Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

«Ποῦ πᾶμε;»

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

  Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος (θ΄, 43,4) μᾶς σκιαγραφεῖ παραστατικὰ τὴν γέεννα τοῦ πυρός.

  «Καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλόν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται».

  (δηλ.: Καὶ ἐὰν σοῦ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἁμαρτάνῃς ἡ χείρ σου, δηλαδὴ πρόσωπον ἢ πρᾶγμα πολὺ συνδεδεμένον μαζί σου καὶ πολὺ χρήσιμον εἰς σέ, κόψε την ἀπὸ πάνω σου. Συμφερώτερον εἶναι εἰς σὲ νὰ ἔμβῃς εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν κουλλός, παρὰ μὲ τὰς δύο χεῖρας νὰ ἀπέλθῃς εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ. Εἶναι προτιμότερον νὰ ὑποστῇς τὴν βαρυτέραν θυσίαν εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ χωρισθῇς ἀπὸ πράγματα ἢ πρόσωπα, ποὺ σοῦ εἶναι χρήσιμα καὶ ἀγαπητά, παρὰ ἡ προσκόλλησίς σου εἰς αὐτὰ νὰ σὲ ρίψῃ εἰς τὴν κόλασιν, ὅπου τὸ σκουλήκι, τὸ ὁποῖον θὰ τοὺς κατατρώγῃ χωρὶς καὶ νὰ τοὺς ἐξαφανίζῃ ἐκείνους ποὺ θὰ εἶναι ἐκεῖ, δὲν θὰ ἔχῃ τέλος, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ θὰ τοὺς κατακαίῃ, χωρὶς νὰ τοὺς ἀποτεφρώνῃ, δὲν θὰ σβήνῃ. Ἡ τιμωρία των δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀτελεύτητος καὶ αἰωνία).

  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ (ἀπ’ τὴν ΙΒ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ»):

  «Κι αὐτὸ πρὸ πάντων εἶναι τὸ πιὸ φοβερὸ τῆς κακίας, ὅτι δὲν ἀφήνει ἐκείνους ποὺ ἔπεσαν σ’ αὐτὴ νὰ δοῦν τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς τους, ἀλλά, ἐνῶ βρίσκονται μέσα στὸ βοῦρκο, νομίζουν ὅτι ἀπολαμβάνουν μῦρα. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν μποροῦν ν’ ἀπαλλαγοῦν, ἀλλά, ἐνῶ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ σκουλήκια, καμαρώνουν ἔτσι, σὰν νὰ εἶναι στολισμένοι μὲ πολύτιμα πετράδια».

  • π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος περιγράφει ἕνα φοβερὸ ὅραμα τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνας:

  «Κάποτε ὁ γέροντάς μου, ὁ πατὴρ Ἐφραίμ, εἶδε τὸ ἑξῆς φοβερὸν ὅραμα: Βρέθηκα, -μᾶς τὸ ἔχει διηγηθῆ πέντε δέκα φορὲς μέχρι τώρα-, σὲ ἕνα ἀπέραντο τόπο, ὅπου ὑπῆρχαν χιλιάδες χιλιάδων ἄνθρωποι, πάσης ἡλικίας καὶ φύλου.

  Καὶ μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ πλῆθος, στεκόμουν καὶ ’γώ. Ἀπέναντι ἀπὸ μένα βρισκόταν ἕνας γίγαντας, ἕνας δαιμόνιος ἄνθρωπος, ἕνας φοβερὸς κατήγορος, ἕτοιμος νὰ κατηγορήση καὶ νὰ τοὺς καταδικάση ὅλους, μὲ ἐπιχειρήματα σατανικά. Ἐπιχειρήματα, ποὺ τοῦ ἔδιδε αὐτὸ τὸ πλῆθος. Τὸ ἀξιοπερίεργο λοιπὸν ἦτο, ὅτι ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος, ἦταν βουβό, εἶχαν μὲν ὅλοι στόματα, ὅπως καὶ μάτια καὶ τὰ λοιπὰ καὶ πρόσωπο, ἀλλὰ τὸ στόμα τους ἦταν κλειστό. Ἦταν ὅλοι τους μουγγοί.

  Διότι ὅλοι τους ἦσαν ἀναπολόγητοι σ’ αὐτὴ τὴν κρίση ποὺ γινόταν, σ’ αὐτὸ τὸ δικαστήριο. Καὶ τώρα τί θὰ γίνη; Τί πρέπει νὰ κάνω ἐγώ; Καὶ ἀμέσως τοῦ λέγω θαρρετὰ -ὁ γέροντας, λέει θαρρετά, στὸν δαιμόνιο αὐτὸν ἄνθρωπο-: «Δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς καταδικάζης ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἐσύ, ἐπειδὴ σὺ ἔτσι τὸ θέλεις!».

  Ἐκεῖ τότε ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ δαιμόνιο, ἄρχισε νὰ κατηγορῆ τὸν καθένα χωριστά, γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του. Καὶ πρῶτον, διότι δὲν εἶχε κανεὶς μετάνοια. Τὸ ἐπαναλαμβάνω σὲ ὅλους. Δὲν εἶχε κανεὶς μετάνοια!

Δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, πέμπτο, ἕκτο, ἕβδομο, ὄγδοο, ἔνατο, δέκατο, θὰ ἀπαριθμήσω μερικὰ ἀπ’ αὐτά. Ὁ ἕνας ἦταν κλέπτης. Ὁ ἄλλος, μέρα νύχτα ἔλεγε ψέματα. Ὁ ἄλλος ἦταν ὑπερήφανος. Καὶ γιὰ νὰ μὴ λέω ὁ ἄλλος, ὁ ἄλλος, λέω, ἐγωιστής, κενόδοξος, πόρνος, μοιχός, παιδεραστής, ὁμοφυλόφιλος, φονιάς, πατροκτόνος, μητροκτόνος, ἐκτρώσεις, ἀρσενοκοιτία, μέθυσοι, χαρτοπαῖκτες, λοίδοροι, μαλακοί, δειλοί, φιλάργυροι, ὀργίλοι, θυμώδεις, κατακριτές, κουτσομπόληδες, ἀργολόγοι, αἱμομίχτες, φθονεροί, ζηλιάρηδες, ἄδικοι, ἅρπαγες, δόλιοι, πονηροί, χωρὶς προσευχή, χωρὶς ἐκκλησιασμό, χωρὶς ἐξομολόγηση καὶ μετάνοια, χωρὶς Θεία Κοινωνία, ἀνελεήμονες, ἄσπλαγχνοι, ἄστοργοι, ἀσεβεῖς πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ μεγαλυτέρους, κακοῦργοι, ἀναρχικοί, ἀνήθικοι, ἀργόσχολοι, σκληροτράχηλοι, ἀγνώμονες, ἀχάριστοι, θέλετε νὰ πῶ καὶ ἄλλα; Καὶ ’γώ, λέει ὁ γέροντας, τοὺς ὑπερασπιζόμουν ὅλους αὐτούς.

  Νὰ τί κάνει τὸ κομποσχοινάκι σας! Νὰ τί κάνει ἡ προσευχή. Νὰ τί κάνει ἡ ἁγιασμένη ζωή, νὰ τί κάνει ἡ παρρησία πρὸς τὸ Θεό! Ὑπερασπίζεσαι τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἀμετανόητος. Καὶ τοὺς δίδεις φῶς! Καὶ θεῖον φόβον! Γιὰ νὰ ἔλθουν στὴ μετάνοια!

  Καὶ ὅμως, αὐτὸς τοὺς καταδίκαζε μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφή, διότι ὅλες αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες ποὺ ἀνέφερα, εἶναι ὄντως γραμμένες σὲ ὁλόκληρη τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ στὸ Εὐαγγέλιο.

  Καὶ συνεχίζει ὁ γέροντας: Κι ὅμως ἐγὼ τοὺς ὑπερασπιζόμουν ὅλους αὐτούς, ἐπικαλούμενος τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄκρα μακροθυμία Του καὶ τὸ ἔλεός Του. «Ὄχι», φώναζε αὐτός, «θὰ καταδικαστοῦν ὅλοι τους στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, διότι δὲν εἶχαν μετάνοια εἰλικρινῆ, θεῖο φόβο, ἀγάπη, θεία μυστήρια, προσευχή, ἐλεημοσύνη, καὶ δὲ συγχωροῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον».

  Καὶ ξέρετε, ἅμα θυμώσουμε λιγάκι, κατεβάζουμε μία μούρη μέχρι κεῖ κάτω, ἔτσι, μέχρι κεῖ κάτω πάει ἡ μούρη μας. Ἰδίως μεταξὺ τῶν συζύγων. Μὴ παρεξηγεῖται κανένας. Καὶ μεταξὺ φίλων, καὶ μεταξὺ συνεργατῶν, καὶ μεταξὺ γειτόνων, καὶ μεταξὺ παπάδων, καὶ μεταξὺ δεσποτάδων, καὶ μεταξὺ μοναχῶν, καὶ μεταξὺ ὅλων ἡμῶν.

  Ἔβλεπα αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μουγκοὺς καὶ βουβούς, καὶ τοὺς λυπόμουνα κατάβαθα. Δεμένες οἱ γλῶσσες τους. Κλειστὰ τὰ στόματά τους. Καὶ ὅμως ἐγὼ δὲν σταματοῦσα νὰ ἀντιμάχομαι. Προσέξτε τώρα μὲ τί ἀντιμάχομαι. Μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, μετάνοιες, κομποσχοίνι, ἐλεημοσύνη, ἐγκράτεια, δάκρυα παρακλητικὰ πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο, καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγία Μητέρα Του.

  Κι ἐνῷ συνεχῶς μαχόμουν μαζί του, λέγοντας αὐτὸς τὰ δικά του, καὶ ’γω ἀντιλέγοντας, ὑπερασπιζόμενος ὅλους αὐτούς, ἀκριβῶς τότε, ἀπὸ τὶς πολλὲς φορές, ποὺ ἔλεγε κεῖνος καὶ ἔλεγα κι ἐγώ, ἦλθα εἰς ἑαυτόν.

  Καὶ ἐρχόμενος εἰς ἑαυτόν, εἶπα: “Καὶ τώρα τί γίνεται; Παναγία μου!”, φώναξα μέσα στὸ κελλί μου: “Χριστέ μου! σὲ τί μέρες ζοῦμε; Χάνονται ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ψυχές. Χριστέ μου, ποῦ πᾶμε; Ποῦ πᾶμε; Ποῦ πᾶμε;”».

Εὐχόμεθα τό νέο ἔτος νά εἶναι ἔτος μετανοίας.