«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κάποια φορά ὁ Μέγας Ἀντώνιος σηκώθηκε νά κάνη τήν προσευχή του καί νά φάγη, κατά τήν συνηθισμένη του ὥρα, διότι τότε ἦταν ἡ έννάτη. Ἐκείνη τήν στιγμή ἁρπάχθηκε ἡ ψυχή του στόν ἀέρα, όπου καί ἐμφανίσθηκαν μερικοί σκοτεινόμορφοι δαίμονες, οἱ όποιοι καί τόν ἐμπόδισαν νά ἀνεβῆ ὑψηλότερα.
Οἱ συνοδοί τῆς ψυχῆς του ἄρχισαν νά φιλονικοῦν μέ τούς δαίμονες, οἱ οποίοι ζητούσαν λογαριασμό γιά τήν ψυχή μήπως ἔχει κάποιο χρέος ἀπέναντι τους. Οἱ ἄγγελοι τούς εἶπαν ότι, όσα σφάλματα διέπραξε ὁ Ἀντώνιος ἀπό τήν γέννησί του, τά διέγραψε ὁ Κύριος. Άφ' ότου ὅμως ἔγινε Μοναχός καί ἀφιέρωσε τόν εαυτό του στόν Κύριο, ἐπιτρέπεται νά ἐξετάσετε τά ἔργα του.
Ἄν καί κατηγοροῦσαν οἱ δαίμονες τόν Ἀντώνιο, δέν μποροῦσαν ὅμως ν' ἀποδείξουν τίς κατηγορίες τους καί έτσι ὁ δρόμος ἦταν ἐλεύθερος άπό εμπόδια. Τότε ὁ Ἀντώνιος εἶδε τόν ἑαυτό του νά ἐπιστρέφη στό σῶμα καί νά εἶναι, ὅπως ἦταν πρίν.
Τόση ὅμως ἦταν ἡ ταραχή του, ὥστε λησμόνησε νά φάγη καί παρέμεινε ὅλη τήν ἡμέρα καί τήν νύκτα προσευχόμένος μέ στεναγμούς. Κατεπλήσσετο, ὅταν σκεπτόταν μέ πόσους πειρασμούς ἔχουμε νά παλαίσουμε καί μέ πόσους κόπους πρέπει νά περάσουμε τά ἐναέρια πνεύματα. Γι' αὐτό συνεβούλευε μέ περισσότερη ὑπομονή λέγοντας: «Νά φορέσετε τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορέσετε ν' ἀντισταθῆτε στόν διάβολο κατά τήν πονηρά εκείνη ἡμέρα καί νά έξευτελισθή ὁ εχθρός, ἐπειδή δέν θά ἔχη νά σας εἰπῆ τίποτε» (Έφεσ. 6, 13).
Μετά τήν οπτασία αύτή τόν έπεσκέφθηκαν μερικοί άνθρωποι καί ἄρχισαν νά συζητοῦν γιά τήν ἔξοδο τής ψυχής άπό τό σώμα της καί ποιός είναι ὁ τόπος πού μεταβαίνει. Τήν ἑπομένη άκριβώς νύκτα ἄκουσε μία φωνή νά τόν καλή:
Αντώνιε, σήκω, ἔβγα ἔξω ἀπὸ τό κελλί σου καί βλέπε.
Πράγματι, ὁ Μέγας Αντώνιος εξήλθε καί, ἀφοῦ ύψωσε τό βλέμμα του στόν οὐρανό, είδε τό ἐξῆς ὅραμα.
Κάποιος πανύψηλος καί φοβερός στήν μορφή, πού τό ύψος του έφθανε μέχρι τά σύννεφα, στεκόταν όρθιος, ένώ μερικοί, ωσάν νά είχαν φτερά πετούσαν άπό μπροστά του. Ἐκεῖνος άπλωνε τά χέρια του καί άλλους ἐμπόδιζε νά πετούν, ένώ άλλοι κατώρθωναν νά τόν προσπερνούν, νά πετούν ύψηλότερα καί νά συνεχίζουν τόν δρόμο τους χωρίς έμπόδια.
Γι' αύτούς πού έξέφευγαν έτριζε τά δόντια του, ἐνῶ αντίθετα, αύτούς πού έμπόδιζε καί τούς άνάγκαζε νά πέσουν κάτω, χαιρόταν.
Άμέσως τότε άκούσθηκε μία φωνή:
Αντώνιε, προσπάθησε νά καταλάβης καλά αύτό πού βλέπεις. Άμέσως καθάρισε τήν διάνοιά του καί ἀντελήφθηκε ότι αύτό πού έβλεπε είναι τό πέρασμα τῶν ψυχών στόν ούρανό καί ότι ὁ θεόρατος άγριάνθρωπος ήταν ὁ διάβολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Όσοι άπό τούς άνθρώπους είναι ὑπεύθυνοι γιά άμαρτίες, τούς κρατεί καί τούς έμποδίζει νά περάσουν" όσοι όμως δέν δέχθηκαν τις συμβουλές του, δέν μπορεί νά τούς έμποδίση, γι' αύτό πετούν ύψηλότερα άπ' αύτόν καί πορεύονται πρός τόν ούρανό. Όταν ό Μέγας Αντώνιος είδε τό όραμα αύτό, θυμήθηκε καί τό προηγούμενο καί άγωνιζόταν καθημερινά νά προκόπτη στόν ενάρετο βίο.
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου