Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ (1873-1953)

Ὁ ἀξιοσέβαστος καί Ὁσιώτατος Γέροντας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιος γεννήθηκε στήν πόλι Πύργος τῆς Ἠλείας, τό 1873. Οἱ γονεῖς του ἦταν πτωχοί καί λίαν εὐσεβεῖς. Ὁ Πατέρας του ὑπηρετοῦσε σάν νεωκόρος σέ μία ἀπό τίς ἐνορίες τῆς πόλεως. Τόν εὐλόγησε ὁ Θεός καί ἀπέκτησε ἐννέα παιδιά, τά ὁποῖα μέ τήν σεμνή σύζυγό του, τά ἐδίδασκαν μέ τό παράδειγμά τους καί τά λίγα γράμματα τους ν᾿ ἀκολουθήσουν τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀνδρέας Πρωτογερόπουλος, αὐτό ἦταν τό ὄνομα καί ἐπώνυμό του, ἀγαποῦσε νά συχνάζει ἀπό τήν παιδική του ἡλικία στίς ἐκκλησίες καί συμμετεῖχε στίς ἀκολουθίες. Ὁ πατέρας του εἶχε προμηθεύσει στά παιδιά του μερικά ἀπό τά βιβλία τοῦ ἁγίου Νικκοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τά ὁποῖα καί ἀποτελοῦσαν τό ἐντρύφημά τους. Ἰδιαίτερα ὁ Ἄνδρέας ἀπό τήν ἐφηβική ἀκόμη ἡλικία του παρουσίασε τόν πόθο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως.

Γι᾿ αὐτό, τό καλοκαίρι τοῦ 1891,  μαζί μέ δύο ἄλλους φίλους του ἔφθασαν μέ διάφορα μέσα στόν Βόλο, χωρίς νά ἀνακοινώσουν τίποτε τό σχετικό στούς συγγενεῖς τους. Ἐπειδή δέν εὕρισκαν κανονική ἀκτοπλοϊκή γραμμή, ἐναύλωσαν μία βάρκα καί ξεκίνησαν. Τό ταξείδι τους ἦταν λίαν περιπετειῶδες. Ἡ θάλασσα φουρτούνιασε καί ἐκινδύνευαν ὅλοι. Σκέφθηκαν νά ἐπιστρέψουν, ἀλλά ὁ Ἀνδρέας, πού ἦταν καί μικρότερος μόλις 18 ἐτῶν, τούς προέτρεψε νά συνεχίσουν καί θά τούς βοηθήσει νά φθάσουν ἡ Κυρία Θεοτόκος. Κατά τόν πλοῦν ἐστεροῦντο τροφῶν καί νεροῦ καί ὅμως ὑπέμεναν μέ τήν ἐλπίδα ὅτι γρήγορα θά φθάσουν στόν γηραιόν Ἄθωνα. Πράγματι, μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες μάχες μέ τόν θαλάσσιο κλύδωνα, ὕστερα ἀπό 17 ἡμέρες, τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶχαν προσαράξει στόν ἀρσανᾶ τῆς Μονῆς μας.

Ἡγούμενος, ὡς γνωστόν, ἦταν ὁ παπᾶ Συμεών, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀναλάβει τά ἡνία διακυβερνήσεως τῆς Μονῆς ἀπό τό 1959 μέχρι τόν θάνατόν του πού συνέβη τό 2005. Συγκινήθηκε μέ τόν ἐρχομό τους, ἐν μέσω φοβερῶν κινδύνων, καί ἔδωσε ὁδηγίες στούς ἀδελφούς γιά τήν τακτοποίησί τους. Κατ᾿ ἀρχήν τούς ἄνοιξαν νά προσκυνήσουν τά Ἅγια Λείψανα. Μεταξύ τῶν προσκυνητῶν ἦταν καί ἕνας ἕλληνας τῆς Αἰγύπτου. Τήν ὥρα πού ἄκουσε ἀπό τόν ἐφημέριο γιά τό χέρι τοῦ ἁγίου Δαμιανοῦ, χάρηκε πάρα πολύ. Ἅρπαξε τό χέρι τοῦ Ἁγίου καί μ᾿αὐτό ἐσταύρωνε τό μέρος τῆς καρδιᾶς του, διότι ἔπασχε ἀπό ἕνα χρόνιο καρδιακό νόσημα. Γιά τήν θερμή του πίστι, ἔγινε ὑγιής αὐτοστιγμεί. Ὅταν ἔφθασε στήν Δάφνη γιά νά ταξιδεύση ἔστειλε ἕνα γράμμα στήν Μονή καί τούς πληροφόρησε γιά τό ἐξαίσιο θαῦμα τοῦ ἁγίου Δαμιανοῦ.

Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός καί ἐστάλη σάν βοηθός, (κοναξῆς) τοῦ Ἀντιπροσώπου στήν Ἱερά Κοινότητα Γέροντος Ἰακώβου. Ὁ π. Ἰάκωβος ἦτο αὐστηρός μοναχός. Γιά νά τόν ταπεινώσει, τόν ἐμάλωνε, ἐνώπιον τρίτων. Τοῦ ἀπηγόρευε νά κάνει καί στό ἐλάχιστον τό θέλημά του. Μαζί ἔζησαν περί τά 11 χρόνια. Ἡ ἀρετή του, ἡ ὑπακοή καί ἡ ὑπομονή του ὤθησαν τόν Γέροντα Ἰάκωβο νά τόν προτείνει στόν Γέροντά τους γιά διάκονο. Πράγματι, τό 1904 προσεκλήθη στήν Μονή καί χειροτονήθηκε διάκονος. Ταυτόχρονα ἐπῆρε τό διακόνημα τοῦ βοηθοῦ Σκευοφύλακος καί τοῦ βοηθοῦ ἀρχοντάρη. Μετά ἀπό 4 χρόνια, τό 1908 χειροτονήθηκε ἱερεύς σέ ἡλικία 34 ἐτῶν. Συνέχισε νά ζεῖ μέ βαθειά ταπείνωσι καί εὐλάβεια πρός τό ἅγιο Θυσιαστήριο. Τόσο πολύ ἐφοβεῖτο τήν ἱερωσύνη, ὥστε, ὅταν ἀργότερα ἔγινε καί ἡγούμενος, ἔκειρε 27 μοναχούς καί δέν ἔδωσε σέ κανέναν τήν εὐλογία του νά γίνη κληρικός! Τόσο πολύ τόν συνεῖχε τό δέος καί ἡ εὐλάβεια γιά τό μέγιστο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.

Οἱ συγγενεῖς του ἐδῶ καί 20 περίπου χρόνια εἶχαν χάσει τά ἴχνη του. Ἕνας ἀδελφός του, μέ τόν βαθμό τοῦ ταγματάρχου στόν ἑλληνκικό στρατό, ἔμαθε ὅτι ὁ ἀδελφός του εἶναι μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦλθε στήν Μονή καί τόν ἀναζητοῦσε. Τότε ἔλειπε ὁ νεαρός ἱερομόναχος στό Μετόχι Μπαλαμπάνι, πού ἦταν στό μεσαῖο πόδι τῆς Χαλκιδικῆς, κοντά στήν κωμόπολι Νέος Μαρμαρᾶς. Οἰκονόμος τότε ἦταν ὁ Γέρο-Ἀνανίας, ὁ ὁποῖος καί τούς ἔφερε σέ συνάντησι καί γνωριμία. Ἀλλά ὁ π. Ἀθανάσιος εἶπε μέ σταθερότητα στόν ἀδελφό του, ἀφοῦ πρῶτα τόν χαιρέτισε τυπικά: «Ἦτο στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀκολουθήσω ἕνα ξεχωριστό δρόμο. Ἔπρεπε νά συμμορφωθῶ στήν θεία θέλησι καί νά ἐγκαταλείψω τόν κόσμο», τοῦ ἀπήντησε μέ σοβαρότητα καί ἠρεμία. Καθώς ἐκεῖνος μετά ἀπό λίγο τόν ἀποχαιρετοῦσε, ὁ παπᾶ Ἀθανάσιος τοῦ εἶπε σταθερά: «Ἀδελφέ, σέ παρακαλῶ, νἆναι ἡ πρώτη καί τελευταία φορά, πού μέ ἐπισκέπτεσαι. Ἐγώ ἔχω πεθάνει γιά τόν κόσμο». Ὁ ἀδελφός του ἔκλαιγε. Τελικά τόν παρεκάλεσε νά δεχθῆ γιά ἀναμνηστικό δῶρο ἕνα ρολόγι του. Τό κράτησε ὁ π. Ἀθανάσιος καί τοῦ εἶπε: «Θά προσεύχωμαι νά σᾶς φωτίζει καί νά σᾶς σώσει ὁ Θεός».

Μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ἕνα ἄλλο περιστατικό ἐβασάνιζε τό Μοναστήρι. Στό Μετόχι Βούλτσιστα, πλησίον τῆς Βεροίας, ὅπου οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς ἠσχολοῦντο μέ κάθε εἴδους καλλιέργειες καί κτηνοτροφικές μονάδες, ἐνέσκηψαν πλήθη ἀκρίδων καί κατέτρωγαν τά γεωργικά τους προϊόντα. Ἡ Μονή ἀπεφάσισε μέ τόν νέον Ἡγούμενο π. Ἰάκωβο, νά σταλῆ ὁ καλός ὑποτακτικός π. Ἀθανάσιος μέ τά Ἅγια Λείψανα. Νά διαβάσει εὐχές καί Παρακλήσεις καί νά διώξει τά σμήνη τῶν ἀκρίδων. Καί πράγματι τό θαῦμα ἔγινε. Οἱ ἀκρίδες ὡσάν νά ἐμαστίζοντο καί  κατά χιλιάδες πετοῦσαν μακριά καί ἔφευγαν. Κατά τήν ἐπιστροφή του στό Μοναστήρι μας, μαθόντες οἱ Πατέρες γι᾿ αὐτή τήν θεία ἐπέμβασι μέ τίς προσευχές τοῦ παπᾶ-Θανἀση, τόν ὑπεδέχθησαν μέ λάβαρα καί θυμιατά στήν παραλία. Τόν συνώδευσαν πρός τήν Μονή μέ ὕμνους δοξολογίας πρός τόν Ἅγιο Θεό καί τούς Προστάτες τῆς Μονῆς μας.

Νέος ἡγούμενος τῆς Μονῆς, μετά τήν κοίμησι τοῦ Ὁσιωτάτου Γέροντός του π. Συμεών, ἀνέλαβε ὁ ἱερομόναχος π. Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος καί ἀπέθανε ἀπό ἑλονοσία, τό 1910. Κατόπιν ἀνέλαβε ὁ ἱερομ. π. Κοσμᾶς Σταματόπουλος καταγόμενος ἀπό χωριό τῆς Γορτυνίας. Κι αὐτός, λόγῳ καρδιακοῦ νοσήματος, μετά ἀπό θητεία τεσσάρων ἐτῶν, ἔδωσε τήν παραίτησί του. Ἔπειτα ἀπό λίγο διάστημα ἐκοιμήθη σέ ἡλικία 70 ἐτῶν. Τότε, κατέβηκε στήν Μονή ἐπιστροπή ἀπό τρεῖς Γέροντες προκειμένου νά συσκεφθοῦν γιά τήν ἐκλογή νέου ἡγουμένου. Ὁ π. Ἀθανάσιος, ἡλικίας τότε 41 ἐτῶν, μή θέλοντας νά δεχθῆ τόν ζυγόν τῆς ἡγουμενίας, ἔφυγε ἐπί μία ἑβδομάδα γιά τήν Ἁγία Ἄννα. Ἔτσι, ἡ Ἐπιτροπή τῶν Γερόντων ἀπό Καρυές καί οἱ Γέροντες τῆς Μονῆς κατέληξαν στόν ἱερομ. Δημήτριον Τσουκαλᾶν, τό ἐπώνυμον. Ἀλλά καί αὐτός μετά ἀπό 18 μῆνες διακονίας του, παραιτήθηκε μέ τήν θέλησί του στίς 26 Ἀπριλίου 1916.

Στήν συνέχεια ἡ Ἀδελφότης τῆς Μονῆς ἐξέλεξαν τόν ἱερομ. Γεώργιον Παρασκευόπουλον, καταγόμενον κι αὐτόν ἀπό τό χωριό Βλαχοραύτη τῆς Γορτυνίας Ἀρκαδίας. Μετά ἀπό θητεία 8 ἐτῶν, παρητήθη ὁ Γέροντας Γεώργιος καί ἡ ἀδελφότης ἐξέλεξαν τόν ἱερομ. Ἀθανάσιον, ἡλικίας τότε 51 ἐτῶν.

Ἀπό τήν ἀρχή τῆς διακονίας του, ἐγνώριζε τό μέγεθος τῆς εὐθύνης του καί ἐφρόντιζε γιά δύο πράγματα: Πῶς νά προοδεύει στήν ἐν Χριστῶ μοναχική πολιτεία καί πῶς νά διακονεῖ γιά τήν σωστή καθοδήγησι τῶν Ἀδελφῶν. Ἔδειχνε σέ ὅλους ἐξαιρετική καλωσύνη καί ἄκουγε καθημερινά τά προβλήματά τους. Ἐπέμενε νά κάνουν οἱ μοναχοί ὑπακοή, τόσον στό πρόσωπο τοῦ Γέροντά τους, ὅσον καί στούς ὑπευθύνους τῶν ἄλλων διακονημάτων. Ὅταν ἕνας μοναχός, ὁ π. Ὑ. ἀρνήθηκε νά ἀναλάβει κάποιο διακόνημα, ὁ Γέροντας ἐσιώπησε. Τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ μοναχός μετανοιωμένος τοῦ ζήτησε συγχώρησι. Καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Νά κάνεις ὑπακοή. Ἄν εἶναι κουραστική καί σέ δυσκολεύει, νά κάνεις ὑπομονή μιμούμενος ἔτσι τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας, ἔστω στό ἐλάχιστον».

Ἕνας ἄλλος μοναχός ὁ π. Β., ἐπειδή ἦταν ἐκ φύσεως νευρώδης, ἐδημιούργησε μία φασαρία στό σῶμα τἦς Γεροντίας τῆς Μονῆς. Ὁ Γέροντας τόν ἐπετίμησε, ἀλλά καί ὁ μοναχός τοῦ συμπεριφέρθηκε μέ ἀνάρμοστο τρόπο. Οἱ ἄλλοι Πατέρες ἀπαίτησαν ἀπό τόν Γέροντα τήν ἐξορία του. Ἀλλά ἐκεῖνος τούς εἶπε συμβουλευτικά ὅτι «ὁ Ἡγούμενος εἶναι πατέρας ὅλων. Ἀκόμη κι ἄν ἐσεῖς ἀποφασίσετε νά τόν ἐξωρίσετε, ἐγώ δέν ὑπογράφω».

Ἀγαποῦσε τήν εὐπρέπεια τοῦ Καθολικοῦ (κεντρικοῦ ναοῦ) καί τῶν παρεκκλησίων. Ἤθελε τά ἄμφια τῶν ἱερέων του νά εἶναι καθαρά καί σιδερωμένα. Ἐπαινοῦσε τούς μοναχούς, ὅταν ἐπιτελοῦσαν μέ σπουδή καί εὐπρέπεια τά διακονήματά τους. Συμμετεῖχε καθημερινά σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες φορώντας τό ράσο του, τό ἐπανωκαλύμαυχο καί κρατώντας τό μπαστοῦνι του. Μέ τήν ἱεροπρεπῆ στάσι του μέσα στήν ἐκκλησία, ἐδημιουργοῦσε μία κατανυκτική ἀτμόσφαιρα καί γινόταν ὑπόδειγμα πρός μίμησι πρός τούς ὑποτακτικούς του. Μετά τόν ἑξάψαλμο περνοῦσε μέ τό κερί νά παρατηρήσει ποιοί ἦταν οἱ ἀπόντες. Κι ἄν ἀπουσίαζαν ἔστελλε τόν βοηθό του νά τούς κατεβάσει κάτω.

Μία φορά, ὁ ἐκκλησιαστικός π. Ἱλαρίων, δέν κατέβηκε στό διακόνημά του. Προφασίσθηκε λέγοντας στόν παρηγουμενιάρη, ὅτι εἶναι ἄρρωστος μέ πονοκεφάλους. Μετά τήν Θεία Λειουργία ἐπῆγαν ὁ Ἡγούμενος καί ἄλλοι ἱεροφορεμένοι ἱερομόναχοι στό κελλί του νά τοῦ κάνουν Ἁγιασμό καί ἐν συνεχείᾳ Εὐχέλαιο. Τελείωσε ὁ Ἁγιασμός καί ὁ μοναχός, ἐνῶ ἦταν ὑγιής, ἄρχισε νά ἔχει πονοκεφάλους. Τούς παρεκάλεσε νά σταματήσουν, διότι εἶναι τώρα τελείως ὑγιής. Ποιός ξέρει τί ταραχή καί ἀνησυχία εἶχε κατακλύσει τόν ψυχικό του κόσμο! Μετά ἐξωμολογήθηκε τήν πονηρία του στό Γέροντα, ὁ ὁποῖος καί τόν ἐσωφρόνισε καταλλήλως. Γιά κάθε παράπτωμα μοναχοῦ, τόν περίμενε σέ ὥρα φαγητοῦ τῶν Πατέρων, τό μεγάλο κομποσχοίνι. Εἶχαν κρεμασμένο σέ μία κολόνα τῆς τραπέζης ἕνα μεγάλο κομποσχοίνι. Ὁ τιμωρημένος μοναχός ἔπρεπε, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μοναχοί ἔτρωγαν, νά εἶναι ὄρθιος καί νά λέγει δυνατά τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί εὐχαῖς τῶν Πατέρων συγχώρεσέ με τόν ἁμαρτωλόν».

Μετά ἀπό ὀκτώ χρόνια ἡγουμενίας του συνέβη ἕνα θαυμαστό καί ἀπροσδόκητο γεγονός. Οἱ ὑπεύθυνοι στούς φοῦρνο τῆς Μονῆς π. Χρύσανθος καί π. Μιχαήλ κάποια φορά ἑτοίμαζαν τό σιτάρι γιά νά τό ἀλέσουν. Ἤξεραν ὅτι αὐτή ἡ ποσότης σιταριοῦ ἦταν καί ἡ τελευταία. Τότε ξαφνικά ἦλθε δίπλα τους ἕνα γεροντάκι μέ μαῦρα ροῦχα καλογερικά. Τούς ἐρώτησε:

-Τί κάνετε, Πατέρες; Πῶς τά περνᾶτε;

-Καλά, Παππούλη. Δόξα νἄχει ὁ Θεός.

-Ἔχετε ἀρκετό σιτάρι γιά τίς ἀνάγκες σας;

-Μόνο αὐτό πού βλέπεις Παππούλη. Ἀρκεῖ γιά ἕνα ζύμωμα. Ἀλλά ἐμεῖς κάνουμε δύο ζυμώσεις τήν ἑβδομάδα.

--Μή στενοχωριέσθε Πατέρες. Ὁ Θεός εἶναι μεγάλος.

-Ἀπό ποῦ μᾶς ἔρχεσαι παππούλη;

-Κατάγομαι ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας. Καί ἀμέσως γοργά ἔφυγε ἀπό κοντά τους καί ἐξαφανίσθηκε. Ἔτρεξαν νά τόν προφθάσουν, ἀλλά δέν κατώρθωσαν τίποτε. Τό θαῦμα τοῦ ἁγίου Νικολάου εἶχε γίνει. Μέ τό λίγο αὐτό σιτάρι, τό ὁποῖον πολλαπλασίασε ὁ Ἅγιος, ἔτρωγαν ψωμί ἐπί ἕξι μῆνες, ἕως ὅτου ἦλθε ἡ ἄλλη σοδειά.

Μία ἄλλη φορά πλησίαζε ἡ πανήγυρις τοῦ Προστάτου τῆς Μονῆς, Ἁγίου Νικολάου, καί ἀκόμη δέν εἶχαν προμηθευθῆ ψάρια, λόγω πολυημέρου θαλασσοταραχῆς. Οἱ ἄλλοι Πατέρες ἔλεγαν νά βράσουν φασόλια, ἐνῶ ὁ Ἡγούμενος ἐπέμενε ὅτι θά στείλει ψάρια ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Ἔφθασε ἡ ἀγρυπνία στό τέλος τοῦ Ὄρθρου καί τότε ἦλθε ἀπό τήν παραλία ὁ ἀρσανάρης μοναχός καί τούς εἶπε ἀσθμαίνοντας ἀπό τό τρέξιμο κι ἀπό τήν χαρά του: «Πατέρες, ἔχουν βγῆ στήν παραλία ἔξω ἄφθονα ψάρια. Ἐλᾶτε νά τά πάρουμε».

Σέ μία ἄλλη πανήγυρι, ὅπως εἶναι τό ἁγιορείτικο τυπικό, πρίν ἀναχωρήσουν οἱ πανηγυριστές μοναχοί παίρνουν κάποια εὐλογία. Τότε, εἶχαν τό τυπικό νά τούς δίνουν ἀπό ἕνα μπουκάλι λάδι. Ὁ ὑπεύθυνος τῶν ἀποθηκῶν, πού λέγεται Δοχειάρης, εἶπε στόν Γέροντα ὅτι ἀπέμεινε μόνο ἕνα πιθάρι. Καί ἐκεῖνος, χωρίς δισταγμό, τοῦ εἶπε νά τό μοιράση ἀπό λίγο στούς ξένους μοναχούς. Καί τό θαῦμα ποιό ἦταν; Ὅτι δόθηκε ὅλο λάδι, ἀλλά παραδόξως δέν κατέβηκε ἀπό τήν ἀρχική του στάθμη!!

Ἐκείνη τήν περίοδο ἦλθε γιά μοναχός καί ἕνας ναυτικός, μετά ἀπό ἐπέμβασι τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τήν ὁποίαν εἶδε στόν ὕπνο του, σάν Βασίλισσα νά ἀνεβαίνει τίς σκάλες τοῦ παλατίου της. Τόν ἔλεγαν Γεώργιο, Ἦταν σχεδόν ἀγράμματος καί πολύ ἁπλοϊκός καί ἰδού τί μοῦ διηγήθηκε ὁ ἴδιος τό 1981, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκα στό κελλί του.

«Στίς Ἀκολουθίες, καθόμουν συνήθως στό ἀναλόγιο τῆς Λιτῆς, ἐκεῖ πού διαβάζουμε τό Μικρό Ἀπόδειπνο καί τό Μεσονυκτικό. Σέ κάποια πρωϊνή Ἀκολουθία, ἐκεῖ πού στεκόμουν, βλέπω νά ἔρχωνται ἀπό τό ῾Ιερό δύο Γυναῖκες. ῾Η μία ἔμοιαζε μ᾿ Ἐκείνη τοῦ τέμπλου. ῾Η ἄλλη ἦταν μικρόσωμη, λιγνή, φοροῦσε μπλέ ροῦχα καί ἀκολουθοῦσε τήν πρώτη, ἡ ὁποία φοροῦσε κόκκινα ροῦχα. Περνοῦσαν ἀπό τούς Πατέρες, ἀρχίζοντας ἀπό τόν ῾Ηγούμενο. ῾Η δεύτερη κρατοῦσε ἕνα μανδήλι μέ νομίσματα, καί ἡ πρώτη τῆς ἔκανε νεῦμα σέ ποιούς Μοναχούς νά δίνῃ. ῎Ετσι, ἀλλοῦ ἔδινε καί ἀλλοῦ δέν ἔδινε. Ἐγώ τίς ἐκύτταζα καί ἐνόμιζα ὅτι ἤμουν ξύπνιος. Πῶς νά στό πῶ, βρέ παιδάκι μου, τίς ἔβλεπα πολύ καθαρά.

Μετά τό Καθολικό, βγῆκαν στήν Λιτή. Πέρασαν καί ἀπό μπροστά μου. Λέγει ἡ πρώτη τῆς δευτέρας: «Δῶσε καί σ᾿ αὐτόν». Ἀνοίγει τό μανδήλι της ἡ μικρή Κόρη, βγάζει ἕνα νόμισμα καί μοῦ τό δίνει. Ἐγώ τό ἐπῆρα καί τό ἔσφιγγα στήν παλάμη μου.

Ἀφοῦ ἐπροχώρησαν καί οἱ δυό μέσα ἀπό τό δεξιό πορτάκι, ἄκουσα τόν Διᾶκο-Παχώμιο, νά λέγῃ: «Τήν Θεοτόκο καί Μητέρα τοῦ Φωτός, ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν». ῏Ηταν ἡ Ἐννάτη  Ὠδή.

Σηκώθηκα ἐγώ καί ἀναρωτιόμουν, ποιές νά ἦσαν σέ ὥρα ἀκολουθίας αὐτές οἱ Γυναῖκες; ῎Εψαχνα νά βρῶ τό νόμισμα πού μοῦ ἔδωσαν καί ἔλεγα: «Παναγία μου, τί εἶναι αὐτό πού μοῦ συνέβη ἀπόψε; ῞Οταν ἐτελείωσε ἡ Ἀκολουθία, ἐπῆγα ἀμέσως στόν παπᾶ Θανάση, τόν ῾Ηγούμενο.

-Γέροντα, σήμερα τό πρωῒ  ἦσαν δύο Γυναῖκες μέσα στήν ἐκκλησία!

-Πῶς τίς εἶδες;

-Βγῆκαν μέσα ἀπό τό ῾Ιερό, πῆραν βόλτα τούς Πατέρες καί μοίραζαν νομίσματα. Μοῦ ἔδωσαν καί ἐμένα, ἀλλά τώρα δέν τό ἔχω.

-Μοῦ εἶπε: «Γυναῖκες ἐδῶ δέν ἔχουμε, παιδί μου. Μόνο τήν Παναγία ἔχουμε καί τήν Ἀγία Ἀναστασία. Πήγαινε καί ἀσχολήσου μέ τό διακόνημά σου. Καί ἐδῶ πού ἦλθες, ἡ Παναγία σ᾿ ἔφερε γιατί τό ἐζήτησες».

Ἐκτός ἀπό τά ἡγουμενικά του καθήκοντα, συμμετεῖχε μέ τούς ἄλλους μοναχούς στίς λεγόμενες παγκοινιές, ὅπου ὅλοι μαζί ἐργάζοντο γιά τήν διεκπεραίωσι μιᾶς ἐργασίας.

Ὅταν ἐρώτησα κάποτε τόν ὑποτακτικό του γέρο Ἐφραίμ νά μοῦ εἰπῆ κάτι γιά τόν Γέροντά παπᾶ Ἀθανάσιο, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

«῾Ο Γέροντάς μου Παπᾶ-Θανάσης, ἦταν καλογέρι τοῦ παπᾶ Συμεών τοῦ Τριπολιτσιώτου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ τρίτος κτίτωρ τῆς Μονῆς μας. ῞Οταν ἐγώ ἦλθα στό Μοναστήρι, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1924, ὁ παπᾶ-Θανάσης εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἐκείνη τήν χρονιά ἀπό τόν Ἰανουάριο. Ἐπειδή ἤμουν μικρός μέ συμπαθοῦσε πολύ, μέ συμβούλευε καί δέν θυμᾶμαι ποτέ νά μέ μάλωσε. Πρίν ἀπό αὐτόν ἦταν ῾Ηγούμενος ὁ παπᾶ Γιώργης, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε ἀπό τήν τότε ἀδελφότητα, ἀφοῦ ὁ παπᾶ-Θανάσης πού ἦταν ἀπό τότε ὑποψήφιος γιά τό ἀξίωμα αὐτό, ἔφυγε κρυφά γιά λίγες ἡμέρες στήν ῾Αγία ῎Αννα γιά νά τό ἀποφύγῃ.

῾Η πατρική του ἀγάπη μέ εἶχε σκλαβώσει, ἐνῶ ἐγώ σέ τίποτα δέν φάνηκα ἀντάξιος. Κάποτε ὡς διαβαστής, περνῶντας μέ τό βιβλίο, δίπλα στόν ἀρχιερατικό θρόνο, ὅπου ὁ Γέροντας ἔβαζε πάντοτε τό μπαστούνι του, μέ τόν μανδύα μου τό ἔρριξα κάτω. Ἀπό συνέργεια ἴσως τοῦ πειρασμοῦ, ἔσπασε αὐτό στά δύο. Παρ᾿ ὅτι ὁ Γέροντας δέν εἶχε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτό, ἐν τούτοις δέν μοῦ ἔκαμε καμμίαν παρατήρησι.

Κατά τήν ἡγουμενία του, πού διήρκεσε μέ διακοπές περί τά 13 χρόνια, πέρασε πολλές δοκιμασίες, λόγῳ τοῦ θέματος τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί μερικῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τραχύ χαρακτῆρα καί ἐπλήγωναν ἴσως ἄθελά τους τόν πρᾶο καί ἀνεξίκακο Γέροντά μας.

Ἦταν ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς καί προσευχῆς. Ἀπέφευγε τίς συνεχεῖς ἐξόδους στόν κόσμο γιά διοικητικά ζητήματα, διότι σ᾿ αὐτά εἶχε ἰδιαίτερη φροντίδα ὁ μακαρίτης Γέρο-Βαρλαάμ. Μά καί ὅταν ἔβγαινε, ἦταν προσεκτικός. Πολλές φορές γιά κοντινές ἀποστάσεις δέν ἔπαιρνε τό τράμ, ἀλλά ἐβάδιζε μέ τά πόδια στόν προορισμό του, γιατί δέν ἤθελε νά συμφύρεται μέ τόν πολύ κόσμο.

Στήν ἐκκλησία ἦταν τακτικώτατος. ῎Επρεπε κάθε πρωῒ, πρίν σημάνῃ τό τρίτο χειροσήμαντρο, νά ἔχῃ κατέβει στήν ἐκκλησία καί νά περιμένη τούς Πατέρες. Στόν ἑξάψαλμο, περιεφέρετο, ὅπως καί τώρα ὁ Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, μέ τό κερί στά στασίδια, βλέποντας, ἐάν εἶναι ὅλοι οἱ ἀδελφοί παρόντες. ῞Οσοι ἀπουσίαζαν, ἔστελνε τόν παρηγουμενιάρη ἤ καί μερικές φορές, ἐπήγαινε ὁ ἴδιος καί τούς ξυπνοῦσε.

Κάποια φορά ἀποκοιμήθηκα κι ἐγώ σάν νέος καί ἀσυνήθιστος μοναχός πού ἤμουν, καί ὁ Γέροντάς μου ἦλθε στό κελλί μου. Μέ ἐσκούντησε καί μοῦ εἶπε σέ αὐστηρό τόνο. Πάτερ Ἐφραίμ, ἀκόμη κοιμᾶσαι; Τά Γεροντάκια εἶναι ὅλα στήν ἐκκλησία καί προσεύχονται!

Στήν ἐκκλησία ἦταν πολύ ἱεροπρεπής. ῎Εψαλλε τά συνηθισμένα γιά τούς προεστούς μέλη καί σπανίως καθόταν. Στό πρόσωπό του ἦταν ἀποτυπωμένη ἡ ἁγία πραότης. Δέν τόν θυμᾶμαι ποτέ νά ὠργίσθηκε, παρότι δεχόταν ἀπό ἄλλους περιφρονήσεις καί ἐπεμβάσεις στά καθήκοντά του. Μᾶς ἐπισκεπτόταν στά διακονήματα συχνά φορώντας πάντα τό ράσο του, τό ἐπανωκαλύμαυχο καί τό μπαστούνι στό χέρι. Μᾶς μιλοῦσε μέ ἕνα ταπεινό συγκρατημένο χαμόγελο καί πάντοτε μέ τό πάτερ τάδε, μέ εὐγένεια καί καλωσύνη.

Στίς διάφορες δουλειές τῆς Μονῆς, στίς ὁποῖες πηγαίναμε ὅλοι μαζί, τίς λεγόμενες «παγκοινιές», πρῶτος καί προθυμότερος ἦταν ὁ Γέροντάς μας. Ἐκεῖ, στά ἀμπέλια, στούς κήπους γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν ἤ τόν τρυγητό, ἐλέγαμε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ἀρχίζοντας πρῶτα ἀπό τόν Γέροντά μας. 'Εάν ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ ῾Εσπερινοῦ, τότε ἕνας ἀπό τούς  ἀδελφούς στεκόταν ὄρθιος καί τραβοῦσε τά ἀνάλογα κομβοσχοίνια γιά τόν ῾Εσπερινό καί τόν ἑορταζόμενο Ἄγιο τῆς ἡμέρας.

Ἀγαποῦσε νά διαβάζῃ τά πατερικά βιβλία. Μάλιστα κρατοῦσε σημειώσεις σέ μεγάλα τετράδια, μερικά ἀπό τά ὁποῖα τοῦ ἐζήτησα νά μοῦ τά δώσῃ καί μοῦ εἶπε· «Ἐάν τά ἰδῶ δεμένα (στό βιβλιοδετεῖο) θά σοῦ τά δώσω". Καί πράγματι ἐγώ τά ἔδεσα καί μοῦ τά ἔδωσε. Σήμερα τά ἔχουν μερικοί ἀπό τούς Πατέρες καί ἕνα, τό σπουδαιότερο, ὁ νῦν Γέροντάς μας.

Τά καλοκαιρινά ἀπογεύματα, γιά νά ἡσυχάσῃ λίγο άπό τό βάρος τῶν διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν του καθηκόντων, ἐπήγαινε σέ μιά σπηλιά πάνω ἀπό τόν ἀρσανά, κοντά στό παλιό δρομάκι τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖ προσευχόταν ἤ ζωγράφιζε μορφές ῾Αγίων στά τετράδια που κρατοῦσε σημειώσεις.

῞Ολοι οἱ Πατέρες τόν εἶχαν σέ εὐλάβεια, ἀκόμη καί πολλοί ἀπό ἄλλα Μοναστήρια τόν εἶχαν Πνευματικό τους. ῾Η πραότης καί ἡ καλωσύνη του αἰχμαλώτιζε τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς πλέον νευρώδεις καί ταραχοποιούς.

Τήν πατρικότητά του πρός τά Καλογέρια του τήν διαπίστωσα ἀκόμη μιά φορά, σέ ἕνα ὄνειρο πού εἶδα. Κάποτε ὡς ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἔσφαλα καί τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ὁπότε ἐκείνη τήν νύκτα, βλέπω τόν Γέροντά μου νά εἶναι ντυμένος μέ τόν μαῦρο μανδύα καί ἐνώπιον τῆς ῾Ωραίας Πύλης, νά παρακαλῇ τόν Δεσπότη Χριστό, λέγοντας: «Κύριέ μου, σῶσον τόν πατέρα Ἐφραίμ. Κι αὐτός εἶναι πλάσμα τῶν χειρῶν σου καί συγχώρησον αὐτόν δι᾿ ὅ,τι ὡς ἄνθρωπος ἥμαρτεν». Ἐγώ ἐστεκόμουν δίπλα του καί ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Τέμπλου, τελείως συντετριμμένος καί μετανοιωμένος γιά τό παράπτωμά μου.

῾Ο σεβαστός μου Γέροντας ἀγαποῦσε τίς ἀγρυπνίες, στίς ὁποῖες ἔψαλλε καί στεκόταν σάν ἀναμμένη λαμπάδα. Ἐπίσης ἐπήγαινε σέ πανηγύρεις Μονῶν πού τόν καλοῦσαν, καί προπαντός στήν Μονή τοῦ ῾Αγίου Παύλου. Τότε ἐκεῖ ῾Ηγούμενος ἦταν ὁ πατήρ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγάλη προσωπικότης στήν ἐποχή του.

 Εἶχε σέ τιμή καί σεβασμό ὅλους τούς ῾Αγίους, μά περισσότερο τόν Ἄγιον Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Ἄγιο Νικόδημο τόν Ἀγιορείτη. Μάλιστα εἶχε κόψει ἀπό τά πνευματικά γυμνάσματα τήν μορφή τοῦ Ἀγίου Νικοδήμου καί τήν εἶχε βάλει σέ κορνίζα πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του. Σέ ἐρώτησί μου κάποτε:

Γιατί,  Γέροντα, τιμᾶς τόν ῞Αγιο Νικόδημο, ἀφοῦ ἀκόμη δέν τόν ἔχει ἡ 'Εκκλησία ἀνακηρύξει ῞Αγιο; -

-Αὐτός, παιδί μου, μοῦ εἶπε, εἶναι ῞Αγιος καί ἄς μή τόν ἔχῃ ἀνακηρύξει ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι μεγάλος ῞Αγιος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τό πρόβλημα τῆς λειψανδρίας στά Μοναστήρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὑπῆρξε ὀξύ κατά τά μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος. ῾Ο μακαρίτης παπᾶ-Θανάσης, μοῦ ἔλεγε ὅτι τά Μοναστήρια δέν ἐρημώνουν ἀπό ἀνέχεια καί πτωχεία, ἀλλά ἀπό ἀνθρώπους. Καί οἱ ἄνθρωποι πού φταῖνε γι᾿ αὐτή τήν ἐρήμωσι, εἴμεθα ἐμεῖς, διότι δέν δείχνουμε καλή διαγωγή καί πρέπει νά προσέχουμε νά μή σκανδαλίζουμε κανέναν. ῎Εχουμε λόγο νά δώσουμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτές τίς ψυχές πού μᾶς ἔστειλε ἐδῶ ὁ Θεός καί ἐμεῖς μέ τά ἔργα μας τούς σκανδαλίζουμε.

῎Αλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε· «῎Ας ἀγωνιζώμεθα, παιδί μου Ἐφραίμ, γιά νά τηρήσουμε παρθένα καί καθαρά τόν νοῦν, τήν καρδιά καί τό σῶμα μας. Χωρίς αὐτή τήν καθαρότητα, δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ Πατέρα τόν Θεό καί ἀδελφούς τούς Πατέρας. ῞Οταν ὁ Θεός βλέπῃ τέτοιες πτώσεις παραχωρεῖ μεγάλα δεινά στά Μοναστήρια. ῎Αν μερικά Μοναστήρια καίγωνται, νά ξέρῃς, ὅτι παραχωρεῖ ὁ Θεός τέτοιες δοκιμασίες γιά νά σωφρονίσῃ ἐμᾶς τούς Μοναχούς».

Κάποτε, ἀποπειράθηκα νά φύγῳ κρυφά ἀπό τό Μοναστήρι. Ἐκρέμασα ἕνα σχοινί ἀπό τό παράθυρο, ἀφοῦ πρίν ἐπέταξα καί τόν ντορβᾶ μου κάτω μέ λίγα πραγματάκια μου, καί ἐπήδηξα κάτω. Τότε ἤθελα νά φύγω ἀπό ζηλωτισμό, ἐπηρεασμένος ἀπό ἄλλους πού δέν ἤθελαν νά μνημονεύεται ὁ Πατριάρχης. ῞Οταν ἔφθασα ἀπέναντι ἀπό τό μοναστήρι μας στήν πίσω μεριά, στό τόπον πού λέγεται «Παρθένι», ὅπου ἔχουμε καί τίς ἐλιές, ἄνοιξα τόν ντορβᾶ μου νά ἰδῶ, ἐάν ἐπῆρα ὅλα τά πράγματα πού εἶχα ἑτοιμάσει νά πάρω. Βλέπω μετά λύπης μου, ὅτι μοῦ ἔλειπε τό προσευχητάριον τοῦ Ἀ. Σιμωνώφ. Μοῦ ἦταν πολύ ἀπαραίτητο αὐτό καί δέν μποροῦσα νά φύγῳ χωρίς νά τό πάρῳ μαζί μου. ῏Ηταν βλέπεις οἰκονομία Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μου νά μή φύγω ἀπό τό Μοναστήρι καί χάσω τήν ψυχήν μου. Γυρίζοντας πίσω, ἦταν ἀκόμη πολύ πρωῒ. Βλέπω στήν πύλη νά βγαίνῃ πρός τά ἔξω ὁ ῾Ηγούμενος καί Γέροντάς μου Παπᾶ Θανάσης.

Ἐε, ποῦ εὑρέθηκες ἐσύ τέτοια ὥρα παιδί μου Ἐφραίμ;

 Δέν μποροῦσα νά τοῦ πῶ ψέμματα καί τοῦ λέγω: ῎Εφυγα Γέροντα, διότι δέν μέ ἀναπαύει τό ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου καί τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου.

-Καλά, παιδί μου, νά φύγῃς ἀφοῦ τό θέλεις, ἀλλά ἀξιοπρεπῶς καί ὄχι μέ αὐτόν τόν τρόπον, γιατί μέ τόν τρόπον πού θέλεις νά φύγῃς, ἐγώ δέν σοῦ δίνω εὐλογία. Μέ ἔκαμψε. Τοῦ λέγω: "Νἆναι εὐλογημένο, Γέροντα. Τώρα ὅμως ἐγώ δέν μπορῶ νά ἔλθῳ στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ μέ πῆραν χαμπάρι οἱ Πατέρες πώς ἔφυγα. (ἐκείνη τήν ἡμέρα λειτουργοῦσε στό Καθολικό τῆς Μονῆς μας, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος).

Μήν ἔρχεσαι οὔτε στήν ἐκκλησία, οὔτε στήν τράπεζα· κάθισε στό δωμάτιό σου νά ἡσυχάζῃς καί θά οἰκονομήσῃ ἡ Παναγία τά πράγματα. Τό ἔμαθαν λοιπόν τά Γεροντάκια καί ἦλθαν στό κελλί μου. Πρῶτος ἦλθε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε κλαίοντας: "Γιατί παιδί μου, Ἐφραίμ, θέλεις νά φύγῃς; Ἐμεῖς ἐδῶ σέ κρατήσαμε καί σέ μεγαλώσαμε ἀπό μικρό παιδί". Τό μαθαίνει ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος ἀπό τό Γέρο-Βαρλαάμ καί ἔρχεται καί αὐτός στὀ κελλί μου μέ κλάματα:

-Παιδάκι μου, παιδάκι μου, μοῦ ἔλεγε, ποῦ θά πᾷς νά φύγῃς, δέν θά σέ ἀφήσῳ ἐγώ νά φύγῃς.

-Καλά τοῦ λέγω, Γέρο-Ἀρτέμιε, ἀλλά ἔχω τά πράγματά μου ἐκεῖ στίς ἐλιές. Μή στενοχωριέσαι γι᾿ αὐτό. Ἐγώ θά σέ περιμένω τό βράδι στήν μικρή πόρτα τοῦ Κοιμητηρίου. Νά πᾶς ἐσύ νά τά φέρῃς, καί νά πᾶς στό κελλί σου, χωρίς νά σέ ἀντιληφθῇ κανείς.

῎Ετσι αὐτοί οἱ δύο Γεροντάδες ἔγιναν αἰτία νά παραμείνω στό Μοναστήρι μας».

Ἐνῶ ὁ Γέρο Ἡσύχιος, πού ἦταν καί τό πρῶτο Καλογέρι του μοῦ εἶπε τά ἑξῆς γιά τόν Γέροντά τους:

«῞Οταν ἦλθα στό Μοναστήρι, τό πρῶτο διακόνημα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντάς μου, ἦταν παραμάγειρος καί κατόπιν κηπουρός. ῾Ως κανόνα προσευχῆς μοῦ διώρισε νά κάνω 6 ἑκατοστάρια κομποσχοίνια καί 60 μετάνοιες. Παντοῦ μέσα στό Μοναστήρι, στίς αὐλές, στά διακονήματα κυκλοφοροῦσε μέ τό ράσο του καί τό κουκούλι καί τήν ράβδο. ῏Ηταν ψηλός, λιγνός, ἀσκητικός, ἱεροπρεπής, σοβαρός, εὐγενής καί πρᾶος. Οὐδέποτε θυμᾶμαι νά ἔλειψε ἀπό τήν ἐκκλησία καί τήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ. Στό πρῶτο Ψαλτήρι τοῦ ὄρθρου κάθε πρωΐ, περιερχόταν τά στασίδια τῶν Πατέρων γιά νά ἰδῇ ποιός ἀπουσιάζει. Συχνά ἔστελνε ἐμένα νά φωνάξω τούς καθυστερήσαντας Πατέρες. Ἐνίοτε ἐπήγαινε καί ὁ ἴδιος. Σπανίως ἔβαζε ἐπιτίμιο: τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι στήν τράπεζα. Συνήθως ἔβαζε κανόνα (ἐπιτίμιο) νά κάνουν οἱ Πατέρες περισσότερη προσευχή ἤ μετάνοιες στά κελλιά τους.

Πολλές φορές ὅταν ἐπήγαινα στό κελλί του, μέ δεχόταν μέ τό πρόσωπό του λουσμένο στά δάκρυα τῆς Θείας Χάριτος. ῎Ελαμπε ἐνίοτε ὁλόκληρος καί φαινόταν ἡ κατανυκτικότης τῶν ματιῶν του. Ποιός ξέρει τί θερμές προσευχές καί μετάνοιες θά προσέφερε στόν Θεό σάν ἱκεσία γιά τήν πνευματική φρούρησι τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς, ἀπό τήν ἀκηδία, τήν ὑπηρηφάνεια, τήν ἁμαρτία γενικά. Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέρο-Ἐφραίμ, ὅτι ὁ Γέροντάς μας εἶχε ἐπιτελέσει ἐπί πλέον κανόνα προσευχῆς καί μετανοιῶν για 20 χρόνια, ἔτσι ὥστε, σέ περίπτωσι βαρειᾶς καί πολυετοῦς ἀσθενείας του, πού δέν θά μπορῇ νά προσεύχεται, νά ἔχῃ συμπληρωμένο τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του.

Στό ἁπλό καί ταπεινό κελλί του διασώζονται ἀκόμη τό κρεβάτι του, τό κομποσχοίνι του καί μία μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στήν εἰκόνα αὐτή διαφαίνονται καθαρά τά ἴχνη ἀπό τούς ἀσπασμούς του. Τό δεξί χέρι τῆς Παναγίας, καί τό δεξί ποδαράκι τοῦ Χριστοῦ διατηροῦν ἀνεξίτηλα τά ἱερά αὐτά ἀποτυπώματα τῆς ἐρωτικῆς του πρός αὐτούς ἀγάπης.

Συχνά μᾶς ἐξυμνοῦσε τό μεγαλεῖο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά μέ μετρημένες λέξεις. ῾Η μοναχική ζωή, εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔλεγε: "Ἐάν ἦτο δυνατόν νά ἐπέστρεφα μιά καί δυό φορές σ᾿ αὐτή τήν ζωή, πάλι μοναχός καί μάλιστα ἁγιορείτης θά γινόμουν. Παιδιά μου, νά ἀποκτήσετε στήν ζωή σας σεμνότητα, ἀγαθότητα, γνῶσι, προσευχή ἀδιάλειπτη, ἀνδρεία, ἀνυπόκριτη ἀγάπη σωφροσύνη, κοσμιότητα. Νά εἶσθε συμπαθεῖς, φιλόπτωχοι, σιωπηλοί, καρτερικοί. Μή λοιδορήσετε κανέναν. Ἀποκτῆστε τό ἀόργητο, τό ἀκενόδοξο, τό ἀνυπερήφανο πνεῦμα καί φρόνημα καί ὁ Κύριος θά σᾶς μεγαλύνῃ ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ῾Αγίων του.

Λέγουν ὅτι εἶδε ὀπτασίες. Σέ μένα δέν εἶπε τίποτε, ἄλλα ἄκουσα, ὅτι εἶδε τήν Παναγία. Κάποια χρονιά στή ἀγρυπνία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅταν ἡ ἀκολουθία εἶχε φθάσει στήν Ἐννάτη ὠδή, πολλοί ἀπό τούς Πατέρες πού ἐστέκοντο στούς χορούς, εἶδαν τόν Γέροντά μας νά γονατίζῃ καί μέ τά χέρια ὑψωμένα νά ἔχῃ τά μάτια του προσηλωμένα ψηλά. Κατάλαβαν ὅτι κάτι βλέπει. Τόν παρεκάλεσαν ἀρκετοί νά τούς ἀποκαλύψῃ κάτι ἀπό τά οὐράνια μυστήρια πού εἶδε καί ἔζησε, ἀλλά οὐδέποτε συγκατένευσε νά πῇ κάτι. Μόνο στόν διάδοχόν του ἡγούμενο, τόν παπᾶ Βησσαρίωνα, κατόπιν πολλῆς ἐπιμονῆς του, τοῦ εἶπε τἀ ἑξῆς: «Ἀφοῦ ἐπιμένεις παιδί μου νά μέ ἐρωτᾶς, θά σοῦ ἀποκαλύψω: "Χωρίς νά καταλάβω ἐάν εἶχα ἀνοικτά ἤ κλειστά τά μάτια μου, ἀντίκρυσα ἐν ὀράματι τήν Κυρίαν Θεοτόκο, μέσα σέ μεγάλη δόξα καί μεγολοπρέπεια. Μπροστά σ᾿ αὐτό τό καταπληκτικό μεγαλεῖο τῆς Ἀειπαρθένου, συγκλονίστηκα καί ἔπεσα κάτω  νά τήν προσκυνήσω». Μιά ἄλλη φορά, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς μας, ἀπό τούς ὁποίους τό ἔμαθα κι ἐγώ, ἀξιώθηκε νά ἰδῆ μέ τά μάτια του μέσα στό καθολικό (κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς), τήν ῾Αγίαν Ἀναστασία, Προστάτιδα τῆς Μονῆς μας, ντυμένη σάν Μοναχή καί σέ νεαρή ἡλικία. Ἐνῶ στόν ἡγούμενο παπᾶ Βησσαρίωνα, πρίν ἀπέλθει ἀπό τήν παροῦσα ζωή, τοῦ εἶπε ὅτι εἶδε πολλά μυστήρια, τά ὁποῖα ὑποσχέθηκε νά τά διηγηθῆ ἀργότερα, μέ τήν ἐλπίδα ἀναρρώσεώς του, ἀλλά ὁ Κύριος τόν ἐπῆρε.

Τήν ῾Αγία Ἀναστασία εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια, ὅπως τήν εἶχαν καί οἱ παλαιοί καί οἱ σημερινοί Πατέρες, διότι εἶναι ἡ ταχύς ἐν ἀνάγκαις καί ἀσθενείαις βοηθός καί ἰατρός. ῎Ετσι ὁ παπᾶ Θανάσης, ὡσάκις ἀρρώσταινε, δέν ζητοῦσε φάρμακα καί γιατρούς. Ἐπήγαινε στό Παρεκκλήσιο τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, καί ἄλειφε τό πάσχον μέλος τοῦ σώματός του μέ τό λαδάκι ἀπό τό καντήλι τῆς  εἰκόνος της. Ἀκόμη καί γιά ἕνα μικρό πονόδοντο δέν ἔπαιρνε οὔτε ἀσπιρίνη. Εἶχε πολλή βεβαιότητα καί πίστι ὅτι θά λάβῃ τήν θεραπεία ἀπό τήν ῾Οσιοπαρθενομάρτυρα Ἀγία Ἀναστασία.

῏Ητο ἀξιαγάπητος στούς μεγάλους καί ἀξιοσέβαστος στούς μικρούς. Φίλος μέ τούς ῾Αγίους, ἀδελφός μέ τούς ἀδελφούς καί πατέρας στοργικός γιά τούς ἀρχαρίους. Πολλοί Μοναχοί, ἀπό πολλά κυρίως γειτονικά Κοινόβια, ἔρχονταν νά εἰποῦν τόν λογισμό τους, νά πάρουν τήν εὐχή του, νά τόν συμβουλευτοῦν στὀν ἀγῶνα τους. Ἀκόμη μέχρι καί τά βασιλικά Ἀνάκτορα, εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του. ῾Ο Βασιλεύς Γεώργιος ὁ Β!, ὅταν ἐπισκεπτόταν τό ῞Αγιον ῎Ορος, θά ἔπρεπε ὅπωσδήποτε νά ξεκουρασθῇ σωματικά καί ψυχικά γιά τρεῖς τούλάχιστον ἡμέρες, στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου. Διατηροῦμε ἀκόμη, ὡς ἀνάμνησι γιά τούς νεωτέρους, τά ποτήρι καί τά φλυτζάνια μέ τά ὁποῖα τόν κεράσαμε. Ἐπίσης τό φτυάρι καί τόν κασμᾶ μέ τά ὁποῖα μᾶς ἐφύτευσε τό πανύψηλο κυπαρίσσι πού εἶναι στή δεύτερη αὐλή τῆς Μονῆς. Ἐνῶ στόν ἐψηφισμένο Μητροπολίτη ῾Ιερισσοῦ καί ῾Αγίου ῎Ορους, Διονύσιο, εἶπε, ὅταν ἐνώπιόν του ἐπρόκειτο νά δώσῃ τήν καθιερωμένη διαβεβαίωσι: «῞Οταν πᾶς στήν Μητρόπολί σου, φρόντισε νά ἐπισκεφθῇς τό ῞Αγιο ῎Ορος. Στήν  Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου θά γνωρίσῃς τόν ῾Ιερομόναχο π. Ἀθανάσιο. Νά τοῦ φιλήσῃς ἐκ μέρους μου τό χέρι του, διότι γιά μένα δέν ὑπάρχει ἄλλος ἄνθρωπος σάν καί αὐτόν. Εἶναι μία σεβάσμια μορφή, γεμάτη μεγαλοπρέπεια, ἱερότητα καί ταπείνωσι».

Στήν θεία Λειτουργία, καθώς καί στίς ἄλλες Ἀκολουθίες καί ἑορτές, ἀφοσιωνόταν στή μυστική  μετά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καί τῶν ῾Αγίων του, κοινωνία καί ἱερά ἀδολεσχία. Τό κορύφωμα τῶν ἱερῶν του ἀναβάσεων γινόταν στήν ῾Αγία Ἀναφορά τῆς θείας Λειτουργίας. Οἱ συλλειτουργοί του, ἱερεῖς καί διάκονοι, μέ δέος τόν ἀντίκριζαν ὅταν συχνά ἐσήκωνε τό δεξί του χέρι νά πάρῃ ἀπό τό δεξί κίονα τοῦ Κιβουρίου (ἤ κουβουκλίου) τῆς ῾Αγίας Τραπέζης ἕνα μαντῆλι πού τό εἶχε κρεμάσει γι᾿ αὐτό τόν σκοπό, νά σκουπίζῃ τά δάκρυά του. Τέτοια ζωή συγκινεῖ ὄχι μόνο τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τίς πέτρες.

῞Οταν ἀπέθανε δέν ἤμουν παρών, διότι εὑρισκόμουν σέ κάποιο διακόνημα. Πάντως μοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ὅτι εἶχε ὁσιακό θάνατο, ὅτι εὐλόγησε ὅσους ἦταν κοντά του καί ὅτι εἶχε ἀλλάξει ὁ ἴδιος καί ἐπερίμενε τήν εὐλογημένη αὐτή ὥρα».

Ὁ Γέροντας παπᾶ Ἀθανάσιος ἦταν ἐκ φύσεως ἡσυχαστικός καί ἀσκητικός τύπος. Δέν ἀρεσκόταν οὔτε σέ ἐξόδους οὔτε σέ συνάξεις μέ λαϊκούς καί συνομιλίες. Ζητοῦσε μία εὐκαιρία νἀ ἀπαλλαγῆ ἀπό τά βαρειά, ὅπως ἔλεγε, ἡγουμενικά του καθήκοντα, γιά νά ἐπιδοθῆ στήν σιωπή, στήν ἡσυχία καί στήν προσευχή. Καί κάποια ἡμέρα δόθηκε ἡ εὐκαιρία. Ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως ἑνός ἄρθρου τοῦ τυπικοῦ τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ τῆς Μονῆς ἀπό ἕνα ἔμπειρο καί δυναμικό μοναχό, ὁ Γέροντας ἀπεφάσισε ἐνώπιόν τους νά παραιτηθῆ. Τοῦ ἐζήτησε ἐκεῖνος ὁ μοναχός συγχώρησι κλαίγοντας καί φιλώντας τά πόδια του καί τόν παρεκάλεσε νά μή παραιτηθῆ. Ὁ Γέροντάς του τόν συγχώρησε, ἀλλά δέν ὑπάκουσε στία παρακλήσεις τους, λέγοντας ὅτι «ὑπάρχουν και ἄλλοι ἀδελφοί ἱκανοί νά κυβερνήσουν τό μοναστήρι». Ἔτσι μετά ἀπό 13 χρόνια, τό 1937 ὑπέβαλε τήν παραίτησί του. Ἔζησε ὡς ἁπλός ἱερομόναχος καί ἐπῆρε τό διακόνημα τοῦ προσφοράρη.

Ἀγαποῦσε πολύ τίς Ἀκολουθίες καί τά συλλείτουργα. Μέ τήν ἐγκράτεια καί τήν ἀσκητικότητά του εἶχε ξεπεράσει τούς ἀγωνιστές ἐρημίτες. Ἐπήγαιναν κοντά του νά πάρουν τήν εὐλογία του, καί ἐξερχόταν ἀπό τό χέρι του εὐωδία. Καθημερινά ἀνέβαινε ἀπό δυνάμεως εἰς δύναμιν. Ὁ Θεός τόν ἐπροίκισε μέ διάφορα ὑπερφυσικά χαρίσματα.

Ὁ μοναχός Σωφρόνιος μοῦ διηγήθηκε: «Δέν θά ξεχάσω, ὅταν ἕνα βράδυ μέ ἐπισκέφθηκε ὁ σεβαστός Γέροντάς μου παπᾶ Ἀθανάσιος. Χωρίς νά τοῦ ἔχω ἀνακοινώσει τίποτε, ἦλθε στό κελλί μου καί προστακτικά μοῦ εἶπε:

-Σήκωσε τά σκεπάσματα τοῦ κρεβατιοῦ σου.

Πάγωσα. Ἤθελα ν᾿ ἀποφύγω αὐτή τήν ἀποκάλυψι. Μέ ἡγούμενο τό θέλημά μου εἶχα βάλει μία στρῶσι χαλίκια κάτω στό κρεβάτι μου καί τά εἶχα σκεπάσει μέ ἕνα σεντόνι. Ἤθελα νά μιμηθῶ τούς μεγάλους ἀσκητές γιά νά ταλαιπωρῶ τίς νύκτες τό σῶμα μου. Ἡ Θεία Χάρις ὅμως ἐφώτισε τόν Γέροντά μου καί ἦλθε ἀμέσως νά μέ λυτρώση ἀπ᾿ αὐτή τήν δαιμονική παγίδα, ἡ ὁποία σίγουρα σέ λίγο καιρό θά μέ ὡδηγοῦσε στήν πλάνη καί τήν ὑπερηφάνια.

Μόνος του λοιπόν, ὁ Γέροντάς μου σήκωσε τά κλινοσκεπάσματά καί μέ ρώτησε:

-Τί εἶναι αὐτά, παιδί μου Σωφρόνιε; Ποιός σοῦ ἔδωσε εὐλογία νά κάνης αὐτές τίς ἀσκήσεις;

-Συγχώρεσέ με, Γέροντα. Τά ἔκανα μέ τό θέλημά μου. Ἐπίστευσα ὅτι ἔτσι θά ἠμπορέσω νά ὑποτάξω τό σῶμα καί νά εὐαρεστήσω τόν Θεό.

-Σέ παρακαλῶ, παιδί μου, μή κάνης ποτέ τό θέλημά σου, ἐάν θέλης τήν σωτηρία σου. Στό θέλημα τοῦ μοναχοῦ ὑπάρχει κρυπτός καί ἀταπείνωτος ἐγωϊσμός».

Δόξα τῶ Θεῶ, διότι ἐγώ δέν εἶχα πρόθεσι νά φανερώσω τά θεληματάρικα ἔργα μου στόν Γέροντά μου. Μέ λυπήθηκε ὁ Θεός καί φώτισε τόν Γέροντα. Καί ὁ Θεός διέλυσε σάν ἰστό ἀράχνης τά σχέδια τῶν πονηρῶν δαιμόνων».

Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνήργησε καί στήν περίπτωσι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ μετέπειτα διαδόχου του ἱερομ. Βησσαρίωνος. Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν δευτεροετής φοιτητής τῆς ἰατρικῆς. Ἀρνήθηκε σπουδές καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί ἑτοιμάσθηκε νά ἔλθη στό Ἅγιον Ὄρος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πληροφόρησε τόν Γέροντα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος τήν ἡμέρα ἀφίξεως τοῦ νεαροῦ φοιητοῦ, τόν περίμενε στό κιόσκι. Ὅταν ἐπλησίασε ὁ νεαρός, τόν ἐξάφνιασε ἡ ἀσκητική φυσιογνωμία τοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος τόν καλοσώρισε μέ τά ἑξῆς λόγια, ἐνῶ τόν ἔβλεπε πρώτη φορά:

-Καλῶς τόν Παναγιώτη!  Καλῶς ὥρισες, παιδί μου στό μοναστήρι μας! Σέ περίμενα ἀπό καιρό!

Κάποια ἄλλη φορά, ἦλθε στήν Μονή σταλμένος ἀπό τόν Γέροντά του, πού μένει στήν σκήτη Κερασιᾶς, ἕνας μοναχός, ὀνόματι Συμεών. Ἐστάλη γιά νά πάρει πρόσφορα γιά τίς Λειτουργίες στό κελλί τους. Προγραμμάτιζε στό μυαλό του πῶς θά ἐνεργήσει. Νά ἰδῆ δηλαδή, πρῶτα τόν ἡγούμενο, νά πάρει τήν εὐλογία του γιά τά πρόσφορα κλπ. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στήν κυρία εἴσοδο τῆς Μονῆς, τόν περίμενε μέ τό σακκουλάκι στά χέρια ὁ Γέροντας καί τοῦ εἶπε: «Πάρε παιδί μου, πάτερ Συμεών, τά πρόσφορα γιά τά ὁποία σέ ἔστειλε ὁ Γέροντάς σου». Ὁ μοναχός Συμεών ἔμεινε ἄναυδος. Ἀντιλήφθηκε ὅτι καί στά Κοινόβια ὑπάρχουν θεοφόροι Πατέρες!

Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντος ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅλη τήν κτίσι. Δέν ἠμποροῦσε νά βλέπει οὔτε μία ἀκρίδα σκοτωμένη στόν δρόμο ἤ ἕνα κομμένο βλαστάρι δένδρου πεταμένο καί ποδοπατημένο. Μία φορά ὁμάδα κυνηγῶν εἶχαν ἔλθει στά σύνορα τῆς Μονῆς μας. Εἶδαν ἕνα ζαρκάδι καί ὥρμησαν μέ κάθε τρόπο νά τό πλησιάσουν καί νά τό σκοτώσουν. Ἐκεῖνο, τρομαγμένο καί γιά νά γλυτώσει ἀπό τόν κίνδυνο, ἔπεσε μέσα στήν θάλασσα. Ἀπό πίσω οἱ κυνηγοί μέ τήν  βάρκα τῆς Μονῆς, κωπηλατοῦσαν δυνατά νά τό πλησιάσουν. Καί τό ἔπιασαν. Ὅταν ἔμαθε ὁ Γέροντας τό κατόρθωμά τους, κατέβηκε ἀμέσως στήν παραλία καί τούς παρεκάλεσε νά τό ἀφήσουν ἐλεύθερο. Αὐτή ἡ συμπεριφορά του ἐπιδεικνύει τήν ἐφαρμογή τοῦ ρητοῦ πού λέγει ὅτι αἰσθάνοταν «καῦσιν καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως».

Και ἕνα ἀκόμη παρόμοιο περιστατικό. Ἀμπελουργός γιά πολλά χρόνια ἦταν ὁ μοναχός Ἰωαννίκιος. Προκειμένου νά προστατεύει τόν Ἀμπελῶνα του, εἶχε κατασκευάσει σιδερένιες παγίδες. Συνελάμβανε τίς ἀλεποῦδες, τίς ἐσκότωνε καί τούς ἔβγαζε καί τό δέρμα τους...». Τά ἔμαθε αὐτά ὁ Γέροντάς του καί τοῦ εἶπε νά μή σκοτώνει οὔτε νά γδέρνει τά ζῶα. Εἶναι φρίκη, νά τό ἀκούει καί κανείς! Τοῦ εἶπε. «Φρόντισε μέ ἄλλους τρόπους νά ἀπομακρύνεις τά ζῶα, ἀλλά ὄχι νά τά σκοτώνεις»!

Στό Μετόχιο τῆς Βούλτσιστας τῆς Πιερίας οἱ ἐργάτες εὑρῆκαν κάποτε μέσα σέ φυλλώματα δένδρων δύο μικρά λυκόπουλα. Προτίμησαν νά ρωτήσουν τόν Γέροντα ἄν πρέπει νά τά σκοτώσουν. Καί ὁ παπᾶ Θανάσης τούς εἶπε: «Ὄχι, παιδιά μου!  Δέν θά τά πειράξετε. Νά τά ἀφήσετε νά γυρίσουν στήν μάννα τους, πού σίγουρα θά τά ψάχνει καί θά εἶναι γεμάτη θλῖψι».

Ὁ διᾶκο-Παχώμιος ἔπρεπε καθημερινά νά ἀνάβει τά καντήλια τοῦ Κοιμητηρίου, ἀλλά τούς καλοκαιρινούς μῆνες ἔβλεπε ἐκεῖ νά τριγυρνᾶ ἕνα μεγάλο φίδι. Σκέφθηκε νά τό σκοτώσει, διότι ἦταν ἐκ φύσεως δειλός. Τό εἶπε στόν Γέροντά του καί ἐκεῖνος τόν καθησύχασε: «Κάνε ἄφοβα τήν δουλειά σου, παιδί μου, καί τό φίδι δέν θά ἐμφανισθῆ πάλι». Καί πράγματι δέν ἐμφανίσθηκε!

Ἐξ αίτίας τῆς ἀρετῆς του καί τῶν πολλῶν του ὑπερφυσικῶν χαρισμάτων, ἤρχοντο πολλοί ἄνθρωποι, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί νά ἐξομολογηθοῦν καί νά πάρουν τήν εὐλογία του. Ἀπό τά ἐπιφανέστερα πρόσωπα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς μνημονεύουμε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, παρότι, δέν τόν ἐγνώριζε προσωπικά, τόν ἐκτιμοῦσε βαθειά καί τοῦ ἔστελνε χαιρετισμούς καί ζητοῦσε τίς εὐχές του. Ὁ βασιλεύς Γεώργιος ὁ Β΄ ὅταν ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί τόν ἐγνώρισε, τόν εἶχε ἔκτοτε ὡς Πνευματικόν καί σύμβουλόν του.

Ἄλλοτε ἦλθε Πατριαρχική Ἐξαρχία στά Ἅγιον Ὄρος. Ἦλθαν στήν Μονή μας καί ἐζήτησαν ἀπό τόν νέον Ἡγούμενο π. Βησσαρίωνα, νά γνωρίσουν καί ἰδοῦν τόν ἅγιο Προηγούμενο π. Ἀθανάσιο. Τότε ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐπιτροπῆς, μητροπολίτης Ἠλιουπόλεως τοῦ εἶπε: «Τόσα εἴχαμε ἀκούσει γιά ἐσᾶς καί ἤλθαμε νά σᾶς γνωρίσουμε. Ἡ χαρά μας εἶναι μεγάλη. Νά ἔχουμε τήν εὐχήν σας». Ὁ π. Ἀθανάσιος στεκόταν ἀμίλητος ἐνώπιόν των καί, ἀφοῦ ἐτελείωσαν τά ἐγκώμια, τούς εἶπε: «Εἶμαι ἀνάξιος γιά ὅλα». Ὑποκλίθηκε μπροστά τους καί ἀνεχώρησε ἀμέσως γιά τό κελλί του.

Γιά περισσότερη περισυλλογή στήν προσευχή, κυρίως τούς καλοκαιρινούς μῆνες, ἀποσυρόταν σέ μία σπηλιά τοῦ κήπου μας, ἡ ὁποία ἔμεινε μέχρι σήμερα γνωστή «ὡς σπηλιά τοῦ ἡγουμένου παπᾶ Θανάση». Καί ἐκεῖ προσευχόταν μέχρι νά δύσει ὁ ἥλιος.

Τόση μεγάλη ἀκρίβεια εἶχε στόν κανόνα τῆς προσευχῆς του, ὥστε εἶχε κάνει κανόνα προσευχῶν γιά ἄλλα τρία ἐπί πλέον χρόνια. Σκεπτόταν καί ἔλεγε στούς Πατέρες ὅτι ἄν ἀρρωστήσει καί πέσει στό κρεββάτι, ἄς ἔχει ἐπιτελέσει τόν κανόνα τῶν κομβοσχοινιῶν του ἀπό ἐνωρίτερα. Τόσο πολύ κρατοῦσε τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του, ὅπως τόν εἶχε διδάξει ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς του, παπᾶ Συμεών.

Σέ νέον κληρικόν, τόν π. Χερουβείμ τῆς Μονῆς Παρακλήτου Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος τόν ἐπισκέφθηκε, τρία χρόνια, πρίν τόν θάνατόν του, τοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Ἐφ᾿ ὅσον σέ ἀξίωσε ὁ Θεός καί ἔγινες κληρικός, φρόντισε νά συμμετέχεις ὁλόψυχα στήν Θεία Λειτουργία. Ἡ κληρικός, τήν ὥρα πού λειτουργεῖ, πρέπει νά ἔχει μέσα του τήν ἀγάπη στόν Χριστό, σάν μία ἀναμμένη λαμπάδα. Μετά τήν Λειτουργία, νά ἀποσύρεσαι γρήγορα. «Μή γελᾶς, οὔτε νά συνομιλεῖς μέ κάποιον γιά νά διατηρήσεις μέσα σου τά δῶρα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός».

Ἡ μοναχική ζωή γι᾿ αὐτόν ἦταν τό μεγαλύτερο δῶρο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός. Ὅποιος τοῦ ἔκανε παράπονα γιά δοκιμασίες καί ἀρρώστειες του, τούς ἔλεγε: «Μέ τήν ἀρρώστεια μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Χριστός». Στούς διαδόχους του ἡγουμένους καί μοναχούς τούς ἔλεγε ν᾿ ἀγαποῦν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης καί νά βοηθοῦν ὅποιον ἔρχεται σέ κάθε ἀνάγκη του, κατά τό δυνατόν. Ἐπειδή ἦταν πραότατος, ἔγραψε ἕνα ποίημα, τό ὁποῖον τό ἄφησε στόν τελευταῖο μοναχό πού ἔκειρε, στόν π. Ἀνδρέα. Ἰδού τί ἔλεγε:

«Εἶναι γλυκύ γλυκύτατον πρᾶος κανείς νά εἶναι.

Ὅταν κανείς μέ τυραννεῖ πρός τί  νά τόν ὑβρίσω;

Μήπως θά παύση ἡ ὀργή τάς ὕβρεις ἄν ἀρχίσω;

Ἐκεῖνος παραφέρεται, ἐγώ τοῦ ἀπαντῶ

καί ὡς ἐκεῖνος βάρβαρος ἀμέσως καταντῶ.

Τήν ὥραν τήν παραφορᾶς, ἐγώ θά σιωπήσω

καί τήν μανίαν ψύχραιμα νά λήξη, θά ἀφήσω.

Κατόπιν ἤρεμα γλυκά τό ἄδικον κτυπῶ

καί ἀκούομαι καλλίτερα παρά ἄν κτυπηθῶ.

 

Ὁ μοναχός π. Ἀνδρέας, τοῦ ὁποίου ὁ γράφων ὑπῆρξα βοηθός του στό γραφεῖο τῆς Μονῆς μας, μοῦ ἔδωσε μία ἐπιστολή τοῦ Γέροντός του, ὅταν ὁ ἴδιος διακονοῦσε στό Μετόχιο Βούλτσιστα τῆς Πιερίας. Ἰδού τί ἔγραψε στόν ὑποτακτικό του:

«Σπούδασον τέκνον νά ἀποκτήσης εἰς τήν ζωήν σου σεμνότητα, ἀγαθότητα, γνῶσιν, προσευχήν, ἀδιάλειπτον, ἀνδρείαν, ἀγάπην ἀνυπόκριτον, σωφροσύνην, κοσμιότητα. Γενοῦ συμπαθής, φιλόπτωχος. Κατόρθωσον σιωπήν, καρτερίαν. Μή καταλαλήσης. Μή λοιδορήσης. Ἀπόκτησον τό ἀόργητον, τό ἀκενόδοξον, τό ἀνυπερήφανον, διά νά σέ μεγαλύνη ὁ Κύριος ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων».

Μία ἄλλη φορά εἶχε ἔλθει στήν Μονή μας ὁ γνωστός λόγιος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου, Γέρων Θεόκλητος. Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας π. Γεώργιος, ἔκαμε σύναξι τῆς μικρῆς μας τότε συνοδίας στήν αὐλή καί ἔδωσε τόν λόγο στόν Διονυσιάτη Γέροντα νά μᾶς εἰπῆ κάτι. Τότε ὁ π. Θεόκλητος, μᾶς εἶπε ὅσα τά ἔλεγε ὁ Γέροντας παπᾶ Ἀθανάσιος. Ἰδού τί τοῦ ἔλεγε: «Τί ὑπέροχο πρᾶγμα εἶναι, πάτερ Θεόκλητε, νά ξυπνᾶς τά μεσάνυκτα καί ἀρχίζοντας τήν ἀκολουθία νά ἀναφωνῆς ἀργά-ἀργά: «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος. ἐλέησον ἡμᾶς». Καί καθώς ἔλεγε τόν Τρισάγιο αὐτόν Ὕμνο, σοῦ ἔδινε τήν ἐντύπωσι ὅτι ζοῦσε σέ ἕναν ἄλλο ὑπερβατικό πνευματικό κόσμο. Καί ἀπό τήν συγκίνησι δέν ἠμποροῦσε νά συγκρατήσει τά δάκρυά του!

Τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχε μεταξύ τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν μία διαφωνία περί τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης.  Ἄλλοι τόν ἀνεγνώριζαν καί ἄλλοι διαφωνοῦσαν. Ὁ Γέροντας π. Ἀθανάσιος, ὅσο ζοῦσε, τόν τιμοῦσε ὡς Ἅγιο καί εἶχε εἰκόνα ἐπάνω ἀπό τό κρεββάτι του.  Ἔπρεπε ὅμως νά ἀντιμετωπίσει τό πρόβλημα μέ τήν συνοδία του, πού οἱ μοναχοί του ἦταν διχασμένοι.

Τούς εἶπε λοιπόν μία ἡμέρα: «Θά κάνουμε τρεῖς ἀγρυπνίες στήν σειρά καί θά μᾶς ἀποκαλύψει ὁ Ἐπίσκοπος Νεκτάριος ἄν εἶναι ἀληθινά ἅγιος». Ὅλοι συμφώνησαν. Τελείωσαν τήν πρώτη ἀγρυπνία καί μπῆκαν στήν δεύτερη. Στά τροπάρια τῆς Λιτῆς ὁ Γέροντας ἐπῆγε λίγο νά ξεκουρασθῆ στό κελλί του. Σέ λίγο κτύπησε ἡ πόρτα. Μπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Ὁ Γέροντας τόν γνώρισε καί τοῦ φίλησε τό χέρι. Καί τότε ρώτησε ὁ Ἅγιος τόν Γέροντα Ἀθανάσιο:

 «Γιατί Γέροντα ταλαιπωρεῖς τά Καλογέρια μέ τριήμερη ἀγρυπνία;

-Γιά σένα, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ γνωρίζω ὅτι εἶσαι Ἅγιος, ἀλλά οἱ ἄλλοι ἐδῶ δέν σέ

ἀναγνωρίζουν.

-Παῦσε τίς ἀγρυπνίες καί μάθε ὅτι ὁ Θεός ὄχι μόνο μέ ἔσωσε ἀλλά μέ κατέταξε πλησίον τῶν Τριῶν ἱεραρχῶν.

Καί πῶς ἁγίασες, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ;

-Ἐγώ, ὅπως ξέρεις, Γέροντα, ἔζησα μέσα στόν κόσμο. Δέν ἔκανα τίς δικές σας ἀσκήσεις, νηστεῖες καί ἀγρυπνίες. Ἀλλά ὁ Κύριος μέ ἁγίασε, διότι συγχωροῦσα τούς ἐχθρούς μου!!!

Καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι συκοφαντήθηκε σκληρά καί διώχθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξαδρείας. Στήν Αἴγινα καταδιώχθηκε ἀπό τίς Ἀρχές τοῦ Τόπου, δικαστές, ἀστυνομικούς καί πολιτικούς παράγοντες μέ τήν κατηγορία ὅτι γεννοῦσε μωρά (Συγχώρεσέ μας Ἅγιε τοῦ Θεοῦ) μέ τίς μοναχές του καί τά πετοῦσε μέσα στά γειτονικά πηγάδια. Οἱ μοναχές του ἔκλαιγαν στεκόμεναι πλησίον του καί ὁ Ἅγιος δεχόταν τίς δριμεῖς συκοφαντίες τῶν κατηγόρων του σιωπηλός. Κι ἀφοῦ τελείωσαν τήν δουλειά τους, τούς εἶπε ὁ Ἅγιος: «Παιδιά μου, ἄν τελειώσατε, περᾶστε στήν κουζίνα γιά ἕνα καφέ....». Ὁ Χριστός ὅμως δέν «ἄντεξε» αὐτή τήν καταδίκη τοῦ ἐκλεκτοῦ δούλου Του καί παρεχώρησε μεγάλες δοκιμασίες στίς οἰκογένειες αὐτῶν τῶν ἐκπροσώπων τῆς Πολιτείας, διά νά μετανοήσουν. Καί πράγματι μετενόησαν καί ζήτησαν συγγνώμη ἀπό τόν Ἅγιο».

Λόγω τῆς πνευματικῆς σου ὡριμότητος καί συγγενείας  μέ τούς Ἁγίους ἀξιώθηκε νά ἰδῆ μέσα στόν ναό ὁλόσωμη σάν μοναχή τήν ἁγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, Προστάτιδα τῆς Μονῆς μας. Καί ἔννιωσε ἀνεκλάλητη χαρά. Ἄλλοτε, τόν εἶδαν οἱ Πατέρες, ὅπως μᾶς πληροφόρησε παραπάνω στίς διηγήσεις του καί ὁ Γέρο-Ἐφραίμ, σέ ὥρα ἀγρυπνίας, εἶδε τήν Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν καί συγκλονισμένος ἔπεσε κάτω καί τήν ἐπροσκύνησε.

Ἀπό τό 1949 ἐμφανίσθηκαν τά πρῶτα σημάδια τοῦ τέλους του μέ διάφορες ἀρρώστειες. Ἔπασχε ἀπό ὀστεοαρθρίτιδα καί ἔπεσε στό κρεββάτι γιά ἀρκετό διάστημα. Πρότασι τῶν μοναχῶν  νά τόν μεταφέρουν στήν Θεσσαλονίκη, δέν δέχθηκε. Ἀντί γιά κοσμικά  γιατρικά χρησιμοποιοῦσε μόνο τήν Θεία Κοινωνία. Ταυτόχρονα ἐπήγαινε στό ἐκκλησάκι τῆς Ἀγίας Ἀναστασίας, ἤλειφε τό πάσχον μέρος μέ τό λάδι τοῦ καντηλιοῦ της καί ἔφευγε εἰρηνικός ἀφήνοντας γιά ὅλα τόν ἑαυτόν του στόν Θεό.

Στήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς ἐκείνης τῆς χρονιᾶς δέν δέχθηκε νά τήν καταλύσει, σύμφωνα μέ προτάσεις τῶν Πατέρων. Τούς εἶπε ὅτι τήν ἡμέρα τοῦ Ἀκαθίστου θά κατέβει στήν ἐκκλησία καί θά κοινωνήσει. Ἄν θέλει ὁ Θεός θά ζήσει, ἀλλιῶς ἄς πεθάνει. Καί πράγματι μετά τήν Θεία Κοινωνία θεραπεύθηκε τελείως. Τό 1951 ὁ Γέροντας ἔπεσε πάλι στό κρεββάτι. Κάλεσε τούς Πατέρες καί τούς ἔδωσε ἀπό ἕνα δῶρο ἀναμνηστικό ἀπ᾿ αὐτά πού εἶχε στό κελλί του. Στόν Ἡγούμενο ἔδωσε μία βαλίτσα μέ βιβλία. Κράτησε μόνο δύο-τρία μέχρι νά κλείσει τά μάτια ὁριστικά. Ὁ Θεός τοῦ ἐχάρισε καί ἄλλα δύο ἀκόμη χρόνια ζωῆς.

Μετά τά Χριστούγεννα τοῦ 1953 κάλεσε τούς Πατέρες νά ἔλθουν κοντά του. Ἤθελε νά τούς ἀποχαιρετίσει. Τοῦ ζήτησαν νά παρακαλεῖ τόν Χριστό γιά τήν σωτηρία τους καί ἐκεῖνος τούς ἀπήντησε: «Ἅν βρῶ παρρησία, θά προσεύχωμαι γιά ὅλους σας καί θά σᾶς μνημονεύω».

Τούς ἀποχαιρέτισε ὅλους καί τούς εἶπε νά μήν τόν πλύνουν καί ἀλλάξουν, διότι ἔχει τακτοποιηθῆ μόνος του. Ἀκόμη τούς εἶπε ὅτι τό βράδυ ἐκεῖνο μετά τό Ἀπόδειπνο θά ἀναχωρήσει γιά τούς οὐρανούς. Τόν κοινώνησαν  τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί μετά ὁ Παπποῦς ἄρχισε νά λέγει τό τροπάριο: «Τοῦ δείπνου τοῦ μυστικοῦ...». Ἦταν τά τελευταῖα λόγια του ἐπί τῆς γῆς. Μετά παραδόθηκιε στήν σιωπή καί προσευχή. Μετά τό Ἀπόδειπνο στάθηκαν ὅλοι οἱ Πατέρες δίπλα του βλέποντας μέ μάτια δακρυσμένα τήν ἁγία ψυχή του πῶς τόσο ἀθόρυβα καί ὁσιακά ἀνέβηκε στόν αἰώνιο προορισμό της.

Καί μετά τήν κοίμησί του ἀρκετοί Πατέρες ἀξιώθηκαν νά τόν ἴδουν μέσα σέ φῶς. Πολλούς βοηθοῦσε μέ τίς ἅγιες προσευχές του καί τούς ἐνδυνάμωνε στόν μοναχικό τους ἀγῶνα.

Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Πνευματικέ μας Πατέρα καί διδάσκαλε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἀμήν.

Ὑπό π. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου