μας. Τό κτίριο αὐτό μαζί μέ τό παρεκκλήσιο κτίσθηκαν τήν περίοδο πού ἦτο Ἡγουμενος ὁ παπᾶ Συμεών. Τό Παρεκκλήσιο εἶναι πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Μοδέστου, Προστάτου καί θεραπευτοῦ τῶν ζώων. Γι᾿ αὐτό στήν μνήμη του, πού τελεῖται μέ λαμπρά θεία Λειτουργία, στίς 18 Δεκεμβρίου ἑκάστου ἔτους, παρελαύνουν μετά τήν Λειτουργία τά ζῶα (μουλάρια) τῆς Μονῆς μας  ἀπέξω  καί ραντίζονται.

4. Τῶν Ἀθωνιτῶν πατέρων.

Εὑρίσκεται ἀπέναντι στήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ ἀπό τήν Μονή μας. Κτίσθηκε τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπό κάποιον Λογγίνον, Γρηγοριάτην Μοναχόν. Τά τελευταῖα χρόνια ἀνακατασκευάσθηκε καί ἔγινε καί πάλι κατάλληλο γιά κατοίκησι μέ πρῶτον οἰκήτορα τόν μοναχόν Βλάσιον, προσφάτως ἀναχωρήσαντα γιά τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν Ἀκαρνανία.

5. Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Εὑρίσκεται ὑψηλότερα ἀπό τό προηγούμενο Παρρεκλήσιο καί ἀνήκει στό ὁμώνυμο Κάθισμα τῆς Παναγίας μας. Πλησίον εἶναι τό σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τό ὁποῖον μαρτυρεῖ σύμφωνα μέ τήν Ἀκολουθία του "ἀγῶνες καί σκάμματα". Ἐδῶ ἔζησε τά τελευταῖα χρόνια του ὁ Προηγούμενος Νεόφυτος, μετά τήν παραίτησί του ἀπό τό ἡγουμενικό ἀξίωμα τό 1859.

6. Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Στήν κορυφή τοῦ ἰδίου βουνοῦ μας, ἀνάμεσα στά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς ἱστορικῆς Σκήτης τοῦ Ὁσίου Κτίτορός μας, κτίσθηκε καινούργιος μικρός ναΐσκος, ρυθμοῦ Βασιλικῆς τό 1997. Ἐπιμελητής τῆς Σκήτης ἔχει ὁρισθῆ ἀπό τήν Μονή μας ὁ ἰατρός ἱερομ. π. Δημήτριος.

7. Τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου.

Εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Μονή, ἀπό τήν δυτική πλευρά της, μόλις πέντε λεπτά πάνω ἀπό τόν ἁλίκτυπο βράχο τῆς θαλάσσης. Τήν περίοδο τῆς κατοχῆς, λόγῳ πυρκαϊᾶς κατεστράφησαν καί ἐγκαταλείφθηκαν τά πάντα καί μόλις τό 1976 ξεκίνησαν οἱ πρῶτες προσπάθειες ἐκ μέρους τῶν νεωτέρων Πατέρων γιά τήν ἀνακαίνισί του. Κτίσθηκαν τό 1986 μαζί μέ τό παρεκκλήσιο καί ἕνα περικαλλές Κάθισμα μέ εἰδικό χῶρο γιά Ἁγιογραφεῖο. Περιβάλλεται ἀπό δαντελλωτά ἀκαλλιέργητα Κηπάρια καί δύο πηγές δροσεροῦ νεροῦ. Ὑπεύθυνος τοῦ Καθίσματος εἶναι ὁ ἱερομ. π. Φιλόθεος.

8. Τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.

Εἶναι στόν λεγόμενο Μύλο τῆς Μονῆς, ὅπου παιλαιότερα οἱ Πατέρες ἄλεθαν τό σιτάρι σέ μύλο πού λειτουργοῦσε μέ τό νερό. Εὑρίσκεται στά σύνορα μέ τήν ἐδαφική περιοχή τῆς Σιμωνόπετρας. Ἐδῶ ἀνέκαθεν ἡ Μονή προμηθεύεται τά ἑσπεριδοειδῆ καί τά ἄφθονα λεμόνια. Ὑπῆρξε μόνιμος διακονητής. Ἀναφέρονται οἱ μακαριστοί Γέρο-Αὐξέντιος, Γέρο-Σάββας καί τελευταῖα μόνιμος εἶναι ὁ Γέρων Πέτρος.

9. Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Εὑρίσκεται στό Ἀμπέλι τῆς Μονῆς μας, μόλις 15 λεπτά μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή πρός τήν πλευρά τῆς Σιμωνόπετρας. Δέν ὑπῆρχε καθόλου Παρεκκλήσιο, ἀλλά ἀφ᾿ὅτου ἐστάλησαν διακονητές μετά τήν ἐπάνδρωσι τῆς Μονῆς μας ἀπό τό 1974 καί ἐντεῦθεν, χρειάσθηκε ναΐσκος γιά τίς ἀκολουθίες τους. Τότε λοιπόν ἡ ἀποθήκη τῶν ξύλων μετετράπη σέ ἐκκλησάκι μέ μαστόρους τούς ἰδίους τούς νεωτέρους πατέρας.

 

Παρεκκλήσια τοῦ Βουνοῦ:

10. Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου

11. Τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.

12. Τοῦ Ἁγίου Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου.

Ἀπό παλαιότερα ὑπῆρχε μόνο τό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τό ὁποῖον κτίσθηκε τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, μαζί μέ τό σπίτι, ἀπό τόν δραστήριο Ἡγούμενο παπᾶ Συμεών, σάν Δασονομεῖο τῆς Μονῆς μας. Τά ὑπόλοιπα δύο Παρεκκλήσια μαζί μέ ἡσυχαστικά Καθίσματα  κτίσθηκαν ἀπό τόν Γέροντάς μας π. Γεώργιο τήν δεκαετία τοῦ 1990.

Τό κτίριο μαζί μέ τό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Προφήτου Ἠλιοῦ κτίσθηκε γιά Πυροφυλάκειο τοῦ Δάσους μας, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Στέφανος κτίσθηκε σέ ἀντικατάστασι τοῦ γκρεμισθέντος ὁμωνύμου παρεκκλησίου τό 1904, στό ὁποῖον ἔζησε γιά μερικά χρόνια ὁ μεγάλος ἀσκητής τοῦ Ὄρους Χατζη-Γιώργης μέ ὁμάδα μοναχῶν του.

 

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Δέν διασώζονται πολλά περγαμηνά καί παλαίτυπα βιβλία, διότι ἐκάησαν στούς φούρνους ἀπό τούς Τούρκους, ὅταν εἶχαν καταλάβει τό Ἅγιον Ὄρος στήν περίοδο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ὅμως οἱ σωζόμενοι Κώδικες εἶναι:

Ἕξι περγαμηνοί ἐκκλησιαστικῆς ὕλης τῶν 9ου-13ου αἰῶνος.

Ἐννενήκοντα ἐννέα  χάρτινοι ἐκκλησιαστικῆς ὕλης τῶν 14ου-19ου αἰῶνος.

Τριάκοντα χάρτινοι ἐκκλησιαστικῆς καί ἐξωτερικῆς ὕλης τῶν 14-19ου αἰῶνος. Καί  τεσσαράκοντα χάρτινοι ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς τῶν 15-19ου αἰῶνος.

Ἡ νέα Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς μας ἔχει περί τούς 20.000 τόμους βιβλία διαφόρου περιεχομένου. Ὅλα εἶναι νεώτερα καί ἱκανά στόν ὁποιονδήποτε νά ἐντρυφήση γιά ὅποια ἐπιστήμη θελήση νά μορφωθῆ.

 

ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΑΣ

Τό Μοναστήρι μας μετετράπη πάλι σέ Κοινόβιο τό 1840. Οἱ κατά σειράν ἡγούμενοι ἦσαν:

1. Ἀρχιμ. π. Νεόφυτος. Ἀσκήτευε μέχρι τότε στήν Μικρά Ἀγία ῎Αννα. Καταγόταν ἀπό τήν Μυτιλήνη καί εἶχε καρεῖ μοναχός στήν Μονή Ἐσφιγμένου. Ἡγουμένευσε μέχρι τό 1848. Ἔκτοτε ἀσκήτευσε στό Κάθισμα τῆς Παναγίας μας καί κατόπιν ἀνεχώρησε γιά τήν Νέα Σκήτη, ὅπου καί ἐτελεύτησε. Ἦτο δύσκολη ἡ ποιμαντική του διακονία, διότι οἱ μοναχοί δέν ἤθελαν νά συμμορφωθοῦν πρός τό κοινοβιακό πολίτευμα.

2. Ἀρχιμ. π. Δανιήλ.

Ἦτο πνευματικό τέκνο τοῦ ἀποχωρήσαντος Γέροντος Νεοφύτου. Ἡγουμένευσε μέχρι τό 1859, ἀφοῦ ἐπεβάρυνε τήν Μονή μέ ὑπέρογκα οἰκονομικά χρέη. Ὅμως ἐπετελέσθηκαν καί καλά ἔργα, ὅπως ἡ ἵδρυσις τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου καί ἡ ἀγορά τοῦ Μετοχίου Βούλτσιστα στήν Πιερία μέ χρήματα τοῦ μοναχοῦ Βησσαρίωνος, Οἰκονόμου τοῦ πάλαι ποτέ Μετοχίου μας Βυζαντία στήν Ρουμανία.

3. Ἀρχιμ. π. Συμεών Ἀγγελίδης. Καταγόταν ἀπό τήν Τριπολιτσά Πελοποννήσου. Ἡγουμένευσε 46 περίπου χρόνια καί εἶναι ὁ τέταρτος Κτίτωρ τῆς Μονῆς μας. Πολλές ἀπό τίς δραστηριότητές του θά διαβάση ὁ ἀναγνώστης σέ ἄλλα κεφάλαια τοῦ παρόντος βιβλίου.

4. Ἀρχιμ. π. Ἰάκωβος Γιαννούλης. Ἦτο θεῖος τοῦ περιβοήτου γιά τά διοικητικά του καί ἄλλα προσόντα Γρηγοριάτου μοναχοῦ Βαρλαάμ, καταγόμενος ἀπό τό χωριό Μαυρίκι τῆς Τεγέας Ἀρκαδίας. Ἡγουμένευσε μόνο τέσσερα χρόνια, διότι προσεβλήθη στό Μετόχιο Μπαλαμπάνι τοῦ Νέου Μαρμαρᾶ Χαλκιδικῆς ἀπό ἑλονοσία καί ἀπέθανε. Ἦτο ὀλιγογράμματος, ἀλλά σέ ὅλα ἱκανώτατος καί ἐθνικός ἥρως, διότι διευκόλυνε τά ἀνταρτικά μας σώματα νά μένουν καί νά ὀχυρώνονται στά Μετόχια τῆς Μονῆς μας στήν Χαλκιδική καί νά κτυποῦν τούς Κομιτατζῆδες Βουλγάρους.

5. Ἀρχιμ. Κοσμᾶς Σταματόπουλος. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Ζευγολατιό Ἀρκαδίας. Ἦλθε στήν Μονή τό 1868. Μετά δύο χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος καί ἀργότερα ἱερομόναχος. Ὑπηρέτησε ἐπί δύο χρόνια σάν Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονς στήν Ἱερά Κοινότητα. Κατόπιν προσκλήθηκε καί ἀνέλαβε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Μετά παραιτήθηκε καί μετέβη στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔμεινε μέχρι τό 1901. Μετά, τό 1903, ἐπέστρεψε στήν Μονή τῆς Μετανοίας του καί τό 1910 ἐξελέγη ἡγούμενος Αὐτῆς. Ἐκοιμήθη ἀπό καρδιακό ἐπεισόδιο τό ἔτος 1914. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἡγουμενείας του ἐπρυτάνευε ἄκρα ἡσυχία καί παραδειγματική ἀδελφική συμβίωσις τῶν Πατέρων, τά δέ οἰκονομικά τῆς Μονῆς  εὑρίσκοντο σέ εὐχάριστη θέσι.

6. Ἀρχιμ. π. Δημήτριος Τσουκαλᾶς. Καταγόταν ἀπό χωριό τῆς ὀρεινῆς Γορτυνίας Ἀρκαδίας. Ἡγουμένευσε μόλις ἑνάμισυ χρόνο καί οἰκειοθελῶς παραιτήθηκε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1916.

7. Ἀρχιμ. π. Γεώργιος Παρασκευόπουλος. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Βραχοράχη τῆς Γορτυνίας. Μετά δυσκολίας δέχθηκε τό ἀξίωμα φοβούμενος τίς εὐθῦνες, ἐφ᾿ ὅσον ὁ κατάλληλος γιά τό ἀξίωμα αὐτό ἱερομόναχος Ἀθανάσιος ἔφυγε γιά τήν Ἁγία Ἄννα γιά νά μή ἐκλεγῆ ἡγούμενος. Ὑπηρέτησε τό Μοναστήρι ἀπό τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς θέσεως ἀπό τό 1916 μέχρι τό 1924.

8. Ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιος. Κατά κόσμον Ἀνδρέας Πρωτογερόπουλος τοῦ Γεωργίου. Καταγόταν ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος μαζί μέ ἄλλους δύο νέους τό 1891. Ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἐπέστρεψε συντόμως στόν κόσμο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἔμειναν στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ π. Ἀθανάσιος ὑποτάχθηκε στόν Γέροντα παπᾶ Συμεών. Χειροτονήθηκε διάκονος τό 1904 καί ἱερεύς τό 1908. Διακρινόταν γιά τήν ἁγία βιοτή καί τήν πραότητά του. Ἡγουμένευσε ἀπό τό 1924 μέχρι τό 1936.

9. Ἀρχιμ. π. Θεόδωρος. Κατά κόσμον Θεόδωρος Κακούνης τοῦ Γεωργίου. Γεννήθηκε στό Καστρί Κυνουρίας Ἀρκαδίας τό 1886. Δέν εἶχε τά χαρίσματα τοῦ προκατόχου του, ἀλλά κυβέρνησε τό Μοναστήρι μας μέ σύνεσι καί ἁπλότητα ἀπό τό 1937 ἕως τό 1943.

10. Ἀρχιμ. π. Βησσαρίων. Κατά κόσμον Παναγιώτης Μίχας. Γεννήθηκε στό Γεράκι τῆς Σπάρτης καί ἦτο φοιτητής ἰατρικῆς, ὅταν ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψη τά ἐγκόσμια.   Ἐξελέγη ἡγούμενος ἐνῶ ἀκόμη εὑρισκόταν στήν τάξι τῶν μοναχῶν. Ὑπηρέτησε τό μοναστήρι μέ δυναμισμό διότι εἶχε μέγα διοικητικό χάρισμα ἀπό τό 1943 ἕως τό 1971, ὁπότε καί οἰκειοθελῶς παρητήθη.

11. Ἀρχιμ. π. Διονύσιος. Ὑπηρέτησε τήν Μονή σάν Τοποτηρητής ἐπί ἕνα χρόνο  καί ὡς ἡγούμενος ἐπί  δύο μέ τήν προϋπόθεσι, ὅταν εὑρεθῆ ἄλλος ἱκανώτερος γιά ἡγούμενος νά ὑποβάλλη τήν παραίτησί του.

12. Ἀρχιμ. π. Γεώργιος. Κατά κόσμον Γεώργιος Καψάνης τοῦ Ἀναστασίου. Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν στήν ἕδρα τῆς Ποιμαντικῆς καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Ἦλθε στήν Μονή μας τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, ὡς Γέροντας μικρᾶς συνοδίας ἕξι ἀτόμων ἀπό τήν Μονή ἁγίου Γεωργίου Ἁρμᾶ Εὐβοίας. Ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν μακαριστό ἡγούμενο π. Διονύσιο καί τέλη Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀνέλαβε τήν διακυβέρνησι τῆς Μονῆς, τήν ὁποία καί πηδαλιουχεῖ θαυμαστῶς καί θεαρέστως μέχρι σήμερα (2005). Περισσότερα γιά τήν τριακονταετῆ καί πλέον ἡγουμενική του προσφορά θά γράψη ἡ ἱστορία, μετά τήν ἁγία κοίμησί του.

 

 

ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

(14ος αἰώνας)

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν κατάγεται ἀπό τά Βαλκάνια. Σύμφωνα μέ τήν ἁγιορείτικη, ἀλλά καί τήν παράδοσι σλαβωνικῶν καί σερβικῶν Συναξαρίων ἦτο σερβικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στό τέλος τοῦ 13ου αἰῶνος. Ἦτο μαθητής τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου καί τοῦ ἁγίου Ρωμύλου τοῦ Ραβάνστκι, τοῦ ὁποίου καί τήν πολιτεία συνέγραψε. Εἶναι ἱδρυτής τῆς ἁγιορειτικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ Θαυματουργοῦ, γνωστή παντοῦ μέ τό ὄνομα "τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου". Μετά τήν ἵδρυσι τῆς ἁγιορείτικης Μονῆς, ἦλθε στήν Σερβία, ὅπου ἀπό τόν βασιλέα τῶν Σέρβων Λάζαρο ἐπῆρε τήν μονή Τζδρέλλο, στήν περιοχή Μπρανιτσέβου, γνωστή ὕστερα μέ τό ὄνομα Γκορνιάκ, ὅπου εὑρίσκονται μέχρι σήμερα καί τ᾿ ἅγια Λείψανά του.

            Ἀπό τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Ρωμύλου Ραβάντσκι, τήν ὁποία ἔγραψε ὁ ὅσιος αὐτός Γρηγόριος, καθώς καί ἀπό ἄλλα ἀρχαῖα βιβλία, μαθαίνουμε γιά τήν ζωή καί τήν ἄσκησι τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τήν ὁποία καί στήν συνέχεια θά καταθέσουμε.

            Στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνος ἦλθε ἀπό τό ὄρος Σινᾶ στά Βαλκάνια ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἐγκαταστάθηκε στό Ἅγιον Ὄρος, στήν σκήτη τήν λεγομένη τοῦ Μαγουλᾶ, ἀπέναντι ἀπό τήν Μονή τοῦ Φιλοθέου. Ἐκεῖ ἀπέκτησε πολλούς μαθητές ἀπό ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν τήν ἡσυχαστική ζωή.

            Ἀπό τήν σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ ἐπέρασε ὁ ὅσιος Γρηγόριος μέ μία ὁμάδα μαθητῶν του στόν ἔρημο καί ἀπρόσιτο τόπο, πού λέγεται Χρέντελι, μεταξύ τῶν σημερινῶν Μονῶν Σίμωνος Πέτρας καί ἁγίου Παύλου. Ἐκεῖ ἵδρυσε μερικά κελλιά, ἀλλά δέν παρέμεινε γιά πολύ καιρό, λόγῳ τῶν πολλῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἀγαρηνῶν.

Γι᾿ αὐτό ἀναγκάσθηκε νά φύγη ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν ἐπίσκεψι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μερικῶν ἄλλων τόπων, μαζί μέ τούς μαθητές του ἦλθε καί κατώκησε στήν περιοχή πού λέγεται Παρόρια, στά σύνορα μεταξύ Βυζαντίου καί Βουλγαρίας. Ἐκεῖ ἵδρυσε μεγάλη μονή καί ἀπέκτησε πολλούς μαθητές.

Σ᾿ αὐτή τήν περίοδο ἔγινε μαθητής του καί ὁ ὅσιος πατήρ μας Ρωμύλος, ὁ ὁποῖος μαζί μ᾿ ἕναν ἄλλο πνευματικό του ἀδελφό, τόν Ἱλαρίωνα, ἔμεινε κοντά στόν μεγάλο Γέροντα Σιναΐτη μέχρι τήν ἐν Κυρίῳ μακαρία κοίμησί του, ἡ ὁποία συνέβη τήν 27ην Νοεμβρίου 1346. Κατόπιν οἱ Ρωμύλος καί Ἱλαρίων ἀνεχώρησαν ἀπό τά Παρόρια καί μετέβησαν στήν Ζαγορά τῆς Βουλγαρίας, κοντά στό Τύρνοβο, ὅπου καί παλαιότερα ἀσκήτευαν.

Ἐδῶ ὁ ἅγιος Ρωμύλος παρεκάλεσε τόν π. Ἱλαρίωνα νά τόν δεχθῆ σάν ὑποτακτικό του καί ὁ Ἱλαρίων δέχθηκε μέ δυσκολία νά κατευθύνη πνευματικά τόν μοναχό Ρωμύλο, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν θερμή παράκλησι τοῦ ἀδελφοῦ του.

Ὅταν ἀργότερα ὁ εὐσεβής βασιλεύς τῶν Βουλγάρων, ὁ Ἰωάννης Ἀλέξανδρος, (1331-1371) ἐλευθέρωσε τήν περιοχή Παρόρια ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν ληστῶν καί κλεφτῶν, ὁ ἅγιος Ρωμύλος μαζί μέ τόν Γέροντά του Ἱλαρίωνα, ἐπέστρεψαν στήν ἔρημο τῆς περιοχῆς Παρόρια, τήν ὁποία πολύ ἀγάπησεαν καί ἐγκαταστάθηκαν πάλι ἐκεῖ.

Περίπου αὐτόν τόν καιρό ἦλθε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν, γιά τόν ὁποῖον γίνεται λόγος ἐδῶ. Ἤδη, ὅταν ἦτο στήν Κωνσταντινούπολι, ἴσως καί ἐνωρίτερα, εὑρισκόμενος κἄπου ἀλλοῦ , εἶχε ἀκούσει γιά τόν μεγάλο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη καί εἶχε γίνει μαθητής του. Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ὁ μοναχός Γρηγόριος ἦλθε στόν ἅγιο Ρωμύλο γιά νά γίνη μαθητής του, διότι εἶχε ἀκούσει γιά τίς ἀρετές του καί τήν ἡσυχαστική θεάρεστη ζωή του. Γι᾿ αὐτό μᾶς ὁμιλεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Γρηγόριος στό συναξάρι τοῦ ἁγίου Ρωμύλου, τό ὁποῖον ἔγραψε ὁ ἴδιος. "Κατ᾿ αὐτόν τόν καιρό, γράφει αὐτός ταπεινά γιά τόν ἑαυτό του, ἦλθα κι ἐγώ ὁ ἐλαχιστότατος τῶν μοναχῶν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι σ᾿ αὐτόν τόν τόπο (Παρόρια) καί ἀκούοντας γιά τήν ἐνάρετη ζωή καί τήν τέλεια ἄσκησί τους, ἔκλεινα τό κεφάλι καί ὑποτάχθηκα στόν γέροντα Ἱλαρίωνα, στόν ὁποῖον ἦτο ὑποτακτικός καί ὁ ἅγιος Ρωμύλος'" .

Ἐδῶ στά Παρόρια, ἀσκήτευε ὁ ὅσιος Γρηγόριος κοντά στόν ἅγιο Ρωμύλο μέχρις ὅτου ἐπετέθησαν σ᾿ αὐτά τά μέρη οἱ ἄθεοι Ἀγαρηνοί. Τότε καί οἱ δύο μαζί μέ τόν Γέροντά τους Ἱλαρίωνα, ἀναγκάσθηκαν νά φύγουν πάλι γιά τήν Ζαγορά. Ὕστερα ὁ ἅγιος Ρωμύλος ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ὁ ὅσιος Γρηγόριος καί ὁ γέροντάς του Ἱλαρίων ἔμειναν στήν Ζαγορά.

Μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντος Ἱλαρίωνος, ὁ μαθητής του ὅσιος Γρηγόριος ἔφυγε κι αὐτός γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Συνήντησε καί εὑρῆκε τόν ἅγιο Ρωμύλο καί τόν ἀκολούθησε μέ ταπείνωσι σάν πνευματικό του Πατέρα. Ζοῦσαν τότε μαζί στήν περιοχή τοῦ Ὄρους πού λέγεται Μελανά, κοντά στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.

Γιά τήν κοινή αὐτή ζωή καί ἄσκησί τους, γράφει πιό ἀναλυτικά ὁ ὅσιος Γρηγόριος στό συναξάρι τοῦ ἁγίου Ρωμύλου. Ἐκεῖ ἀπό τήν μεγάλη του ταπείνωσι, προβάλλει μόνο τίς ἀρετές τοῦ Γέροντός του ἁγίου Ρωμύλου, ἐνῶ γιά τόν ἑαυτό του γράφει ὅτι εἶχε ἁμαρτίες καί πάθη καί ὅτι τόν διώρθωνε καί τόν μάθαινε στήν ἐν Χριστῶ ζωή ὁ ὅσιος Ρωμύλος.

Ἀκούσθηκαν οἱ πνευματικοί ἀγῶνες καί οἱ ἀρετές τους καί γι᾿ αὐτό ἤρχοντο πολλοί μοναχοί καί λαϊκοί νά τούς ἐπισκεφθοῦν καί νά λάβουν πνευματική ὠφέλεια. Τότε μετέβησαν σέ ἄλλη ἐρημικώτερη περιοχή, ὅπου ἔκτισαν καί ἄλλα κελλιά γιά τούς καινούργιους μαθητές τους.

Δέν πέρασε πολύς καιρός καί οἱ Ἀγαρηνοί ἐσκότωσαν τόν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων, Ἰωάννη Οὔγγλεση, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν ἐποχή προστάτευε καί βοηθοῦσε πολύ τό Ἅγιον Ὄρος. Σκοτώθηκε σέ μιά μάχη μέ τούς Τούρκους στίς 26 Σεπτεμβρίου 1371. Τότε μεταξύ τῶν μοναχῶν τοῦ ἁγίου Ὄρους καί ὅλων τῶν Χριστιανῶν τῶν γύρω περιοχῶν ξαπλώθηκε μεγάλος φόβος καί ἀνασφάλεια, διότι ἐφοβοῦντο ἐνδεχόμενες ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων καί τούς ἐκβιασμούς των.

Ἡ βοήθεια καί προστασία τοῦ εὐσεβοῦς ἡγεμόνος Ἰωάννη Οὔγγλεσι μαρτυρεῖται μέχρι σήμερα, διότι πολλές ἁγιορείτικες Μονές τόν μνημονεύουν σάν δεύτερο κτίτορά τους στά Δίπτυχά τους. Καί συγκεκριμένα ἀναφέρεται σάν εὐεργέτης καί κτίτορας τῶν Μονῶν Βατοπαιδίου, Χιλιανδαρίου, Σίμωνος Πέτρας, Ἁγίου Παύλου, καθώς καί τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ ὁποία ἀργότερα ὠνομάσθηκε τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τήν ὁποία ἄρχιζε νά κτίζη ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ἀλλά τελικά τήν ἀποτελείωσε καί τήν τακτοποίησε ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν.

Μετά τόν θάνατο τοῦ ἡγεμόνος Ἰωάννου Οὔγγλεσι, ὁ ὅσιος Ρωμύλος μετέβη στήν Ἀλβανία, στήν περιοχή τῆς Αὐλῶνος. Κατόπιν ἐπέρασε στήν Σερβία, κοντά στόν εὐσεβῆ βασιλέα ἅγιο Λάζαρο καί ἐγκαταστάθηκε στήν μονή Ραβάνιτσα. Ἐκεῖ καί ἐκοιμήθη τό ἔτος 1376. Ὁ ὅσιος Γρηγόριος παρέμεινε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀσκήτευσε σ᾿ ἕνα ἀπομονωμένο κελλί, ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας μακριά ἀπό τήν σημερινή μονή τοῦ Γρηγορίου.

Ἐδῶ ἔμεινε αὐτός καί ἀσκήτευε. Ἐπειδή δέν ἔχουμε γραπτά μνημεῖα, διότι ἡ μονή Γρηγορίου κάηκε δύο φορές, τό 1500 καί τό 1761, εἶναι πολύ πιθανό ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό διάστημα αὐτό τῆς παραμονῆς του στό Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε οὐσιαστικά ὁ ἱδρυτής καί κτίτωρ τῆς σημερινῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοποθετημένη μεταξύ τῆς μονῆς Σίμωνος Πέτρας καί τῆς τοῦ ἁγίου Παύλου, κοντά σ᾿ ἐκεῖνα τά κελλιά, ὅπου ἐνωρίτερα ἔκτισε ὁ μεγάλος Σιναΐτης Γρηγόριος μέ τούς μαθητές του.

Ἐν τῶ μεταξύ ὁ ὅσιος Γρηγόριος δέν ἠμποροῦσε νά μείνη πολύ καιρό, γιατί οἱ ἄθεοι Ἀγαρηνοί ἐπετέθησαν ξανά κατά τῶν Χριστιανικῶν λαῶν καί περιοχῶν μέχρι τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ μόνος τότε δυνατός Χριστιανός ἡγεμών ἦτο ὁ εὐσεβής βασιλεύς τῶν Σέρβων Λάζαρος, ὁ ὁποῖος κυριαρχοῦσε στά βόρεια μέρη τῆς Σερβίας μέ πρωτεύουσα τό Κρούσεβατς.

Ἡ εὐσέβειά του καί ἡ ἀγάπη του γιά τήν ἐκκλησία φανερώθηκαν σέ πολλά πράγματα, ἀλλά ἰδιαίτερα στό θεάρεστο ἔργο του, στήν συμφιλίωσι τῆς Σερβικῆς μετά τῆς Κωνσταντινουπολίτικης Ἐκκλησίας (1375).

Ἐπίσης τότε εἶχε γίνει γνωστή καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Λαζάρου γιά τόν μοναχισμό, διότι αὐτός ἔγινε καί ὁ δεύτερος κτίτωρ τῆς μονῆς Χιλιανδαρίου καί μερικῶν ἄλλων ἀκόμη μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στήν περιοχή του, στήν ἐλεύθερη Σερβία, ὠκοδόμησε τήν μονή Ραβάνιτσα, ὅπου, ὅπως εἴδαμε, ὑποδέχθηκε μέ χριστιανική ἀγάπη, πρίν ἀπό μερικά χρόνια, τόν πνευματικό πατέρα τοῦ ὁσίου Γρηγορίου, τόν ἅγιο Ρωμύλο. Ὅπως γράφουν ἱστοριογράφοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁ βασιλεύς Λάζαρος "ἐγέμισε πολλά ὄρη καί βουνά τοῦ κράτους του μέ μοναστήρια, γι᾿ αὐτό καί τό φιλομοναχικό του ἦθος διαδόθηκε πολύ μακριά".

Ὅλα αὐτά ἦσαν γνωστά καί στόν ὅσιο Γρηγόριο καί γι᾿ αὐτό ἀπεφάσισε νά ᾿ρθῆ μέ τούς μαθητές του στόν εὐσεβῆ βασιλέα Λάζαρο, στήν Σερβία, ὅπου ἐγκαταστάθηκε σέ ἥσυχα καί ἐρημικά μέρη.

Τό 1379 ὁ ἅγιος βασιλεύς Λάζαρος εἶχε εἰρηνεύσει μέ τούς ἐχθρούς του καί ταραχοποιούς τοῦ βορείου μέρους τοῦ κράτους του, πού λέγεται Μπρανίτσεβο, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ὁ ὅσιος Γρηγόριος μαζί μέ μερικούς μοναχούς του, οἱ ὁποῖοι ἔκτοτε ἔγιναν γνωστοί στήν Σερβία σάν ἀσκητές "Σιναΐτες". Αὐτοί, ὅπως καί ὁ ὅσιος Γρηγόριος δέχθηκαν αὐτή τήν ὀνομασία, λόγῳ τοῦ ὅτι ἦσαν ὅλοι μαθητές τοῦ μεγάλου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, γιά τόν ὁποῖον εἴπαμε στήν ἀρχή.

Ὁ ὅσιος Γρηγόριος παρεκάλεσε τόν ἡγεμόνα Λάζαρο νά τοῦ δώση κάποιο ἥσυχο καί ἀπομακρυσμένο μέρος, ὅπου θά ἠμποροῦσε νά ἀφοσιωθῆ στόν ἡσυχασμό καί τήν προσευχή. Ὁ θεοσεβής ἡγεμόνας τοῦ ἔδωσε τό ἀπομονωμένο μέρος στό Τζδρέλλο τῆς ἐπαρχίας Μπρανιτσέβου Μπλάβας. Ἐκεῖ πάνω ἀπό τό ποτάμι, ὑπῆρξε σπήλαιο σέ μιά πέτρα, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ὁ ὅσιος Γρηγόριος καί ἐκεῖ ἡσύχαζε. Αὐτό τό σπήλαιο ὁ Ὅσιος τό μετέτρεψε σέ ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στόν ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκοπο Μύρων Λυκίας τόν Θαυματουργό. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο καιρό, ὁ εὐσεβής βασιλεύς Λάζαρος βοήθησε τόν Ὅσιο νά ἱδρύση κάτω ἀπό τό σπήλαιο ὡραία ἐκκλησία τῆς μονῆς Τζδρέλλο, τήν ὁποία καί οἱ δύο ἀφιέρωσαν στά Εἰσόδια τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Ἔτσι ἱδρύθηκε αὐτή ἡ μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα στό Μπρανίτσεβο καί λέγεται Γκόρνιακ.

Ἡ ἵδρυσις αὐτῆς τῆς Μονῆς ἔγινε μέ τήν ἐπικύρωσι τοῦ Μακαριωτάτου πατριάρχου τῶν Σέρβων κυρίου Σπυρίδωνος, ὅπως μᾶς λέγει τό ἀρχαῖο Χρυσόβουλλο, τό ὁποῖο σωζόταν μέχρι προσφάτως στήν μονή Γκόρνιακ.

Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος  ὠνομάσθηκε ἀργότερα καί Γρηγόριος τοῦ Γκόρνιακ καί συνέχισε τήν θεάρεστη ἄσκησί του καί στήν Σερβία μέχρι τήν ἐν Κυρίῳ μακαρία κοίμησί του. Οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί "Σιναΐτες", πού ἦλθαν μαζί του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἐγκαταστάθησαν σ᾿ ἄλλα μέρη τοῦ Κράτους τοῦ ἁγίου Λαζάρου. Στήν Σερβία σήμερα εἶναι γνωστές πολλές Μονές, τίς ὁποῖες ἵδρυσαν αὐτοί οἱ μοναχοί, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους εἶναι δοξασμένοι ἀπό τόν Θεό γιά τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους καί τήν θαυματουργική ἐνέργεια καί ἀφθαρσία τῶν σωμάτων τους.

Δέν εἶναι γνωστό ἀκριβῶς πότε καί   ποῦ ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος Γρηγόριος. Σύμφωνα μέ μερικούς ἱστορικούς, ἐπέστρεψε πάλι στό Ἅγιον Ὄρος, στήν μονή τοῦ Γρηγορίου καί ἐκεῖ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1406. Τά ἅγια Λείψανά του παρέμειναν στό μοναστήρι του μέχρι τό 1761 καί κατόπιν, λόγῳ τῆς πυρκαϊᾶς, μετεφέρθησαν στήν μονή Γκόρνιακ. Σύμφωνα μέ ἄλλους ἱστορικούς ὁ ὅσιος Γρηγόριος ἐκοιμήθη στήν μονή Γκόρνιακ καί ἐτάφη στήν δεύτερη ἐκκλησία. Τά Λείψανά του παρέμειναν ἀρκετό καιρό σ᾿ αὐτή τήν Μονή, ἐνῶ κατά τήν μακροχρόνια περίοδο τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς μεταφέρθηκαν καί σ᾿ ἄλλους τόπους, ὅπως στήν μονή Ὀρεσκοβίτσου καί στήν μονή Βοϊλοβάτσς τῆς ἐπαρχίας Μπανάτου. Κατά τόν ἱστορικό Πανσέβο μνημονεύονται ἅγια Λείψανα τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου  στήν μονή Βοϊλοβάτσς τό 1771. Τό 1733, ἔγινε ἐπιθεώρησις τῆς μονῆς Γκόρνιακ ἀπό τόν ἔξαρχο τοῦ Βελιγραδίου καί μαθαίνουμε ἀπ᾿ αὐτή τήν Ἔκθεσι ὅτι ὑπῆρχε τάφος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου στό Γκόρνιακ. Πιθανῶς νά γίνεται λόγος γιά ἕνα τεμάχιο τῶν ἁγίων Λειψάνων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, διότι καί σήμερα σώζονται τεμάχια Λειψάνων του στήν μονή Γκορνιάκ, καθώς καί σ᾿ ἄλλα μέρη.

Στόν καιρό τοῦ Βου Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω προφανοῦς κινδύνου, μετεφέρθησαν τ᾿  ἅγια Λείψανα στήν μητροπολιτική ἐκκλησία τοῦ Ποζάρεβατς καί μετά τόν Πόλεμο ἐπεστράφησαν πάλι στό Γκόρνιακ.

(Μετάφρασις τοῦ ἱερομονάχου Χρυσοστόμου, νῦν Ἐπισκόπου Μπρανιτσέβου, ἀπό τόν Συναξαριστή τοῦ μηνός Δεκεμβρίου (σελίς 251-259) τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμ. π. Ἰουστίνου Πόποβιτς.

 

Ἐπιστροφή Ἁγίων Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου καί Κτίτορος τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς στήν ὁμώνυμη Μονή του στό  Ἅγιον Ὄρος

Νοέμβριος 1977

            Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος τῆς Μονῆς μας ἀρχιμ. π. Γεώργιος, ἀφ᾿ ὅτου ἐνθρονίσθηκε ὡς πνευματικός Πατήρ καί οἰακοστρόφος στήν ἱερά μας Μονή, ἠσχολήθη διεξοδικῶς μέ τό θέμα περί τοῦ προσώπου τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας. Μετά ἀπό κριτική ἔρευνα καί τήν σύγκρισι κι ἄλλων σλαβικῶν συναξαρίων, ὅπως τό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐξήχθη τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Κτίτοράς μας εἶναι ὁ κοιμηθείς στήν μονή Γκόρνικ τῆς Σερβίας, τήν ὁποία καί ἐκ θεμελίων ἵδρυσε.

Μετά ἀπό πρότασι τοῦ Γέροντός μας πρός τήν σεβαστή Γεροντική Σύναξι τῆς Μονῆς μας, ἀποφασίσθηκε νά τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Γρηγρορίου τήν 7ην Δεκεμβρίου. Πρός τοῦτο δόθηκε ἡ ἐντολή στόν τότε ὑμνογράφο μοναχό π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη νά συντάξη πλήρη Ἀσματική Ἀκολουθία γιά νά τιμᾶται ἡ μνήμη του τήν 7ην Δεκεμβρίου.

Ἔκτοτε ἡ Μονή μας διά τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου Αὐτῆς ἀπηυθύνθη στήν ἁγία Σερβική Ἐκκλησία γιά τήν ἀπόκτησι ἁγίου Λειψάνου τοῦ Κτίτορός μας. Ἡ ἀπάντησις δόθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Μπρανιτσέβου κ. Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἐρχόμενος τήν χρονιά ἐκείνη (1977) γιά τήν Πανήγυρι τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοκότου τῆς Μονῆς Χιλιανδαρίου, ἔφερε μαζί του καί τεμάχιο Λειψάνου ἀπό τήν Κάραν τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.

Στίς 23 Νομεβρίου 1977, μετά ἀπό σωματική ἀπουσία 600 περίπου ἐτῶν, ἡ ἱερά Μονή μας ὑποδέχθηκε στήν εἴσοδο μετά φανῶν καί λαμπάδων τό πρῶτο τεμάχιον τοῦ Κτίτορός της, ὁσίου Γρηγορίου. Τόν ἅγιο Ἐπίσκοπο Λεπαβίνας κ. Ἰωάννην συνώδευον ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Χιλιανδαρίου κ. Νικάνωρ  καί ἄλλοι ἐκλεκτοί Κληρικοί καί λαϊκοί τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας.

Στήν Ἀκολουθία τῆς Ὑποδοχῆς καί κατά τό τέλος τῆς Δοξολογίας ὁ θεοφιλέστατος κ. Ἰωάννης παρέδωσε στόν ἅγιο Γέροντά μας τμῆμα τῆς Κάρας τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τόν ὁποῖον κατόπιν προσκύνησαν ὅλοι οἱ Πατέρες μέ χαρά πνευματική καί δάκρυα στούς ὀφθαλμούς.

Ἐπηκολούθησε ἀγρυπνία καί ἀρχιερατική θεία Λειτουργία καί πάντες ἐλάβομεν τήν μεγίστη εὐλογία τῆς παρουσίας καί ὁριστικῆς διαμονῆς ἀνάμεσά μας τοῦ Ποιμένος καί Διδασκάλου ἡμῶν ὁσίου Γρηγορίου.

Ὅσιε τοῦ Θεοῦ, πάτερ ἡμῶν Γρηγόριε, παριστάμενος τῆ Ἁγίᾳ Τριάδι, πρέσβευε τοῦ σωθῆναι καί ἁγιασθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν".

Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.

(Ἐγράφη ἄλλο βιβλίο πληρέστερο).

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου