Capital.gr Πέμπτη, 11-Ιαν-2024
Ζήτημα εξαιρετικά δύσκολο, ο γάμος ομοφύλων σχετίζεται με προσδοκίες και συναισθήματα μιας αυξανόμενης σε αριθμό και σημασία κατηγορίας συμπολιτών μας. Η εύκολη λύση θα ήταν να υιοθετηθούν όλα όσα η συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών επιθυμεί και επιδιώκει. Να γίνει δηλαδή αποδεκτός άνευ ετέρου ο γάμος ομοφύλων ζευγαριών, όπως και οι διάφορες μορφές υπέρβασης της βιολογικής αδυναμίας των ζευγαριών αυτών να αποκτήσουν δικά τους παιδιά, δηλαδή: α) Απόκτηση παιδιών με χρήση παρένθετης μητέρας ή δότη σπέρματος. β) Απόκτηση παιδιού από το ένα μέλος του ζευγαριού από ετερόφυλη σχέση και υιοθεσία στη συνέχεια από το άλλο μέλος του ζευγαριού και: γ) Κοινή υιοθεσία παιδιού που δεν θα είναι βιολογικό τέκνο κανενός μέλους του ζευγαριού.
Ως βασικό επιχείρημα για τα παραπάνω προβάλλεται η ίση μεταχείριση με τα ετερόφυλα ζευγάρια, τα οποία νομικώς έχουν δυνατότητα τόσο να παντρευτούν, όσο και να κάνουν χρήση παρένθετης μητέρας (με αίτημα αποκλειστικώς γυναίκας αντιμετωπίζουσας ιατρική αδυναμία κυοφορίας) και υιοθεσίας. Ο γάμος και η τεχνητή απόκτηση τέκνων ταυτίζονται ως επιδιώξεις, διότι η βασική διαφορά γάμου και σύμφωνου συμβίωσης (που ισχύει και για ομόφυλα ζευγάρια), είναι η δυνατότητα υιοθεσίας και χρήσης παρένθετης μητέρας. Καθώς δε η κυβέρνηση έχει αποκλείσει τη χρήση παρένθετης μητέρας για ομόφυλα ζευγάρια, περιττεύει η ενασχόληση με το συγκεκριμένο θέμα.
Βασικότατη αρχή του οικογενειακού δικαίου είναι όμως το συμφέρον του τέκνου. Τα συμφέροντα, οι επιθυμίες και τα συναισθήματα των (βιολογικών συνήθως) γονέων έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Προτάσσεται η ψυχική, κοινωνική και συναισθηματική ισορροπία του τέκνου. Εκκινώντας από τη βασική αυτή αρχή, είναι καταφανές σφάλμα να προτάσσεται το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης των ομόφυλων ζευγαριών. Η συζήτηση πρέπει να μετατεθεί στο εάν ένα παιδί είναι προτιμότερο να ενταχθεί σε ένα ετερόφυλο ζευγάρι παρά σε ομόφυλο, ή εάν είναι το ίδιο πράγμα η ένταξη σε ετερόφυλο ή σε ομόφυλο ζευγάρι.
Το ζήτημα υπερβαίνει και αυτό ακόμη το οικογενειακό δίκαιο. Η οικογένεια τελεί υπό συνταγματική προστασία και αποτελεί αντικείμενο προστατευτικών ρυθμίσεων από πλήθος διατάξεων του δημοσίου δικαίου. Αξίζει να διαβάσει κανείς αυτούσιο το άρθρο 21 παρ. 1 εδ. 1 του Συντάγματος: "Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους". Το Σύνταγμα – κατ’ εξαίρεση μάλιστα από άλλες διατάξεις του – αιτιολογεί εδώ τον σκοπό της προστασίας της οικογένειας: Είναι "θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους", κάνοντας έτσι σαφή αναφορά στο δημογραφικό ζήτημα: Αν δεν γεννιούνται παιδιά, δεν θα "συντηρηθεί" το έθνος και σταδιακά θα πάψει να υπάρχει. Ειδική αναφορά γίνεται στη μητρότητα (όχι στην πατρότητα) και στην παιδική ηλικία, ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προστατεύονται ρητά οι πολύτεκνες οικογένειες.
Ενώ λοιπόν οικογένεια μπορεί να είναι και ένα άτεκνο ζευγάρι (ετερόφυλο στις σημερινές νομοθετικές αντιλήψεις), εντούτοις η ειδική προστασία της οικογένειας, όπως και η εκτενής νομοθετική ρύθμιση πλείστων ζητημάτων της οικογένειας έχει ως υπόβαθρο την ύπαρξη παιδιών. Η ρητή αυτή και ιεραρχικώς υπέρτερη δημοσιοδικαιική διάσταση σημαίνει ότι ο γάμος δεν είναι απλή σύμβαση δύο προσώπων. Η ένωση δύο προσώπων είναι σε μεγάλο βαθμό ιδιωτική υπόθεση, εάν δεν υπάρχουν παιδιά. Από τη στιγμή που υπάρχουν παιδιά, τα τρίτα αυτά πρόσωπα αποτελούν αντικείμενο ειδικής νομοθετικής προστασίας των συμφερόντων τους και της ψυχοκοινωνικής τους ανάπτυξης. Η οικογένεια καθίσταται έτσι πρωταρχική και θεμελιώδης μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Στο πλαίσιο αυτό, συμφέροντα και συναισθήματα των προσώπων που συνιστούν το ζευγάρι έρχονται σε υποδεέστερη μοίρα.
Όμοια είναι και η θέση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων Ανθρώπου, που έκρινε (υπόθ. Koudelka, αριθ. προσφυγής 1633/05, απόφαση της 20-9-2006) ότι στις οικογενειακές σχέσεις προηγούνται τα "υπέρτερα συμφέροντα του παιδιού" (παρ. 60 της απόφασης).
Το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι είναι καλύτερα για ένα παιδί να είναι σε ομόφυλο ζευγάρι παρά σε ίδρυμα (επιχείρημα που πάντως αμφισβητείται στην ουσία του από σημερινούς ενηλίκους που μεγάλωσαν σε ιδρύματα), αποκρύπτει το πραγματικό ερώτημα: Είναι προς το συμφέρον του τέκνου να υιοθετείται από ετερόφυλο παρά από ομόφυλο ζευγάρι, ή είναι άραγε το ίδιο πράγμα για το παιδί το ετερόφυλο ή το ομόφυλο ζευγάρι; Τούτο, και για τον λόγο ότι δεν υπάρχουν αρκετά παιδιά για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση από ετερόφυλα ζευγάρια. Τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια για λόγους ισότητας σημαίνει ότι θα μπορούν να προτιμώνται αυτά έναντι των ετερόφυλων.
Στη σύγκριση όμως μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών δεν υπάρχουν επιχειρήματα τα οποία αντικειμενικώς να συνηγορούν υπέρ της εξίσωσης των μεν με τα δε. Το ότι ένα ετερόφυλο ζευγάρι μπορεί να είναι κακοί γονείς (όπως και ένα ομόφυλο) είναι δεδομένο. Όμως μόνον το ετερόφυλο ζευγάρι είναι φορέας της απαραίτητης ισορροπίας σε ένα παιδί το οποίο καλείται να ζήσει έξω από τη βιολογική του οικογένεια. Η διαφορετικότητα των ψυχικών κόσμων άνδρα και γυναίκας είναι απαραίτητη για την ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού. Πατέρας και μητέρα αλληλοσυμπληρώνονται. Η μητέρα εισφέρει τη στοργή και την επίμονη φροντίδα των αναγκών του παιδιού, ενώ ο πατέρας εισφέρει συναισθηματική σταθερότητα και ηθικά όρια. Αν και οι καταστάσεις αυτές είναι όλο και λιγότερο ιδανικές στις σημερινές οικογένειες (βιολογικές και θετές), εντούτοις όταν επιλέγεται το σωστό περιβάλλον για να βρεθεί ένα παιδί εκτός της βιολογικής του οικογένειας, είναι αναγκαίο ο νομοθέτης να αποβλέψει στη στοιχειώδη ισορροπία που φέρνει η ύπαρξη πατέρα και μητέρας. Στο ομόφυλο ζευγάρι η ισορροπία αυτή πάντοτε θα λείπει.
Το ότι ο Αστικός Κώδικας επέτρεψε από το 1946 την υιοθεσία από έναν μόνο γονέα δεν αλλάζει τα παραπάνω. Ιστορικά η υιοθεσία από έναν μόνον γονέα παρέμενε εξαίρεση και συνήθως γινόταν καταχρηστικά, προκειμένου να δημιουργηθεί τεχνητή σχέση συγγένειας για να διευκολυνθούν κληρονομικές σχέσεις και άλλες νομικές καταστάσεις, ιδίως για όσο επιτρεπόταν (έως το 1996) η υιοθεσία ενηλίκων. Η υιοθεσία από έναν μόνον γονέα ως εκδήλωση αγάπης προς ένα παιδί παρέμενε στην πράξη σπάνια. Το επιτακτικό κριτήριο του υπέρτερου συμφέροντος του τέκνου επιβάλει πάντως να προτιμώνται ετερόφυλα ζευγάρια, πατέρας και μητέρα, ακόμη και έναντι μεμονωμένων προσώπων και συνεπώς το σημερινό νομικό δικαίωμα του μεμονωμένου προσώπου δεν μπορεί, τελεολογικώς, να επεκταθεί προς τα ομόφυλα ζευγάρια.
Θα αποτελούσε μάλιστα νομικό παράδοξο, η ελληνική πολιτεία, που με το νόμο 4800/2021 προώθησε ενεργά τη συνεπιμέλεια για την ισόρροπη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού με πατέρα και μητέρα ακόμη και σε περίπτωση διάλυσης της οικογένειας, σήμερα να προωθήσει ένα νομοθέτημα που θα επέτρεπε την ολοσχερή ακύρωση είτε της πατρικής είτε της μητρικής παρουσίας για το υιοθετούμενο παιδί.
Τούτο ισχύει και στην περίπτωση υιοθεσίας του βιολογικού τέκνου ενός μέλους ομόφυλου ζευγαριού από το άλλο. Είναι βλαπτικό καταρχάς για το παιδί να αποχωριστεί από τον βιολογικό του γονέα του άλλου φύλου, εάν δοθεί άνευ ετέρου δικαίωμα υιοθεσίας από ομόφυλο/η σύντροφο του άλλου βιολογικού γονέα. Μόνον εάν: α) πεθαίνει ο βιολογικός γονέας ανηλίκου παιδιού που ζει με ομόφυλο ζευγάρι, β) δεν ζει ή απουσιάζει ο άλλος βιολογικός γονέας, γ) δεν υπάρχουν άλλοι βιολογικοί συγγενείς (π.χ. παππούδες) κατάλληλοι για κηδεμόνες και δ) έχει δημιουργηθεί επαρκής και υγιής δεσμός του παιδιού με τον σύντροφο του αποβιώσαντος βιολογικού γονέα, θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού η ανάθεση της κηδεμονίας στον επιβιώνοντα σύντροφο (ετερόφυλο ή ομόφυλο, συνδεόμενο με γάμο ή με σύμφωνο συμβίωσης) του αποβιώσαντος βιολογικού γονέα. Στην ειδική αυτή περίπτωση και μόνον, θα μπορούσε να υπάρξει νομοθετική πρόνοια να κριθεί δικαστικά ότι συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις και να ανατεθεί η κηδεμονία του τέκνου στον επιβιώνοντα σύντροφο αποβιώσαντος βιολογικού γονέα, με γνώμονα αποκλειστικά και μόνον το συμφέρον του τέκνου.
Ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια διαφοροποιούνται καίρια στο ζήτημα ότι τα πρώτα μπορούν να αποκτήσουν παιδιά, ενώ τα δεύτερα όχι. Πατέρας και μητέρα δεν χρειάζονται μόνον για να συλληφθεί και να γεννηθεί το παιδί, αλλά και για την ισόρροπη ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Ο θεσμός της υιοθεσίας αποτελεί εξαίρεση, η οποία στο ισχύον καθεστώς προσπαθεί να μιμηθεί, κατά το δυνατόν, τη βιολογική οικογένεια και της οποίας πρέπει να γίνεται συνετή χρήση. Θεσμοθέτηση υιοθεσίας αποκλειστικά προκειμένου να ικανοποιηθούν συναισθηματικές επιδιώξεις των γονέων χωρίς τεκμηρίωση του συμφέροντος του παιδιού, αποτελεί κατάχρηση του θεσμού. Καθώς δε τα ετερόφυλα ζευγάρια είναι ουσιωδώς διαφορετικά, ως προς τα παιδιά, σε σχέση με τα ομόφυλα, η αρχή της ισότητας επιτάσσει ανόμοια και όχι ίση μεταχείριση των ανόμοιων πραγματικών καταστάσεων.
Ευρύτερα ζητήματα τίθενται και ως προς το κατά πόσο η κοινωνία μας έχει συμφέρον να εξισώσει πλήρως θεσμικά την ομοφυλοφιλία με την ετεροφυλοφιλία. Δεν είναι μόνον το δημογραφικό (η "συντήρηση και προαγωγή του έθνους", κατά το Σύνταγμα), που προφανώς τίθεται όταν η ομοφυλοφιλία γίνεται μόδα και ήδη στις ΗΠΑ το 20% των νέων δηλώνει gay με τάσεις αύξησης. Είναι και ζήτημα κοινωνικού ηθικού έρματος, της σταθερότητας και αξιοπιστίας δηλαδή των ηθικών αξιών της κοινωνίας. Το ηθικό αυτό έρμα δεν είναι θεωρητικολογία, εάν αναλογιστεί κανείς την φρενήρη αύξηση της σεξουαλικής εγκληματικότητας κατά ανηλίκων.
Τούτο δε πολύ περισσότερο, ενόψει της διαπίστωσης ότι τα περισσότερα σεξουαλικά εγκλήματα επί ανηλίκων έχουν ομοφυλοφιλικό υπόβαθρο. Δεν υπάρχουν δημοσίως διαθέσιμες στατιστικές, όμως τα στοιχεία των υπηρεσιών προστασίας ανηλίκων, καθώς και όσα εγκλήματα έρχονται στη δημοσιότητα, δείχνουν ότι είναι συντριπτικά περισσότερες οι σεξουαλικές κακοποιήσεις ανηλίκων από ομοφύλους. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποιες ψυχολογικές, κοινωνικές, θεσμικές και εγκληματολογικές εν γένει συνθήκες ευνοούν αυτού του είδους τα εγκλήματα; Η τρέχουσα πολιτική ορθότητα πολύ δύσκολα θα επέτρεπε τέτοια συζήτηση, όμως το πρόβλημα αναμφισβήτητα υπάρχει. Και συνεπώς δεν τίθεται μόνον ζήτημα άμεσης και ευθείας προστασίας της ανηλικότητας, αλλά και ζήτημα συνολικότερης σταθερότητας και αξιοπιστίας των θεμελιωδών κοινωνικών αντιλήψεων για τη διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας.
Από την εποχή του χημικού ευνουχισμού του Άλαν Τούρινγκ μέχρι τη σημερινή τάση πλήρους εξομοίωσης ετεροφυλοφιλίας και ομοφυλοφιλίας δεν έχουν περάσει παρά 70 χρόνια. Η κοινωνία υγιώς αντέδρασε στην καταπίεση που είχαν υποστεί (ιδίως στη Δύση) οι ομοφυλόφιλοι, δημιουργώντας ένα περιβάλλον γνήσιας κοινωνικής ανεκτικότητας. Από τη γνήσια και ειλικρινή αυτή ανεκτικότητα όμως, την οποία σήμερα πια κανένας δεν αμφισβητεί σοβαρά, μέχρι τη νομοθετική απονομή πλήρους θεσμικής υπόστασης στην ομόφυλη σχέση, υπάρχει μεγάλη απόσταση, για την κάλυψη της οποίας δεν αρκεί η επιχειρηματολογία υπέρ των ομοφυλόφιλων συμπολιτών μας.
Οι συλλογικές ανάγκες, ήτοι το συμφέρον και η ασφάλεια των παιδιών και η κατά το Σύνταγμα "συντήρηση και προαγωγή του έθνους" συνηγορούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως και η επιταγή της αρχής της ισότητας για άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων πραγματικών καταστάσεων.