Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Όταν ο Χριστός με συνάντησε στα Ιμαλάϊα

Ο Ιωσήφ στο Γκανγκότρι, όπου συνάντησε τον Χριστό σε μια σπηλιά
Ο Ιωσήφ στο Γκανγκότρι, όπου συνάντησε τον Χριστό σε μια σπηλιά

 Διάκονος Ιωσήφ Μάγκνους Φρανζιπανί

Είμαι Ορθόδοξος Χριστιανός από την πόλη Χόμερ της Αλάσκας. Ο Ιησούς Χριστός με συνάντησε στην Ινδία, στα Ιμαλάϊα.

Ακούω το μονότονο χτύπο της βροχής από το δρόμο…

Η κρύα ομίχλη της Αλάσκας εκτείνεται ως τον κόλπο. Το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα από τα βουνά, το φθινόπωρο έφτασε και τώρα υπάρχουν σμαραγδένιοι λόφοι εδώ. Μια γαλακτώδης λευκή ομίχλη απλώνεται πάνω από τον κόλπο, σαν μεταξένια καταχνιά.

Στα πρώτα χρόνια του γυμνασίου, ως καθολικός, επισκέφτηκα μοναστήρια Τραπιστών, αναζητώντας μια ανώτερη αγάπη. Εκείνη την εποχή, διάβαζα πολλά φιλοσοφικά βιβλία και συνειδητοποίησα, ότι η γνώση δεν είναι αρκετή, ότι η κατανόηση με το νου, είναι εντελώς διαφορετική από την εμπειρία της γνώσης με την καρδιά.

Πέρασα δύο συνεχόμενα γενέθλια στα Ιμαλάϊα…

Ταξίδεψα κατά μήκος χαλικόδρομων, που κατακρημνίζονται σε παγωμένα φαράγγια, εκεί όπου μαίνεται ο ποταμός Γάγγης, που δεν έχει ακόμη φράξει με σκουπίδια, λάσπες, απορρίμματα των χωριών και απανθρακωμένα ανθρώπινα υπολείμματα. Εκεί, στη σπηλιά, ο Χριστός με συνάντησε. Η περίπλοκη και παράξενα ελκυστική ατμόσφαιρα στην οποία κάποιος πρέπει να αντιμετωπίσει τον εαυτό του είναι η Ινδία, μια χώρα με μαύρα πτώματα, λευκό χιόνι, παγανιστικές φωτιές και επικίνδυνα ζώα.

Ανέβηκα σε ένα λεωφορείο βόρεια του Δελχί. Ήταν ασφυκτικά γεμάτο με επιβάτες στριμωγμένους ο ένας πάνω στον άλλον, ενώ μύγες βούιζαν ανάμεσα στο πρόσωπό μου και τα παράθυρα, τα οποία ήταν καλυμμένα με καφετιά λάσπη. Ο αέρας στο Δελχί είναι πολύ μολυσμένος. Ο ήλιος είναι σχεδόν αόρατος, λόγω της τεράστιας ποσότητας των αναθυμιάσεων και των καυσαερίων στο χρώμα του καφέ. Το πρωί, μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει μια ανερχόμενη πορτοκαλοκόκκινη μπάλα που καίει πάνω από τον ορίζοντα για 15 λεπτά, αλλά στη συνέχεια σκύβει κουρασμένα πάνω από τα βουνά.
Μεγάλωσα καθολικός, αλλά στράφηκα στον Βουδισμό όταν παρακολούθησα μαθήματα αυτο-ύπνωσης σε ένα καθολικό γυμνάσιο, όπου πειραματίστηκα με διαλογισμό και "ευαισθητοποίηση".

Είχα σοβαρά συμπτώματα μανιακής κατάθλιψης εκείνη την εποχή, εν μέρει επειδή είχα συνειδητά απομακρυνθεί από τον ιουδαϊκό και χριστιανικό Θεό και επίσης, επειδή η ζωή στο σπίτι ήταν πολύ-πολύ δύσκολη για μένα. Έγινα ανήσυχος και απέκτησα εξαιρετικά αυτοκαταστροφικές συνήθειες. Ως εκ τούτου, ο Βουδισμός φαινόταν να είναι η ιδανική πόρτα για την αναχώρησή μου από τον Θεό και την οικογένειά μου, κατευθύνοντας την ενέργειά μου να διαλυθεί στο Κενό, σαν μια φυσαλίδα που εξαφανίζεται σε ένα ατελείωτο και απρόσωπο ποτάμι — το Τατχαγκαταγκαράμπχα.

Η αρχή που γαντζώθηκε πάνω μου, ήταν να καταστρέψω τις επιθυμίες μου και να εγκαταλείψω τον εαυτό μου, ώστε να αποφύγω τα βάσανα. Αλλά η επιθυμία δεν φαίνεται τόσο κακή, ειδικά όταν συνδέεται με την αγάπη, η οποία απαιτεί περισσότερα από ένα άτομα — μα, να αγαπάς, να αγαπάς πραγματικά, σημαίνει να δίνεις, πράγμα το οποίο απαιτεί θυσίες και βάσανα.

Έτσι, ο Θιβετιανός Βουδισμός ήταν παρών στη ζωή μου, επειδή ο διαλογισμός με βοήθησε να ηρεμίσω από το άγχος και την κατάθλιψη και επειδή ο πολιτισμός αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρων με όλες του τις πολύχρωμες σημαίες, τις νεκροκεφαλές και τις μεταφυσικές εξηγήσεις των πραγμάτων. Αλλά τι απομένει, όταν το «Εγώ» εξαφανιστεί και δεν υπάρχει κανείς, με τον οποίο θα μπορούσε να υπάρξει μια εγκάρδια σχέση; Γιατί να μην αναφέρουμε την εμπειρία του Ευαγγελίου, τα Νέφη των Μαρτύρων της Αγίας Εκκλησίας[1]; Δεν ήξερα τίποτα για την Ορθοδοξία όταν κατέβηκα στο κελλάρι του Βουδισμού. Σε τι όμως οδηγούν όλα αυτά, υπό το φως της Ορθοδοξίας;

Η ενσυνείδηση λειτούργησε όσον αφορά το λαμπικάρισμα του παραθύρου του νου, αλλά τότε πολλά από τα δόγματά του — και έχω ερευνήσει αμέτρητα δόγματα — απέκλεισαν οποιαδήποτε κίνηση προς τα εμπρός. Καθαρός ουρανός. Αυτό που δεν μπορούσε να μου δώσει ήταν να με κατευθύνει στον ήλιο, στη ζεστασιά του ήλιου, στο φως του ήλιου — όλες οι θρησκείες φαίνεται να περιέχουν κάποιο κόκκο αλήθειας, αλλά αποτυγχάνουν ενώπιον της μαρτυρίας του Τριαδικού Θεού... και όλες οι καταστροφικές μου συνήθειες, οι σχέσεις, όλα τα μάντρα και η γιόγκα, τα έχω ήδη εξαντλήσει όλα αυτά... να έτσι με έφερε ο Χριστός σ' Αυτόν.

Επιστρέφοντας στο θέμα — είμαι στο Δελχί, στο λεωφορείο. Μετά από μερικές ώρες παρουσίας στον στενόχωρο, αποπνικτικό και ξινισμένο από τα ούρα αέρα, ακούς να λύνονται τα μπροστινά φρένα και το λεωφορείο τελικά να τεντώνει τα ελατήρια ανάρτησής του και σιγά-σιγά να κινείται τρέμοντας προς τα εμπρός. Κατηφορίζει προς κάποιο πολυσύχναστο κεντρικό δρόμο. Για 15 λεπτά, βήχουμε και περιπλανιόμαστε στο δρόμο, μακριά από το βρώμικο αλλά πολύ ωραίο καταφύγιό μου, Μαντζού Κα Τίλλα, ένα είδος καταυλισμού προσφύγων του Θιβέτ, γεμάτου με τηλεφωνικά καλώδια, υγρά και στενά σοκάκια, σφαγιασμένους σκύλους, μωρά και ασθενείς με πολιομυελίτιδα. Λιθόστρωτα δρομάκια και αρτοποιεία, ορειχάλκινα μπιχλιμπίδια και όπλα, είναι το πρώτο μέρος στη γη, όπου συνάντησα τη λέπρα και την αδελφή της, την πολιομυελίτιδα. Η αρχή του πνευματικού μου πολέμου.

Τα έβλεπα μαζί, αυτά τα δύο — πολιομυελίτιδα και λέπρα — να συνωστίζονται γύρω από ένα βαρέλι από πύρινα κουρέλια, στο σκοτάδι μαύρα σαν κάρβουνα, με χέρια σαν το μασημένο ψωμί, με δόντια κίτρινα σαν μολύβι και ραγίσματα. Βλέπω ένα αγόρι να δέχεται επίθεση από ένα κοκαλιάρικο, μοχθηρό σκυλί με μακρύ βρεγμένο τρίχωμα και μανιώδη μάτια — έμοιαζε με κιτρινοκόκκινη αλεπού — ένα κουβάρι από τρίχωμα, αίμα και ουρλιαχτά. Οι ταξιτζήδες που περιμένουν τους απογευματινούς πελάτες τους μπροστά σε δύσοσμους, καλυμμένους με φτερά κάδους, αντικρύζοντας το ζώο, τρέχουν πίσω του σε μια τρομακτική κρίση τρέλας και τρόμου. Κυνηγούν το ζώο με τούβλα στα χέρια τους, τα οποία αφαίρεσαν από τα σκαλοπάτια ενός κοντινού μπακάλικου, αφήνοντας το αγόρι μουσκεμένο στο αίμα, με τα θραύσματα του δοντιού του σκύλου στο πόδι του.

Εδώ κι ο πόνος, κι η ανθρωπιά κι η θυσία…

Φαίνεται νεαρό, αλλά δεν υπάρχουν σημάδια αθωότητας στο πρόσωπό του. Τα σκοτεινά μάτια του με ακολουθούν καθώς τρέχω λίγα μέτρα μακριά για να πάρω ένα μπουκάλι νερό και μετά να επιστρέψω. Κοιταζόμαστε. Τα μακριά χέρια και τα δάχτυλά του τρίβουν ένα κομμάτι δέρματος που έχει σπάσει και στάζει ένα παράξενο μωβ υγρό.
Η δυσοσμία των βρώμικων ποδιών και η πικρή μυρωδιά των σκουπιδιών κρέμονται στον αέρα. Βρώμικες αγελάδες μαζεύουν σακούλες με χαλασμένα τρόφιμα και γάλα κοντά σε δοχεία απορριμμάτων. Περιμένει γιατρό, αλλά ο γιατρός ακόμη δεν έχει εμφανιστεί. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Το αγόρι κοιτάζει προς το μέρος μου, κουτσαίνοντας στο δρομάκι και εξαφανίζεται στο απόκοσμο σκοτάδι.
Διέμεινα εδώ συνολικά πεντέμισι μήνες. Ήρθα εδώ, αφού εγκατέλειψα τον Χριστιανισμό και υπηρετούσα τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό για 11 χρόνια…

Σκέφτηκα, ότι ίσως έπρεπε να μπω σε ένα βουδιστικό μοναστήρι ή να συναντήσω έναν σοφό ερημίτη στα βουνά διάγοντας το υπόλοιπο της ζωής μου στα Ιμαλάϊα και βιώνοντας εκεί τα εξωτικά μυστήρια και τη φώτιση. Διάβασα δεκάδες Σούτρα διαφορετικών Βούδων, είχα ένα υπογραμμισμένο και διάτρητο αντίγραφο της Μπαγκαβάτ Γκίτα και των Ουπανισάδων, διάβασα όλους τους τύπους της Καλιφόρνιας — Μπαγκαβάτ Ντας, Ραμ Ντας, Κρίσνα Ντας — και συνάντησα ακόμη και τους περισσότερους από αυτούς, όλα τα είδωλα των «χίπις» της δεκαετίας του 1960, που έκαναν χρήση ναρκωτικών και ταξίδεψαν στην Ινδία για να «συναντήσουν έναν γκουρού». Διάβασα το βιβλίο «Να είσαι εδώ και τώρα» και έφτασα μέχρι εδώ, αλλά παρά τα πολύχρωμα αγάλματα, τη μαριχουάνα και την τάντρα, όσο «άδειος» κι αν έγινα, ένιωσα... πώς να το πω... ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Εργάστηκα ως οδηγός της άγριας φύσης για νέους σε ομάδες κίνδυνου στις ερήμους του Αϊντάχο. Δίδαξα δεξιότητες επιβίωσης, διαλογισμό και μάντρα, συνεργάστηκα με ψυχολόγους, αναπτύσσοντας μεθόδους συναισθηματικής και συμπεριφορικής θεραπείας — μια φορά με κυνηγούσε ένας λύκος, ενώ μια άλλη φορά σκότωσα έναν κροταλία. Και ενώ ήμουν εκεί, στο μέσον της ζωής μου πριν από τον Χριστό, προς το τέλος της, στην πραγματικότητα, άρχισα να βιώνω παράξενα πράγματα — όχι μόνο όταν ταξίδευα στην Ινδία, αλλά και πριν από αυτό, και όχι μόνο εγώ, αλλά και η φίλη μου. Έχουμε δει — όλοι όσοι έχουμε ασκήσει μάντρα, διαλογισμό, γιόγκα — και πολλά από αυτά σε μια νηφάλια κατάσταση — έχουμε δει σκιές και δαίμονες, βιώσαμε τρόμο, άγχος και ανίερο φόβο. Έτσι γνώριζα, ότι κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε.

Δεν είναι απλώς μια άποψη, δεν είναι απλώς η πεποίθηση, ότι έχω ελεύθερη βούληση και υπάρχω έξω από το σώμα και αυτό είναι ένα από τα πράγματα που με βοήθησαν τελικά να εγκαταλείψω το κελλάρι των ανατολικών θρησκειών, πέραν της επίδρασης της Θείας Χάριτος, ότι αν είμαι εγώ, περισσότερο από το σώμα μου, και έχω ελεύθερη βούληση, και μπορώ να επιλέξω, να δεχτώ ή να απορρίψω την αγάπη, τότε μπορούν και άλλοι, και αυτό εγείρει το ζήτημα του καλού εναντίον του κακού, του ορθού και του λανθασμένου.

Ήταν, άραγε, αυτό που έκανα, το ορθό; Όποιους ακολουθούσα; Είναι αυτά τα πράγματα, αυτές οι οντότητες, απλά αρχέτυπα, και αν όχι, αν είναι «αληθινά», τότε είναι και «καλά»; Είναι σαν να πηδάς στον ωκεανό και να συνειδητοποιείς, ότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά πλάσματα που κολυμπούν εκεί, μερικά από αυτά είναι ακίνδυνα και όμορφα, και μερικά θα σου επιτεθούν, είναι δηλητηριώδη — και η αστρική ζωή, η πνευματική ζωή είναι έτσι. Πολύ γρήγορα, μόλις έφτασα στην Ινδία, το συνειδητοποίησα και φοβήθηκα.

Έξω από την πόρτα του δωματίου μου, στο δρόμο, με πρησμένο κεφάλι, πάνω σε ένα κομμάτι ύφασμα, βρίσκεται ένα αγόρι με την ασθένεια βρώσης μεγάλης ποσότητας καρπουζιού. Ένα σύννεφο από μαύρες μύγες στριφογυρίζει πάνω από ένα άδειο στήθος και βαθουλά μάτια, σαν ανθρώπινο φανάρι φτιαγμένο από κολοκύθα. Το μακρύ καφέ χέρι της μητέρας του, γεμάτο με ασημένια κοσμήματα, ζητιανεύει ρουπίες.

Γιατί λοιπόν εγκατέλειψα στο Όρεγκον την πανέμορφη φίλη μου, που με υποστήριζε πάντα, μόνο για να βιώσω αυτό; Είχα ήδη αρχίσει να αποκαθιστώ τη σχέση μου με τους γονείς μου, έγινα πιο σίγουρος για τον εαυτό μου και διάβασα ακόμη και τις «Διηγήσεις ενός γυρολόγου» λίγους μήνες πριν. Αν και αυτοί ήταν ακόμα στην Καλιφόρνια με όλα μου τα πράγματα, και δεν έβλεπα καμία σχέση μεταξύ τους με την Ορθοδοξία, ποτέ δεν αναρωτήθηκα, πού θα μπορούσε να υπάρχει μια εκκλησία που θα εμβαθύνει στο ζήτημα της σχέσης μας με τη ζωντανή, στοργική αλήθεια – όπου η Αλήθεια είναι μια Οντότητα, όπως διάβασα αργότερα από τον πατέρα Σεραφείμ (Ρόουζ);

Μετά το βάπτισμα στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία

Κατευθυνόμουν στα βουνά, στις εκβολές του ποταμού Γάγγη, στο Γκανγκότρι. Ήταν τα 28α γενέθλιά μου. Ακούγοντας τα χτυπήματα του ανέμου στα βράχια και το νερό, ξαφνικά ήταν σαν να χτυπήθηκα από το σπαθί ενός χερουβείμ στην καρδιά μου — αν και γνώριζα τι συνέβαινε με το μυαλό μου, βίωσα μια αποκάλυψη με την καρδιά μου — μια συνάντηση με τον Ζωντανό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και την συνειδητοποίηση μου να χωρίζω από τον ίδιο τον εαυτό μου.

Τι μπορώ να πω;

Όλα όσα έχω μάθει, όσα έχω εξασκηθεί και βιώσει τα τελευταία 11 χρόνια έχουν αλλάξει τώρα — μπήκαν από το ένα αυτί και βγήκαν από το άλλο. Όλα μετασχηματίστηκαν σε χριστιανικούς όρους και η πραγματικότητα αντικατέστησε τις χίμαιρες. Τώρα ήξερα, ότι η ανάσταση μέσω της μετενσάρκωσης είναι αδύνατη και χωρίς νόημα, επειδή είμαι η ψυχή μου και ότι το Κάρμα είναι ψέμα, επειδή υπάρχει Θεϊκή παρέμβαση. Το είδα. Έζησα πόνο και χαρά εκεί, στη σπηλιά: δεν υπήρχε πια μοναξιά, δεν υπήρχε αποξένωση. Στα Ιμαλάϊα, σε μια σπηλιά, συνέβη αμέσως, σαν να είχα ηλεκτροπληξία: γνώρισα πραγματικά τον Χριστό και έμεινα άφωνος για μια στιγμή. Στην Αιωνιότητα, είδα την Ύπαρξη του Θεού ως Χριστού στην καρδιά μου και συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν θα ήμουν ποτέ μόνος. Ίσως, φυσικά, ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΩ μοναξιά, φυσικά, κάτι που είναι αμφίβολο, αλλά πρέπει να θυμάμαι αυτήν την αποκάλυψη — για την αδυναμία της μοναξιάς. Ίσως έτσι πρέπει να ονομάζεται αυτή η επιστολή.

Τι συνέβη τότε; Πήρα τη Βίβλο και την διάβασα σε έναν ξενώνα στη Ντζαραμσαλέ, που απέχει 12 ώρες με το αυτοκίνητο από το Γκανγκότρι, και μετά επέστρεψα στην Αμερική. Μετά από τα τραντάγματα στα λεωφορεία και τις τερατώδεις τελετές καύσης των σωμάτων, τους κιτρινόμαυρους θεούς και θεές, τελικά έπεσα στην αγκαλιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Γιούτζιν. Πολύ συνοπτικά διηγούμαι για αυτό, λόγω έλλειψης χρόνου. Θα ήθελα να μιλήσω για το Μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα και για τα μοναστήρια και τις εκκλησίες κατά την διαδρομή, αλλά όλα αυτά απαιτούν ένα ολόκληρο βιβλίο. Η προσευχή στον Άγιο Γερμανό και η μεσολάβησή του με οδήγησαν στο Ελατονήσι (σ.τ.μ. νησί Σπρους της Αλάσκας), γονατίζοντας μπροστά στα άγια λείψανά του, ενώ πήρα σπίτι στην πόλη Χόμερ. Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα, για τα οποία θα ήθελα να γράψω. Τόσα πολλά έχουν συμβεί στην καρδιά μου. Συγχωρείστε με που είμαι φλύαρος. Είθε ο Πατέρας των Φώτων να μας φωτίσει και να μας ελεήσει. Αμήν.

«Άλλο είναι να πιστεύεις στον Θεό και άλλο να τον γνωρίζεις» (Άγιος Σιλουανός).

Παραπομπές

[1] «Λοιπὸν καὶ ἡμεῖς, ἀφοῦ ἔχομεν τριγύρω μᾶς τόσον μεγάλο καὶ πυκνὸν σύννεφον ἀνθρώπων, ποὺ ἐμαρτύρησαν διὰ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως, ἂς πετάξωμεν ἀπὸ ἐπάνω μας καὶ τὴν ἁμαρτίαν… ἂς στρέφωμεν τὰ βλέμματά μας καὶ τὴν προσοχήν μας εἰς τὸν Ἰησοῦν, ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ θεμελιωτὴς τῆς πίστεως καὶ μᾶς τελειοποιεῖ εἰς αὐτήν» (Προς Εβραίους, κεφ. 12:1-2).

Επισημείωση του μεταφραστή: Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής - Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα https://www.saint.gr/71/12/biblebooks.aspx

https://gr.pravoslavie.ru/158427.html